
Alpha Bank: Προβληματισμός για την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη
Η αύξηση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ στο δεύτερο εξάμηνο του 2018 στην Ευρωζώνη, επιβραδύνθηκε σε τριμηνιαία βάση σε 0,2% από 0,7% στην αντίστοιχη περίοδο του 2017, με αποτέλεσμα ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για το 2018 να διαμορφωθεί σε 1,9%, από 2,4% το 2017. Παράλληλα, πληθαίνουν οι ανησυχίες για τις οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης στα επόμενα έτη, καθώς σε επίπεδο επενδύσεων, καταγράφονται σημεία εξασθένισης ενώ στον τομέα των εμπορευματικών συναλλαγών, αισθητή είναι η μείωση των εξαγωγών, εξαιτίας της επιβράδυνσης του παγκοσμίου εμπορίου, παρατηρεί ανάλυση του Εβδομαδιαίου Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Αναλυτικά:
Η οικονομία της Γερμανίας, εμφανίζεται απροσδόκητα ευάλωτη, εξαιτίας των προβλημάτων παραγωγής του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να περιορισθεί από 2,2% το 2017 σε 1,5% το 2018, καταγράφοντας τον χαμηλότερο αναπτυξιακό ρυθμό των τελευταίων πέντε ετών.
Η γαλλική οικονομία, η δεύτερη σε μέγεθος της Ευρωζώνης, καταγράφει μείωση των καταναλωτικών δαπανών και επιβράδυνση της δραστηριότητας στον τομέα των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των μεταφορών και του τουρισμού, εξαιτίας των κινητοποιήσεων του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων».
Αναθεώρηση σε χαμηλότερα επίπεδα για ανάπτυξη και πληθωρισμό
Η ΕΚΤ προέβη σε αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ του 2019 σε 1,1% από 1,7% που η ίδια προέβλεπε τον περασμένο Δεκέμβριο και σε 1,6% (έναντι 1,7%) το 2020 ενώ διατήρησε αμετάβλητη την εκτίμησή της για το ρυθμό ανάπτυξης του 2021, σε 1,5%. Η εκτίμηση για τον πληθωρισμό αναθεωρήθηκε επίσης προς τα κάτω σε ολόκληρο το χρονικό ορίζοντα που καλύπτουν οι προβλέψεις, με τη μεγαλύτερη αναθεώρηση να αφορά το 2019 σε 1,2% από 1,6% το Δεκέμβριο. Επιπροσθέτως, ο πληθωρισμός του 2020 αναθεωρήθηκε σε 1,5% και του 2021 σε 1,6% από 1,7% και 1,8% αντιστοίχως των προβλέψεων του Δεκεμβρίου.
Σε παρόμοια πορεία και ο δομικός πληθωρισμός (εξαιρουμένων των τιμών τροφίμων και ενέργειας) ο οποίος αναθεωρήθηκε χαμηλότερα κατά 0,2% για τα έτη 2019-21 σε 1,2%, 1,4% και 1,6% αντίστοιχα. Η αναθεώρηση αντανακλά κυρίως τα αδύναμα οικονομικά δεδομένα, τις ασθενέστερες προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης και την αναθεώρηση προς τα κάτω των εκτιμήσεων για τις μελλοντικές τιμές του πετρελαίου.
Η υποβάθμιση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη οφείλεται σε εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Οι εξωτερικοί παράγοντες σχετίζονται κυρίως με την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα στην Κίνα και την πιθανότητα αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς συμφωνία. Όσον αφορά τους εσωτερικούς παράγοντες, σχετίζονται πρωτίστως με τα προβλήματα στον κλάδο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και την αδυναμία της ιταλικής οικονομίας. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν από την ΕΚΤ ενισχύουν την ανθεκτικότητα της Ευρωζώνης σε περίπτωση εκδήλωσης ενός υφεσιακού περιβάλλοντος, ωστόσο δε θα την απαλλάξουν πλήρως από τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις σημαντικών εξωτερικών κινδύνων όπως ένα Brexit χωρίς συμφωνία ή μια γενίκευση της εμπορικής διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.
Η χρονική μετατόπιση της ανόδου των επιτοκίων και η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αιφνιδίασε τους επενδυτές αναγγέλλοντας ότι καθυστερεί την άνοδο των βασικών της επιτοκίων και ότι υιοθέτει ένα νέο νωρίτερα του αναμενόμενου, μέτρου πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (LTROs), με στόχο την ενίσχυση της μεσοπρόθεσμης ρευστότητας των τραπεζών και την ενθάρρυνση της χορήγησης νέων πιστώσεων. Συγκεκριμένα, η άνοδος των επιτοκίων της ΕΚΤ μετατοπίσθηκε χρονικά από το καλοκαίρι του 2019, στα τέλη του ιδίου έτους ενώ παράλληλα ανακοινώθηκε μια νέα σειρά τριμηνιαίων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας δύο ετών η καθεμία, που θα ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο του 2019 και θα ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 2021. Ωστόσο, το πρόγραμμα αναχρηματοδότησης δεν είναι τόσο φιλόδοξο όσο το προηγούμενο, καθώς οι τράπεζες μπορούν να δανεισθούν για διάστημα δύο ετών αντί τεσσάρων ετών, που ήταν η διάρκεια των προηγούμενων πράξεων ενώ το επιτόκιο των πράξεων θα προσαρμόζεται σύμφωνα με το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης, το οποίο σήμερα διαμορφώνεται στο 0%. Ενδεχομένως, η ΕΚΤ με τη συγκεκριμένη κίνησή της, προσπαθεί να ικανοποιήσει αυτούς που ανησυχούν για την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και ταυτόχρονα να δώσει στους επενδυτές το μήνυμα, ότι η ανάπτυξη μπορεί στην παρούσα συγκυρία να καταγράφει μια αδυναμία, αλλά είναι παροδική και τα μέτρα έχουν προληπτικό χαρακτήρα.
