Διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ εν μέσω πανδημίας

Η βασική αποστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ, μέσω της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής. Η επίτευξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών αποτελεί μια δύσκολη και αρκετά σύνθετη άσκηση για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ, ιδίως μετά την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και τα ζητήματα που κληρονόμησε η χρηματοπιστωτική κρίση. Στις προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η οικονομία της ζώνης του ευρώ (παγκοσμιοποίηση, ψηφιοποίηση, γήρανση πληθυσμού, κλιματική αλλαγή), το 2020 ήρθε να προστεθεί και η πανδημία του κορωνοϊού. Εν μέσω κλίματος έντονης οικονομικής αβεβαιότητας και ενός ευμετάβλητου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, πολλά κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ ενδεχομένως να απαιτηθεί να εφαρμόσουν νέες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ οι ήδη πραγματοποιούμενες να επιταχυνθούν ή να αντιστραφούν. Ωστόσο, οι όποιες ενέργειες που στόχο έχουν την σταθερότητα των τιμών θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη το νέο περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η πανδημική κρίση.

Η επανεξέταση της ακολουθούμενης στρατηγικής της ΕΚΤ, ο συσχετισμός μεταξύ παγκοσμιοποίησης-πανδημίας στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και ο τρόπος υπολογισμού του πληθωρισμού αποτελούν σημαντικές παραμέτρους, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η σταθερότητα των τιμών θα οδηγήσει σε βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στο μέλλον.

 
Η επανεξέταση της στρατηγικής της ΕΚΤ

Στα μέσα του πρώτου εξαμήνου του 2020, αρκετοί οικονομολόγοι και επιδημιολόγοι ήλπιζαν ότι η εμφάνιση της νόσου του κορωνοϊού COVID-19 θα είχε ένα σχετικά σύντομο χρόνο ύπαρξης. Ωστόσο, η  ταχύτητα εξάπλωσής της ήρθε να αποδείξει ότι θα ζήσουμε μαζί της για πολλούς ακόμη μήνες. Η πανδημία του COVID-19, εκτός των προβλημάτων που προξένησε στα εθνικά συστήματα υγείας ανά τον κόσμο, κατόρθωσε να επιφέρει σημαντικό πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα, εντείνοντας την αβεβαιότητα και αφήνοντας κληρονομιά μια σειρά διαρθρωτικών αλλαγών με μακροχρόνιες επιπτώσεις στον τρόπο ζωής, εργασίας, κατανάλωσης και επικοινωνίας. Παρόλα αυτά, η πανδημική κρίση αποτελεί μια σημαντική πρόκληση για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, προκειμένου να προσαρμοστούν σε ένα νέο περιβάλλον, ελαχιστοποιώντας το κόστος οποιασδήποτε μελλοντικής αλλαγής.

Στη ζώνη του ευρώ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ξεκινήσει από τον Ιανουάριο του 2020, για πρώτη φορά μετά το 2003, να μελετά διεξοδικά την επανεξέταση της στρατηγικής για τη χάραξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, διατηρώντας, ωστόσο, σταθερό τον πρωταρχικό της στόχο για ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού κάτω από, αλλά κοντά στο2%, μεσοπρόθεσμα, όπως αυτός μετριέται σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ). Τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια, τα όρια μείωσης των επιτοκίων, η κλιματική αλλαγή, η παγκοσμιοποίηση, η ταχεία ψηφιοποίηση και οι μεταβαλλόμενες χρηματοοικονομικές δομές μπορεί να έχουν απροσδόκητα αποτελέσματα στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και στην ακολουθούμενη νομισματική πολιτική. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι τα μέτρα της νομισματικής πολιτικής που θα εφαρμοστούν στο απώτερο μέλλον να διαχέονται στο σύνολο της ζώνης του ευρώ. Όμως, η μετάδοση αυτή μπορεί να παρεμποδιστεί από διάφορους παράγοντες, όπως η ελλιπής τραπεζική ένωση και η απουσία πλήρως ολοκληρωμένων χρηματοπιστωτικών, κεφαλαιακών και πιστωτικών αγορών. Συνεπώς, κατά τη λήψη των αποφάσεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ισχύον μακροοικονομικό και θεσμικό πλαίσιο, καθώς και οι τυχόν διαρθρωτικές μεταβολές που βρίσκονται σε εξέλιξη. Ο τρόπος εξέλιξης τόσο της προσφοράς, όσο και της ζήτησης έχει συνέπειες στα επιτόκια, στη συμπεριφορά των καταναλωτών και στη διάθεση ανάληψης κινδύνου, με αποτέλεσμα να αποτελούν βασικές αιτίες προβληματισμού στη διάρκεια σχεδιασμού της νομισματικής πολιτικής. Με δεδομένο ότι η σταθερότητα των τιμών αποτελεί το βασικότερο στόχο της ΕΚΤ στη ζώνη του ευρώ και λόγω της πολυπλοκότητας των δομών της προσφοράς και της ζήτησης, η ερμηνεία των προοπτικών του πληθωρισμού αποτελεί σημαντική πρόκληση.

 
Η παγκοσμιοποίηση και οι συνέπειες στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών

Η πανδημική κρίση ανέδειξε το κόστος και τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, ενώ επιτάχυνε την επανεξέταση των παγκόσμιων παραγωγικών διαδικασιών και των αλυσίδων εφοδιασμού. Επιπρόσθετα, σε συνδυασμό με την αναθεώρηση της στρατηγικής της ΕΚΤ, δίνεται η ευκαιρία στους υπεύθυνους χάραξης της πολιτικής να κατανοήσουν καλύτερα την παγκοσμιοποίηση και τις συνέπειες αυτής στη νομισματική πολιτική. Στην παρούσα φάση, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι με τον όρο παγκοσμιοποίηση αναφερόμαστε σε ένα διασυνδεδεμένο και ταυτόχρονα ολοκληρωμένο σύστημα ροών αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, εργασίας, ιδεών και γνώσεων, πέρα από τα εθνικά σύνορα. Η επιτάχυνση του ρυθμού διασύνδεσης που παρατηρήθηκε την τελευταία 20ετία αντικατοπτρίζει μια σειρά αλλαγών σε διαφόρους τομείς. Συγκεκριμένα, η σημειωθείσα πρόοδος στην τεχνολογία, στις τηλεπικοινωνίες, στις μεταφορές και στο διαδίκτυο μείωσε το κόστος μεταφοράς αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που διευκόλυνε την αυξημένη ροή πληροφοριών ανά τον κόσμο. Οι εν λόγω εξελίξεις ενίσχυσαν τη διεθνή οικονομική και χρηματοοικονομική ολοκλήρωση, η οποία υπό άλλες συνθήκες δε θα ήταν εφικτή.  Ωστόσο, η πανδημία ανέδειξε τον εύθραυστο χαρακτήρα της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού, ακριβώς όπως η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε την ευαισθησία της παγκόσμιας οικονομίας στο συστημικό κίνδυνο.

Το διεθνές εμπόριο, από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα, έχει υποστεί σημαντική πτώση, καθώς η διακοπή λειτουργίας βιομηχανικών μονάδων στην Κίνα είχε ως αποτέλεσμα πολλές πολυεθνικές εταιρείες να αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα στο πεδίο της προσφοράς, ενώ η επιβολή κοινωνικών περιορισμών σε εθνικό επίπεδο προκάλεσε διαταραχή στη ζήτηση. Αξίζει να τονιστεί ότι το διεθνές εμπόριο και οι διεθνείς ροές κεφαλαίων έχουν σημασία στη νομισματική πολιτική και οι ενδεχόμενες αλλαγές που προκαλεί η πανδημία έχουν αντίκτυπο στο οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο λειτουργούν οι κεντρικές τράπεζες. Επιπρόσθετα, ο υψηλός παγκόσμιος ρυθμός διασύνδεσης ενίσχυσε τη βαρύτητα των διεθνών τιμών έναντι των εγχωρίων, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να είναι λιγότερο ευαίσθητος στις μεταβολές σε εθνικό επίπεδο.

 
Ο σωστός τρόπος μέτρησης του πληθωρισμού ως αποτελεσματικό εργαλείο στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής

Η πανδημία του COVID-19 έχει προκαλέσει μια σημαντικά αρνητική οικονομική διαταραχή, η οποία είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν προήλθε από την πλευρά της προσφοράς ή από την πλευρά της ζήτησης. Ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας, όπως η μεταποίηση, υπέφεραν κυρίως από τους περιορισμούς στον εφοδιασμό, ενώ οι υπηρεσίες μεταφορών επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη ζήτηση, λόγω του περιορισμού των μετακινήσεων. Οι ανισορροπίες στη ζήτηση και στην προσφορά είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρξουν ετερογενή ποσοστά πληθωρισμού σε διαφορετικά αγαθά. Ωστόσο, τα οικονομικά δεδομένα στη ζώνη του ευρώ υποδηλώνουν ότι η άμεση επίδραση της πανδημίας στον πληθωρισμό ήταν αρνητική, γεγονός που αντικατοπτρίζει ότι οι παράγοντες της ζήτησης διαδραμάτισαν σημαντικότερο ρόλο.

Ένα διαφορετικό αλλά εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι πώς η πανδημία επηρεάζει τη μέτρηση του πληθωρισμού. Παρότι τα διαθέσιμα  στοιχεία για τον πληθωρισμό στις περισσότερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ φανερώνουν τις αποπληθωριστικές επιπτώσεις της πανδημίας, πρέπει να προσεγγίσουμε με επιφυλακτικότητα την ερμηνεία των μετρήσεων του πληθωρισμού. Με την εξάπλωση της νόσου COVID-19 σε ολόκληρο τον κόσμο, οι καταναλωτές άλλαξαν τα πρότυπα των δαπανών τους, πολλά αγαθά και υπηρεσίες δεν ήταν διαθέσιμα για αγορά λόγω των περιοριστικών μέτρων, ενώ οι καταναλωτές εφοδιάστηκαν με περισσότερα βασικά αγαθά. Τι σημαίνει, όμως, αυτό για τη μέτρηση του πληθωρισμού; Κατά τον υπολογισμό του πληθωρισμού, δίδεται υψηλότερη στάθμιση στα αγαθά που αποτελούν το μεγαλύτερο μερίδιο των συνολικών καταναλωτικών δαπανών. Εάν τα πρότυπα κατανάλωσης αλλάξουν σημαντικά, όπως συμβαίνει στη διάρκεια της πανδημίας, οι δείκτες τιμών καταναλωτή έχουν πιθανότατα υποτιμήσει τον πληθωρισμό.

 
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα