ΓΣΕΕ: Ανησυχία για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές ανάπτυξης

Η ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση το 2024, αναλύει μακροοικονομικές εξελίξεις, όπως η εξέλιξη του ΑΕΠ και των συνιστωσών του, τον πληθωρισμό, και το δημόσιο χρέος. Επιπλέον, εξετάζει τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας και το στεγαστικό πρόβλημα, υπογραμμίζοντας τις ανισότητες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την ΕΕ.

 
Ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με την ΕΕ όσον αφορά το ΑΕΠ;

Η ελληνική οικονομία παρουσίασε υψηλότερο ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ από τον μέσο όρο της ΕΕ, αποφεύγοντας τη στασιμότητα που παρατηρήθηκε στον πυρήνα της ΕΕ από το τρίτο τρίμηνο του 2023 έως το τρίτο τρίμηνο του 2024. Ωστόσο, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτές της ΕΕ, και η πορεία των δύο μεγεθών είναι γενικά κοινή.

 
Ποια είναι η σύνθεση της ζήτησης στην Ελλάδα και πώς συγκρίνεται με την ΕΕ;

Η κατανάλωση στην Ελλάδα είναι υψηλότερη ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με την ΕΕ και παρέμεινε σταθερή στο πρώτο εξάμηνο του 2024 σε σχέση με το 2023. Οι επενδύσεις, ωστόσο, διατηρήθηκαν σε χαμηλό επίπεδο στην Ελλάδα, ενώ στην ΕΕ μειώθηκαν ελαφρώς. Το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας επιδεινώθηκε, ενώ στην ΕΕ παρατηρείται ενίσχυση του εμπορικού πλεονάσματος. Αυτό υποδηλώνει μια συνεχή απώλεια αγοραστικής δύναμης προς το εξωτερικό και αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας.

 
Πώς συμβάλλουν οι διάφορες πηγές εισοδήματος στην αύξηση του πρωτογενούς εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα;

Οι μισθοί έχουν μικρή συμβολή στην αύξηση του πρωτογενούς εισοδήματος των νοικοκυριών, ενώ τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων και τα κέρδη από διακράτηση πλούτου έχουν μεγαλύτερη συνεισφορά. Το 2023, οι πραγματικοί μισθοί συνέβαλαν μόλις κατά 1%, τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων κατά 1,76% και τα κέρδη από διακράτηση πλούτου κατά 1,5%. Αυτό αναδεικνύει την άνιση κατανομή της ευημερίας στην Ελλάδα.

 
Ποια είναι η κατάσταση των επενδύσεων στην Ελλάδα και ποια είδη επενδύσεων κυριαρχούν;

Οι πραγματικές επενδύσεις στην Ελλάδα παραμένουν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ και έμειναν στάσιμες το τρίτο τρίμηνο του 2024. Οι επενδύσεις σε κατοικίες σημειώνουν τη μεγαλύτερη αύξηση, ενώ οι επενδύσεις σε προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας, κρίσιμες για την αναβάθμιση του παραγωγικού ιστού, παραμένουν χαμηλές. Οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα είναι υψηλότερες.

 
Πώς επηρεάζει το εμπορικό έλλειμμα την ελληνική οικονομία και τι το προκαλεί;

Το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας διατηρείται σε πολύ υψηλό επίπεδο λόγω της μεγάλης αύξησης των εισαγωγών, ιδιαίτερα ενδιάμεσων προϊόντων. Αυτό υποδηλώνει μια σοβαρή διαρθρωτική ανεπάρκεια του παραγωγικού συστήματος και την εξάρτηση από εισαγόμενα προϊόντα, δημιουργώντας την ανάγκη για μια σύγχρονη βιομηχανική πολιτική.

 
Πώς έχει επηρεαστεί η αγορά εργασίας στην Ελλάδα από την οικονομική και πληθωριστική κρίση;

Παρά τη βελτίωση των βασικών ποσοτικών μεγεθών της αγοράς εργασίας, η κατάσταση παραμένει εύθραυστη, με τους δείκτες να απέχουν σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το μερίδιο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής έχει μειωθεί σημαντικά και η απασχόληση σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας παραμένει χαμηλή, δείχνοντας έλλειψη ποιοτικής, παραγωγικής και υψηλής ειδίκευσης απασχόλησης.

 
Ποια είναι η κατάσταση του κόστους στέγασης στην Ελλάδα και πώς επηρεάζει τα νοικοκυριά;

Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά, επιβαρύνοντας τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε νοικοκυριά με υπερβολική επιβάρυνση του στεγαστικού κόστους είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, οδηγώντας σε σημαντικό περιορισμό της ευημερίας και δυσκολίες στην κάλυψη βασικών υποχρεώσεων.

 
Ποια είναι τα κύρια συμπεράσματα σχετικά με τις χρηματοοικονομικές ισορροπίες στην Ελλάδα και τις προοπτικές της οικονομίας;

Το πλεόνασμα του εξωτερικού τομέα έχει παγιωθεί σε υψηλό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα το έλλειμμα των νοικοκυριών παραμένει σημαντικό, χρηματοδοτώντας εν τέλει τον δημόσιο και τον εξωτερικό τομέα. Επιπλέον, ο επιχειρηματικός τομέας δεν δανείζεται επαρκώς για να αυξήσει τις επενδύσεις του. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί ανησυχία για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές ανάπτυξης, καθώς δεν φαίνεται να δημιουργούνται συνθήκες για διατηρήσιμη και ανθεκτική ανάπτυξη.

 
Πώς επηρεάζει η μακροοικονομική κατάσταση την αγοραστική δύναμη

Η μακροοικονομική κατάσταση επηρεάζει την αγοραστική δύναμη των πολιτών μέσω διαφόρων παραγόντων, όπως ο πληθωρισμός, τα εισοδήματα και η ανεργία.

  • Πληθωρισμός: Ο πληθωρισμός μειώνει την αγοραστική δύναμη, καθώς οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών αυξάνονται, ενώ τα εισοδήματα δεν ακολουθούν πάντα τον ίδιο ρυθμό. Στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός έχει επηρεάσει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών, τροφοδοτώντας την κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Από τον Νοέμβριο του 2020 έως τον Νοέμβριο του 2024, οι περισσότερες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών σημείωσαν σημαντικές αυξήσεις τιμών. Για παράδειγμα, οι κατηγορίες «Ένδυση και υπόδηση», «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» και «Στέγαση» εμφάνισαν τις μεγαλύτερες μεταβολές.
  • Εισοδήματα: Το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζεται από τους μισθούς, τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων και τα κέρδη από διακράτηση πλούτου. Στην Ελλάδα, η συμβολή των μισθών στη μεταβολή του ακαθάριστου εισοδήματος των νοικοκυριών και στην αύξηση της κατανάλωσης είναι μικρή. Το 2023, οι πραγματικοί μισθοί συνέβαλαν μόλις κατά 1%, ενώ τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων κατά 1,76% και τα κέρδη από διακράτηση πλούτου κατά 1,5%. Αυτό δείχνει μια άνιση κατανομή της ευημερίας. Η υστέρηση των μισθών σε σχέση με τον πληθωρισμό έχει μειώσει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.
  • Ανεργία: Η ανεργία μειώνει την αγοραστική δύναμη, καθώς οι άνεργοι δεν έχουν εισόδημα από εργασία. Αν και τα ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί, η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει εύθραυστη και οι δείκτες απέχουν ακόμη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Επιπλέον, η εξέλιξη του κόστους στέγασης επηρεάζει σημαντικά την αγοραστική δύναμη. Το 2023, το ποσοστό του πληθυσμού στην Ελλάδα που διαβιούσε σε νοικοκυριά όπου το κόστος στέγασης ήταν μεγαλύτερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους ήταν 28,5%, το υψηλότερο στην ΕΕ. Αυτό δείχνει ότι ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματος των νοικοκυριών διατίθεται για την κάλυψη των αναγκών στέγασης, περιορίζοντας τα χρήματα που διατίθενται για άλλες αγορές. Το κόστος στέγασης έχει δυσανάλογη επίδραση στην ευημερία των πολιτών διαφορετικών εισοδηματικών κατηγοριών.

