Γραφείο Προϋπολογισμού: Περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής ανισότητας τα επόμενα έτη
-Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Οκτωβρίου του 2021, διαμορφώθηκε στα 109,8 δις ευρώ, αυξημένο κατά 3,1 δις ευρώ σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020
-Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 2021 διαμορφώθηκε στα 38,8 δις ευρώ , δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 771,8 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στη διάρκεια του 2019 καταγράφηκε οριακή μείωση του κίνδυνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (που μειώνεται από το 2014) αλλά και οριακή αύξηση των δεικτών οικονομικής ανισότητας (που μειώνονταν από το 2016). Καθώς οι έρευνες αφορούν τα εισοδήματα του 2019, δηλαδή πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, αναμένουμε περαιτέρω επιδείνωση τα επόμενα έτη που ενδέχεται να καταστήσουν οξύτερο το πρόβλημα της οικονομικής ανισότητας. Η ανάπτυξη μηχανισμών κοινωνικής προστασίας που θα περιορίζουν την ανισότητα και θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή είναι ήδη κεντρικό θέμα συζήτησης στις ανεπτυγμένες οικονομίες και αναμένουμε να αποτελέσει σημαντική πρόκληση για τη χώρα μας στα επόμενα έτη, σημειώνει έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή που αφορά το τρίτο τρίμηνο του 2021. Αναλυτικά:
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και στο τρίτο τρίμηνο του έτους με υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης 13,4%, αποκαθιστώντας το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του προηγούμενου έτους. Παράλληλα, σημειώνεται αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας ενώ περιορίζεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) καταγράφει σημαντική αύξηση, στο 4% τον Νοέμβριο του 2021, προερχόμενος κατά κύριο λόγο από το κόστος ενέργειας και η εξέλιξή του παραμένει αβέβαιη. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες, τέλος, καταγράφουν θετικές προσδοκίες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο τελευταίο τρίμηνο του έτους. Στα δημόσια οικονομικά, τα στοιχεία του δεκαμήνου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021 δείχνουν μια λίγο καλύτερη εικόνα σε σχέση με το προηγούμενο έτος που, εφόσον διατηρηθεί – και σε συνδυασμό με το υψηλότερο ΑΕΠ – ενδέχεται να οδηγήσει σε μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα το 2021 από όσο προβλέπεται στον Προϋπολογισμό του 2022. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρότι σημαντικά αυξημένο, διατηρεί το ευνοϊκό προφίλ αποπληρωμών και η χρηματοδότησή του εξακολουθεί να γίνεται με ευνοϊκούς όρους. Παράλληλα έχει δρομολογηθεί η πλήρης εξόφληση του χρέους προς το ΔΝΤ και η μερική εξόφληση του διακρατικού χρέους (GLF). Παρά τη θετική εικόνα υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τους επόμενους μήνες. Η νέα μετάλλαξη του κορωνοϊού, η σχετικά χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού και, κυρίως, οι αδυναμίες στο σύστημα υγείας σε υποδομές και προσωπικό που έχουν οδηγήσει σε διπλάσια θνησιμότητα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αυξάνουν την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας και την επίπτωσή της στην οικονομική δραστηριότητα. Επιπρόσθετα, τον Μάρτιο του 2022 αναμένεται η λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP). Η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να διατηρήσει τις επαναγορές τίτλων που λήγουν μέχρι το 2024 καθώς και η δυνατότητα αντικατάστασης τίτλων άλλων κρατών με τίτλους ελληνικού δημοσίου, δημιουργούν συνθήκες ομαλής μετάβασης μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος που πρέπει όμως να αξιοποιηθούν επαρκώς με την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής σε περίπτωση διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων (η ΕΚΤ αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό του 2022 από 1,7% σε 