
Brexit: Θα επιφέρει νέα δεδομένα στις εμπορικές συναλλαγές;
Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρωπαϊκή Ένωση εισέρχονται σε νέο κύκλο διαπραγματεύσεων
Μετά από τρία χρόνια έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων στο βρετανικό κοινοβούλιο, τo Ηνωμένο Βασίλειο, στις 31 Ιανουαρίου 2020, αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ενώ παράλληλα, εισήλθε σε μια μεταβατική περίοδο, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και εντός της οποίας οι δύο πλευρές θα προσπαθήσουν να καθορίσουν τη μελλοντική εμπορική τους σχέση.
Αναμφίβολα, τo Ηνωμένο Βασίλειο εισέρχεται στο κρισιμότερο στάδιο της αποχώρησής του από την ΕΕ, το οποίο δεν είναι άλλο από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, καθώς αυτές θα προσδιορίσουν τα μακροχρόνια κόστη έναντι των ωφελειών από αυτήν την απόφαση. Στην περίπτωση που δεν υπάρξει εμπορική συμφωνία, οι βρετανικές επιχειρήσεις θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ποικίλα προβλήματα, καθώς η επιβολή δασμολογικών εμποδίων στις αλυσίδες εφοδιασμού θα έχει ως αποτέλεσμα να καταστούν ακριβότερα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους. Αξιολογώντας τις μέχρι σήμερα δηλώσεις των εμπλεκόμενων μερών, ένα μήνα πριν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις, διαπιστώνεται ότι η εμπορική συμφωνία δεν θα είναι μια εύκολη διαδικασία.
Ο επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για την ΕΕ, Michel Barnier, ζητά από το Ηνωμένο Βασίλειο να δεσμευτεί ότι θα αποτρέψει τον αθέμιτο ανταγωνισμό, εφόσον επιζητεί πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ χωρίς δασμούς και ποσοστώσεις, ενώ ο πρωθυπουργός Boris Johnson, απειλεί να αποχωρήσει από τις συνομιλίες, αν η ΕΕ προσπαθήσει να δεσμεύσει στενά το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τους κανόνες της, με αντάλλαγμα μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Το ζητούμενο από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι να υπάρξει μόνο μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου αλλά και να διευθετηθούν παράλληλα ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική.
Ωστόσο, το χρονικό διάστημα των 11 μηνών, μέχρι το πέρας της μεταβατικής περιόδου, κρίνεται σχετικά σύντομο, καθώς είναι σχεδόν σίγουρο ότι στο ενδιάμεσο θα υπάρξει διάσταση απόψεων. Αξίζει να επισημανθεί ότι αφού κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ-27 έχει το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto) στην υπό διαπραγμάτευση εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο και το εμπορικό συμφέρον κάθε μέλους διαφέρει από αυτό των υπολοίπων, είναι αρκετά δύσκολο να υπάρξει μια ενιαία στάση της ΕΕ, όπως υπήρξε στη διάρκεια των συνομιλιών για το Brexit στο παρελθόν. Ενδεχομένως, για κάθε κράτος-μέλος, να απαιτούνται νέες τελωνειακές ρυθμίσεις και συμμόρφωση με πρόσθετους κανόνες, γεγονός που μπορεί να προσδώσει περιορισμένη αξία στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.
Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ σε όρους αγαθών, υπηρεσιών, πρώτων υλών και άμεσων επενδύσεων
Η Ευρώπη, μέχρι πρότινος, αποτελούσε το σημαντικότερο εξαγωγικό προορισμό για το Ηνωμένο Βασίλειο και τη μεγαλύτερη πηγή άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ η ένταξή του στην ΕΕ συνέβαλε ώστε να εδραιωθεί το Λονδίνο, ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο. Σημειώνεται ότι το Λονδίνο αποτελεί την έδρα των δραστηριοτήτων του 40% των 250 μεγαλύτερων εταιριών που συγκαταλέγονται στη λίστα του περιοδικού Fortune. Ωστόσο, μετά την αποχώρηση από την ΕΕ, μεγάλες επιχειρήσεις έχουν ανακοινώσει τη μετεγκατάστασή τους, ή έχουν τουλάχιστον εκφράσει την πρόθεση να το πράξουν. Μεταξύ των εταιρειών που έχουν προβληματιστεί δημοσίως για ενδεχόμενη μετεγκατάσταση είναι και η Airbus, η οποία απασχολεί 14.000 άτομα και υποστηρίζει περισσότερες από 110.000 θέσεις εργασίας εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, μέσω της προμηθευτικής της αλυσίδας.
Όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία του βρετανικού υπουργείου Eμπορίου (Trade and Investment Core Statistics Book-January 29, 2020), το 2018, η ΕΕ στο σύνολό της, αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς οι εξαγωγές προς αυτήν ανήλθαν σε 297 δισ. λίρες (45% επί των συνολικών εξαγωγών), όταν την αντίστοιχη περίοδο οι εισαγωγές από την ΕΕ διαμορφώθηκαν σε 362 δισ. λίρες (53% του συνόλου των εισαγωγών), προκαλώντας εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 66 δισ. λιρών. Ωστόσο, το μερίδιο των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ μειώθηκε, από 55% το 2006, σε 45% το 2018. Σημαντικός, όμως, θεωρείται ο ρόλος του τομέα των υπηρεσιών, καθώς το 2018 αντιπροσώπευε το 41% των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ΕΕ. Οι χρηματοοικονομικές και λοιπές επιχειρηματικές υπηρεσίες (νομικά, λογιστικά, διαφήμιση, έρευνα, αρχιτεκτονική, μηχανική) αποτελούσαν τις σημαντικότερες εξαγωγές υπηρεσιών προς την ΕΕ, καθώς αντιπροσώπευαν λίγο περισσότερο από το ήμισυ των εξαγωγών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εξαρτάται σε μικρό βαθμό από τις χώρες της ΕΕ ως πηγή πρώτων υλών για τις εξαγωγές του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το μερίδιο της προστιθέμενης αξίας, που προέρχεται από χώρες της ΕΕ, στις εξαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου υποχώρησε, οριακά, από 6,7% το 2005, σε 6,6% το 2015. Όσον αφορά μεμονωμένες χώρες, οι μεγαλύτεροι προμηθευτές πρώτων υλών για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η Γερμανία και η Γαλλία.
Όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) της ΕΕ27 στο Ηνωμένο Βασίλειο (Πηγή:Trade and Investment Core Statistics Book-January 29, 2020), από το 2009 έως το 2018, σημείωσαν θεαματική άνοδο της τάξης του 68%, ενώ το 2017 κατέγραψαν ιστορικά υψηλό (591 δισ. λίρες). Η άνοδος των άμεσων ξένων επενδύσεων ήταν ιδιαίτερα εμφανής τη διετία 2017-18, καθώς από μόνη της αντιπροσώπευε περισσότερο από τα δύο τρίτα της συνολικής αύξησης. Αντιθέτως, οι άμεσες ξένες επενδύσεις του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ΕΕ-27 αυξήθηκαν, από 504 δισ. λίρες το 2009, σε 601 δισ. λίρες το 2018 (+19%), έτος κατά το οποίο προσέγγισαν το υψηλότερο επίπεδό τους.
Τι θα προκύψει αν δεν υπάρξει εμπορική συμφωνία με την ΕΕ;
Η 31η Ιανουαρίου του 2020 ενδεχομένως να αποτελέσει την απαρχή μιας ασταθούς περιόδου στο ταραχώδες διαζύγιο του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, καθώς δεν είναι ακόμη απολύτως σαφές το είδος της σχέσης που επιζητεί η βρετανική κυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τέλος της μεταβατικής περιόδου είναι η 31η Δεκεμβρίου 2020, ενώ υπάρχει η περίπτωση παράτασης της προθεσμίας, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου έχει επανειλημμένως διαμηνύσει την πρόθεση να ολοκληρώσει την αποχώρηση, μέχρι το τέλος του 2020. Ενδεικτικό, ωστόσο, της πολυπλοκότητας του εγχειρήματος αποτελεί το παράδειγμα καθορισμού της εμπορικής σχέσης Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά, καθώς χρειάστηκαν επτά έτη διαπραγματεύσεων.
Στην περίπτωση που οι δύο πλευρές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο θα περιέλθει σε καθεστώς τρίτης χώρας, έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς το διμερές εμπόριο να διέπεται από κάποια εμπορική συμφωνία. Η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων θα διακοπεί και οι εμπορικές συναλλαγές θα καθορίζονται από τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Όλα αυτά συνεπάγονται την επιβολή εθνικών δασμών και πρόσθετων τελωνειακών αγκυλώσεων. Επιπροσθέτως, η ανυπαρξία μιας εμπορικής συμφωνίας ενδεχομένως να επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στον τραπεζικό κλάδο του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς μπορεί να προκαλέσει επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επισφαλών δανείων και κατά συνέπεια στην επιβάρυνση της κερδοφορίας του κλάδου.
Η πορεία των εμπορικών σχέσεων του Ηνωμένου Βασιλείου θα εξαρτηθεί από την εμπορική πολιτική που θα επιλέξει η κάθε χώρα ξεχωριστά. Αν δηλαδή θα είναι προστατευτική ή πιο ανοικτή και φυσικά αν η πολιτική αυτή θα είναι διαφορετική για κάθε τομέα της οικονομίας. Τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι αρκετά και περιλαμβάνουν από την επιβολή δασμών και ποσοστώσεων και τη χρήση επιδοτήσεων, μέχρι διμερείς και πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες. Στην παρούσα συγκυρία, είναι αρκετά πρόωρο να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε με σαφήνεια την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθούν οι εμπορικές σχέσεις των εμπλεκομένων μερών.
Ωστόσο, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ δεν αφήνει μόνο οικονομικό αποτύπωμα αλλά και πολιτικό. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο πρόεδρος της Γαλλίας ζήτησε στενότερους δεσμούς της Γαλλίας με την Πολωνία στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο, σε ζητήματα ευρωπαϊκής ασφάλειας, προτρέποντας την αναβίωση των τριμερών δεσμών με τη Γερμανία (Γαλλία, Πολωνία, Γερμανία), καλώντας τις χώρες αυτές σε μια συνάντηση κορυφής στους ερχόμενους μήνες.
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.