Η ελληνική οικονομία ανάμεσα στην ευχή για ανάπτυξη και την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές

Σε ένα κλίμα όπου η ευχή για οικονομική ευημερία, όπως εκφράστηκε από τον Κ.Τασούλα κατά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, συναντά τις προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος αλλά κυρίως τις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, ένα τεκμηριωμένο άρθρο του Δημήτρη Γ. Παπαδοκωστόπουλου στο naftemporiki.gr θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα: Πώς μπορεί να ευδοκιμήσει η οικονομία όταν λείπουν οι απαραίτητες αλλαγές; Το άρθρο αναλύει την τρέχουσα κατάσταση, επισημαίνοντας ότι παρά τον διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η ελληνική οικονομία βασίζεται σε εύθραυστες βάσεις και μαστίζεται από προβλήματα που εμποδίζουν τη βιώσιμη πρόοδο.

 
Ανάπτυξη με αστερίσκους: Ο ρόλος της κατανάλωσης και του Ταμείου Ανάκαμψης

Ο συντάκτης αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα καταγράφει ρυθμό ανάπτυξης ανώτερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ωστόσο, αποδίδει αυτή την επίδοση κυρίως στα “αποθέματα” και στην τόνωση της κατανάλωσης, η οποία, μέσω του πληθωρισμού, συμβάλλει στην αύξηση των δημοσίων εσόδων. Αυτή η ανάπτυξη, όμως, χαρακτηρίζεται ως μη διατηρήσιμη μακροπρόθεσμα εάν δεν στηριχθεί σε παραγωγικές επενδύσεις.

Κρίσιμος παράγοντας για μια πιο στιβαρή ανάπτυξη θα έπρεπε να είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Εντούτοις, ο αρθρογράφος επισημαίνει σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση των προαπαιτούμενων δράσεων, με κίνδυνο απώλειας πόρων. Ακόμη χειρότερα, ασκεί κριτική στην προσφυγή σε τακτικές της τελευταίας στιγμής (“τσάτρα πάτρα”), που υποδηλώνουν προχειρότητα και ελλιπή σχεδιασμό. Το αποτέλεσμα, όπως τονίζει, είναι ότι ακόμη κι αν τα κονδύλια απορροφηθούν, ενδέχεται να μην κατευθυνθούν στις επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που πραγματικά χρειάζεται η οικονομία για να αλλάξει παραγωγικό μοντέλο.

 
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και η επενδυτική υστέρηση

Κεντρικό σημείο της ανάλυσης του κ. Παπαδοκωστόπουλου είναι το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό αποδίδεται άμεσα στη χαμηλή παραγωγικότητα και στη συνεχιζόμενη αδυναμία προσέλκυσης ουσιαστικών επενδύσεων. Τα στοιχεία που παραθέτει είναι αποκαλυπτικά:

Επενδύσεις: Η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά τις αρχικές προβλέψεις για αύξηση επενδύσεων κατά 6,7% (έναντι περίπου 15% στο παρελθόν, σύμφωνα με το άρθρο) και τη διάθεση πόρων από το ΤΑΑ, η τελική αύξηση περιορίστηκε στο 4,5%.

Αντικίνητρα: Αντί για άρση εμποδίων, ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι η νομοθεσία προσθέτει νέα αντικίνητρα, αποθαρρύνοντας τους επενδυτές.

 
Μακροοικονομικοί δείκτες ως καθρέφτης των αδυναμιών

Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας αποτυπώνεται, σύμφωνα με το άρθρο, και σε βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες, συγκρίνοντας το 2024 με το 2019:

Εμπορικό έλλειμμα: Από 21,72 δισ. ευρώ το 2019, εκτινάχθηκε στα 34,6 δισ. ευρώ το 2024.

Έλλειμμα Τρεχουσών Συναλλαγών: Από 2,73 δισ. ευρώ το 2019, έφτασε τα 15,1 δισ. ευρώ το 2024.

Αυτά τα διευρυνόμενα ελλείμματα καταδεικνύουν την αυξανόμενη εξάρτηση από εισαγωγές και εξωτερική χρηματοδότηση, στοιχεία που συνδέονται άμεσα με την αδύναμη παραγωγική βάση και την πτώση της ανταγωνιστικότητας, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει αρνητικά τα εισοδήματα.

 
Ο ρόλος του πληθωρισμού και η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ

Ο συντάκτης αναλύει και την αύξηση του ΑΕΠ, διαχωρίζοντας την ονομαστική από την πραγματική:

Πραγματικό ΑΕΠ: Αυξήθηκε από 184,5 δισ. ευρώ το 2019 σε 201,5 δισ. ευρώ το 2024 (αύξηση 17 δισ.). Επισημαίνεται ότι σε αυτή την περίοδο η οικονομία ενισχύθηκε με σημαντικά δανειακά κεφάλαια λόγω πανδημίας (αναφέρονται 50 δισ.) και τους πόρους του ΤΑΑ.

Ονομαστικό ΑΕΠ: Αυξήθηκε από 185,1 δισ. ευρώ το 2019 σε 237,5 δισ. ευρώ το 2024 (αύξηση 52,5 δισ.).

Η ανάλυση καταλήγει στο ότι από την ονομαστική αύξηση των 52,5 δισ. ευρώ, περίπου 36 δισ. ευρώ οφείλονται στον πληθωρισμό. Αυτό υπογραμμίζει ότι ένα μεγάλο μέρος της αύξησης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές δεν αντικατοπτρίζει πραγματική αύξηση της παραγωγής, αλλά την άνοδο των τιμών (ακρίβεια). Ο πληθωρισμός, με τη σειρά του, συνδέεται από τον αρθρογράφο με τη χαμηλή παραγωγικότητα, η οποία είναι απόρροια της έλλειψης επενδύσεων που προκαλείται από τη γραφειοκρατία και τα υφιστάμενα, άλυτα εμπόδια.

 
 Η ανάγκη για ουσιαστικές αλλαγές

Το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, αν και καλοδεχούμενες, δεν αποτελούν λύση στο δομικό πρόβλημα, καθώς το βάρος μεταφέρεται σε επιχειρήσεις που ήδη λειτουργούν σε περιβάλλον χαμηλής ανταγωνιστικότητας και δεν αντιμετωπίζουν την ουσία του προβλήματος: την ανάγκη για προσέλκυση επενδύσεων. Η ευθύνη γι’ αυτό, τονίζεται, ανήκει στην κυβέρνηση και τους αρμόδιους υπουργούς, οι οποίοι καλούνται να αντιληφθούν τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και να άρουν τα εμπόδια (γραφειοκρατία, αντικίνητρα) που εμποδίζουν την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις. Μόνο τότε, υποστηρίζει ο Δημήτρης Γ. Παπαδοκωστόπουλος, η ευχή για μια εύρωστη οικονομία θα μπορέσει να γίνει πραγματικότητα. Η ουσιαστική αλλαγή νοοτροπίας και πρακτικών είναι το κλειδί για τη βιώσιμη ανάπτυξη.

mywaypress.gr

Σχετικά Άρθρα