Περικοπές κρατικών δαπανών ή αυξήσεις φόρων: Ένα δίλημμα για την ενίσχυση των εσόδων

Τα κρατικά οικονομικά διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη διατήρηση μιας σταθερής οικονομίας και στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών. Σε περιόδους δημοσιονομικής αβεβαιότητας, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συχνά έρχονται αντιμέτωποι με τη δύσκολη απόφαση να επιλέξουν μεταξύ περικοπής των κρατικών δαπανών ή αύξησης φόρων για τη δημιουργία πρόσθετων εσόδων.

Ένα επιχείρημα υπέρ της περικοπής των κρατικών δαπανών είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε δημοσιονομική πειθαρχία και να μειώσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Περιορίζοντας τις περιττές δαπάνες και δίνοντας προτεραιότητα σε βασικές υπηρεσίες, η κυβέρνηση μπορεί να δημιουργήσει έναν πιο ευέλικτο και πιο αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να απευθύνεται σε όσους πιστεύουν στην περιορισμένη κρατική παρέμβαση και στις αρχές της ελεύθερης αγοράς.

Ενώ οι περικοπές δαπανών μπορεί να αντιμετωπίσουν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες, μπορούν επίσης να εμποδίσουν την οικονομική ανάπτυξη. Οι μειωμένες κρατικές δαπάνες μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένες επενδύσεις σε υποδομές, εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη, επηρεάζοντας το μακροπρόθεσμο οικονομικό δυναμικό και τη δημόσια ευημερία. Επιπλέον, οι αδιάκριτες περικοπές χωρίς προσεκτική εξέταση των κοινωνικών αναγκών μπορεί να βλάψουν δυσανάλογα τους ευάλωτους πληθυσμούς και να επιδεινώσουν τις κοινωνικές ανισότητες.

Οι υποστηρικτές των αυξήσεων φόρων υποστηρίζουν ότι μπορούν να παρέχουν μια σταθερή πηγή εσόδων χωρίς να διακυβεύονται βασικές δημόσιες υπηρεσίες. Αναδιανέμοντας το βάρος της χρηματοδότησης των δημοσίων δαπανών πιο δίκαια, οι αυξήσεις φόρων μπορούν να εξασφαλίσουν ότι τα πλουσιότερα άτομα και εταιρείες συνεισφέρουν το δίκαιο μερίδιο τους στην κοινωνία. Αυτή η προσέγγιση απευθύνεται σε όσους εκτιμούν την κοινωνική δικαιοσύνη και τη θεωρούν απαραίτητη για μια δίκαιη κοινωνία.

Η εφαρμογή αυξήσεων φόρων μπορεί να αποφέρει περισσότερα έσοδα για την κυβέρνηση, επιτρέποντας συνεχείς επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη και οι υποδομές. Ωστόσο, οι υψηλότεροι φόροι μπορούν επίσης να μειώσουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, μειώνοντας ενδεχομένως την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, εάν δεν εφαρμοστούν σωστά, θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα, επηρεάζοντας την αγοραστική δύναμη και πνίγοντας την οικονομική κινητικότητα.

Η επίτευξη μιας ισορροπημένης προσέγγισης είναι ζωτικής σημασίας όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών προκλήσεων. Ένας συνδυασμός προσεκτικών περικοπών δαπανών και στοχευμένων αυξήσεων φόρων μπορεί να βοηθήσει στην άμβλυνση των δημοσιονομικών πιέσεων, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να ιεραρχήσουν προσεκτικά τους τομείς των δημοσίων δαπανών που απαιτούν περισσότερες επενδύσεις και να εντοπίσουν πιθανά φορολογικά κενά που μπορούν να κλείσουν για να διασφαλιστεί ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα.

Για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και την προστασία ζωτικών δημόσιων υπηρεσιών, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να επικεντρωθούν στην αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Αυτό περιλαμβάνει την επαναξιολόγηση των κυβερνητικών προγραμμάτων, την εξάλειψη των επικαλύψεων και την προώθηση της διαφάνειας στις πρακτικές δαπανών. Βελτιστοποιώντας την κατανομή των πόρων, οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν σημαντικές οικονομίες χωρίς να θυσιάζουν βασικές υπηρεσίες ή να καταφεύγουν σε υπερβολική φορολογία.

Ένα κρίσιμο κριτήριο για την επιλογή μεταξύ περικοπών δαπανών και αυξήσεων φόρων είναι ο αντίκτυπός τους στην οικονομική ανάπτυξη. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αξιολογούν τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες των αποφάσεών τους, με στόχο την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών και της δημιουργίας ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις. Επιπλέον, η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να ενισχύσει την οικονομική ανταγωνιστικότητα και να οδηγήσει σε βιώσιμη ανάπτυξη.

