
Η αύξηση του πλούτου από ακίνητα δεν ισούται με βιώσιμη ανάπτυξη
Η αύξηση του πλούτου από τα ακίνητα δεν σημαίνει αυτομάτως αύξηση της παραγωγικότητας ή ανάπτυξη ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου
Ένα παραγωγικό μοντέλο οικονομίας συνήθως συνδέεται με την αύξηση της παραγωγικότητας, την τεχνολογική πρόοδο, τις επενδύσεις σε καινοτομία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας
Έκθεση της Alpha Bank αναλύει την εξέλιξη του καθαρού πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών από το 2020 έως το 2024, βασισμένη σε δεδομένα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συγκεκριμένα, εξετάζει τις συνιστώσες του πλούτου (χρηματοοικονομικό και μη χρηματοοικονομικό), την επίδραση παραγόντων όπως οι τιμές των ακινήτων και των κινητών αξιών, και συγκρίνει την Ελλάδα με άλλες χώρες της Ευρωζώνης όσον αφορά τη διάμεση τιμή και την ανισότητα του πλούτου.
Η αύξηση των τιμών των ακινήτων αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών στην Ελλάδα. Ωστόσο, το εάν αυτό συνδέεται με ένα παραγωγικό μοντέλο οικονομίας είναι πιο σύνθετο και απαιτεί περαιτέρω ανάλυση. Ας εξετάσουμε τα δεδομένα από τις πηγές της ανάλυσης:
- Αύξηση του μη χρηματοοικονομικού πλούτου: Η αξία του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, που κατά κύριο λόγο αποτελείται από την αξία των ακινήτων, αυξήθηκε κατά περίπου 32% από τις αρχές του 2022. Αυτή η αύξηση οφείλεται στην άνοδο των τιμών των οικιστικών ακινήτων, η οποία καταγράφηκε με 11,9% το 2022, 13,8% το 2023 και 9,2% το πρώτο εννεάμηνο του 2024.
- Συμβολή στον συνολικό πλούτο: Η αναλογία της αξίας του μη χρηματοοικονομικού πλούτου στο συνολικό πλούτο είναι σταθερά υψηλή στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο 68% την τελευταία δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι οι μεταβολές στις τιμές των ακινήτων έχουν σημαντική επίδραση στον συνολικό πλούτο των νοικοκυριών.
- Ανάκαμψη από την κρίση: Ο δείκτης τιμών των οικιστικών ακινήτων έχει ανακάμψει σημαντικά από το 2017, ανακτώντας σχεδόν όλες τις απώλειες που καταγράφηκαν κατά την οικονομική κρίση.
Ωστόσο, η ανάλυση δεν αναφέρεται άμεσα στο εάν αυτή η αύξηση των τιμών των ακινήτων συνδέεται με ένα παραγωγικό μοντέλο οικονομίας. Η αύξηση του πλούτου μέσω των ακινήτων δεν συνεπάγεται απαραίτητα αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας. Η άνοδος των τιμών των ακινήτων μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως:
- Ζήτηση: Η αυξημένη ζήτηση για ακίνητα, είτε από εγχώριους αγοραστές είτε από ξένους επενδυτές, μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο των τιμών.
- Προσφορά: Η περιορισμένη προσφορά νέων ακινήτων, λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων ή άλλων παραγόντων, μπορεί να εντείνει την άνοδο των τιμών.
- Κερδοσκοπία: Η κερδοσκοπική συμπεριφορά στην αγορά ακινήτων μπορεί να οδηγήσει σε τεχνητή διόγκωση των τιμών.
Ενώ η αύξηση της αξίας των ακινήτων αυξάνει τον πλούτο των νοικοκυριών, αυτό δεν εγγυάται απαραίτητα ένα παραγωγικό μοντέλο οικονομίας. Ένα παραγωγικό μοντέλο οικονομίας συνήθως συνδέεται με την αύξηση της παραγωγικότητας, την τεχνολογική πρόοδο, τις επενδύσεις σε καινοτομία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Συνοψίζοντας: Η αύξηση των τιμών των ακινήτων συνέβαλε στην αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών στην Ελλάδα, αλλά η ανάλυση δεν παρέχει επαρκείς πληροφορίες για να συμπεράνουμε εάν αυτό συνδέεται με ένα παραγωγικό μοντέλο οικονομίας. Η αύξηση του πλούτου από τα ακίνητα δεν σημαίνει αυτομάτως αύξηση της παραγωγικότητας ή ανάπτυξη ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου.
Πώς έχει εξελιχθεί ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στην Ελλάδα έχει ανακάμψει σημαντικά από το 2022. Το δεύτερο τρίμηνο του 2024, διαμορφώθηκε στα 956 δισεκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας αύξηση περίπου 31% από τις αρχές του 2022 και 39% από το χαμηλότερο σημείο του πρώτου τριμήνου του 2020. Αυτή η ανάκαμψη οφείλεται στην άνοδο τόσο του χρηματοοικονομικού όσο και του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, καθώς και στη μείωση του ιδιωτικού χρέους.
Ποιες είναι οι κύριες συνιστώσες του πλούτου των νοικοκυριών και πώς έχουν μεταβληθεί; Ο πλούτος των νοικοκυριών διακρίνεται σε χρηματοοικονομικό (ρευστά διαθέσιμα, ομόλογα, μετοχές κ.λπ.) και μη χρηματοοικονομικό (κυρίως ακίνητα). Από τις αρχές του 2022, ο χρηματοοικονομικός πλούτος αυξήθηκε κατά 13,7%, ο μη χρηματοοικονομικός κατά 32%, ενώ το ιδιωτικό χρέος μειώθηκε κατά περίπου 9%. Η αναλογία του μη χρηματοοικονομικού πλούτου στο συνολικό πλούτο παραμένει σταθερά υψηλή, περίπου στο 68% κατά μέσο όρο την τελευταία δεκαετία.
Ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στην αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών την τριετία 2022-2024; Η αύξηση του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών την περίοδο 2022-2024 οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων:
- Η άνοδος των τιμών των κινητών αξιών, όπως μετοχές και ομόλογα, ειδικά μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΧΑ) έφτασε τις 1470 μονάδες στο τέλος του 2024, από 893 στα τέλη του 2021, και η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου μειώθηκε.
- Η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 11,4 δισεκατομμύρια ευρώ από τον Ιανουάριο του 2022 έως τον Νοέμβριο του 2024.
- Η σημαντική άνοδος των τιμών των οικιστικών ακινήτων, με αυξήσεις 11,9% το 2022, 13,8% το 2023 και 9,2% το πρώτο εννεάμηνο του 2024.
Πώς επηρέασε η ενεργειακή κρίση και οι αυξήσεις επιτοκίων τις χρηματοοικονομικές αξίες; Κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2022, η ενεργειακή κρίση και οι προσδοκίες για αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είχαν αρνητική επίδραση στις αποδόσεις του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ωστόσο, από τα τέλη Οκτωβρίου του 2022, ξεκίνησε μια σταδιακή ανάκαμψη των αξιών.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας σε σχέση με τον καθαρό πλούτο των νοικοκυριών στην Ευρωζώνη; Σύμφωνα με τη διάμεσο του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών (το μέσο σημείο όπου ο μισός πληθυσμός είναι πλουσιότερος και ο άλλος μισός φτωχότερος), η Ελλάδα βρίσκεται στην 11η θέση μεταξύ των 18 χωρών της Ευρωζώνης για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο του 2024.
Πώς κατανέμεται ο πλούτος μεταξύ των νοικοκυριών στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρωζώνη; Στην Ελλάδα, η ανισότητα πλούτου είναι συγκριτικά μικρότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ο συντελεστής Gini, που μετρά την ανισότητα, ήταν ο τέταρτος χαμηλότερος στην Ευρωζώνη το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Το «φτωχότερο» 50% των νοικοκυριών στην Ελλάδα κατέχει το 12% του συνολικού πλούτου, ενώ στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 5%. Το «πλουσιότερο» 10% κατέχει το 45% του πλούτου στην Ελλάδα, και το 57% στην Ευρωζώνη.
Πώς συμβάλλουν τα ακίνητα στην αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών; Η αξία του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, που συνδέεται κυρίως με τα ακίνητα, έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών τους. Ο δείκτης τιμών οικιστικών ακινήτων έχει ανακτήσει τις απώλειες της οικονομικής κρίσης και βρίσκεται κοντά στο ανώτατο σημείο του 2008. Αυτή η αύξηση των τιμών των ακινήτων έχει σημαντική συμβολή στην αύξηση του συνολικού πλούτου των νοικοκυριών.
Τι σημαίνει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία και τον πλούτο των νοικοκυριών; Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα είχε σημαντική θετική επίδραση στην αξία των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων. Η πολιτική σταθερότητα, οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις (όπως τα πρωτογενή πλεονάσματα), και οι υψηλότεροι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οδήγησαν σε άνοδο των τιμών των μετοχών και των ομολόγων, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση του χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών.