
Το Γραφείο Προϋπολογισμού «καυτηριάζει» την κυβέρνηση
«Το ζήτημα της ανάπτυξης δεν έχει την αναγκαία προτεραιότητα στην κυβερνητική πολιτική. Η ανάπτυξη προϋποθέτει νέες επενδύσεις. Αυτές θα προέλθουν κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, αφού ο δημόσιος έχει πλέον σαφή όρια. Οι ξένες επενδύσεις θα παίξουν κρίσιμο ρόλο.
…
Συνολικά κρίνοντας την οικονομική πολιτική στην περίοδο της κρίσης (και εκ του αποτελέσματος) συμπεραίνουμε ότι δεν ήταν προτεραιότητά της η σοβαρή μείωση της ανεργίας. Δεν έχουν γίνει κατανοητοί οι παράγοντες που θα επέφεραν αισθητή αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας βραχυ- και μεσοπρόθεσμα. Το ΓΠΚΒ εκτιμά ότι, μέτρα όπως η προσωρινή επιχορηγούμενη απασχόληση μέσω προγραμμάτων του ΕΣΠΑ ανακουφίζουν μεν προσωρινά μερικές χιλιάδες ανέργους, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Η μείωση της ανεργίας μακροπρόθεσμα θα είναι αποτέλεσμα της οικονομικής μεγέθυνσης σε σταθερή βάση και η μεγέθυνση αυτή, με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στην ΕΕ, θα προκύψει κυρίως από τη δημιουργία σταθερού πλαισίου για ιδιωτικές επενδύσεις σε ευρεία κλίμακα», αναφέρει, μεταξύ άλλων, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην τριμηνιαία έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αναλυτικά η έκθεση:
Μετά την «αξιολόγηση»: Αποφεύγουμε παράταση της ύφεσης;
- Οι αναμενόμενες (υπό όρους) θετικές επιπτώσεις της αξιολόγησης
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς ολοκληρώνεται αν δεν συμβούν αιφνίδιες πολιτικές εκπλήξεις, επομένως θα προχωρήσει τότε η πρώτη αξιολόγηση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (=Μνημονίου) και θα ακολουθήσει η εκταμίευση δόσεων της δανειακής σύμβασης. Αν όλα πάνε καλά θα αφήσουμε πίσω τη φάση κατά τη διάρκεια της οποίας πολλοί πολιτικοί «φλέρταραν με αυταπάτες» – για να χρησιμοποιήσουμε την ειλικρινή δήλωση του Προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση.
Παρά τις επιφυλάξεις για το τελικό «μείγμα πολιτικής», η εξέλιξη θα είναι καλή για πολλούς λόγους: Θα εκπέμπει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση έχει οριστικοποιήσει την απόφασή της για την επιλογή του δρόμου που θα ακολουθήσει η χώρα για να επιτύχει όσο γίνεται τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων. Αυτό μπορεί να συμβάλει σε σταθεροποίηση ή/ και βελτίωση του πολιτικού και οικονομικού κλίματος την επόμενη περίοδο και, επομένως, στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας στην πολιτική (αν δεν εξουδετερωθεί από άλλες ενυπάρχουσες τάσεις και δομές). Η αναμενόμενη πλέον ρύθμιση των «κόκκινων δανείων» θα συμπληρώσει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα. Λογικά αναμένουμε ότι θα δοθεί επιπλέον ώθηση στις οικονομικές δραστηριότητες, αν, όπως διαφαίνεται αρχίσουν να υλοποιούνται και άλλες μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες η χώρα δεσμεύθηκε το καλοκαίρι, όπως για παράδειγμα, οι ιδιωτικοποιήσεις. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ήδη εξαγγείλει ότι θα εντάξει και την Ελλάδα στο περιβόητο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (= επαναγοράς κρατικών ομολόγων) που ήδη τρέχει για άλλες χώρες. Τέλος, μετά από μια συμφωνία, θα επιταχυνθεί η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Εκτός τούτου η συμφωνία θα επιτρέψει την εκταμίευση των επόμενων δόσεων της δανειακής σύμβασης αποτρέποντας μια καταστροφική νέα κρίση ρευστότητας στο Δημόσιο και στην ιδιωτική οικονομία. Η σημασία τους μπορεί καλύτερα να καταδειχθεί, αν λάβουμε υπόψη ότι μέρος τους προορίζεται για να εξοφλήσει το Κράτος οφειλές του προς τους προμηθευτές, πράγμα που θα συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας. Το 2015 δόθηκαν στην Ελλάδα € 26 δισ., μέρος των οποίων κάλυψε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και μερικές ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Είναι αλήθεια ότι τα προβλεπόμενα μέτρα στη φορολογία και στο ασφαλιστικό θα επηρεάσουν υφεσιακά την οικονομία. Όμως δεν πρέπει να απομονώνεται η επίδραση αυτή για να ασκηθεί κριτική. Η υπό διαμόρφωση συμφωνία με τους θεσμούς πρέπει να κρίνεται συνολικά και να μην παραβλέπονται οι θετικές επιπτώσεις που αναφέραμε. Με τη συμφωνία(συνολικά και για να μη χάνουμε το δάσος κοιτάζοντας τα δένδρα) δημιουργούνται προϋποθέσεις για να αποτραπεί η παγίωση μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες επιβαρύνσεις του ιδιωτικού τομέα, μείωση των εισοδημάτων στο δημόσιο τομέα, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, έξοδο επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες που φαίνεται ότι προσφέρουν καλύτερο πλαίσιο για τη δράση τους, έξοδο εκπαιδευμένων νέων σε αναζήτηση εργασίας και δυσλειτουργικές κρατικές δομές.
Θεωρητικά, όλα αυτά είναι προβλέψιμα αρκεί να μη αναιρεθούν από αντίρροπες αποφάσεις ή αδράνεια στη συνέχεια. Για τους ίδιους λόγους, το ΓΠΚΒ υποστήριξε σε όλες τις εκθέσεις του ότι τα μέτρα εφαρμογής του Μνημονίου έπρεπε να συμφωνηθούν με τους θεσμούς το ταχύτερο δυνατόν ώστε να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση. Επιπροσθέτως όμως υποστηρίζουμε ότι η οικονομία δεν θα ανακάμψει αυτόματα μετά την πρώτη αξιολόγηση και τις επενδύσεις από το πακέτο Juncker αν δεν εξαλειφθεί η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πολιτικής στο μέλλον και, ειδικότερα, αν δεν αλλάξουν οι κανόνες διακυβέρνησης της χώρας και δε γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει το τρίτο «Μνημόνιο» (με τις κατάλληλες βελτιώσεις όπου αυτές είναι δυνατές). Αυτό άλλωστε έδειξε και η εμπειρία του α΄ εξαμήνου 2015 και του α΄ τριμήνου 2016. Σε ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιοτήτων, η Ελλάδα θα πρέπει να αποφύγει ο,τιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη σύγχυση για το δέον γενέσθαι.
- Το κόστος της καθυστέρησης
Παρά τη διαφαινόμενη πρόθεση ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης για την πρώτη αξιολόγηση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η παράταση της διαπραγμάτευσης (που έπρεπε να είχε τελειώσει τον Οκτώβριο / Νοέμβριο 2015 σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα) είχε σημαντικό κόστος. Έτεινε επίσης να παγιώσει την απαισιοδοξία, δημιουργώντας συνθήκες που αποτρέπουν τη βελτίωση των πραγμάτων αμέσως μετά την αξιολόγηση.
Ως προς το κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης που μάλλον έχει υποτιμηθεί έναντι του «πολιτικού οφέλους»: Η ύφεση συνεχίζεται και το 2016, πράγμα που προκαλεί και δημοσιονομικά προβλήματα. Είναι κοινός τόπος ότι σε τροχιά ύφεσης του ΑΕΠ τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και επομένως απειλούνται οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα. Η κατάληξη ήταν νέα φορολογικά μέτρα που όμως είναι αμφίβολο αν θα αποδώσουν. Η δρομολογημένη νέα συμφωνία με τους θεσμούς προβλέπει νέα φορολογικά μέτρα € 5,4 δισ. και € 3,6 δισ. μέτρα υπό αίρεση όπως συζητείται αυτήν τη στιγμή, τα οποία θα ασκήσουν πιέσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές.
Ας προσθέσουμε ότι όσο παρατείνεται η ύφεση, τόσο μετατίθενται στο μέλλον κάποιες δυνατότητες για αντικυκλικά μέτρα από την πλευρά της ζήτησης με προσφυγή και στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς χρηματοπιστωτικής στήριξης! Μετά την υφεσιακή υποτροπή 2015-2016, περιορίστηκαν περαιτέρω οι δυνατότητες για μέτρα από την πλευρά της ζήτησης. Παρά ταύτα, ο ήπιος χαρακτήρας της ύφεσης σε σύγκριση με απαισιόδοξες προβλέψεις ανέδειξε τις αντοχές αλλά και τις ιδιομορφίες (π.χ. παραοικονομία) της ελληνικής οικονομίας.
- Η ύφεση συνεχίζεται. Ανεργία και το φαινόμενο της απαξίωσης των εργαζομένων («υστέρησης»)
Όπως ήδη σημειώσαμε, η υφεσιακή υποτροπή εμπόδισε την ελληνική οικονομία να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές εξωτερικές συνθήκες, όπως η υποτίμηση του ευρώ και η πτώση της τιμής του πετρελαίου. Προς το παρόν, η χώρα παραμένει σε ύφεση.
Το 2015 έκλεισε με μικρή ύφεση -0,2%, η οποία παρατείνεται και το 2016 και θα ανέλθει σε -0,7% σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη σημειώνει ελαφρά θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών που ήταν σε Μνημόνια.
To 2016 θα είναι συνολικά το ένατο έτος μιας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης με πτώση του ΑΕΠ από το 2008 που πλησιάζει το 28% αθροιστικά και ανεργία της τάξης πάνω από 24%. Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες για δραστική βελτίωση της κατάστασης. Η χώρα είναι αντιμέτωπη με συσσωρευμένες υστερήσεις δεκαετιών (και της περιόδου των προηγούμενων Μνημονίων) στα μεταρρυθμιστικά ζητήματα και με ένα σαθρό υπόβαθρο της δημόσιας οικονομίας- επίσης κληρονομημένο από το παρελθόν.
Η οικονομική πολιτική, όπως εφαρμόστηκε, δε συμβάδισε με το στόχο να μειωθεί η ανεργία σε ανεκτά επίπεδα. Το ποσοστό της εξακολουθεί να κινείται πάνω από το 24% το 4ο τρίμηνο του 2015 (από 26 % το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους). Ο αριθμός των ανέργων ανέρχεται σε 1.174.000! Το υψηλό ποσοστό ανεργίας επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, η δομή της απασχόλησης χειροτέρευσε καθώς αυξήθηκε η μερική απασχόληση και άλλες μορφές επισφαλούς προσωρινής εργασίας. Τέλος, η παρατεταμένη ανεργία, όπως έχουν δείξει από καιρό οι Blanchard και Fischer, προκαλεί απώλεια δεξιοτήτων, αχρηστεύει γνώσεις, απογοητεύει τους εργαζόμενους και πολλαπλασιάζει τις δυσκολίες επανένταξης στην παραγωγή. Πρόκειται για το φαινόμενο της «υστέρησης» (hysterisis).
Πράγματι, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (≥12 μηνών) στην Ελλάδα αυξάνεται ανησυχητικά και έφθασε στο 74 % το 4ο τρίμηνο 2015 από 73% το 4ο τρίμηνο 2014 και 40% το 2009. Ο συνδυασμός υψηλού ποσοστού ανεργίας και μακροχρόνια ανέργων προκαλεί σε μείωση του ρυθμού μεταβολής του δυνητικού προϊόντος της ελληνικής οικονομίας.
Συνολικά κρίνοντας την οικονομική πολιτική στην περίοδο της κρίσης (και εκ του αποτελέσματος) συμπεραίνουμε ότι δεν ήταν προτεραιότητά της η σοβαρή μείωση της ανεργίας.
Δεν έχουν γίνει κατανοητοί οι παράγοντες που θα επέφεραν αισθητή αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας βραχυ- και μεσοπρόθεσμα. Το ΓΠΚΒ εκτιμά ότι, μέτρα όπως η προσωρινή επιχορηγούμενη απασχόληση μέσω προγραμμάτων του ΕΣΠΑ ανακουφίζουν μεν προσωρινά μερικές χιλιάδες ανέργους, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Η μείωση της ανεργίας μακροπρόθεσμα θα είναι αποτέλεσμα της οικονομικής μεγέθυνσης σε σταθερή βάση και η μεγέθυνση αυτή, με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στην ΕΕ, θα προκύψει κυρίως από τη δημιουργία σταθερού πλαισίου για ιδιωτικές επενδύσεις σε ευρεία κλίμακα.
- Οι δυσλειτουργίες στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων
Τις προοπτικές της χώρας επηρεάζουν αρνητικά η αμφισημία και οι αναβολές στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες εδώ, αλλά πιέζει ο χρόνος όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην περίπτωση του ασφαλιστικού: Όσο μετατίθενται οι αναγκαίες τομές, τόσο μεγαλώνει ο λογαριασμός που θα πρέπει να πληρωθεί για να γίνει βιώσιμο και περιορίζονται τα περιθώρια για δίκαιη κατανομή των βαρών της προσαρμογής του, παρά τις δημοσιοποιούμενες καλές προθέσεις. Πολλά θα κριθούν από την τελική μορφή του νομοσχεδίου που κατέθεσε ο Υπουργός Εργασίας πριν από μερικές μέρες. Η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού είναι σήμερα το μείζον (αν και όχι το μοναδικό) κριτήριο για την αξιολόγηση του νομοσχεδίου.
Την περίοδο της διαπραγμάτευσης από τον Οκτώβριο 2015 μέχρι σήμερα (Απρίλιος 2016) έγιναν εμφανείς περαιτέρω δυσλειτουργίες στον πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Π.χ. αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις που αλληλοαναιρούνται. Τυπικό παράδειγμα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που τείνει να εξουδετερωθεί από την εκκρεμότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Συχνά υποτιμάται ότι το τραπεζικό σύστημα υποφέρει από τη χαμηλή ποιότητα των δανείων του («κόκκινα δάνεια») παρά την ανακεφαλαιοποίηση που έγινε τον περασμένο Νοέμβριο. Έτσι δυσκολεύει η χορήγηση πιστώσεων στην οικονομία.
Τέλος, ο κρατικός μηχανισμός δεν έδειξε σε κρίσιμα μεταρρυθμιστικά ζητήματα την απαραίτητη συνοχή. Ορισμένες αποφάσεις του κυβερνητικού πυρήνα για εφαρμογή του Μνημονίου δεν τις «ενστερνίζονται» ισχυρά τμήματα του ευρύτερου μηχανισμού της κυβέρνησης, αναδεικνύοντας διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, προσδοκίες της κοινωνικής βάσης και παραδόσεις. Αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν βοηθούν την κυβέρνηση να εκπέμψει ένα μήνυμα σταθερότητας όσον αφορά στην κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και να άρει τη γενικευμένη δυσπιστία για τις προθέσεις της.
Εκτιμούμε γενικότερα ότι το ζήτημα της ανάπτυξης δεν έχει ως τώρα την αναγκαία προτεραιότητα στην κυβερνητική πολιτική. Ας το διατυπώσουμε απλά: Η ανάπτυξη προϋποθέτει νέες επενδύσεις. Αυτές θα προέλθουν κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, αφού ο δημόσιος έχει πλέον σαφή όρια. Οι ξένες επενδύσεις θα παίξουν κρίσιμο ρόλο. Αλλά τις επενδύσεις θα αποτρέπουν:
-όσον αφορά στην ελληνική πλευρά, η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής καθώς και η παράλειψη σοβαρών τομών σε δικαιοσύνη, γραφειοκρατία, φορολογικές υπηρεσίες ειδικότερα, τήρηση του νόμου, τράπεζες (μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.α.), ασφαλιστικό, ενέργεια και ιδιωτικοποιήσεις
-και όσον αφορά στους εταίρους, η εκκρεμότητα για τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους (βλ. πιο κάτω).
Η άλλη όψη αυτής της κατάστασης είναι ότι δεν υπάρχει ακόμα ένα σταθερό πλαίσιο ή πλέγμα κανόνων του παιγνιδιού για τη λειτουργία της επιχειρηματικότητας. Όμως η δημιουργία τέτοιων κανόνων (και όχι απλά η απορρύθμιση) ανήκει στο κύριο έργο που πρέπει να επιτελέσει μια κυβέρνηση.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι κανόνες του παιγνιδιού είναι στο κέντρο της διεθνούς και ευρωπαϊκής συζήτησης για την ανάπτυξη. Οι έρευνες αναδεικνύουν τις θετικές επιπτώσεις μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεων. Διαπιστώνουμε σχετικά ότι σε διεθνείς θεσμούς και ερευνητικά ινστιτούτα υπάρχει μια εντυπωσιακή θεμελιώδης σύγκλιση απόψεων («συναίνεση»), παρά τις διαφοροποιήσεις σε επιμέρους «τεχνικά» θέματα. Επίσης, εφαρμόζονται πολλά πρότυπα μεταρρυθμίσεων, την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, που θα μπορούσε να λάβει υπόψη της η κυβέρνηση.
Τα τελευταία χρόνια, οι αδιάκοπες διαπραγματεύσεις συγκροτούσαν προσπάθειες για γεφύρωση των διαφορών μεταξύ Ελλάδας και θεσμών, που διαπιστώθηκαν εκατέρωθεν σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων φορολογίας, κοινωνικής ασφάλισης, ενέργειας, ιδιωτικοποιήσεων κλπ.
Κατά τη γνώμη της επιστημονικής επιτροπής του ΓΠΚΒ η παράταση της ύφεσης έκανε επιτακτικότερη την ανάγκη επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων εντός του γενικού πλαισίου του τρίτου Μνημονίου που ψήφισε με διευρυμένη πλειοψηφία η Βουλή τον Αύγουστο 2015. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει υπαρξιακό ζήτημα για τη χώρα. Για το λόγο αυτόν, θεωρούμε αναγκαίο να υπενθυμίσουμε, συμπυκνωμένα, γιατί έχουν τέτοια κρίσιμη σημασία. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αν εφαρμοσθούν με συνέπεια:
- θα επιτρέψουν την ενίσχυση της ζήτησης μέσω της συμμετοχής σε πάσης φύσης προγράμματα της ΕΕ, και
- από την πλευρά της προσφοράς, θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα και θα ενθαρρύνουν τις επενδύσεις καθώς θα εδραιώσουν κλίμα εμπιστοσύνης στη χώρα μας.
Πρέπει να βελτιωθεί η «τεχνολογία» των μεταρρυθμίσεων, ώστε να επιτυγχάνεται ταχύτερη πρόοδος.
Προσθέτουμε ότι οι καθυστερήσεις εμπεριέχουν και έναν ακόμα κίνδυνο που φαίνεται ότι έχει υποτιμηθεί. Οι όποιες μεταρρυθμίσεις τελικά αποφασισθούν και εφαρμοσθούν, αφορούν γενικά την πλευρά της προσφοράς, και χρειάζονται κατά κανόνα χρόνια για να αρχίσουν να αποδίδουν. Οι Πισαρίδης και Ιωαννίδης υπολογίζουν 4-5 χρόνια. Τυπικό παράδειγμα η Γερμανία της προηγούμενης δεκαετίας (AGENDA 2010). Αυτό σημαίνει ότι όσο οι μεταρρυθμίσεις καθυστερούν τόσο θα αναβάλλονται οι θετικές επιπτώσεις στην πλευρά της προσφοράς και επομένως στην απασχόληση, και θα παγιώνονται παράγοντες ακαμψίας (βλ. πιο πάνω για το φαινόμενο της «υστέρησης»), ενώ η κοινωνία θα υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες των δημοσιονομικών μέτρων!
Το ίδιο όμως ισχύει και αν δεν εφαρμοσθούν με συνέπεια. Εννοούμε εδώ ότι η ψήφιση ενός νόμου, ή κάποια συμφωνία με επενδυτές δεν αρκεί για να στείλει τα σωστά μηνύματα, αν μετά την ψήφιση του νόμου, αρχίζουν οι ολιγωρίες ή/και κωλυσιεργίες σε διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης (από υπουργούς μέχρι περιφερειάρχες) και η κυβέρνηση εμπλέκεται σε μια διελκυστίνδα μεταξύ θεσμών και εσωτερικών παραγόντων. Αυτό όμως δυστυχώς συμβαίνει σε διάφορα ζητήματα με εμφανέστερο τον ενδοϋπηρεσιακό «πόλεμο τριβής» στις ιδιωτικοποιήσεις, στη χωροθέτηση των ΧΥΔΑ στην Πελοπόννησο κλπ. Έτσι η δέσμευση της κυβέρνησης στο Μνημόνιο να το «ενστερνισθεί» πρέπει να ερμηνευθεί ότι δεν αφορά μόνο τον πρωθυπουργό αλλά όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης.
Τέλος, δεν θα συμβάλει στη δημιουργία αναπτυξιακού κλίματος η κατεδάφιση των όποιων σωστών μέτρων αποφασίσθηκαν στο παρελθόν. Με άλλα λόγια πρέπει η κυβέρνηση να χτίσει πάνω σε όση πρόοδο έγινε ως τώρα.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως ήταν (και παραμένει) οι καθυστερήσεις να παγιώσουν το κλίμα απαισιοδοξίας στην κοινωνία και έτσι να αποτρέψουν τη δημιουργία συνθηκών επιστροφής στην ανάπτυξη εντός του 2016.
Επιπλέον, πύκνωσαν τα σύννεφα στον διεθνή ορίζοντα και στον περίγυρό μας. Η διεθνής τιμή του πετρελαίου πιθανόν να κινηθεί ανοδικά και η πολιτική της ΕΚΤ δείχνει να μην αποδίδει τα αναμενόμενα, σε ένα διεθνές περιβάλλον που επηρεάζεται αρνητικά από την επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης σε Κίνα και Ινδία και ύφεση στη Βραζιλία. Τέλος, οι μαζικές εισροές μεταναστών αποτελούν πλέον μια μόνιμη πρόκληση τόσο για τη χώρα μας όσο και για την ΕΕ. Και ορισμένες κυβερνήσεις επιδεινώνουν τα πράγματα εμποδίζοντας την υιοθέτηση συλλογικών πολιτικών για την αντιμετώπιση του προβλήματος και μερικές φορές αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους για να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες.
- Η Δημοσιονομική προσαρμογή
Η γενική εικόνα.
Η κυβέρνηση πέτυχε να ξεπεράσει τους δημοσιονομικούς στόχους του 2015 και αυτό μάλλον θα συνεχισθεί το 2016. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2015 καταγράφεται τελικά πρωτογενές πλεόνασμα που διέψευσε τις απαισιόδοξες προβλέψεις ακόμα και του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2015 και ανήλθε σε 0,7 % του ΑΕΠ.12 Επίσης, το πρωτογενές πλεόνασμα του ΚΠ το πρώτο τρίμηνο του 2016 παρουσιάζει αξιοσημείωτη αύξηση τόσο σε ετήσια βάση όσο και σε σχέση με τον στόχο του Προϋπολογισμού 2016. Ως πρόσφατα το ΔΝΤ αμφισβητούσε κάθε θετικό μέγεθος, μεταξύ άλλων γιατί συνεκτιμούσε την αύξηση των ανεξόφλητων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του. Το Ταμείο εκτιμούσε συγκεκριμένα πως ο προϋπολογισμός του 2015 έκλεισε με πρωτογενές έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ. Πρέπει πάντως να ξεκαθαρισθεί ποιοι από τους παράγοντες που ευνόησαν το πρωτογενές πλεόνασμα έχουν προσωρινό ή μόνιμο χαρακτήρα!
Η επιβεβαίωση των θετικών εξελίξεων από την Eurostat στις 21.4.2016 χωρίς αστερίσκους δείχνει ότι αναγνωρίζεται τα τελευταία χρόνια η πρόοδος στην ποιότητα των ελληνικών στατιστικών. Επίσης, η εξέλιξη του πρωτογενούς πλεονάσματος αποτελεί ισχυρό επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης έναντι των θεσμών για την ορθότητα των δικών της προβλέψεων για την πορεία της δημόσιας οικονομίας και επομένως για την αποφυγή περαιτέρω («προληπτικών») μέτρων πέραν των όσων έχει ήδη δεχθεί για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος.
Επίσης και συναφώς, τα φορολογικά έσοδα του πρώτου τριμήνου 2016 εξελίσσονται καλύτερα από όσο προβλέπονταν. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το επίπεδο και το ρυθμό συνεχόμενης αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο, η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών τείνει να εξαντληθεί. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το δημόσιο ανήλθαν μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2015 στο ποσό των € 86,3 δισ. σημειώνοντας αύξηση κατά 14,7% σε ετήσια βάση. Το επίπεδο των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο αλλά και η συσσώρευσή τους στο ρυθμό που αυτή εκδηλώνεται φανερώνει την αναποτελεσματικότητα της φορολογικής πολιτικής αλλά και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού κυρίως σε ότι αφορά το 0,1% των οφειλετών με συνολικές οφειλές άνω των € 66 δισ. Από την άλλη πλευρά, την εξέλιξη των πρωτογενών δαπανών του ΚΠ επηρεάζει η εξέλιξη και το επίπεδο των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του καθώς και των εκκρεμών επιστροφών φόρων.
Το ΓΠΚΒ αποτιμά θετικά το γεγονός ότι η κυβέρνηση εμμένει στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, όπως αυτός καθορίσθηκε στο τρίτο Μνημόνιο. Εκτιμούμε ότι η επίτευξή του αποτελεί θεμέλιο της εμπιστοσύνης που πρέπει να απολαμβάνει η οικονομική πολιτική. Η κυβέρνηση δεν πρέπει να τον εγκαταλείψει λόγω αντίξοων συνθηκών, ιδίως λόγω των επιπτώσεων της φιλοξενίας δεκάδων χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων στη χώρα μετά το κλείσιμο των συνόρων προς τα Βόρεια καθώς μάλιστα προβλέπεται σχετική βοήθεια από την ΕΕ.
Το ΓΠΚΒ εκτιμά ότι προέχει η βιωσιμότητα και όχι η πρόσκαιρη επίτευξη δημοσιονομικών στόχων. Για τον λόγο αυτόν επιβάλλεται ο τουλάχιστον μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός της δημοσιονομικής πολιτικής. Επίσης, η βιωσιμότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις μεταρρυθμίσεις είτε ευθέως (βλ. ασφαλιστικό!) είτε εμμέσως, δηλαδή μέσω της ανάπτυξης. Συναφώς, εκτιμούμε ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια για εκλογίκευση των δημοσίων δαπανών (π.χ. διαφάνεια στις δημόσιες προμήθειες κ.α.).
Ο γρίφος: Πρωτογενή πλεονάσματα, νέα μέτρα και βιωσιμότητα του χρέους.
Κατά τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για τα δημοσιονομικά, το ζήτημα του πρωτογενούς πλεονάσματος των επόμενων ετών συνδέθηκε με το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους. Σημειώνουμε σχετικά τα εξής:
(α) Το τρίτο Μνημόνιο θέτει ως στόχο την επίτευξη ενός διαρκούς πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ από το 2018. Όμως από το 2014 το ΓΠΚΒ εκτίμησε ότι τέτοιοι στόχοι και μάλιστα διαρκείας δεν είναι ρεαλιστικοί. Σύμφωνα με διάφορες έρευνες, μόνο κατ΄ εξαίρεση κατάφερε μια χώρα τόσο υψηλά πλεονάσματα για πάνω από 2 χρόνια! Στην περίπτωση της Ελλάδας ακόμα και η προσέγγιση του στόχου ως το 2018 γίνεται λιγότερο πιθανή λόγω της παρατεινόμενης ύφεσης, των αβεβαιοτήτων και του «μείγματος πολιτικής» (δηλαδή νέων φορολογικών μέτρων και μεταρρυθμιστικών υστερήσεων).
Επομένως, η πρόταση του ΔΝΤ για μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα π.χ. στο 1,5% ή 2,5% του ΑΕΠ είναι λογική – κατ΄αρχάς – διότι περιορίζει τα δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται για να επιτευχθεί και έτσι αφήνει χώρο για ανάπτυξη. Και εδώ άρχισαν τα προβλήματα: Η μείωση του στόχου μετριάζει μεν την πίεση στην ελληνική δημόσια οικονομία (δηλαδή, συνεπάγεται ότι λαμβάνονται λιγότερα δημοσιονομικά μέτρα), αλλά ταυτόχρονα επιβάλλει «διευκόλυνση» της εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους κυρίως από τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης. Αυτή η διευκόλυνση μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους που έχουν ήδη συζητηθεί: Γενναία επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής τους, προθεσμίες χάριτος για τους τόκους και μείωση των επιτοκίων για ορισμένα δάνεια. Κατά διαστήματα το ΔΝΤ ζητούσε κανονική αναδιάρθρωση του χρέους. Η ελληνική πλευρά, ορθώς κατά την εκτίμησή μας, υποστηρίζει ότι μια σοβαρή «διευκόλυνση» θα πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας για την πρώτη αξιολόγηση. Όμως,
(β) το σχετικό αίτημα αναθέρμανε η υποβόσκουσα διαφωνία για τη χρονική σειρά των αποφάσεων: Κατά την επικρατούσα άποψη στην ΕΕ οποιαδήποτε συζήτηση για ελάφρυνση (προς το παρόν αποκλείει την περικοπή του ονομαστικού χρέους) θα πρέπει να γίνει αφού ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση και εφαρμοσθούν τα προβλεπόμενα μέτρα. Το ίδιο ισχύει και για τις εκταμιεύσεις των επόμενων δόσεων. Αντίθετα η ελληνική πλευρά (και το ΔΝΤ) θεωρούν ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η εκ νέου επίσημη δέσμευση της ΕΕ για ελάφρυνση του χρέους, ει δυνατόν μάλιστα η έναρξη σχετικών διαπραγματεύσεων, πάνε μαζί.
(γ) Την πολυπλοκότητα των ζητημάτων και τη σύγχυση γύρω από τους στόχους και τα μέσα επέτεινε η διαφωνία μεταξύ των θεσμών για τα μέτρα που πρέπει να λάβει η Ελλάδα. Κυρίως υπήρξε διχογνωμία μεταξύ της ΕΕ και του ΔΝΤ για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων σε σχέση με την ελάφρυνση του χρέους. Με βάση το τρίτο Μνημόνιο, δηλαδή τη συμφωνία ΕΕ–ΕΚΤ και ελληνικής κυβέρνησης, παραμένει ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018. Η Ελλάδα συμφώνησε σε σειρά μέτρων στο φορολογικό και ασφαλιστικό ύψους € 5,4 δισ., που εκτιμάται ότι επαρκεί για να επιτευχθεί ο στόχος (ή σε τεχνική ορολογία για να καλυφθεί το «δημοσιονομικό κενό»). Αντίθετα, το ΔΝΤ επιμένει ότι το δημοσιονομικό κενό ανέρχεται σε € 8-9 δισ. με δεδομένο τον στόχο του 3,5%. Αμφισβητεί δηλαδή τις προβλέψεις για διάφορες κατηγορίες εσόδων, ενώ θεωρεί ότι η πορεία των δαπανών δεν αποδίδεται σωστά κυρίως λόγω ασφαλιστικού.
Γεγονός είναι ότι κάθε πρόβλεψη θα πρέπει να λάβει υπόψη την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας και τις αυξανόμενες ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις του κράτους.
Τελικά, διαφαίνεται ένας συμβιβασμός με τη μορφή «διορθωτικού μηχανισμού»: Η ελληνική πλευρά θα σχεδιάσει πρόσθετα μέτρα ύψους € 3-3,5 δισ. για την περίπτωση που η πορεία της δημόσιας οικονομίας αποκλίνει τα επόμενα χρόνια από τους στόχους και δεν αποδώσουν τα μέτρα που έχει ήδη αποφασίσει.
Εκκρεμεί το ερώτημα αν τα προληπτικά μέτρα πρέπει να ανακοινωθούν συγκεκριμένα και να ψηφισθούν ήδη σήμερα. Η ελληνική κυβέρνηση ορθώς υποστηρίζει ότι αρκεί μια γενική δέσμευση και ότι συγκεκριμένες δεσμεύσεις θα εμποδίσουν την επιστροφή στην ανάπτυξη αν δημοσιοποιηθούν τώρα. Άλλωστε ελπίζει ότι δεν θα χρειασθούν επικαλούμενη την ως τώρα εξέλιξη της δημόσιας οικονομίας. Όμως έχει απέναντί της τη δυσπιστία του ΔΝΤ μετά από όσα συνέβησαν.
(δ) Αυτοί οι κατά βάση μακροοικονομικής φύσης υπολογισμοί αναδείχνουν μόνο τις ποσοτικές πτυχές των προβλημάτων. Μια άλλη, εξίσου κρίσιμη πτυχή, είναι η ποιότητα των μέτρων για την επίτευξη των όποιων στόχων συμφωνηθούν τελικά. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στο ασφαλιστικό: Ενώ υπάρχει συμφωνία για την «εξοικονόμηση» 1% του ΑΕΠ (περίπου € 1,8 δισ.), δεν υπάρχει συμφωνία για το πώς θα επιτευχθούν οι εξοικονομήσεις αυτές. Οι διαφορές αφορούν σε ζητήματα όπως η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, το ύψος της εθνικής σύνταξης, τα ποσοστά αναπλήρωσης.
Γενικά, το ασφαλιστικό αναδεικνύεται ως κρίσιμη πηγή αβεβαιοτήτων καθώς ένας συνδυασμός παραγόντων(δημογραφία, ανεργία, εκκρεμείς συντάξεις, εισφοροδιαφυγή κ.α.) τείνει να αυξάνει τα ελλείμματα, ενώ οι μειώσεις των συντάξεων και συναφών δικαιωμάτων προσκρούουν σε υψηλά νομικά, πολιτικά και κοινωνικά εμπόδια. Επομένως υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για ανησυχία όσον αφορά τις βάσεις της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
- Το «μείγμα πολιτικής».
Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες πολιτικών επιλογών στη σημερινή κατάσταση, θέτουμε τέλος το ερώτημα αν το «μείγμα πολιτικής» του Μνημονίου, όπως συνήθως ορίζεται με βάση τη σχέση φορολογικών εσόδων και κρατικών δαπανών, θα αποτρέψει ή αναβάλει την επιστροφή στην ανάπτυξη. Το μείγμα σήμερα χαρακτηρίζεται από αύξηση των φόρων , αλλά σταθερότητα των κρατικών δαπανών. Η αναμενόμενη αύξηση των φόρων (ΕΝΦΙΑ, φόρων εισοδήματος, καταναλωτικών φόρων) και ενδεχομένως ασφαλιστικών εισφορών λειτουργεί αντιπαραγωγικά στην πλευρά της προσφοράς και μειώνει τη ζήτηση. Για τον λόγο αυτό προτείνεται από διάφορες πλευρές (π.χ. ΕΚΤ) το βάρος να μετατεθεί στις δαπάνες. Αλλά και η μείωση των δαπανών θα έθιγε τη ζήτηση. Κατά τη γνώμη μας τα διλήμματα δεν μπορούν να λυθούν ικανοποιητικά σε ένα τόσο γενικό επίπεδο, αλλά θα πρέπει να εξετασθούν σοβαρά στο πλαίσιο αλλαγών τόσο στη δομή (και ποιότητα) των δαπανών, όσο και στη δομή της φορολογίας.
Ως προς τη δομή της φορολογίας, προεξέχουσα θέση κατέχει η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που έχει τη μορφή μιας fata morgana, αφού διάφορα μέτρα που έχουν κατά καιρούς συζητηθεί (ηλεκτρονικές συναλλαγές κ.α.) παραμένουν μετέωρα. Το ίδιο ισχύει και για την αναδιάρθρωση των φορολογικών υπηρεσιών. Στον τομέα αυτόν σημειώνονται συνεχείς εμπλοκές. Και ο κίνδυνος είναι εμφανής τα νέα φορολογικά μέτρα που επιβαρύνουν τους πολίτες που ήδη φορολογούνται να επιδεινώσουν το οικονομικό κλίμα και να λειτουργήσουν ανασταλτικά για την ανάπτυξη μειώνοντας τις θετικές επιπτώσεις της αξιολόγησης, της εκταμίευσης των δόσεων κλπ.
Από την πλευρά της δομής των δαπανών, διαπιστώνουμε ακαμψίες, ακόμα και για θέματα που έχουν συμφωνηθεί με το Μνημόνιο, όπως η περικοπή των αμυντικών δαπανών. Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι το κράτος προχωρεί σε εξοικονομήσεις στα λάθος σημεία: αναστέλλοντας την αποπληρωμή των προμηθευτών του και τις επιστροφές φόρων και συγκρατώντας ή περιορίζοντας τις επενδυτικές του δαπάνες. Με τον τρόπο αυτό υποσκάπτει την παραγωγική οικονομία. Η εξοικονόμηση σε υγιείς βάσεις μπορεί να γίνει μόνο με σοβαρές μεταρρυθμίσεις π.χ. στη δημόσια διοίκηση, στην αιμορραγία των κρατικών επιχορηγήσεων, ακόμα και στην κοινωνική πολιτική (ώστε να φθάνει τους πραγματικά έχοντες ανάγκη), στο συνταξιοδοτικό ώστε να μειωθούν οικονομικά αδικαιολόγητες ρυθμίσεις για συντάξεις και έτσι να μειωθούν οι επιχορηγήσεις των ασφαλιστικών ταμείων από τον προϋπολογισμό κλπ. Σημειώνουμε ότι μέσα σε ένα γενικά ασαφές δομικό τοπίο, μπορεί κανείς να εντοπίσει ιδέες για παρεμβάσεις σε ένα πνεύμα εκλογίκευσης δαπανών (πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, διπλές συντάξεις, ειδικά βάρη του παρελθόντος, ρήτρα μηδενικού ελλείμματος ή ρήτρα βιωσιμότητας στα επικουρικά κλπ).
- Το «παράλληλο πρόγραμμα» για τη φτώχεια
Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι το «παράλληλο πρόγραμμα» που προώθησε η κυβέρνηση ήταν αναγκαίο γιατί καλύπτει πραγματικές ανάγκες ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Περιλαμβάνει τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ανασφάλιστων, επιδόματα ενοικίου κ.α.ενώ δόθηκε παράταση στις δομές κοινωνικής προστασίας των Δήμων. Στα θέματα αυτά πολλά μπορούν να προσφέρουν οι πρωτοβουλίες των ίδιων των πολιτών , όπως π.χ. των δασκάλων στα σχολεία της Γκράβας.
Σε αυτή την προσπάθεια έχει και τη σύμφωνη γνώμη του ΟΟΣΑ, ο οποίος σε πρόσφατη έκθεσή του για τη φτώχεια συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση να λάβει περισσότερα μέτρα κατά των κοινωνικών επιπτώσεων της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Η κρίση, διαπιστώνει, έριξε πολλούς στη φτώχεια και αύξησε τις εισοδηματικές ανισότητες. Βέβαια, τονίζουμε ότι ο ΟΟΣΑ, ναι μεν αναγνωρίζει ότι ορισμένα μέτρα είναι αναγκαία, π.χ. η βελτίωση της σίτισης στα σχολεία, αλλά συνολικά αυτά δεν αναιρούν την ανάγκη για τις γνωστές μεταρρυθμίσεις που θα ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω (ασφαλιστικό, «κόκκινα δάνεια», βελτίωση της Δημόσιας Διοίκησης, ένα εκσυγχρονισμένο πτωχευτικό δίκαιο κ.α.).
Αναμφίβολα, το παράλληλο πρόγραμμα είναι μέρος μιας γενικότερης αναδιανεμητικού χαρακτήρα επιλογής της κυβέρνησης που περιλαμβάνει και ρυθμίσεις στο πλαίσιο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης π.χ. συντάξεις 15ετίας, εθνική σύνταξη) και της φορολογικής πολιτικής. Σε επίπεδο αρχής, αυτή η αναδιανεμητική πρόθεση συμβάλλει στην ανακούφιση ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Όμως άλλες επιλογές που δεν ευνοούν την ανάπτυξη, μπορεί μακροχρόνια να την υπονομεύσουν. Τυπικό παράδειγμα η επιδιωκόμενη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και η αμφισημία σε ζητήματα ιδιωτικοποιήσεων.
- Μια νέα πρόκληση: Δημόσια οικονομία και μεταναστευτικό
Σε όλα αυτά προστέθηκε και η μαζική εισροή μεταναστών και προσφύγων. Όλα μαζί δοκίμαζαν την ικανότητα των θεσμών διακυβέρνησης της χώρας να διαχειριστούν ταυτόχρονα πολύπλοκες προκλήσεις.
Βέβαια, το μεταναστευτικό είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα που δύσκολα ελέγχεται. Ξεπερνά τις δυνατότητες της χώρας να το αντιμετωπίσει μόνη – όπως άλλωστε συμβαίνει και σε καλύτερα προετοιμασμένες χώρες. Ορθώς μεν τονίζεται πανταχόθεν ότι χρειάζονται ευρωπαϊκές λύσεις, αλλά επισημαίνεται δε ότι μπορεί να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα από μια διαδικασία νομιμοποίησης των προσφύγων/μεταναστών υπό κατάλληλες πάντοτε προϋποθέσεις, όπως στη Γερμανία και στη Σουηδία. Ουσιώδες μέρος των συλλογικών προσπαθειών θα πρέπει όμως να είναι και η πλήρης αλλαγή της πολιτικής της Δύσης και κυρίως των Αγγλοσαξώνων και της Γαλλίας που αποσταθεροποίησε πολλές αραβικές χώρες.
Μετά το κλείσιμο του βαλκανικού δρόμου οι κίνδυνοι για την Ελλάδα έγιναν εμφανείς. Μετά από κάποιες αρχικές καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση του προβλήματος και έναν εφησυχασμό, στη βάση ότι η Ελλάδα είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός, η κυβέρνηση ενεργοποιήθηκε συμπληρώνοντας έτσι τις πρωτοβουλίες των απλών πολιτών και ΜΚΟ. Στη δημόσια συζήτηση αναδείχθηκαν δύο σχετικά προβλήματα. Το πρώτο αφορά τη στάση των ευρωπαϊκών θεσμών και των εταίρων. Η συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία ανέθεσε στη μεν Ελλάδα να φιλοξενήσει και καταγράψει όσους εισέρχονται στη χώρα, ώστε να ξεχωρίζει πρόσφυγες από οικονομικούς μετανάστες και να τους επαναπροωθεί στην Τουρκία, στη δε Τουρκία να τους δέχεται και να τους προωθεί στην Ευρώπη. Η ρύθμιση είναι απάνθρωπη και έρχεται σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο, αλλά εκτός τούτου αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό συνολικά και τη δημόσια οικονομία ειδικότερα.
Η ΕΕ δεσμεύθηκε συναφώς να στείλει ειδικούς για την ταυτοποίηση των προσφύγων-μεταναστών και αποφάσισε να διαθέσει πόρους για τη φιλοξενία τους στη χώρα όσο καιρό θα είναι εδώ. Τα εγκεκριμένα ως τη στιγμή αυτή κονδύλια από τα κοινοτικά ταμεία για την περίοδο 2014-2020 ανέρχονται σε € 475 εκατ., δηλαδή περίπου € 70 εκατ. τον χρόνο. Το ποσό αυτό όμως είναι ανεπαρκές. Σύμφωνα με μελέτη της ΤτΕ, θα χρειασθούν τουλάχιστον € 600 εκατ. μόνο για το 2016. Βραχυχρόνια, η δαπάνη θα αυξηθεί αν διογκωθούν πάλι οι ροές προσφύγων και μεταναστών προς την Ελλάδα, μακροχρόνια μάλιστα, η μεταναστευτική κρίση μάλλον θα ενταθεί καθώς πολλές αναπτυσσόμενες και υπανάπτυκτες χώρες αστικοποιούνται, άλλες έχουν αποσταθεροποιηθεί ενώ η κλιματική αλλαγή θα προκαλέσει νέα κύματα μετακινήσεων.28 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι απαιτούνται αυθεντικά ευρωπαϊκές λύσεις και όχι επιδοτήσεις για εθνικές δράσεις.
Εν τω μεταξύ, η πίεση που ασκεί το προσφυγικό-μεταναστευτικό στη δημόσια οικονομία της χώρας οδήγησε σε ιδέες για «ευελιξία» των θεσμών έναντι της χώρας σε ζητήματα χρέους ή και προσωρινή χαλάρωση δημοσιονομικών περιορισμών όπως, π.χ. πρότεινε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Μaurice Obstfeld σε πρόσφατη συνέντευξή του. Η ιδέα είναι σωστή, αλλά δεν συνεπάγεται ότι μπορούν να αποφευχθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ιδίως αυτές που ευνοούν την ανάπτυξη και θέτουν τη δημόσια οικονομία σε σταθερή τροχιά εξυγίανσης.
- Θα είναι το 2016 έτος αναστροφής;
Το επόμενο τρίμηνο θα είναι κρίσιμο για την επιλογή του δρόμου που θα ακολουθήσει η χώρα τα επόμενα χρόνια. Η επιστροφή στην αναπτυξιακή ομαλότητα προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα. Πολιτικές αναταράξεις με οποιαδήποτε μορφή δεν θα βοηθήσουν την οικονομία.
Οι λογικά αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις μιας θετικής αξιολόγησης στην οικονομία μπορεί να αναιρεθούν με διάφορες ενέργειες που υποτάσσονται στη λογική της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η ολική πολιτική αμφισβήτηση των προηγούμενων Μνημονίων θα συμπαρασύρει και το τρίτο. Η Ελλάδα για δεκαετίες είχε ένα στρεβλό πρότυπο ανάπτυξης. Η ένταξή της στη ζώνη του Ευρώ δε συνοδεύτηκε από κατάλληλες οικονομικές πολιτικές, συμβατές με την επιλογή αυτή. Η κρίση του 2008 αποδόμησε το στρεβλό πρότυπο ανάπτυξης, οδήγησε την Ελλάδα εκτός αγορών και κατά συνέπεια σε ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης υπό όρους (Μνημόνιο). Παρά τα υφεσιακά αποτελέσματα που είχαν οι οικονομικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια, αυτό το οποίο πρέπει να κατανοηθεί είναι ότι τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε αφορούν τις χρόνιες δυσλειτουργίες των θεσμών και των μηχανισμών της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση, οι δομικές θεσμικές προσαρμογές (δηλαδή οι δημοσιονομικές και δομικές-θεσμικές προσαρμογές που καταπολεμούν δημοσιονομικά ελλείμματα, φοροδιαφυγή, υπερχρέωση, σπατάλη και διαφθορά, υστέρηση της παραγωγικότητας άκαμπτους θεσμούς, υπερχρέωση κλπ), είναι αναγκαίες.»