Η δειλία των CEO και η χαμένη ευκαιρία

Ο Scott Galloway, γνωστός για την οξυδέρκεια και την αιχμηρή του κριτική απέναντι στις μεγάλες εταιρείες και τους ηγέτες τους, θίγει σε πρόσφατο άρθρο του ένα καίριο ζήτημα: τη σιωπή των ισχυρών διευθυνόντων συμβούλων (CEOs) των μεγαλύτερων αμερικανικών εταιρειών μπροστά σε πολιτικές και ρητορικές που θεωρεί επικίνδυνες. Ο Galloway δεν μασάει τα λόγια του: χαρακτηρίζει αυτή τη σιωπή ως δειλία, αποτέλεσμα φόβου και ειδωλολατρίας του χρήματος.

 
“Γεια σας, κύριε Πρόεδρε”: Η φυσιογνωμία του CEO και η σιωπή

Ο Galloway ξεκινά περιγράφοντας τους CEOs των Fortune 100 ως ταλαντούχους, γεμάτους αυτοπεποίθηση και συχνά περιτριγυρισμένους από ανθρώπους που θαυμάζουν τη “ιδιοφυΐα” τους. Ωστόσο, υποστηρίζει, το βασικό χαρακτηριστικό της ηγεσίας είναι να κάνεις το σωστό, ακόμη κι όταν αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Στην τρέχουσα συγκυρία, με έναν πρόεδρο πρόθυμο να “κηρύξει τον πόλεμο” σε πολλούς ταυτόχρονα, οι περισσότεροι CEO επιλέγουν να παραμείνουν ήσυχοι – να κρατήσουν χαμηλό προφίλ και να συνεχίσουν τις δουλειές τους.

Επικαλούμενος ένα απόφθεγμα που αποδίδεται σε Γερμανό θεολόγο (“Η σιωπή μπροστά στο κακό είναι κι αυτή κακό. Να μην μιλάς είναι να μιλάς. Να μην πράττεις είναι να πράττεις”), ο Galloway κατηγορεί τους επιχειρηματικούς ηγέτες ότι αφήνουν τον φόβο τους και την απληστία τους να υπερισχύσουν. Η σιωπή τους, κατά τον ίδιο, είναι δειλία.

 
Το μοντέλο του “αφεντικού της μαφίας” και οι “υπερεθνικοί ολιγάρχες”

Ο Galloway παρομοιάζει τη συμπεριφορά του προέδρου με αυτήν ενός “αφεντικού της μαφίας”, ο οποίος δημιουργεί ένα σύστημα κινήτρων και εκφοβισμού για να κρατάει τους πάντες σε τάξη. Οι δωρεές, η υποταγή, οι ψευδείς ανακοινώσεις για επενδύσεις, και κυρίως η σιωπή, είναι ο δρόμος για όποιον θέλει να διασφαλίσει τα οικονομικά του συμφέροντα. Ο Galloway αναφέρει ότι έχει ακούσει από πρώτο χέρι CEO μεγάλων εταιρειών να συμφωνούν κατ’ ιδίαν ότι οι πολιτικές είναι “επικίνδυνες και ανόητες”, αλλά να σωπαίνουν δημοσίως, φοβούμενοι αντίποινα ή ελπίζοντας σε κέρδη.