Η αβεβαιότητα για τις προοπτικές ανάπτυξης της Ευρωζώνης συντηρεί τα αρνητικά επιτόκια
Η απόφαση της ΕΚΤ για αύξηση των βασικών της επιτοκίων περί τα τέλη του 2019, επιβεβαιώνει τη διατήρηση των αρνητικών επιτοκίων τουλάχιστον σε όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Η εν λόγω απόφαση εξέπληξε τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες ανέμεναν από την ΕΚΤ να διατηρήσει στάση αναμονής για μερικούς ακόμη μήνες, πριν οδηγηθεί σε χαλάρωση της δανειοδοτικής της πολιτικής. Ωστόσο, η κίνηση της ΕΚΤ έρχεται σε συνέχεια της διακοπής των επιτοκιακών αυξήσεων τόσο από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, όσο και την Τράπεζα της Αγγλίας, καθώς οι συγκεκριμένες κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να προστατεύσουν τις εθνικές οικονομίες, από την πιθανολογούμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Παρόλα αυτά, η διατήρηση των αρνητικών επιτοκίων από την ΕΚΤ για μεγάλο χρονικό διάστημα (η υιοθέτηση τους ξεκίνησε το 2014) εγείρει ερωτηματικά σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους στην ενίσχυση της χρηματοδότησης. Σε έρευνα της ΕΚΤ (Νο2173/ Aug.2018 Life below zero: bank lending under negative policy rates), επισημαίνονται διάφοροι τρόποι με τους οποίους τα αρνητικά επιτόκια υπονομεύουν τον τραπεζικό δανεισμό. Οι τράπεζες διστάζουν να μετακυλήσουν τα αρνητικά επιτόκια στους καταθέτες, γεγονός που αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών με υψηλές καταθέσεις και μειώνει την καθαρή τους θέση σε σχέση με τις τράπεζες που διατηρούν χαμηλές καταθέσεις. Ως εκ τούτου, τα αρνητικά επιτόκια μπορεί να οδηγήσουν σε όλο και μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων και λιγότερη δανειοδότηση, με μεγάλη εξάρτηση από τη χρηματοδότηση καταθέσεων. Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδηλώνουν, ότι τα αρνητικά επιτόκια είναι λιγότερο ευνοϊκά και μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αν οι δανειοδοτήσεις πραγματοποιούνται από τράπεζες με υψηλά μεγέθη καταθέσεων.
Υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω στήριξης της οικονομίας της Ευρωζώνης;
Η επιλογή των αρνητικών επιτοκίων ως μέτρο νομισματικής πολιτικής στα χρόνια της οικονομικής κρίσης απέδειξε ότι είναι ικανή να προσδώσει σε μια οικονομία που έχει εισέλθει σε υφεσιακό περιβάλλον, μια αναπτυξιακή δυναμική, Ωστόσο, πολλοί ακαδημαϊκοί και τεχνοκράτες συμφωνούν ότι τα αρνητικά επιτόκια δεν θα πρέπει να διατηρούνται σε μια οικονομία για μακρό χρονικό διάστημα, καθώς στην περίπτωση επανεμφάνισης μιας οικονομικής ύφεσης, δεν προσφέρουν τη δυνατότητα μεγάλων κινήσεων στην άσκηση νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΚΤ μπορεί να εμφανίζεται εγκλωβισμένη στα αρνητικά επιτόκια μέχρι το τέλος του 2019, ωστόσο η επανεπένδυση των ποσών που θα προκύψουν από την εξόφληση των τίτλων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (Asset Purchase Programme – APP) για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο, μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση του διευκολυντικού χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής. Η εν λόγω εξέλιξη, μπορεί να διασφαλίσει χαμηλά επίπεδα επιτοκίων ικανά να συντηρήσουν την οικονομική ανάκαμψη. Στο παιχνίδι επηρεασμού των επιτοκίων η ΕΚΤ μπορεί να στραφεί στο «οπλοστάσιο» της αναζητώντας ενναλακτικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής, όπως είναι η μέση διάρκεια ζωής του συνόλου των τίτλων του χαρτοφυλακίου της ή η σύνθεση του χαρτοφυλακίου της, χωρίς να απαιτείται η προσφυγή σε νέες αγορές τίτλων αξιόχρεους.