Συνοψίζοντας, η μακροοικονομική κατάσταση, μέσω του πληθωρισμού, της εξέλιξης των εισοδημάτων, της ανεργίας και του κόστους στέγασης, επηρεάζει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών, οδηγώντας σε μείωση της ευημερίας τους.

 
Ποια είναι η κατάσταση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα το 2024;

Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα το 2024 παρουσιάζει βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις και ανισότητες.

  • Αύξηση της απασχόλησης: Το 2024, ο αριθμός των απασχολούμενων στην Ελλάδα αυξήθηκε, με το γ΄ τρίμηνο να καταγράφει τον υψηλότερο αριθμό εργαζομένων από το 2010, εξαιρουμένου του β΄ τριμήνου του 2024. Συγκεκριμένα, το γ’ τρίμηνο του 2024 ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων ανήλθε στα 4.323,9 χιλ. άτομα.
  • Μείωση της ανεργίας: Παράλληλα με την αύξηση της απασχόλησης, σημειώθηκε σημαντική πτώση της ανεργίας, με τον αριθμό των ανέργων να ανέρχεται στα 428,4 χιλ. άτομα το γ΄ τρίμηνο του 2024, μειωμένος κατά 86,2 χιλ. άτομα σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
  • Ποσοστό απασχόλησης: Το ποσοστό απασχόλησης (ηλικίες 15-64 ετών) αυξήθηκε στο 64,1% το γ΄ τρίμηνο του 2024, το υψηλότερο επίπεδο από το ξέσπασμα της κρίσης δημόσιου χρέους.
  • Αποκλίσεις από τον μέσο όρο της ΕΕ: Παρά τη βελτίωση, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Για παράδειγμα, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών και των νέων παραμένει χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
    • Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών (15-64 ετών) στην Ελλάδα ήταν 55,4% το γ΄ τρίμηνο του 2024, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 66,5%.
    • Το ποσοστό απασχόλησης των νέων (15-24 ετών) ήταν 19,6%.
  • Διαφοροποιήσεις ανά εκπαιδευτικό επίπεδο: Υπάρχουν διαφοροποιήσεις στα ποσοστά απασχόλησης ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης. Τα άτομα με υψηλή ειδίκευση έχουν υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης, ενώ τα άτομα χαμηλής ειδίκευσης έχουν τα χαμηλότερα.
  • Ανεργία ανά πληθυσμιακή ομάδα: Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας το γ΄ τρίμηνο του 2024 εντοπίζεται στους νέους (15-24 ετών) με 15,5% και στις γυναίκες (11,5%).
  • Κλαδική διάρθρωση της απασχόλησης:
    • Τη μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης το γ΄ τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το γ΄ τρίμηνο του 2023 σημείωσαν οι κλάδοι «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο», «Κατασκευές», «Μεταφορά και αποθήκευση» και «Τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία».
    • Τη μεγαλύτερη πτώση του αριθμού των απασχολούμενων το ίδιο διάστημα καταγράφηκε στους κλάδους «Δημόσια διοίκηση και άμυνα κ.λπ.» και «Γεωργία, δασοκομία και αλιεία».
    • Την περίοδο γ΄ τρίμηνο 2019 – γ΄ τρίμηνο 2024, τη μεγαλύτερη αύξηση θέσεων εργασίας εμφάνισαν οι κλάδοι «Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες», «Δραστηριότητες σχετικές με τη δημόσια υγεία κ.λπ.», «Κατασκευές», «Μεταποίηση» και «Μεταφορά και αποθήκευση».
  • Μείωση της απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα: Ο δευτερογενής τομέας της παραγωγής (βιομηχανία) εμφανίζει μείωση του μεριδίου του στη συνολική απασχόληση, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών έχει αυξηθεί.
  • Χαμηλή απασχόληση σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας: Η Ελλάδα καταγράφει χαμηλά ποσοστά απασχόλησης σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, γεγονός που υποδεικνύει ένα ισχνό τεχνολογικό αποτύπωμα της ελληνικής οικονομίας.
    • Το 2023, το ποσοστό των απασχολούμενων σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα ήταν 3,4%, το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ.
    • Το ποσοστό των απασχολούμενων σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας ήταν μόλις 0,8% του συνόλου των απασχολούμενων.
    • Το ποσοστό των απασχολούμενων σε υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης ήταν 2,6%, το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ.