Προχωράει ένα βήμα παραπέρα, περιγράφοντας μια νέα, επικίνδυνη τάξη: τους “Υπερεθνικούς Ολιγάρχες” (Transnational Oligarchs ή “Togarchs”). Αυτοί οι εξαιρετικά πλούσιοι άνθρωποι, αφού έχουν επωφεληθεί από την κρατική υποδομή και χρηματοδότηση, δεν έχουν πλέον κανένα ενδιαφέρον για την κυβέρνηση, τους νόμους, τη φορολογία ή την κοινωνική ευημερία της χώρας. Ο πλούτος τους τους επιτρέπει να δημιουργούν δικές τους “υποδομές” (ιδιωτικά σχολεία, υγεία, ασφάλεια, ακόμη και πρόσβαση σε άλλες χώρες). Ζητήματα όπως η ανατροπή της απόφασης για τις αμβλώσεις (Roe v. Wade) ή κοινωνικές αναταραχές δεν τους αγγίζουν προσωπικά, καθώς μπορούν πάντα να βρουν λύσεις ιδιωτικά ή να μετακινηθούν. Ο Galloway υποστηρίζει ότι αυτή η τάξη μεγαλώνει και “συμπιέζει” τους CEO των μεγάλων εταιρειών να ενταχθούν στις τάξεις της.

 
“Just Do It”: Η χαμένη οικονομική ευκαιρία

Ο Galloway βλέπει τη σιωπή των εταιρικών τιτάνων όχι μόνο ως ηθικό λάθος, αλλά και ως χαμένη οικονομική ευκαιρία. Ο πρώτος CEO που θα αντισταθεί δημόσια και δυναμικά στον πρόεδρο θα μπορούσε να αποκομίσει σημαντικά οφέλη, τόσο σε επίπεδο φήμης όσο και εμπορικά. Αν και η ηγεσία μπορεί να αναδυθεί από παντού, η μεγαλύτερη εμπορική ευκαιρία, κατά τον Galloway, βρίσκεται στον CEO μιας εμβληματικής αμερικανικής μάρκας (όπως Apple, Nike, P&G, Walmart).

Επισημαίνει τη Nike ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Η εταιρεία, που έχει μεγάλη παραγωγή σε Κίνα και Βιετνάμ, επηρεάζεται άμεσα από τους δασμούς. Παρά τη μείωση της χρηματιστηριακής της αξίας μετά το 2021, η Nike έχει, κατά τον Galloway, λιγότερα να χάσει και περισσότερα να κερδίσει από μια τολμηρή κίνηση. Άλλωστε, το θάρρος είναι στο DNA της μάρκας.

Το παράδειγμα του Colin Kaepernick είναι χαρακτηριστικό. Ο πρώην αθλητής, που διαμαρτυρήθηκε ενάντια στην αστυνομική βία και τη φυλετική αδικία, υιοθετήθηκε από τη Nike για την καμπάνια “Just Do It” του 2018. Παρά την αρχική ανησυχία για πιθανή ζημιά στη μάρκα και τις αντιδράσεις (όπως το κάψιμο αθλητικών παπουτσιών), η Nike “έκανε τα μαθηματικά”. Γνώριζε ότι θα εξοργίσει ένα μέρος της συντηρητικής βάσης, αλλά συνειδητοποίησε ότι αυτοί δεν αποτελούσαν την πλειονότητα των πελατών της. Οι πελάτες της Nike είναι κυρίως νέοι, μη λευκοί, και εκτός ΗΠΑ – ένα κοινό που στην πλειοψηφία του δεν θεωρεί ότι οι φυλετικές σχέσεις στην Αμερική είναι σωστές. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: οι πωλήσεις της Nike εκτοξεύτηκαν πάνω από 30%. Ο Galloway χαρακτηρίζει την κίνηση αυτή όχι ως ριψοκίνδυνη, αλλά ως “ιδιοφυή”.

 
Η “κίνηση γκάνγκστερ” και το κόστος της καθυστέρησης

Ο Galloway προτείνει στον CEO της Nike (ή άλλων μεγάλων εταιρειών) να αξιοποιήσει τις κορυφαίες δημιουργικές ομάδες και τη μηχανή του storytelling της εταιρείας για να προωθήσει ένα μήνυμα αντίστασης, αναδεικνύοντας τις αμερικανικές αξίες μέσα από τον αθλητισμό (ο ρόλος των μεταναστών, η ομαδικότητα, το “ευ αγωνίζεσθαι”, ο διεθνής ανταγωνισμός).

