Η διαταραχή στην αγορά ενέργειας και ο αντίκτυπος στην ιδιωτική κατανάλωση και την κατανομή εισοδήματος
Οι αρνητικές και ασύμμετρες επιπτώσεις, εξαιτίας των κραδασμών στην αγορά της ενέργειας, απαιτούν τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής. Στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής, είναι αδήριτη η ανάγκη οι κυβερνήσεις να μετριάσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών της ενέργειας, καθώς τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος που ήδη αντιμετωπίζουν σημαντική οικονομική δυσπραγία θα μειώσουν τις αποταμιεύσεις ή θα καθυστερήσουν τις πληρωμές τους
Στις 30 Μαΐου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έλαβε την απόφαση για εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο -τη μείωση κατά 90% της χρήσης ρωσικού πετρελαίου- έως το τέλος του 2022. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνεται να εκτιμούν ότι το μακροπρόθεσμο κέρδος της ενεργειακής ασφάλειας υπερβαίνει το βραχυπρόθεσμο κόστος για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, η απόφαση του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) να αυξήσει την παραγωγή κατά 648.000 βαρέλια την ημέρα για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο δεν έχει, προσώρας, πτωτική επίδραση στις τιμές πετρελαίου.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προκάλεσε μεγάλη άνοδο στις τιμές του πετρελαίου, με το Brent να αγγίζει τα 120 δολάρια το βαρέλι, το υψηλότερο επίπεδό του από τον περασμένο Μάρτιο. Η απόφαση είναι ιδιαίτερης σημασίας, διότι, εκτός από το γεγονός ότι διακόπτεται ένας από τους λίγους, εναπομείναντες εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, θέτει, επίσης, σε κίνδυνο μία από τις πιο προσοδοφόρες πηγές εσόδων σε ξένο νόμισμα της συγκεκριμένης χώρας. Η ΕΕ-27, μέχρι σήμερα, είναι η μεγαλύτερη αγορά αργού πετρελαίου της Ρωσίας, αφού εισάγει περίπου το ήμισυ των εξαγωγών πετρελαίου της χώρας. Αυτές οι εξελίξεις δείχνουν ότι οι τιμές της ενέργειας δεν θα αποκλιμακωθούν σύντομα, γεγονός που συνεπάγεται περαιτέρω αστάθεια στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Oι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου αυξάνουν τα κέρδη των χωρών που εξάγουν πετρέλαιο, ενώ πλήττουν οικονομικά τις χώρες που εισάγουν πετρέλαιο, μέσω πολλαπλασιαστικών επιδράσεων. Σε ορισμένες χώρες δε, ο αντίκτυπος αυτός μπορεί να είναι μεγαλύτερος σε τομείς που παράγουν αγαθά που είναι συμπληρωματικά προς την κατανάλωση πετρελαίου, όπως ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας. Στο παρόν Δελτίο, εξετάζουμε τον αναμενόμενο αντίκτυπο των υψηλότερων τιμών ενέργειας στους καταναλωτές των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες είναι, κατά βάση, χώρες-εισαγωγείς πετρελαίου.
Η αύξηση των τιμών της ενέργειας επηρεάζει άμεσα την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών μέσω των υψηλότερων τιμών για τα ενεργειακά προϊόντα (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, βενζίνη, πετρέλαιο θέρμανσης). Στη Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ), περίπου το 30% της συνολικής χρήσης ενέργειας αφορά στην τελική κατανάλωση των νοικοκυριών. Το υπόλοιπο περιλαμβάνει την ενέργεια που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μη ενεργειακών αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή αφορά την ενδιάμεση κατανάλωση. Στον βαθμό που οι παραγωγοί μη ενεργειακών αγαθών και υπηρεσιών προσαρμόσουν προς τα πάνω τις τελικές τους τιμές εξαιτίας της αύξησης των τιμών της ενέργειας και επομένως της αύξησης του κόστους παραγωγής τους, αυτό σημαίνει περαιτέρω άμεση μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Σε περίπτωση, όμως, που το κόστος αυτό δεν μετακυληθεί στις τελικές τιμές των σχετικών αγαθών, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών θα επηρεαστεί έμμεσα, καθώς οι παραγωγοί σε αυτούς τους κλάδους είτε θα μειώσουν τους μισθούς, είτε θα διανείμουν χαμηλότερα κέρδη. Και στις δύο περιπτώσεις, τα νοικοκυριά -ιδιαίτερα του χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου- θα υποστούν το μεγαλύτερο πλήγμα, αφού δαπανούν σχετικά μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός τους στην ενέργεια.