Συνολικά, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα το 2024 δείχνει σημάδια ανάκαμψης, με αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές ανισότητες και προκλήσεις, όπως οι χαμηλές αμοιβές, οι διαρθρωτικές αδυναμίες και η υστέρηση σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας.

 
Πώς επηρέασε ο πληθωρισμός τα ελληνικά νοικοκυριά το 2024;

Ο πληθωρισμός επηρέασε σημαντικά τα ελληνικά νοικοκυριά το 2024, μειώνοντας την αγοραστική τους δύναμη και επιδεινώνοντας την κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης.

  • Μείωση της αγοραστικής δύναμης: Παρά τη σχετική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2024, οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών παρέμειναν υψηλές, επηρεάζοντας αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΕνΔΤΚ διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο του 2024 στο 2,9%, έναντι 12,1% τον Σεπτέμβριο του 2022.
  • Αυξήσεις τιμών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες: Σχεδόν όλες οι κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών που απαρτίζουν τον ΓΔΤΚ σημείωσαν θετικές μεταβολές τιμών μεταξύ Νοεμβρίου 2020 και Νοεμβρίου 2024, με πολλές από αυτές να είναι διψήφιες. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών καταγράφηκαν στις κατηγορίες:
    • Ένδυση και υπόδηση (+31,3%).
    • Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά (+30,5%).
    • Στέγαση (+24,3%).
    • Μεταφορές (+23,8%).
    • Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια (+21,4%).
  • Επιπτώσεις στο κόστος στέγασης: Το κόστος στέγασης αυξήθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης του ενεργειακού κόστους. Το ποσοστό των νοικοκυριών με υπερβολική επιβάρυνση από το κόστος στέγασης (πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος) ήταν 28,5% το 2023, το υψηλότερο στην ΕΕ. Τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά δαπανούσαν το 50,4% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση. Το 2023, το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του στεγαστικού κόστους στην Ελλάδα ήταν υψηλότερο από αυτό σε χώρες με παρόμοια επίπεδα μισθών.
  • Επιπτώσεις στα εισοδήματα: Οι αυξήσεις των μισθών δεν ήταν επαρκείς για να αντισταθμίσουν την αύξηση του κόστους ζωής. Το 2023, οι πραγματικοί μισθοί συνέβαλαν μόλις κατά 1% στην αύξηση του πρωτογενούς εισοδήματος των νοικοκυριών, ενώ οι μισθοί στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ. Ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης ήταν 17.013 ευρώ το 2023, η τρίτη χαμηλότερη επίδοση στην ΕΕ.
  • Διαφοροποίηση των επιπτώσεων ανά εισοδηματική κατηγορία: Ο πληθωρισμός επηρέασε δυσανάλογα τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Το 2023, το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης για το φτωχότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο ήταν 85,3%.
  • Επιπτώσεις στις ευάλωτες ομάδες: Οι νέοι, οι γυναίκες και τα άτομα με χαμηλή ειδίκευση ήταν μεταξύ των ομάδων που επηρεάστηκαν περισσότερο από τον πληθωρισμό και την αγορά εργασίας.

Συνοπτικά, ο πληθωρισμός το 2024 είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα ελληνικά νοικοκυριά, μειώνοντας την αγοραστική τους δύναμη και δημιουργώντας ανισότητες. Τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και οι ευάλωτες ομάδες επλήγησαν περισσότερο από την άνοδο των τιμών και το αυξημένο κόστος στέγασης.

Σχετικά Άρθρα