Η πρώτη μεγάλη αμερικανική εταιρεία που θα κάνει ένα τέτοιο βήμα θα προσελκύσει τεράστια συμπάθεια από καταναλωτές, κατασκευαστές και συνεργάτες παγκοσμίως. Αυτό είναι ένα “βραβείο” που η Nike, η Walmart ή η Apple μπορεί να χάσουν, αλλά θα μπορούσε να το κερδίσει κάποιος άλλος, όπως ο Satya Nadella της Microsoft ή ο Marc Benioff της Salesforce, των οποίων οι μάρκες βασίζονται σε αμερικανικές αξίες. Ο Galloway τονίζει ότι δεν πρέπει να περιμένουν, καθώς το πλεονέκτημα θα μειωθεί δραματικά για τον δεύτερο και τον τρίτο που θα ακολουθήσουν. Πιστεύει ότι ο κίνδυνος έχει υπερεκτιμηθεί.

 
Αναταράξεις, ευφημισμοί και το τέλος του “καπιταλισμού των ενδιαφερόμενων μερών”

Παρά τις αυξανόμενες ανησυχίες σε ανώτατα εταιρικά κλιμάκια (όπως αυτές που εκφράστηκαν διστακτικά από τον Ken Griffin της Citadel και τον Jamie Dimon της JPMorgan Chase σχετικά με την διάβρωση της φήμης των ΗΠΑ και τις επιπτώσεις των δασμών), οι περισσότεροι CEO εξακολουθούν να αποφεύγουν την ευθεία αντιπαράθεση. Χρησιμοποιούν ευφημισμούς και “χορεύουν γύρω από το ζήτημα”, κάτι που ο Galloway ερμηνεύει ως προσπάθεια να δείξουν ότι είναι υποψήφιοι για κυβερνητικές θέσεις, αντί να καλύψουν το κενό ηγεσίας.

Παραδείγματα όπως ο διακανονισμός της Disney σε υπόθεση συκοφαντικής δυσφήμησης (όπου πλήρωσε αντί να δώσει τη μάχη που θα κέρδιζε, δείχνοντας φόβο για τον πρόεδρο και όχι για τον νόμο) και η αποφυγή αναφοράς στον πρόεδρο ή τους δασμούς από στελέχη της Goldman Sachs, ενισχύουν την άποψη του Galloway για την επικρατούσα δειλία.

Αυτό σηματοδοτεί, κατά τον Galloway, το τέλος μιας εποχής που ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά: αυτής του “καπιταλισμού των ενδιαφερόμενων μερών” (stakeholder capitalism), της ιδέας δηλαδή ότι οι εταιρείες έχουν ευθύνη όχι μόνο απέναντι στους μετόχους, αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Από την εμπειρία του σε διοικητικά συμβούλια, ο Galloway ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν πάντα “ανοησία” και ότι ο CEO/διοικητικό συμβούλιο έχουν πάντα κατά νου μόνο μία ομάδα: τους μετόχους.

 
Φωνή: Παραδείγματα θάρρους

Αντίθετα με τη σιωπή των CEO, ο Galloway επισημαίνει παραδείγματα θάρρους. Το Πανεπιστήμιο του Harvard, για παράδειγμα, μήνυσε την κυβέρνηση αντιστεκόμενο στις απειλές για διακοπή χρηματοδότησης, υπερασπιζόμενο την ακαδημαϊκή ελευθερία και την αυτονομία του. Ο πρόεδρος του Harvard, Alan Garber, δήλωσε δημόσια ότι “καμία κυβέρνηση -ανεξαρτήτως κόμματος- δεν πρέπει να υπαγορεύει τι μπορούν να διδάσκουν, ποιον μπορούν να προσλαμβάνουν και σε ποιους τομείς έρευνας μπορούν να επιδιώκουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια”.