Δεδομένου ότι η ζήτηση για ενέργεια είναι ανελαστική, οι μεγάλες αυξήσεις των σχετικών τιμών συνεπάγονται εξασθένιση της αγοραστικής δύναμης, σχεδόν σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια και ακολούθως επιβράδυνση του ρυθμού της οικονομικής μεγέθυνσης. Συνήθως, τα νοικοκυριά αντιδρούν με επιλεκτικές περικοπές δαπανών, ελαττώνοντας την κατανάλωση μη ενεργειακών αγαθών και υπηρεσιών ή χρησιμοποιώντας τμήμα των αποταμιεύσεών τους με σκοπό τη διατήρηση του βιοτικού τους επιπέδου. Η μισθολογική προσαρμογή, η οποία δύναται να καλύψει μερικώς ή πλήρως τον πληθωρισμό είναι επίσης ένα μέτρο αντιμετώπισης, ωστόσο, δεν είναι άμεσο και δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τα νοικοκυριά.
Ο βαθμός στον οποίο τα νοικοκυριά μπορούν να επιλέξουν μεταξύ των δύο πρώτων στρατηγικών εξαρτάται από την έκθεσή τους στον κίνδυνο αυξομειώσεων στις τιμές ενέργειας. Ένας κατά προσέγγιση δείκτης της έκθεσής τους σε μεταβολές των τιμών της ενέργειας είναι το μερίδιο του μηνιαίου εισοδήματος των νοικοκυριών που προορίζεται για υπηρεσίες κοινής ωφελείας και μεταφορικές υπηρεσίες. Αυτός ο δείκτης έκθεσης διαφέρει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των εισοδηματικών κλιμακίων στις χώρες της ΖτΕ, καθώς είναι σχεδόν 35% για τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά λιγότερο από 10% για τα υψηλά εισοδήματα (“Energy prices and private consumption: what are the channels?”, ECB, May 2022). Συνεπώς, οι επιπτώσεις της αύξησης των τιμών της ενέργειας στην κατανομή εισοδήματος είναι σημαντικές, με τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος να αντιμετωπίζουν σχεδόν τετραπλάσιο αντίκτυπο από αυτόν που έχουν τα νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος.
Ιστορικά, οι διαταραχές κόστους, όπως είναι η τρέχουσα, συνδέονται περισσότερο με κρίσεις που προέρχονται από τον ενεργειακό τομέα, ειδικά την αγορά πετρελαίου (π.χ. εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το καλοκαίρι του 1990) και συνήθως έχουν πιο επίμονο και ασύμμετρο αντίκτυπο στην κατανάλωση, στην οικονομική κατάσταση και τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, σε σχέση με τις διαταραχές ζήτησης.
Οι αρνητικές και ασύμμετρες επιπτώσεις, εξαιτίας των κραδασμών στην αγορά της ενέργειας, απαιτούν τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής. Στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής, είναι αδήριτη η ανάγκη οι κυβερνήσεις να μετριάσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών της ενέργειας, καθώς τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος που ήδη αντιμετωπίζουν σημαντική οικονομική δυσπραγία θα μειώσουν τις αποταμιεύσεις ή θα καθυστερήσουν τις πληρωμές τους.
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.