
Σημαντικές υποκείμενες αδυναμίες και ανησυχίες για την ελληνική οικονομία
Ερωτήματα για την πραγματική ταμειακή ευρωστία και τη συνέπεια του κράτους στις πληρωμές του, παρά το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα. Ένα υψηλό πλεόνασμα θα έπρεπε, θεωρητικά, να διευκολύνει την εξόφληση οφειλών.
Ένα πλεόνασμα που βασίζεται υπέρμετρα σε παράγοντες όπως ο πληθωρισμός ή η υποχρηματοδότηση βασικών υπηρεσιών είναι λιγότερο διατηρήσιμο και κοινωνικά πιο κοστοβόρο από ένα πλεόνασμα που προκύπτει από διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω ουσιαστικής καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Δημόσιο χρέος: Η Ελλάδα παραμένει στην κορυφή της Ευρωζώνης
Προκλήσεις, πρόοδος και προοπτικές
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια και την εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή, η Ελλάδα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία (όπως αναφέρονται και σε δημοσίευμα του in.gr σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το τέταρτο τρίμηνο του 2024), εξακολουθεί να κατέχει την αρνητική πρωτιά στην Ευρωζώνη όσον αφορά το ύψος του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Αυτή η διαπίστωση υπογραμμίζει μια διαρκή πρόκληση για την ελληνική οικονομία, παρόλο που η τροχιά του χρέους είναι πτωτική και η βιωσιμότητά του έχει ενισχυθεί σημαντικά.
Η εικόνα του χρέους: Δεδομένα και συγκρίσεις
Υψηλό παρά την μείωση: Το ελληνικό δημόσιο χρέος, αν και μειώνεται σταθερά από τα επίπεδα-ρεκόρ της κρίσης (που ξεπερνούσαν το 200% του ΑΕΠ), παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Εκτιμάται ότι κινείται στην περιοχή γύρω στο 160% του ΑΕΠ (με βάση τα στοιχεία τέλους 2024/αρχών 2025), ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (περίπου 88-90%) και της ΕΕ (περίπου 81-83%).
Σημαντική απόκλιση: Η διαφορά από τη δεύτερη χώρα ( την Ιταλία, με χρέος γύρω στο 140-145% του ΑΕΠ) παραμένει αισθητή, καθιστώντας την Ελλάδα μια ξεχωριστή περίπτωση εντός της νομισματικής ένωσης.
Πέρα από τον απόλυτο αριθμό
Η απλή αναφορά στο ποσοστό του χρέους, ωστόσο, δεν αποτυπώνει ολόκληρη την εικόνα. Για μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση, πρέπει να ληφθούν υπόψη κρίσιμοι παράγοντες:
Δυναμική μείωσης: Η Ελλάδα έχει επιτύχει την ταχύτερη μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια
Δομή του χρέους: Ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους (πάνω από το 70-75%) διακρατείται από τον επίσημο τομέα (EFSF/ESM, διακρατικά δάνεια) με πολύ ευνοϊκούς όρους: μεγάλες περιόδους αποπληρωμής (μέση διάρκεια άνω των 18-20 ετών) και χαμηλά, σταθερά επιτόκια. Αυτό καθιστά το χρέος λιγότερο ευάλωτο στις διακυμάνσεις των αγορών και μειώνει το κόστος εξυπηρέτησής του.
Κόστος εξυπηρέτησης: Οι ετήσιες δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι διαχειρίσιμες και χαμηλότερες από χώρες με ονομαστικά μικρότερο χρέος, χάρη στην ευνοϊκή δομή του.
Αναπτυξιακή προοπτική: Η διατήρηση θετικών ρυθμών ανάπτυξης είναι κρίσιμη για τη συνέχιση της πτωτικής πορείας του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η προσέλκυση επενδύσεων και η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων μπορούν να ενισχύουν αυτή την προοπτική.
Δημοσιονομική πειθαρχία: Η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων (δηλαδή πλεονάσματα πριν τη δαπάνη για τόκους) είναι απαραίτητη για τη μείωση του ονομαστικού χρέους ή/και την κάλυψη των τόκων χωρίς νέο δανεισμό.
Το να παραμένει η Ελλάδα “πρωταθλήτρια” στο χρέος είναι μια πραγματικότητα που κληρονομήθηκε από τη βαθιά κρίση. Ωστόσο, η εστίαση πρέπει να γίνεται όχι μόνο στο απόλυτο ύψος, αλλά κυρίως στη βιωσιμότητα και τη δυναμική του. Η σημερινή κατάσταση, αν και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, διαφέρει ριζικά από το παρελθόν:
Βασικά σημεία (Key Takeaways)
-Η Ελλάδα διατηρεί το υψηλότερο δημόσιο χρέος ως % ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, παρά τη σημαντική μείωσή του.
-Η πτωτική δυναμική του δείκτη χρέους/ΑΕΠ είναι ισχυρή.
-Η δομή του χρέους (μακροχρόνιο, χαμηλότοκο, κυρίως στον επίσημο τομέα) είναι καθοριστικός παράγοντας για τη βιωσιμότητά του.
-Η συνέχιση της ανάπτυξης και η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων παραμένουν κρίσιμες προϋποθέσεις.
-Η διαχείριση του χρέους αποτελεί μακροχρόνια πρόκληση που απαιτεί συνεχή δημοσιονομική υπευθυνότητα και μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Η πρωτιά στο δημόσιο χρέος αποτελεί μια σκιά που ακολουθεί την ελληνική οικονομία. Εντούτοις, η ανάλυση δείχνει ότι η κατάσταση είναι διαχειρίσιμη και η πορεία θετική, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης της δημοσιονομικής σύνεσης και της προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης. Η πρόκληση είναι η σταδιακή σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χωρίς να υπονομευτεί η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Eurobank Research: Αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας εν μέσω δημοσιονομικής πειθαρχίας και ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης
Ανάλυση της Eurobank Research παρουσιάζει μια θετική εικόνα για την ελληνική οικονομία, εστιάζοντας στα ισχυρά δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2024, τη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας.
Επιβεβαίωση υψηλότερου χρέους: Η ανάλυση επιβεβαιώνει ρητά ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος (στο 153,6% του ΑΕΠ για το 2024) παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, παραθέτοντας συγκριτικά στοιχεία.
Επιβεβαίωση πτωτικής τάσης: Η ανάλυση τονίζει τη σημαντική μείωση του δείκτη χρέους/ΑΕΠ (από 163,9% το 2023 και πολύ περισσότερο από το 2020).
Επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος: Το αναφερόμενο πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ για το 2024 είναι εξαιρετικά υψηλό. Αν και δεν αποτελεί αντίφαση με την έννοια της αναλήθειας (βασίζεται σε υποθετική κοινοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ εντός του κειμένου), είναι σημαντικά υψηλότερο από τους συνήθεις μεσοπρόθεσμους στόχους (γύρω στο 2-2,5%). Η ανάλυση το αποδίδει εν μέρει σε έκτακτους παράγοντες (ΦΠΑ Αττικής Οδού) και βελτιωμένη είσπραξη φόρων, αναγνωρίζοντας εμμέσως τον μη διατηρήσιμο χαρακτήρα μέρους αυτού του πλεονάσματος.
Εντοπισμός κενών:
Ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA): Ενώ αναφέρεται η μείωση και η πρόβλεψη της S&P για το μέλλον, απουσιάζει μια βαθύτερη, ανεξάρτητη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους. Δεν παρουσιάζονται σενάρια ευαισθησίας (π.χ., τι συμβαίνει αν αλλάξουν οι παραδοχές για ανάπτυξη ή επιτόκια) ή μακροπρόθεσμες προβολές πέραν της τετραετίας που καλύπτει η πρόβλεψη της S&P.
Κίνδυνοι από αλλαγή σύνθεσης χρέους: Επισημαίνεται η σταδιακή αντικατάσταση του χρέους του επίσημου τομέα από χρέος προς τον ιδιωτικό τομέα (έκδοση ομολόγων). Ωστόσο, δεν αναλύονται επαρκώς οι πιθανοί κίνδυνοι αυτής της μετάβασης, όπως η αυξημένη ευαισθησία στις διακυμάνσεις των αγορών, η πιθανή αύξηση του μέσου κόστους δανεισμού μακροπρόθεσμα, και η ανάγκη συνεχούς διατήρησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Ανάλυση “έκτακτων” εσόδων: Η ανάλυση αναφέρει το έκτακτο έσοδο ΦΠΑ (€785 εκατ.) από την Αττική Οδό, αλλά δεν ποσοτικοποιεί τον ακριβή αντίκτυπό του στο πρωτογενές πλεόνασμα 4,8%. Αυτό καθιστά δύσκολη την εκτίμηση του “διαρθρωτικού” ή “επαναλαμβανόμενου” πρωτογενούς πλεονάσματος, που είναι κρίσιμο για τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική πορεία.
Βάθος στην ανάλυση προκλήσεων: Οι προκλήσεις που αναφέρει η S&P (έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δημογραφικό, κράτος δικαίου) απλώς παρατίθενται. Δεν υπάρχει περαιτέρω ανάλυση στο κείμενο για το πώς αυτές οι αδυναμίες επηρεάζουν ή μπορεί να επηρεάσουν την οικονομία και τη δημοσιονομική κατάσταση. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ειδικά, χρήζει βαθύτερης ανάλυσης ως προς τις αιτίες και τις συνέπειές του.
Πραγματική vs ονομαστική ανάπτυξη: Τονίζεται η ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (+5,5%), η οποία συμβάλλει μαθηματικά στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Δεν αναφέρεται ο ρυθμός πραγματικής ανάπτυξης (αφαιρώντας τον πληθωρισμό), ο οποίος δίνει μια καλύτερη εικόνα της ουσιαστικής επέκτασης της οικονομικής δραστηριότητας.
Ποιότητα δημοσιονομικής προσαρμογής: Ενώ τα νούμερα δείχνουν βελτίωση (αύξηση εσόδων, μείωση δαπανών ως % ΑΕΠ), λείπει μια ποιοτική ανάλυση. Πόση από τη βελτίωση οφείλεται σε μόνιμες διαρθρωτικές αλλαγές και πόση σε συγκυριακούς παράγοντες ή οριζόντιες περικοπές; Η έμφαση στην ψηφιοποίηση της ΑΑΔΕ και η αύξηση του ΠΔΕ είναι θετικά στοιχεία, αλλά μια συνολικότερη εικόνα λείπει.
Κοινωνικός αντίκτυπος: Η ανάλυση είναι αυστηρά μακροοικονομική/δημοσιονομική. Δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά ή ανάλυση των κοινωνικών επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής ή της κατανομής των ωφελειών της ανάπτυξης.
Η ανάλυση παρουσιάζει με θετικό τρόπο τα πρόσφατα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά νέα. Είναι χρήσιμο για την παράθεση των βασικών αριθμών και των πρόσφατων εξελίξεων (π.χ., αναβαθμίσεις). Ωστόσο, υστερεί σε βάθος ανάλυσης όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, τους κινδύνους, τις υποκείμενες διαρθρωτικές πτυχές της δημοσιονομικής προσαρμογής και τις ευρύτερες οικονομικές προκλήσεις πέραν των δημοσιονομικών μεγεθών.
Δημοσιονομική πορεία Ελλάδας – Αντικρουόμενες όψεις
Η αξιολόγηση της δημοσιονομικής κατάστασης της Ελλάδας στις αρχές του 2025 παρουσιάζει μια σύνθετη, σχεδόν διττή εικόνα, όταν συνδυάζονται τα δεδομένα και οι αναλύσεις από διαφορετικές πηγές, όπως η ανάλυση από το οικονομικό δελτίο της Eurobank Research και νέο δημοσίευμα του in.gr.
- Η θετική αφήγηση (Βάσει της ανάλυσης):
–Ισχυρή δημοσιονομική υπεραπόδοση: Η ανάλυση, βασιζόμενη στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αναδεικνύει ένα εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ για το 2024, πολύ πάνω από τον στόχο (2,1%) και το αποτέλεσμα του 2023 (2,0%).
–Σημαντική μείωση χρέους: Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παρουσιάζει ταχεία αποκλιμάκωση, φτάνοντας το 153,6% το 2024 (από 163,9% το 2023), διατηρώντας ωστόσο την αρνητική πρωτιά στην Ευρωζώνη.
–Βελτιωμένη εικόνα στις αγορές: Πολλαπλές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας (S&P, Moody’s, DBRS) στην επενδυτική βαθμίδα και η διατήρηση χαμηλών spreads στα ομόλογα αντανακλούν την αυξημένη εμπιστοσύνη των αγορών.
–Αιτίες επιτυχίας (κατά την ανάλυση της Eurobank): Η υπεραπόδοση αποδίδεται στην αύξηση εσόδων (λόγω ανάπτυξης, βελτιωμένης είσπραξης φόρων μέσω ψηφιοποίησης και μείωσης φοροδιαφυγής, αλλά και έκτακτων εσόδων) και στη συγκράτηση δαπανών (ως % ΑΕΠ).
- Η κριτική οπτική (Βάσει του σημερινού in.gr):
-Αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους: Το in.gr επισημαίνει μια ανησυχητική τάση: οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς ιδιώτες έχουν υπερδιπλασιαστεί από το 2019 (€1,5 δισ.) σε πάνω από €3,5 δισ. σήμερα. Αυτό εγείρει ερωτήματα για την πραγματική ταμειακή ευρωστία και τη συνέπεια του κράτους στις πληρωμές του, παρά το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα. Ένα υψηλό πλεόνασμα θα έπρεπε, θεωρητικά, να διευκολύνει την εξόφληση οφειλών.
-Αμφισβήτηση της πηγής του πλεονάσματος: Το δημοσίευμα αμφισβητεί ευθέως τον ισχυρισμό περί πάταξης της φοροδιαφυγής ως κύριας αιτίας. Αντιθέτως, αποδίδει το πλεόνασμα:
-Στους έμμεσους φόρους (όπως ο ΦΠΑ), οι οποίοι συχνά επιβαρύνουν αναλογικά περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδήματα και ενισχύονται από τον πληθωρισμό.
-Στη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, φαινόμενο γνωστό ως “δημοσιονομική ολίσθηση” (fiscal drag), όπου ο πληθωρισμός ωθεί τους φορολογούμενους σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια χωρίς αύξηση της πραγματικής τους αγοραστικής δύναμης, αυξάνοντας έτσι τα φορολογικά έσοδα χωρίς ενεργητικές παρεμβάσεις.
-Στην πάγια υποχρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις δαπάνες υγείας.
Χαμηλές κοινωνικές δαπάνες: Η επισήμανση ότι η δημόσια δαπάνη υγείας βρίσκεται στο 5,9% του ΑΕΠ έναντι 8,8% του μέσου ευρωπαϊκού όρου υπογραμμίζει το κοινωνικό κόστος ή τις προτεραιότητες που ενδεχομένως κρύβονται πίσω από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
- Σημαντικές υποκείμενες αδυναμίες και ανησυχίες
Αντικρουόμενες ερμηνείες, κοινή βάση δεδομένων: Ενώ οι δύο πηγές πιθανώς βασίζονται στα ίδια πρωτογενή δεδομένα (π.χ., για το ύψος του πλεονάσματος, του χρέους, των δαπανών υγείας), η ερμηνεία τους διαφέρει ριζικά. Η Eurobank εστιάζει στα θετικά επιτεύγματα και την “επιτυχία” της πολιτικής, ενώ το in.gr εστιάζει στο “πώς” επιτεύχθηκαν αυτά τα νούμερα και στο πιθανό κοινωνικό και λειτουργικό κόστος.
Η σημασία των ληξιπρόθεσμων οφειλών: Η αύξηση των οφειλών του κράτους είναι ένα κρίσιμο σημείο που θολώνει την εικόνα της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Υποδηλώνει είτε προβλήματα ταμειακής διαχείρισης είτε συνειδητή καθυστέρηση πληρωμών για την επίτευξη των στόχων του πλεονάσματος στα χαρτιά. Σε κάθε περίπτωση, πλήττει την αξιοπιστία του κράτους ως συναλλασσόμενου και επιβαρύνει την πραγματική οικονομία.
Η “ποιότητα” του πλεονάσματος: Η κριτική για την πηγή του πλεονάσματος (έμμεσοι φόροι, fiscal drag, περικοπές) είναι βάσιμη και αναδεικνύει την ανάγκη να εξετάζεται η ποιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ένα πλεόνασμα που βασίζεται υπέρμετρα σε παράγοντες όπως ο πληθωρισμός ή η υποχρηματοδότηση βασικών υπηρεσιών είναι λιγότερο διατηρήσιμο και κοινωνικά πιο κοστοβόρο από ένα πλεόνασμα που προκύπτει από διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω ουσιαστικής καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Συμπληρωματικές οπτικές: Η αλήθεια πιθανόν βρίσκεται κάπου στη μέση. Η βελτίωση της είσπραξης μέσω ψηφιοποίησης (που τονίζει η Eurobank) είναι υπαρκτή, αλλά η επίδραση του πληθωρισμού στα έσοδα (ειδικά ΦΠΑ) και η μη προσαρμογή της κλίμακας (που τονίζει το in.gr) είναι επίσης αδιαμφισβήτητες. Η συγκράτηση δαπανών είναι γεγονός, και το ύψος των δαπανών υγείας είναι όντως χαμηλό συγκριτικά.
Η ελληνική οικονομία στις αρχές του 2025, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις αναλύσεις, παρουσιάζει μια εικόνα δημοσιονομικής βελτίωσης στους βασικούς δείκτες (πλεόνασμα, μείωση χρέους/ΑΕΠ) που αναγνωρίζεται από τις αγορές. Ωστόσο, αυτή η εικόνα δεν είναι μονοδιάστατη. Η κριτική ανάλυση αποκαλύπτει σημαντικές υποκείμενες αδυναμίες και ανησυχίες: την αύξηση των κρατικών οφειλών προς ιδιώτες, την αμφισβητούμενη ποιότητα και βιωσιμότητα των πηγών του πλεονάσματος, και το κοινωνικό αποτύπωμα της ασκούμενης πολιτικής, όπως φαίνεται στις χαμηλές δαπάνες για την υγεία. Μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση απαιτεί την εξέταση όλων αυτών των παραμέτρων πέρα από τους πρωτοσέλιδους αριθμούς.
mywaypress.gr