Επιπλέον, ο Galloway αναδεικνύει το θάρρος γυναικών πολιτικών. Η Ρεπουμπλικανή Γερουσιαστής Lisa Murkowski και η Δημοκρατική Κυβερνήτης του Maine, Janet Mills, έχουν αντιταχθεί ανοιχτά στον πρόεδρο, παρά τον υπαρκτό φόβο αντιποίνων. Η Μurkowski παραδέχτηκε ότι φοβάται να υψώσει τη φωνή της, αλλά δήλωσε ότι αυτό της ζήτησαν οι πολίτες. Η Mills, όταν απειλήθηκε με διακοπή χρηματοδότησης, απάντησε: “Θα τα πούμε στο δικαστήριο”. Ο Galloway εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η δημόσια συζήτηση εστιάζει σε δευτερεύοντα ζητήματα (όπως η συμμετοχή τρανς αθλητών στον σχολικό αθλητισμό) ενώ σημαντικότερα προβλήματα παραμένουν άλυτα.

 
Ένα τούβλο στον φασιστικό τοίχο: Η Ιστορική προειδοποίηση

Ο Galloway κάνει μια σοβαρή ιστορική παραβολή. Αναφέρει ότι τον πρώτο χρόνο της εξουσίας του Χίτλερ, οι γερμανικές επιχειρήσεις είχαν την ευκαιρία να αντισταθούν. Αντίθετα, κάποιες παρείχαν οικονομική στήριξη στο Ναζιστικό κόμμα, ενώ άλλες έγιναν συνένοχες, οδηγούμενες από φόβο, απληστία ή αντισημιτισμό. Πολλοί δεν πήραν στα σοβαρά τον Χίτλερ αρχικά. Ο Galloway εκφράζει τον σκεπτικισμό του αν οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα συμπεριφερθούν διαφορετικά σήμερα, κρίνοντας από την έλλειψη θάρρους που έχουν δείξει μέχρι τώρα.

 
Συμπέρασμα: Πότε θα εμφανιστούν οι “Αμερικανοί”;

Ο Galloway καταλήγει επαναλαμβάνοντας ότι η ηγεσία σημαίνει να κάνεις το σωστό, ακόμη κι όταν είναι δύσκολο. Το να αντισταθεί κανείς στις πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης μπορεί να είναι επώδυνο βραχυπρόθεσμα, προσελκύοντας την οργή, αλλά παρουσιάζει μια τεράστια μακροπρόθεσμη ευκαιρία για μεγάλες αμερικανικές μάρκες. “Δεν είναι ποτέ λάθος στιγμή να κάνεις το σωστό πράγμα”, τονίζει.

Κλείνει θέτοντας μια σειρά ερωτημάτων που αφήνουν τον αναγνώστη με έναν προβληματισμό: Πότε θα σταματήσουμε να είμαστε τόσο ανόητοι και φοβισμένοι; Πότε θα δείξουμε θάρρος, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται κινδύνους για την αξία των μετόχων; Πότε θα αναγνωρίσουμε τις θυσίες που έκαναν άλλοι πριν από εμάς; Πότε θα “εμφανιστούν” οι Αμερικανοί, με την έννοια των ανθρώπων που υπερασπίζονται τις αξίες και τις αρχές;

Το άρθρο του Galloway αποτελεί μια έντονη κριτική και ένα κάλεσμα για αφύπνιση προς την επιχειρηματική ηγεσία. Υπογραμμίζει ότι η σιωπή μπροστά σε αμφιλεγόμενες πολιτικές δεν είναι μια ουδέτερη στάση, αλλά μια επιλογή με συνέπειες, τόσο ηθικές όσο και δυνητικά εμπορικές, και θέτει το ερώτημα αν ο φόβος και το κέρδος έχουν επισκιάσει πλέον τις θεμελιώδεις αξίες.

 
mywaypress.gr

Σχετικά Άρθρα