Όταν εξετάζουν είτε περικοπές δαπανών είτε αυξήσεις φόρων, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κοινή γνώμη και τη δημοκρατική λογοδοσία. Η συμμετοχή των πολιτών μέσω διαφανών δημόσιων διαβουλεύσεων και η αναζήτηση συμβολής από εμπειρογνώμονες μπορεί να συμβάλει στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των στόχων πολιτικής και των προσδοκιών του κοινού. Τέτοιες δημοκρατικές διαδικασίες μπορούν επίσης να εξασφαλίσουν ότι οι τελικές αποφάσεις αντικατοπτρίζουν τις συλλογικές ανάγκες και φιλοδοξίες της κοινωνίας.

Αντί να επικεντρώνονται αποκλειστικά σε βραχυπρόθεσμα μέτρα όπως περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις βαθύτερες αιτίες των δημοσιονομικών προκλήσεων. Αυτό περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της διαφθοράς, τη βελτίωση των μηχανισμών είσπραξης φόρων και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη δημόσια διοίκηση. Τέτοιες ολοκληρωμένες προσεγγίσεις μπορούν να οδηγήσουν σε βιώσιμη δημοσιονομική διαχείριση και να μειώσουν την ανάγκη για δραστικά μέτρα.

Η επιλογή μεταξύ περικοπών κρατικών δαπανών ή αυξήσεων φόρων είναι μια περίπλοκη απόφαση που απαιτεί εξισορρόπηση διαφορετικών παραμέτρων. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αξιολογήσουν προσεκτικά τις πιθανές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη, τη δημόσια ευημερία και την κοινωνική ισότητα. Η εφαρμογή ενός συνδυασμού αποτελεσματικών περικοπών δαπανών, στρατηγικών αυξήσεων φόρων και συνολικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να σταθεροποιήσουν τα οικονομικά τους ενώ παράλληλα προάγουν τη βιώσιμη ανάπτυξη και διασφαλίζουν μια δίκαιη κοινωνία.

 
Η  χώρα έχει ανάγκη από σοβαρότητα

Για να σταθεροποιηθεί το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ως μερίδιο της οικονομίας, θα χρειαστούν περικοπές δαπανών ή αυξήσεις φόρων που ισοδυναμούν με 2.400 $ ανά Αμερικανό, ανά έτος.

Αυτά τα βάναυσα μαθηματικά περιγράφονται στο «Building a More Resiliient US Economy», σήμερα από την Aspen Economic Strategy Group, μια ομάδα πρώην πολιτικών, κορυφαίων στελεχών και άλλων με επικεφαλής αναφέρει δημοσιευμα του axios.com.

Στην ελληνική πραγματικότητα, η  σταθεροποίηση του ελληνικού χρέους καλό θα είναι να  απαντήσει τεκμηριωμένα μια δημόσια ανεξάρτητη αρχή πόσο κόστισε ανα Έλληνα, ανα έτος, ανα περίοδο επιτήρησης και ανα μνημόνιο.

Μόλις εχθές την επανεξέταση όλων των φοροαπαλλαγών από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ζήτησε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας καθώς, όπως σημείωσε, “η χώρα έχει ανάγκη από έσοδα.”

Υποστήριξε δε ότι τα έσοδα που αναμένεται να εισπράξει το Δημόσιο από την πώληση των μετοχών που κατέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας παρόλο που είναι ελάχιστα σε σχέση με αυτά που διέθεσε για τη σωτηρία τους, δεν είναι λίγα αν συνυπολογιστούν τα οφέλη που έχει αποκομίσει από το PSI καθώς και υψηλά μερίσματα που έχει διαθέσει η Τράπεζα της Ελλάδος τα οποία προέρχονται κατά κύριο λόγο από το ELA (σ.σ την ρευστότητα που χορηγούσε στις Τράπεζες). Στο σημείο αυτό χρήσιμο θα ήταν να υπήρχαν συγκεκριμένα ποσά για τα οφέλη τα μερίσματα και την αξία των μετοχών, για να υπάρχει η αναγκαία κρτιτική των πεπραγμένων και του απολογισμού των πολιτικών που ασκήθηκαν.

Ο ίδιος επανέλαβε ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα ξεπερνάει τα 40 δισ. ευρώ ενώ, όπως είπε, θα πρέπει να επανεξεταστεί η κοινωνική χρησιμότητα των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών και το κατά πόσο αυτές αφορούν τους πραγματικά ευάλωτους.

Η καραμελα  της ψηφιακής επανάστασης που διαφημίζει περιχαρής η κυβέρνηση δεν μπορεί άραγε να τεθεί στην υπηρεσία καταπολέμησης της φοροδιαφυγής; Καλό είναι εάν θέλουν να ληφθούν σοβαρά οι υπεύθυνοι χάραξης και ελέγχου της πολιτικής να ομιλούν με στοιχεία και παράθεση ποσοτικών δεδομένων και όχι με προχειρότητα για εύκολους τηλεοπτικούς τίτλους προπαγάνδας.

mywaypress.gr

Σχετικά Άρθρα