Κ. Μητσοτάκης: Η Ελλάδα μπορεί να είναι η καλύτερη πύλη προς την Ευρώπη για το Ισραήλ

«Δεν ξεχνάμε την Ιστορία. Δεν ξεχνάμε το Ολοκαύτωμα. Ξέρουμε ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξεριζώσουμε το μίσος από κάθε ανθρώπινη ψυχή. Ούτε να εξαφανίσουμε τελείως το μίασμα του αντισημιτισμού. Αλλά θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Θα κάνουμε αυτό που πρέπει γιατί έχουμε ευθύνη»

 
Με θερμά λόγια για τις σχέσεις των δύο λαών αλλά και τις προοπτικές περαιτέρω ενίσχυσης της συνεργασίας Ελλάδας-Ισραήλ, μίλησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε εκδήλωση του Ελληνο-Ισραηλινού Επιμελητηρίου.

Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας υπενθύμισε πως ο πατέρας του, Κωσταντίνος Μητσοτάκης, 10 ημέρες αφότου έγινε πρωθυπουργός το 1990, προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, “διορθώνοντας μια παραφωνία”, όπως είπε χαρακτηριστικά, ενώ ένα μήνα μετά πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στο Ισραήλ.

“Η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ είναι στρατηγική σχέση με μεγάλο βάθος, μια σχέση που δεν αμφισβητείται στον πυρήνα της” είπε, προσθέτοντας πως η χώρα μας έχει να μάθει πολλά από το Ισραήλ στον μεταρρυθμιστικό τομέα και στον τομέα της επιχειρηματικότητας.

Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη, το Ισραήλ αποτελεί ένα προσιτό παράδειγμα για την Ελλάδα, καθώς πολλά από τα πράγματα τα οποία έχει κάνει το Ισραήλ είναι συναφή και εφαρμόσιμα στη χώρα μας.

Ο πρόεδρος της ΝΔ αναφέρθηκε στη στρατηγική του Ισραήλ όσον αφορά τη στήριξη σε νεοφυείς επιχειρήσεις καινοτομίας, ενώ αναφέρθηκε και στο πρόγραμμα Τζέρεμι που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με στόχο την ενίσχυση των start ups το 2011.

“Το πρόγραμμα ήταν επιτυχημένο, χαίρομαι που συνεχίζεται από το ευρωπαϊκό ταμείο επενδύσεων” τόνισε, θέτοντας ως στόχο τη δημιουργία ενός δυναμικού σχεδίου επιχειρηματικότητας.

Ο πρόεδρος της ΝΔ αναφέρθηκε και σε άλλους τομείς όπου μπορεί να επεκταθεί η ήδη υπάρχουσα συνεργασία των δύο χωρών, όπως είναι η αμυντική συνεργασία, η συνεργασία στον πρωτογενή τομέα με την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και ο τουρισμός. Αναφέρθηκε δε, εκτενώς στις σχέσεις των δύο λαών, τονίζοντας πως η συνύπαρξη υπήρξε υπόδειγμα αλληλοσεβασμού και συνεργασίας.

“Είμαστε ιδιαίτεροι υπερήφανοι για τους Έλληνες πολίτες που στάθηκαν στο πλευρό των Εβραίων αδερφών τους στα χρόνια της κατοχής. Έχουμε μια υποχρέωση να μην ξεχνάμε την ιστορία, το Ολοκαύτωμα ως ένα ασήκωτο βάρος στη συνείδηση της ανθρωπότητας. Ξέρουμε ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εξαφανίσουμε το μίασμα του αντισημιτισμού. Όμως θα κάνουμε ό,τι μπορούμε” είπε προσθέτοντας πως “θα πρέπει να πολεμήσουμε τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία μέσα από την ενίσχυση της σχέσης των δύο κρατών”.

 
Η πλήρης ομιλία έχει ως εξής

«Είναι μεγάλη μου χαρά, που μου δίνεται, σήμερα, η δυνατότητα να βρεθώ μαζί σας στην πρώτη εκδήλωση του Επιμελητηρίου για το 2017. Και να προσθέσω κι εγώ κάποιες σκέψεις για το πως μπορούμε να εμβαθύνουμε περαιτέρω τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών.
Επιτρέψτε μου μια ιστορική αναφορά. Είμαι διπλά χαρούμενος που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Όχι μόνο για πολιτικούς αλλά και για οικογενειακούς, ιστορικούς λόγους.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, δέκα ημέρες αφότου εξελέγη πρωθυπουργός, τον Απρίλιο του 1990, προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ από την Ελληνική Δημοκρατία, διορθώνοντας με τον τρόπο αυτό μια ιστορική παραφωνία, καθώς, όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος της τότε Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είχε αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ. Ένα μήνα, ακολούθησε η πρώτη επίσημη επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στο Ισραήλ. Με μεγάλη χαρά, διαπιστώνουμε κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, ότι από τότε υπήρξε μια σταδιακή και αρκετά γρήγορη βελτίωση των πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών και γεωπολιτικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και του Ισραήλ. Μια πολιτική που υπηρετήθηκε από όλες τις Κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής. Με αυτόν τον τρόπο, αποδεικνύεται ότι η σχέση Ελλάδας – Ισραήλ είναι μια στρατηγική σχέση. Μια σχέση, η οποία έχει μεγάλο βάθος και μια σχέση, η οποία αναγνωρίζεται ως στρατηγική από τη μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών κομμάτων. Κατά συνέπεια, είναι μια σχέση, η οποία δεν αμφισβητείται, πια, στον πυρήνα της.

Πιστεύω ακράδαντα ότι η χώρα μας, η Ελλάδα, έχει πάρα πολλά πράγματα να μάθει από το Ισραήλ. Επιβεβαίωσα την άποψή μου αυτή σε μια πρόσφατη επίσκεψη, που πραγματοποίησα στο Ισραήλ, τον Ιούλιο του 2016. Είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με τον Πρόεδρο της χώρας, με τον Πρόεδρο της Βουλής και με τον πρωθυπουργό. Αλλά, είχα την ευκαιρία να κάνω και μια σειρά από συναντήσεις με σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες, κυρίως από την επιχειρηματική κοινότητα του Ισραήλ, με σκοπό, πάντα, να διερευνήσω επιτυχημένα μοντέλα μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν στο Ισραήλ, μπορούν να «μεταμοσχευθούν» στην ελληνική πραγματικότητα. Ο όρος «μεταμοσχεύσεις» είναι ένας όρος παράξενος, διότι απαιτεί τη συμβατότητα του παραλήπτη του μοσχεύματος, και όχι μόνο την καλή διάθεση του δότη του μοσχεύματος. Όταν βλέπουμε τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, υπάρχουν διαφορές στην κουλτούρα, τους θεσμούς, στις ιστορικές μνήμες. Όμως, είμαστε δύο λαοί που έχουμε μεγάλο ιστορικό βάθος. Είμαστε δύο λαοί με κοινή αναφορά στη Μεσόγειο. Η θρησκεία και η γλώσσα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ιστορικών μας ταυτοτήτων. Η δομή της οικογένειας στην Ελλάδα και της οικογένειας στο Ισραήλ μοιάζουν πολύ περισσότερο από όσο κι εμείς οι ίδιοι, συχνά, αντιλαμβανόμαστε. Και, φυσικά, η μεγάλη διασπορά του Ισραήλ και της Ελλάδας αποτελεί ένα ακόμη κοινό μας χαρακτηριστικό. Ένα χαρακτηριστικό που έχει σφραγίσει τις φυσιογνωμίες των εθνών μας. Υπό το πρίσμα αυτό, εκτιμώ πως το Ισραήλ αποτελεί ένα προσιτό παράδειγμα για μας στην Ελλάδα.

Όσα, λοιπόν, μπορούμε να μάθουμε από το Ισραήλ – που είναι σημαντικά -έχουν κι ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: Είναι συναφή με την Ελλάδα, άρα εφαρμόσιμα στην περίπτωσή μας.

Θα ξεκινήσω με ένα παράδειγμα που είναι ίσως το προφανέστερο. Θα μιλήσω για ένα χώρο που ξέρω καλά, λόγω της προηγούμενης επαγγελματικής μου εμπειρίας πριν στραφώ στην πολιτική. Αναφέρομαι στις νεοφυείς επιχειρήσεις καινοτομίας, τις λεγόμενες startup επιχειρήσεις, αλλά και συνολικά, στο πεδίο όπου εκδηλώνονται σχετικές επενδυτικές πρωτοβουλίες.

Για όσους δεν το έχουν διαβάσει, σας συνιστώ ανεπιφύλακτα το βιβλίο των Senor και Singer, το «Startup Nation», το οποίο κωδικοποιεί πώς το Ισραήλ κατάφερε να αναπτύξει ίσως την πιο σημαντική ζώνη καινοτομίας στον πλανήτη, μετά τη Silicon Valley. Το βιβλίο μιλά για το ρόλο που έπαιξαν ο στρατός, τα πανεπιστήμια και η διασπορά, από κοινού με ένα καλά σχεδιασμένο θεσμικό πλαίσιο υποστήριξης της επιχειρηματικότητας. Έτσι μπορούμε σήμερα να μιλάμε για ένα πετυχημένο story με παγκόσμια εμβέλεια. Υπάρχουν πολλές ιστορίες εταιρειών που ξεκίνησαν με ελάχιστα κεφάλαια, κυρίως από την αμυντική βιομηχανία ή από έρευνα που έγινε στα πανεπιστήμια, και πουλήθηκαν για δισεκατομμύρια.

Αυτό που έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον είναι το πως το Ισραήλ κατάφερε και δημιούργησε ένα οικοσύστημα που χρηματοδότησε τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας. Το πέτυχε με τη δημιουργία ενός επενδυτικού ταμείου, του Yozma, που στα εβραϊκά σημαίνει «πρωτοβουλία». Ποια ήταν η κύρια ιδέα; Να επενδύσει η Ισραηλινή Κυβέρνηση 100.000.000 δολάρια για να δημιουργηθούν δέκα νέα κεφάλαια επενδυτικών συμμετοχών. Αυτό, σε πρώτη ανάγνωση, ίσως να μην ακούγεται ιδιαίτερα καινοτόμο. Άλλωστε, πόσα προγράμματα επιδοτήσεων έχουμε σχεδιάσει και πραγματοποιήσει στη χώρα μας;

Η περίπτωση του Yozma, όμως, ήταν διαφορετική. Αντί να διαχειριστούν τα προγράμματα οι δημόσιοι υπάλληλοι και τα ταμεία, τα 100.000.000 δολάρια δόθηκαν απευθείας στον ιδιωτικό τομέα του Ισραήλ. Η λογική του Yozma δεν ήταν καθόλου επιδοματική. Αντίθετα, για κάθε ένα δολάριο που έβαζε το Κράτος, οι επενδυτές, που επελέγησαν με σκληρά αξιοκρατικά κριτήρια, θα έπρεπε να βάζουν κι αυτοί δικά τους χρήματα.

Το Κράτος επέτρεπε, επίσης, στους ιδιώτες επενδυτές να εξαγοράσουν σε προσιτές τιμές τις μετοχές του Δημοσίου στο ταμείο στο τέλος της επένδυσης, με ένα σχετικά χαμηλό επιτόκιο. Έτσι, ενώ το Κράτος μοιραζόταν τον κίνδυνο στην αρχή, πρόσφερε στους επενδυτές όλη την ανταμοιβή, την προστιθέμενη αξία στο τέλος.

Το πρόγραμμα αυτό πέτυχε στο Ισραήλ. Η αγορά δημιουργήθηκε από μια κρατική παρέμβαση που σχεδιάστηκε με αυτή τη λογική. Και δεν είναι τυχαίο που μια από τις σπάνιες πετυχημένες ιστορίες στην Ελλάδα της κρίσης, είναι η εφαρμογή ενός αντίστοιχου προγράμματος. Το 2011, αποφασίστηκε να διατεθούν 50.000.000 ευρώ από το πρόγραμμα JEREMIE για να επενδυθούν σε νεοφυείς επιχειρήσεις. Το European Investment Fund (EIF), επέλεξε τέσσερις ομάδες που ξεκίνησαν να επενδύουν το 2013. Τα αποτελέσματα για τα δεδομένα και το μέγεθος της Ελλάδας είναι σημαντικά. Στο τέλος του 2012, υπήρχαν πολύ λίγες startup εταιρίες με σημαντικό πρόσημο καινοτομίας που ήλπιζαν να κατέχουν σημαντική θέση σε παγκόσμια κλίμακα. Σήμερα, υπάρχουν πολύ περισσότερες τέτοιες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.

Όπως επισημαίνει ο Αρίστος Δοξιάδης, από τις περίπου 80 εταιρίες με συμμετοχή κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών, οι 67 έχουν κεφάλαια του JEREMIE. Και το ενδιαφέρον είναι πως η δομή του προγράμματος JEREMIE ακολουθεί την ίδια φιλοσοφία με εκείνη του YOZMA. Είναι η φιλοσοφία να αφήνεται ο ιδιωτικός τομέας να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα και το Κράτος, να μοιράζεται μαζί του τον κίνδυνο όταν και εκεί που πρέπει. Δηλαδή, το Κράτος να είναι σύμμαχος και όχι εμπόδιο, αλλά και να μην σπαταλά άσκοπα χρήματα.

Χαίρομαι ιδιαίτερα που το πρόγραμμα αυτό θα συνεχιστεί και μάλιστα σε αρκετά μεγαλύτερη έκταση, τόσο από πλευράς κονδυλίων όσο και σε σχέση με το εύρος δραστηριότητας των εταιριών που θα υποστηριχθούν.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, είχα πριν λίγους μήνες συνάντηση στο γραφείο μου με τον επικεφαλής Επιστήμονα (Chief Scientist) του Υπουργείου Οικονομικών του Ισραήλ. Στην ουσία, ο Chief Scientist δεν είναι μόνο επιστήμονας. Αλλά είναι και ένας γενικός συντονιστής για ζητήματα ψηφιακής πολιτικής και επιχειρηματικότητας. Είναι κάτι το οποίο πιστεύω ότι χρειαζόμαστε ως μοντέλο και στην Ελλάδα. Πρόθεσή μας είναι να υπάρχει μια τέτοια δομή, η οποία θα αναφέρεται απευθείας στον πρωθυπουργό ώστε να συντονίζονται όλες οι δράσεις ψηφιακής πολιτικής.

Συζητήσαμε με τον Chief Scientist τα μοντέλα ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας στο Ισραήλ και ποιες είναι οι άλλες παράμετροι – πλην της χρηματοδότησης – οι οποίες πρέπει να αναπτυχθούν προκειμένου να μπορέσουμε και εμείς να δημιουργήσουμε ένα δυναμικό σύστημα επιχειρηματικότητας, ικανό να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο ώστε να βγει η Ελλάδα από την κρίση.

Τα ζητήματα συνεργασίας και μεταφοράς τεχνογνωσίας – κυρίως από το Ισραήλ προς την Ελλάδα – θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των διμερών μας σχέσεων. Η αξιοποίηση αυτής της τεχνογνωσίας θα είναι προς όφελος κυρίως των νέων Ελλήνων επιχειρηματιών, που κάνουν τα πρώτα τους δύσκολα βήματα στην προσπάθεια να αναπτύξουν τη δική τους επιχειρηματική δραστηριότητα.

Το πλαίσιο της συνεργασίας Ελλάδας – Ισραήλ δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά τα ζητήματα. Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μια άλλη πτυχή του πως αντιλαμβάνομαι τη συνεργασία Ελλάδας – Ισραήλ στον αμυντικό τομέα. Και αυτό έχει να κάνει με την τεράστια τεχνογνωσία που έχει το Ισραήλ, οι ένοπλες δυνάμεις του, στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Του πως, δηλαδή, μπορούν και εντοπίζουν σε σχετικά νεαρή ηλικία δεξιότητες και ικανότητες ανδρών και γυναικών – γιατί όπως γνωρίζετε στο Ισραήλ και οι γυναίκες πηγαίνουν στο στρατό – και πως αυτές οι δεξιότητες αξιοποιούνται προς όφελος και των ενόπλων δυνάμεων αλλά και των ιδίων των νέων αυτών ανθρώπων. Οι άνθρωποι αυτοί δεν βλέπουν τη στρατιωτική τους θητεία ως μια αγγαρεία. Αλλά ως μια ευκαιρία να υπηρετήσουν τη χώρα τους αλλά και να αποκτήσουν κρίσιμες και χρήσιμες δεξιότητες. Πολλές επαγγελματικές σχέσεις στο Ισραήλ είναι σχέσεις που χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας.

Από εκεί και πέρα, υπάρχει και ο πρωτογενής τομέας, η αγροτική παραγωγή. Το Ισραήλ διαθέτει τεράστια τεχνογνωσία σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν στον πρωτογενή τομέα. Αυτό μας ενδιαφέρει γιατί μπορούμε να κάνουμε τεράστια άλματα στον πρωτογενή τομέα εάν εισάγουμε σύγχρονη υψηλή τεχνολογία στην αγροτική παραγωγή.

Σημαντικότατα περιθώρια βελτίωσης των σχέσεων υπάρχουν και στον τουρισμό. Η εντύπωση που έχω όποτε μιλάω με φίλους από το Ισραήλ είναι ότι θέλουν να ανακαλύψουν νέους ελληνικούς προορισμούς, να δουν την ενδοχώρα. Πιστεύω ότι υπάρχει μια δυνατότητα να πουλήσουμε και άλλους διαφορετικούς προορισμούς στο Ισραήλ, πέρα από τους κλασικούς. Το 2016, είχαμε αύξηση αφίξεων από το Ισραήλ πάνω από 6%. Στην Ελλάδα ταξιδεύουν ετησίως σχεδόν μισό εκατομμύριο Ισραηλινοί για διακοπές. Προ ημερών, στην μεγαλύτερη έκθεση για τον Τουρισμό στο Τελ Αβίβ, υπήρχε έντονη εκπροσώπηση των ελληνικών περιφερειών. Όλα τα μηνύματα που φθάνουν σε μας, μιλούν για σημαντική αύξηση επισκεπτών και φέτος. Ειδικότεροι προορισμοί είναι, προφανώς, η Θεσσαλονίκη, λόγω και των ιστορικών δεσμών, η Αθήνα και νησιά όπως η Ρόδος και η Κρήτη. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι Ισραηλινοί ταξιδεύουν πολύ και η χώρα μας επιθυμεί να επενδύσει ακόμα περισσότερο στο τουριστικό της προϊόν.

Σημαντική είναι και η διεθνής τουριστική συμφωνία που υπεγράφη στη διάρκεια της έκθεσης μεταξύ των Συνδέσμων Τουριστικών Γραφείων Ελλάδας και Ισραήλ. Θα ανοίξει το δρόμο στενότερης συνεργασίας μεταξύ τουριστικών πρακτόρων και θα μπορούσε να γίνει πόλος έλξης και για τουριστικούς πράκτορες από άλλες χώρες της περιοχής. Ειδικότερα πεδία με μεγάλες προοπτικές είναι η κρουαζιέρα, η ακτοπλοϊκή σύνδεση, αλλά και η προσέλκυση ομοεθνών που ζουν σε άλλες ηπείρους, όπως οι ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία κλπ.

Θα ήθελα να αναφερθώ και στον τομέα της ενέργειας. Υπάρχουν παραδείγματα ελληνικών εταιρειών που επενδύουν στην αξιοποίηση του φυσικού αερίου του Ισραήλ. Η στροφή εταιριών, όπως η «Ενεργειακή Αιγαίου», προς το Ισραήλ αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, όχι εξαίρεση αλλά πρόλογο σε επενδυτικές πρωτοβουλίες που θα ακολουθήσουν. Η Ελλάδα μπορεί να είναι η καλύτερη πύλη προς την Ευρώπη για το Ισραήλ.

Η γεωγραφική μας θέση είναι η καλύτερη για την πρόσβαση στην Ευρώπη και τις μεγάλες αγορές του Βορρά.

Καταλήγοντας, θέλω να πω ότι οι δύο λαοί έχουν αυτό που λέμε καλή «ώσμωση». Η συνύπαρξη, άλλωστε, της Ισραηλιτικής κοινότητας στη βόρεια Ελλάδα με τον υπόλοιπο πληθυσμό υπήρξε πάντοτε αρμονική και υπόδειγμα αλληλοσεβασμού και Δημοκρατίας.

Στρέφοντας τη ματιά μας στην Ιστορία, είμαστε ιδιαίτερα υπερήφανοι για τους πολλούς Έλληνες πολίτες που στάθηκαν στο πλευρό των Εβραίων αδελφών τους τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Για αυτούς που το όνομα τους βρίσκεται στη λίστα των «Δικαίων Των Εθνών». Είναι η ύψιστη τιμή του εβραϊκού λαού προς εκείνους που άκουσαν τη φωνή του Θεού και της συνείδησής τους και που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να σώσουν τις ζωές των Εβραίων συμπολιτών τους από το Ολοκαύτωμα των Ναζί.

Δεν ξεχνάμε την Ιστορία. Δεν ξεχνάμε το Ολοκαύτωμα ως ασήκωτο βάρος στη συνείδηση της ανθρωπότητας. Και δεν κλείνουμε τα μάτια στις σκοτεινές πλευρές της σημερινής πραγματικότητας.

Ξέρουμε ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξεριζώσουμε το μίσος από κάθε ανθρώπινη ψυχή. Ούτε να εξαφανίσουμε τελείως το μίασμα του αντισημιτισμού. Αλλά θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Θα κάνουμε αυτό που πρέπει γιατί έχουμε ευθύνη.

Προσωπικά, δεν με φοβίζει μόνο το γεγονός ότι αρνητές του Ολοκαυτώματος κάθονται με αυταρέσκεια στα βουλευτικά έδρανα. Αυτούς τουλάχιστον τους ξέρουμε. Πιο πολύ με φοβίζει η απαξιωτική ματιά απέναντι σε όποιον επιλέγει να κυκλοφορεί με κιπά. Με φοβίζουν οι ασυνάρτητες θεωρίες συνομωσίας που διακινούνται στα chat rooms του διαδικτύου.

Το άνθος του κακού ευδοκιμεί σε ταραγμένες εποχές, όπου οι κουρασμένοι και απογοητευμένοι άνθρωποι καταφεύγουν στα πιο βασικά ένστικτα για να ερμηνεύσουν τον κόσμο γύρω τους.      Πρέπει να πολεμήσουμε συστηματικά το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τη μισαλλοδοξία.

Στρέφοντας τη ματιά μας στο μέλλον, ο καλύτερος τρόπος για να το κάνουμε αυτό, είναι να εμβαθύνουμε τις σχέσεις των δύο λαών. Να αποκτήσουμε καλύτερη κατανόηση για τις κοινές ιστορικές μας καταβολές. Αλλά και να διαπιστώσουμε ότι αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Και μπορούμε να αναπτύξουμε πολύ περισσότερο τις διμερείς μας σχέσεις προς όφελος και των δύο λαών. »

 

Σχετικά Άρθρα