3,2%). Σημειώνεται ακόμα ότι από το 2023 θα τεθεί σε εφαρμογή το υπό αναθεώρηση Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα προδιαγράφει μια πορεία αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας και θα επαναφέρει δημοσιονομικούς περιορισμούς που είχαν ανασταλεί. Με δεδομένες αυτές τις αβεβαιότητες, διαμορφώνεται ένα αρκετά ρευστό εξωτερικό περιβάλλον εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία στα επόμενα έτη και ο ρόλος της οικονομικής πολιτικής αναμένεται να είναι κρίσιμος στον καθορισμό των ρυθμών μεγέθυνσης. Ο Προϋπολογισμός του 2022 προβλέπει σημαντική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος (1,4% έναντι εκτίμησης 7% για το 2021, σε όρους ESA) που θα προέλθει από τη μερική απόσυρση των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά αναλογούσαν σε περίπου 9% του ΑΕΠ ετησίως για το 2020 και 2021 και θα περιοριστούν σε 2,2% του ΑΕΠ για το 2022. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι μια δυσμενής εξέλιξη της πανδημίας καθώς και μια συνέχιση των αυξήσεων του κόστους ενέργειας μπορεί να προκαλέσει πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η εξαγγελία πρόσθετων μέτρων κάλυψης του αυξημένου κόστους ενέργειας, λίγο πριν την ψήφιση του Προϋπολογισμού, είναι ενδεικτική. Η δημοσιονομική προσαρμογή που προβλέπει ο Προϋπολογισμός δεν αναμένεται να έχει αρνητική επίπτωση στο ρυθμό μεγέθυνσης εφόσον εξομαλυνθεί επαρκώς η οικονομική δραστηριότητα και αξιοποιηθούν αποτελεσματικά οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι το σημαντικότερο αναπτυξιακό εργαλείο των επόμενων ετών και μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά τόσο στους μεσοπρόθεσμους ρυθμούς μεγέθυνσης (ως δαπάνη) όσο και στη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας με τη δημιουργία δημόσιων υποδομών που αυξάνουν την παραγωγικότητα αναβαθμίζοντας τον τεχνολογικό εξοπλισμό και τις οργανωτικές μορφές των επιχειρήσεων καθώς και τις εργασιακές δεξιότητες των απασχολούμενων. Υπενθυμίζουμε ωστόσο ότι η αξιοποίησή του δεν εξαντλείται στην απορρόφηση των προβλεπόμενων πόρων αλλά εξαρτάται από την αποτελεσματική κατανομή τους. Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει και η εξέλιξη της φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στη διάρκεια του 2019 καταγράφηκε οριακή μείωση του κίνδυνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (που μειώνεται από το 2014) αλλά και οριακή αύξηση των δεικτών οικονομικής ανισότητας (που μειώνονταν από το 2016). Καθώς οι έρευνες αφορούν τα εισοδήματα του 2019, δηλαδή πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, αναμένουμε περαιτέρω επιδείνωση τα επόμενα έτη που ενδέχεται να καταστήσουν οξύτερο το πρόβλημα της οικονομικής ανισότητας. Η ανάπτυξη μηχανισμών κοινωνικής προστασίας που θα περιορίζουν την ανισότητα και θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή είναι ήδη κεντρικό θέμα συζήτησης στις ανεπτυγμένες οικονομίες και αναμένουμε να αποτελέσει σημαντική πρόκληση για τη χώρα μας στα επόμενα έτη.
Απασχόληση
Με βάση τα μηνιαία στοιχεία, το σύνολο των απασχολούμενων τον Οκτώβριο του 2021 ανήλθε σε 4.027.050 άτομα, αριθμός αυξημένος κατά 97.774 άτομα σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020 (αύξηση 2,5%) και μειωμένος κατά 47.982 άτομα σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2021 (μείωση 1,2%). Η μερική και η προσωρινή απασχόληση στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 παρουσίασαν διαφορετική συμπεριφορά σε ετήσια βάση. Πιο συγκεκριμένα, η μερική απασχόληση διαμορφώθηκε στο 8,0% του συνόλου της απασχόλησης (έναντι 9,2% στο δεύτερο τρίμηνο του 2020) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη είναι 21,0% (έναντι 21,2% πέρσι). Η προσωρινή απασχόληση αντιστοιχούσε στο 10,4% του συνόλου των μισθωτών (έναντι 10,0% στο δεύτερο τρίμηνο του 2020) ενώ στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 15,3% (έναντι 13,6% το προηγούμενο έτος).
Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις φορολογούμενων
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Οκτωβρίου του 2021, διαμορφώθηκε στα 109,8 δις ευρώ, αυξημένο κατά 3,1 δις ευρώ σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020. Η αύξηση αυτή υπολογίζεται από (α) τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7 δις ευρώ μείον (β) τις εισπράξεις και διαγραφές 5,2 δις ευρώ, συν (γ) τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά την 1/11/2020 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα ύψους 1,3 δις ευρώ.
Παράλληλα κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2021 το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών αυξήθηκε κατά 1,7 δις ευρώ, καθώς οι εκροές από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή οι εισπράξεις και οι διαγραφές (4,1 δις ευρώ) ήταν λιγότερες από τις εισροές, οι οποίες περιλαμβάνουν τα νέα ληξιπρόθεσμα ύψους 4,9 δις ευρώ και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στο τέλος του 2020 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα (878 εκατ. ευρώ). Αξίζει να σημειωθεί ότι από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο (109,8 δις ευρώ) ποσοστό 22,8% (που αντιστοιχεί σε 25 δις ευρώ) αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης4 . Κατά συνέπεια το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου ανέρχεται στα 84,8 δις ευρώ την 1/11/2021, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,2 δις ευρώ σε ετήσια βάση.
Αναφορικά με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών, στο τέλος του Οκτωβρίου του 2021 παρατηρείται μείωση κατά 74.242 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 4.292.632 οφειλέτες. Η ανωτέρω μείωση πηγάζει από την κατηγορία οφειλής μέχρι 50 ευρώ, με τον αριθμό των οφειλετών να εμφανίζεται μειωμένος κατά 189.835 πρόσωπα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Στη μείωση αυτή συνέβαλε κυρίως η περιοδική διαγραφή βεβαιωμένων ανείσπρακτων οφειλών νομικών προσώπων ή τρίτων με εισπρακτέο υπόλοιπο ανά βασική οφειλή μικρότερο του 1 ευρώ5 . Η συγκεκριμένη διαγραφή οδήγησε σε μείωση του πλήθους των οφειλετών στην κατηγορία οφειλής μικρότερης του 1 ευρώ κατά 163.827 πρόσωπα σε ετήσια βάση, με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών να διαμορφώνεται σε 93.833
Αντίθετα, στις λοιπές κατηγορίες οφειλής διαπιστώνεται αύξηση τόσο στο πλήθος των οφειλετών, όσο και στο ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο. Ειδικότερα στην κατηγορία οφειλής μεταξύ 50 και 500 ευρώ, στην οποία συσσωρεύεται το 37% των οφειλετών, εντοπίζεται η μεγαλύτερη αύξηση στο πλήθος τους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους (κατά 88.346 οφειλέτες), η οποία ωστόσο συνοδεύεται από περιορισμένη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών (κατά 16,4 εκατ. ευρώ), καθώς στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται μόλις το 0,3% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Από την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση πηγάζει από τους οφειλέτες με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία κατά 2,2 δις ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε αύξηση κατά 312 πρόσωπα. Σημειώνεται ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλής συγκεντρώνεται το 80% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου και μόλις το 0,2% των οφειλετών. Στην αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου στο εύρος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ σημαντική είναι η συνεισφορά των νομικών προσώπων καθώς οι οφειλές που προέρχονται από αυτά αυξήθηκαν κατά 1,7 δις ευρώ, ενώ το ύψος του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία οφειλής άγγιξε στο τέλος του Οκτωβρίου του 2021 τα 63,8 δις ευρώ. Αντίστοιχα το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 5.245, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 182 νομικά πρόσωπα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα νομικά πρόσωπα πηγάζει το 65% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 71,6 δις ευρώ. Αναλύοντας περαιτέρω την κατανομή του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου των νομικών προσώπων ανά νομική μορφή διαπιστώνεται ότι το 67% των οφειλών, που αντιστοιχεί σε 47,6 δις ευρώ, προέρχεται από τις ΑΕ, ενώ ακολουθούν οι ΕΠΕ με οφειλές ύψους 12,5 δις ευρώ, οι ΟΕ και οι ΕΕ (με οφειλές 3,6 και 3,5 δις ευρώ αντίστοιχα). Εξετάζοντας τη μεταβολή του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου των νομικών προσώπων κατά την τελευταία διετία διαπιστώνεται αύξηση κατά 3 δις ευρώ. Η εν λόγω αύξηση προέρχεται κατά 59% από τις ΑΕ (αύξηση οφειλών κατά 1,8 δις ευρώ), ενώ αξιοσημείωτη είναι και η συμβολή των ΙΚΕ και των ΕΠΕ, καθώς οι οφειλές τους αυξήθηκαν τα τελευταία δύο έτη κατά 473,7 και 413,9 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ασφαλισμένων
Σύμφωνα με την 3 η Τριμηνιαία Έκθεση Προόδου Έτους 2021 του ΚΕΑΟ, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 2021 διαμορφώθηκε στα 38,8 δις ευρώ , δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 771,8 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση αυτή προέρχεται από την αύξηση τόσο των πρόσθετων τελών (κατά 384 εκατ. ευρώ), όσο και των κύριων οφειλών (κατά 387,7 εκατ. ευρώ). Σε ετήσια βάση, αύξηση παρουσίασε ο αριθμός των μητρώων των οφειλετών κατά 47.415, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των μητρώων με οφειλές σε ασφαλιστικά ταμεία να διαμορφώνεται στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2021 σε 2.093.286 μητρώα. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των μητρώων (κατά 40.869) προέρχεται από την κατηγορία οφειλής μεταξύ 50 και 500 ευρώ, ενώ μείωση κατά 13.250 παρουσιάζει ο αριθμός των μητρώων που αφορά σε οφειλές από 500 έως 10.000 ευρώ. Επιπλέον, αύξηση παρατηρείται στις συνολικές οφειλές κατά περίπου 1,4 δις ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, η οποία ωστόσο οφείλεται σε αύξηση των πρόσθετων τελών, καθώς οι κύριες οφειλές σημείωσαν μείωση κατά 72,3 εκατ. ευρώ. Αναλυτικότερα, στην κατηγορία οφειλής μεταξύ 10.000 και 100.000 ευρώ, στην οποία συσσωρεύεται το 42,9% των οφειλών, παρατηρείται η μεγαλύτερη μείωση κύριων οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία (κατά 382,2 εκατ. ευρώ). Αντίθετα, αύξηση σημειώνεται στις υπόλοιπες κατηγορίες οφειλής με τη μεγαλύτερη να εντοπίζεται στο εύρος οφειλής μεταξύ 100.000 και 1.000.000 ευρώ (αύξηση κατά 118 εκατ. ευρώ).
Κοινωνική ασφάλιση
Η εκτέλεση του Προϋπολογισμού των ασφαλιστικών ταμείων στο τέλος του τρίτου τρίμηνου του 2021 παρουσιάζει έλλειμμα 589 εκατ. ευρώ καταγράφοντας επιδείνωση κατά 288 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 (έλλειμμα 301 εκατ. ευρώ), καθώς τα έσοδα είναι αυξημένα κατά 828 εκατ. ευρώ και οι δαπάνες αυξημένες κατά 1.116 εκατ. ευρώ. Η αύξηση των εσόδων οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των μεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό (κατά 571 εκατ. ευρώ) και στις αυξημένες εισφορές8 και ρυθμίσεις οφειλών (κατά 451 εκατ. ευρώ), ενώ οι εισπράξεις υπέρ τρίτων είναι αυξημένες κατά 72 εκατ. ευρώ. Τα άλλα έσοδα εμφανίζονται μειωμένα κατά 264 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω της μείωσης των εσόδων από κοινωνικούς πόρους (μείωση κατά 182 εκατ. ευρώ) και ειδικότερα από τον ΟΑΕΔ προς τον e-ΕΦΚΑ μετά τη μείωση των σχετικών εισφορών για τους μισθωτούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έθεσε στη διάθεσή μας ο e-ΕΦΚΑ, στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021 καταβλήθηκαν 2.707.020 συντάξεις σε 2.427.783 συνταξιούχους, αριθμός ελαφρά μειωμένος σε σχέση με το τέλος του δεύτερου τριμήνου 2021 που καταβλήθηκαν 2.707.392 συντάξεις (σε 2.433.921 συνταξιούχους), αλλά αυξημένος σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2020 (που καταβλήθηκαν 2.705.684 συντάξεις σε 2.451.472 συνταξιούχους). Ο συνολικός αριθμός εκκρεμών αιτήσεων κύριας συνταξιοδότησης9 μειώθηκε ελαφρώς, από 125.504 στο τέλος Ιουνίου 2021 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 428 εκατ. ευρώ) σε 125.373 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 420,4 εκατ. ευρώ). Οι ληξιπρόθεσμες (εκκρεμείς πάνω από 90 ημέρες) αιτήσεις συνταξιοδότησης αυξήθηκαν από 98.695 στο τέλος Ιουνίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 410,4 εκατ. ευρώ) σε 99.404 στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 408 εκατ. ευρώ).
Στον κλάδο επικουρικής σύνταξης, ο συνολικός αριθμός εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης εμφανίζεται οριακά μειωμένος στο τέλος Σεπτεμβρίου σε σχέση με τον Ιούνιο 2021, από 125.099 εκκρεμείς αιτήσεις επικουρικής σύνταξης (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 224 εκατ. ευρώ) σε 124.461 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 127 εκατ. ευρώ). Οι ληξιπρόθεσμες (εκκρεμείς πάνω από 90 ημέρες) αιτήσεις μειώθηκαν από 102.241 στο τέλος Ιουνίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 183,2 εκατ. ευρώ) σε 99.160 στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 177,7 εκατ. ευρώ). Στον επόμενο πίνακα φαίνεται η εξέλιξη των εκκρεμών και των ληξιπρόθεσμων αιτήσεων συνταξιοδότησης (επικουρικής σύνταξης) στο τέλος κάθε μήνα για το διάστημα Απριλίου – Σεπτεμβρίου 2021, καθώς και η σχετική εκτιμώμενη δαπάνη.
Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός
Σύμφωνα με την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό του πληθυσμού της Ελλάδας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2020 (με βάση τα εισοδήματα του 2019) ήταν 28,9% (περίπου 3 εκατ. άτομα), μειωμένο κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019 (30% ή περίπου 3,2 εκατ. άτομα), συνεχίζοντας την πτωτική του πορεία από το 2014 (36% δηλαδή 3,9 εκατ. άτομα). Παραμένει ωστόσο σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (22,4% το 2020).
Ειδικά για τον κίνδυνο φτώχειας, που αποτελεί υποσύνολο του προηγούμενου δείκτη και μετράει το ποσοστό των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από 60% του εθνικού διάμεσου, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα) το ποσοστό είναι 48,3%, ελαφρώς βελτιωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (48,4%). Μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις το ποσοστό γίνεται 17,7% (17,9% το 2019), δηλαδή μειώνεται κατά 30,6 ποσοστιαίες μονάδες από τις οποίες, 5,8 οφείλονται στην καταβολή κοινωνικών επιδομάτων και 24,8 ποσοστιαίες μονάδες στις συντάξεις1 . Τον χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι (13,0% για την ηλικιακή ομάδα 65+) και τον υψηλότερο τα παιδιά (20,9% στις ηλικίες 0-17), ενώ για την ηλικιακή ομάδα 18-64 το ποσοστό φτώχειας είναι 18,4%.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με τη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, η οικονομική ανισότητα διευρύνθηκε το 2020 (εισοδήματα 2019), αφού ο λόγος S80/S20 (αναλογία ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του πλουσιότερου 20% σε σχέση με το φτωχότερο 20%) αυξήθηκε σε 5,2 (5,1 το 2019) ενώ ο συντελεστής ανισότητας Gini13 (απόκλιση από την ίση κατανομή εισοδήματος) αυξήθηκε σε 0,314 (από 0,310 το 2019).