Είναι σε θέση σήμερα η νομισματική πολιτική να αντιμετωπίσει μια νέα οικονομική κρίση;

Τα τελευταία έτη παρατηρείται, ότι οι κεντρικές τράπεζες μετατοπίζουν σταδιακά, το ειδικό βάρος της νομισματικής τους πολιτικής. Το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται περισσότερο στον πληθωρισμό και λιγότερο στην οικονομική δραστηριότητα. Ειδικότερα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) των ΗΠΑ έχει αυξήσει το επιτόκιο αναφοράς με σταθερό ρυθμό από τα τέλη του 2015, η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια της για πρώτη φορά το 2017, ενώ η ανοδική τους πορεία αναμένεται να συνεχισθεί στα προσεχή έτη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η οποία άνευ απροόπτου θα ολοκληρώσει το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού τον ερχόμενο Δεκέμβριο, είναι πιθανόν να εισέλθει στον ανοδικό κύκλο επιτοκίων περί τα τέλη του 2019.

 
Οι κεντρικές τράπεζες, στις προηγμένες οικονομίες από τις αρχές του ΄80 έχουν χρησιμοποιήσει ως μέσο εξομαλύνσεως του οικονομικού κύκλου, τα βραχυχρόνια επιτόκια. Η άνοδος των επιτοκίων επηρεάζει άμεσα την οικονομική δραστηριότητα, καθώς αποθαρρύνει το δανεισμό και ενθαρρύνει την αποταμίευση. Το αντίστροφο συμβαίνει στην περίπτωση μειώσεώς τους. Ωστόσο, σήμερα η κατάσταση περιπλέκεται, καθώς τα βραχυπροθέσμα επιτόκια έχουν μειωθεί πολύ.

Σε πιο λοιπόν επίπεδο, θα διαμορφώνονται τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια σε περίπτωση που ξεσπάσει μια νέα οικονομική κρίση. Οι αγορές υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες προβλέπουν ότι στις ΗΠΑ μέχρι τα τέλη του 2020 τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια δε θα υπερβούν το 3,0%, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1,5%, ενώ στην Ευρωζώνη και στην Ιαπωνία θα διαμορφώνονται οριακά υψηλότερα από το μηδέν. Είναι σαφές ότι στις ΗΠΑ το περιθώριο αντιστροφής της ανοδικής κινήσεως των επιτοκίων, είναι συγκριτικά μεγαλύτερο από των υπολοίπων χωρών. Ωστόσο, στην περίπτωση αδυναμίας χρήσεως του συγκεκριμένου εργαλείου νομισματικής πολιτικής, οι κεντρικές τράπεζες θα στραφούν εκ νέου στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων (QE) με ότι αυτό συνεπάγεται για τους ισολογισμούς τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η ΕΚΤ έχει διογκώσει τον ισολογισμό της από την αρχή της κρίσεως, κατά περίπου €3,5 τρισ. Ωστόσο, τα προγράμματα QE έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαραθέσεως. Όταν η Fed τα υιοθέτησε, δέχθηκε έντονη κριτική, ότι με τον τρόπο αυτό τροφοδοτούσε τη δημιουργία υπερπληθωρισμού. Η Γερμανία αντιστεκόταν σθεναρά στην ιδέα αναλήψεως ενός προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ, καθώς  το εκλάμβανε ως υπεκφυγή των εθνικών κυβερνήσεων, που αδυνατούσαν να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους.

 
Άνοδος των επιτοκίων στις ΗΠΑ: Συνέπειες για χρέος και αναδυόμενες οικονομίες

Στην παρούσα οικονομική συγκυρία, η άνοδος των επιτοκίων στις ΗΠΑ συγκεντρώνει το επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς επηρεάζει τη συμπεριφορά του δολαρίου και κατά συνέπεια τη σχέση του με τα νομίσματα των αναδυομένων οικονομιών. Ιστορικά, σε περιόδους ανοδικής φάσεως των επιτοκίων στις ΗΠΑ, οι αναδυόμενες οικονομίες ήσαν σημαντικά ευάλωτες. Η Fed θέλοντας να σηματοδοτήσει το τέλος των προγραμμάτων ποσοτικής χαλαρώσεως και  προκειμένου να αποφύγει επιστροφή στον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970, οδηγήθηκε στην αύξηση των επιτοκίων και στην ανασύνταξη του ισολογισμού της.

Ωστόσο, ο ιδιαίτερα υψηλός δανεισμός τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές δανειακές επιβαρύνσεις, εφόσον συνεχισθεί η επιτοκιακή άνοδος. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι το χρέος των πιστωτικών καρτών αγγίζει το $1,04 τρισ., το χρέος των φοιτητικών δανείων ανέρχεται στα $1,48 τρισ. ενώ το ομοσπονδιακό χρέος ξεπερνά τα $21,6 τρισ. Ο υψηλός δανεισμός ιδιωτών και δημοσίου απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς από τη Fed. Ενδεχομένως, η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση θα ήταν η συνέχιση μικρών και σταδιακών αυξήσεων των επιτοκίων από τη Fed, προκειμένου να αποφευχθούν μεγάλες αυξήσεις που θα διογκώσουν τις πληρωμές των τόκων του δημοσίου και παράλληλα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα να μεριμνήσει για τον περιορισμό του μεγέθους του ισολογισμού της.

 
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα