
Η ενεργειακή κρίση απειλή για την οικονομική σταθερότητα της Ευρώπης;
Η Ευρώπη βρίσκεται εν μέσω μίας «ενεργειακής καταιγίδας». Το τελευταίο έτος, σοβαρές διαταραχές έχουν προκαλέσει, ίσως, τη χειρότερη ενεργειακή κρίση που έχει βιώσει ποτέ η Ευρώπη. Οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η παρατεταμένη στρατιωτική σύγκρουση που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η εργαλειοποίηση του ενεργειακού ζητήματος από τη Ρωσία, σε αυτό το πλαίσιο, οδηγούν σε σημαντικά προβλήματα με την ενεργειακή επάρκεια, αλλά και την εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στις διάφορες χώρες. Ως αποτέλεσμα, οι ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται να μην έχουν επαρκή αποθέματα ενέργειας προκειμένου να καλύψουν τη ζήτηση τους επόμενους μήνες. Επιπλέον, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, μπορεί να χρειαστεί να περιορίσουν σημαντικά τη χρήση φυσικού αερίου στον βιομηχανικό τομέα προκειμένου να έχουν θέρμανση τα νοικοκυριά.
Στην τρέχουσα φάση, η ενεργειακή κρίση αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, με μακροπρόθεσμες, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Ως επακόλουθο, αυτός ο κίνδυνος μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε ύφεση και κοινωνικές εντάσεις, αλλά και σε τάσεις «ενεργειακού προστατευτισμού». Συνεπώς, οι ευρωπαϊκές χώρες οφείλουν να δείξουν περισσότερη αλληλεγγύη μεταξύ τους, αφού θα υπάρχουν περιορισμένες προμήθειες ενέργειας, έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και προκληθεί μία κατάσταση «συναγερμού» για χώρες που έχουν περιορισμένες επιλογές.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τρέχουσα κρίση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να προετοιμάσουν, τάχιστα, ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τον επερχόμενο δύσκολο χειμώνα και να διαχειριστούν την περιορισμένη παροχή ενέργειας. Το πιο πιθανό σενάριο είναι οι Ευρωπαίοι ηγέτες να συμφωνήσουν σε έναν αποτελεσματικό συντονισμό της ενεργειακής πολιτικής τους και να επενδύσουν περισσότερο σε εναλλακτικές πηγές, ώστε να επιταχυνθεί η μετάβαση της Ευρώπης προς μία πιο «καθαρή» και «πράσινη» ενέργεια, επιτρέποντας στην ήπειρο να αποσυνδεθεί (decoupling), τελικώς, από την Ρωσία.
Στις αρχές Ιουλίου του 2022, η Ρωσία προμήθευε μόνο το ένα τρίτο του όγκου φυσικού αερίου που είχε συμφωνήσει με τις ευρωπαϊκές χώρες (“Europe Needs a Grand Bargain on Energy”, Foreign Affairs, August 2022). Ως αποτέλεσμα, οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη σχεδόν πενταπλασιάστηκαν στο τέλος Αυγούστου, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να προστατεύσουν το εισόδημα των νοικοκυριών, δίνοντας επιδοτήσεις για τους λογαριασμούς ενέργειας. Τα μελλοντικά συμβόλαια φυσικού αερίου στο Άμστερνταμ (TTF) έφθασαν στις 5 Σεπτεμβρίου τα Ευρώ 258 ανά μεγαβατώρα (MWh), ενώ πέρυσι την ίδια περίοδο ήταν Ευρώ 48,8.
Το μερίδιο της ενέργειας για θέρμανση (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, λοιπά καύσιμα θέρμανσης κ.λπ.) -ως ποσοστό της δαπάνης των νοικοκυριών- έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ στην Ευρώπη, καθώς η τρέχουσα, ενεργειακή κρίση φαίνεται να είναι χειρότερη από τις κρίσεις των δεκαετιών του 1970 και 1980. Ένα νοικοκυριό ορίζεται ότι ζει σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας εάν είναι χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου και απαιτείται να δαπανήσει το 10% ή περισσότερο του εισοδήματός του σε ενέργεια θέρμανσης, σύμφωνα με το National Energy Action – UK. Ανάλογος είναι ο ορισμός σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όπως παρατηρείται οι τάσεις των ευρωπαϊκών νοικοκυριών -χαμηλού εισοδήματος- να δαπανούν μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός του στην ενέργεια είναι έντονες (“Surging Energy Prices in Europe in the Aftermath of the War: How to Support the Vulnerable and Speed up the Transition Away from Fossil Fuels”, IMF, Working Paper/22/152). Οποιοδήποτε σχέδιο δράσης, από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες, που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην ενεργειακή φτώχεια και πιο ευάλωτες από ποτέ στους κλυδωνισμούς των τιμών.
Υπό αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αναπτύξουν -βραχυπρόθεσμα- όλες τις πιθανές λύσεις για την ενεργειακή ασφάλεια, ακόμη και εκείνες που ρυπαίνουν και συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως η αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής σε σταθμούς που λειτουργούν με λιγνίτη. Σαφώς αυτές είναι οι λιγότερο ελκυστικές επιλογές και ως εκ τούτου θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ θα πρέπει να συνδυάζονται με τη θέσπιση πιο μακροπρόθεσμων λύσεων, δηλαδή την επιτάχυνση της ανάπτυξης «καθαρής ενέργειας». Η πρόοδος και στα δύο μέτωπα, ταυτόχρονα, θα επέτρεπε στην Ευρώπη να εξέλθει της ενεργειακής κρίσης πιο ανθεκτική, διασφαλίζοντας τον ενεργειακό της εφοδιασμό. Επιπλέον, μία ευρωπαϊκή συμφωνία για κοινή προμήθεια φυσικού αερίου από τις διεθνείς αγορές θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο κλυδωνισμού της ενότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αυξήσει τη διαπραγματευτική δύναμή της έναντι των προμηθευτών, μειώνοντας το οικονομικό και πολιτικό κόστος για το φυσικό αέριο. Εάν ληφθούν αυτές οι αποφάσεις, η Ευρώπη δύναται να μετατρέψει αυτή την ιστορική κρίση σε μία μεγάλη ευκαιρία ενεργειακής ανεξαρτητοποίησής της από τη Ρωσία και πιο βιώσιμης πορείας στο μέλλον.
Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, η νομισματική πολιτική καλείται να διαδραματίσει τον δικό της ρόλο στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ωστόσο, ο πυρήνας της τρέχουσας κρίσης είναι το ενεργειακό shock. Σε τέτοιου είδους δομικές, οικονομικές διαταραχές, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν μεγάλη ευελιξία κινήσεων και το εύρος επιλογών τους είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Πρέπει να τηρήσουν την εντολή τους για σταθερότητα των τιμών. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να γίνει μία τεράστια προσπάθεια, ώστε να προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι από την κρίση. Οι πιο ευάλωτοι δεν είναι μόνο άνθρωποι, αλλά και χώρες. Θα χρειαστεί υψηλό επίπεδο δημοσιονομικής συνεργασίας στην Ευρώπη. Η πολιτική κατανόηση της ανάγκης για αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση.
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank