Μ. Μασουράκης: Χρειάζεται ένα σοκ αξιοπιστίας και ένα επενδυτικό σοκ

«Αυτή η χώρα είναι ευλογημένη και έχει τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες. Έχει και τεράστιες επενδυτικές ανάγκες, μιας και οι επενδύσεις που γίνονται τα τελευταία 6-7 χρόνια δεν αρκούν ούτε καν για τη συντήρηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Είναι στο χέρι μας, λοιπόν,  να προκαλέσουμε ένα επενδυτικό σοκ και να γίνουμε γη της επαγγελίας!»

 
«H  χώρα έχει ανάγκη σήμερα από ιδιωτικές επενδύσεις.

Ακούμε από παντού ότι για να γίνει αυτό θα πρέπει να φτιάξουμε ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον.

Πως θα γίνει αυτό; Νομίζω ότι οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι χρειαζόμαστε:

-χρηματοοικονομική και πολιτική σταθερότητα

-δημοσιονομική πειθαρχία με βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα

-χαμηλότερη και σταθερή φορολογία

-άρση εμποδίων στην οικονομική δραστηριότητα (αδειοδότηση, χωροθέτηση, ανταγωνισμός, δημόσια διοίκηση)

-ταχεία απονομή δικαιοσύνης

-ηλεκτρονικές συναλλαγές παντού

-μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα.

Στο τελευταίο αυτό, στους δείκτες διεθνούς ανταγωνιστικότητας είμαστε σχεδόν τελευταίοι στην Ευρώπη. Οι δείκτες αυτοί βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο πως μας βλέπουν οι άλλοι.

Και αυτό που βλέπουν δεν είναι καλό.

H ένταξή μας στις αλυσίδες αξίας στις παγκόσμιες αγορές,  είναι περιορισμένη.

-Οι εξαγωγές μας είναι μικρές, και, με λίγες εξαιρέσεις, αφορούν σε προϊόντα χαμηλής διαφοροποίησης.

-Η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι μάλλον προβληματική λόγω χρονοβόρων/ κοστοβόρων διαδικασιών από μία αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση.

-Τέλος, υπάρχουν περιορισμοί που προστατεύουν από τον ανταγωνισμό τις μικρές και τις ντόπιες επιχειρήσεις, και δημιουργούν προνόμια σε ομάδες συμφερόντων.

Όσον αφορά τώρα στη δημοσιονομική πειθαρχία, καλώς ή κακώς, η προσαρμογή έχει συνδεθεί, στο μυαλό όσων παρακολουθούν ακόμη την χώρα μας, με τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, ως ένδειξη παγίωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Σε τελική ανάλυση, βεβαίως, αυτό που θα καθορίσει το βέλτιστο επίπεδο πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον θα είναι η αγορά, μέσα από τα επιτόκια για τα ελληνικά ομόλογα, όταν αποκτήσουμε ξανά πρόσβαση στις αγορές.

Το αν είναι δυόμιση ή τρεισήμισι μονάδες του ΑΕΠ δεν έχει και μεγάλη σημασία.

Αυτό που έχει, όμως, τεράστια σημασία είναι να πείσουμε ως χώρα ότι ακολουθούμε σήμερα πολιτικές που οδηγούν σε υψηλότερα, αλλά και βιώσιμα, πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή πλεονάσματα που στηρίζονται σε μεταρρυθμίσεις και μέτρα μόνιμου χαρακτήρα.

Έχω την πεποίθηση ότι για να βγούμε σήμερα μπροστά, το μόνο που απαιτείται είναι να ανακοινώσουμε ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και να το περιβάλλουμε με μεταρρυθμίσεις και μέτρα που να οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Και, βεβαίως, να το πιστεύουμε και να δώσουμε προτεραιότητα στην εφαρμογή του.

Δεδομένης, όμως, της αναξιοπιστίας μας, ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ως ανωτέρω, θα γινόταν πιστευτό, μόνο εάν συνοδευόταν με

-άμεση άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων

-άμεση πρόσβαση στις αγορές, αναλόγως χρηματοοικονομικών συνθηκών βεβαίως, και ακόμη και με υψηλά επιτόκια στην αρχή, καθώς, και, τέλος,

-μία πιο ριζοσπαστική  αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων που χρονίζει και έχει αρχίσει να κακοφορμίζει.

Μία τέτοια προσέγγιση θα δημιουργούσε ένα σοκ αξιοπιστίας που θα έπειθε τους πάντες, ότι οι Έλληνες αυτή τη φορά έχουν σοβαρές προθέσεις και θέλουν να τελειώνουν με τα Μνημόνια, μια κι΄ έξω.

Και ότι δεν αποφεύγουν τις αγορές και ότι δεν κρύβονται πίσω από την ασφάλεια που προσφέρουν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, και η χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Διότι, όντως, όσο καθυστερούμε να βγούμε στις αγορές και υπάρχει χρηματοδοτική βοήθεια από τα Μνημόνια, και όσο υπάρχουν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, τόσο περισσότερο έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερούμε, και να διαπραγματευόμαστε, και να διαπραγματευόμαστε, και όλα να γίνονται με ρυθμούς a la Greka.

Τολμώ να πω ότι μια τέτοια κατάσταση βολεύει πολλούς.

Και αυτό γιατί η όποια απραξία στην υλοποίηση της πολιτικής και η συνεπαγόμενη αύξηση αβεβαιότητας δεν αποτυπώνεται σε φυγή καταθέσεων και, συνεπώς, η όποια κυβέρνηση δεν πιέζεται να εφαρμόσει τις σωστές πολιτικές ώστε να βγούμε ξανά στις αγορές.

Μία ταχύτερη μείωση των κόκκινων δανείων, είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει αναταράξεις, κάτι που η κάθε κυβέρνηση απεύχεται. Το γεγονός πάντως, παραμένει ότι  το πρόγραμμα μείωσης των κόκκινων δανείων που έχει συμφωνηθεί με τις τράπεζες είναι μάλλον οπισθοβαρές. Βέβαια, με το ασθενές θεσμικό πλαίσιο που είναι υπό κατασκευήν για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων και τις όποιες αβεβαιότητες εξακολουθούν να υπάρχουν για την ανάκαμψη, ίσως αυτή να ήταν η καλύτερη επιλογή. Αυτό, όμως, δεν λύνει το πρόβλημα της τραπεζικής υποχρηματοδότησης της οικονομίας, ιδίως όταν στηριζόμαστε στην ανάκαμψη για να επιλύσουμε εν πολλοίς το πρόβλημα. Έτσι, ακόμη και το 2019, εάν όλα πάνε κατ’ ευχήν, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα εξακολουθεί να είναι στο 34%, από το 51% σήμερα, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη κυμαίνεται γύρω στο 5%.

Τέλος, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν χρειάζεται να ανησυχεί ότι τα χρήματα που διαθέτει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα ξαναφεύγουν έξω, κάθε φορά που αυξάνεται η αβεβαιότητα.

Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, απαιτείται ένα νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής, για να εφαρμοσθεί από μία κυβέρνηση, που πιστεύει στο πρόγραμμα που η ίδια θα ανακοινώσει.

Το νέο αυτό μείγμα πολιτικής, κατ’ ελάχιστον, θα πρέπει να εστιάζει σε τέσσερεις άξονες

-εμπροσθοβαρή δημοπράτηση όλων των προγραμματισμένων ιδιωτικοποιήσεων με αυστηρή καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης το συντομότερο δυνατόν.

-μείωση του συνολικού συντελεστή φορολόγησης της εργασίας για να ανασάνουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα από την υπερφορολόγηση.

-εισαγωγή ενός συστήματος υπεραποσβέσεων 200% στις δαπάνες επενδύσεων, ή, εναλλακτικά, απόσβεση του 100% της επενδυτικής δαπάνης την πρώτη χρονιά λειτουργίας της νέας επένδυσης.

-υιοθέτηση ηλεκτρονικής τιμολόγησης μεταξύ επιχειρήσεων, και ηλεκτρονικών συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, για να μειωθούν οι ευκαιρίες για φοροδιαφυγή.

Όσον αφορά στις διαρθρωτικές αλλαγές, σε όλους τους τομείς υπάρχει πρόοδος αλλά είναι μικρή. Αυτό δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένες κυβερνήσεις. Διαχρονικά, τα επιχειρηματικά/ συνδικαλιστικά συμφέροντα και το πολιτικό προσωπικό, μπλοκάρουν πολλές από τις μεταρρυθμίσεις.

Αυτό με κάνει να σκέφτομαι ότι καλές είναι οι μεταρρυθμίσεις αλλά, όπως γίνονται και με τους ρυθμούς που γίνονται, ποτέ δεν θα δημιουργήσουν μία κρίσιμη μάζα που θα κάνει την χώρα ελκυστική για επενδύσεις. Είναι δηλαδή κάπως αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη, για να φέρουν την πολυπόθητη ανάπτυξη.

Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια του χρόνου να περιμένουμε. Οι διεθνείς επενδυτές δεν πρόκειται να κάνουν ουρά για να φέρουν τα λεφτά τους στη χώρα, απλά και μόνο επειδή βελτιώσαμε λίγο το θεσμικό πλαίσιο, που  άλλοι το έχουν ήδη φτιάξει, και πάντα θα είναι πιο μπροστά από εμάς.

Δεν λέω ότι δεν χρειάζονται μεταρρυθμίσεις αλλά μάλλον ότι πρέπει να βοηθήσουμε τους διεθνείς επενδυτές να επιλέξουν την χώρα μας στη βάση συγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων, που θα έχουν εμπορική αξία, για να έχουν οι επενδυτές κάποιο κέρδος. Επενδυτικά σχέδια που θα τα έχουμε προετοιμάσει (νομικά, αδειοδοτικά, χωροθετικά, και θα τα έχουμε επικοινωνήσει στη διεθνή επενδυτική κοινότητα, έχοντας φροντίσει ταυτόχρονα για την απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών.

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα και η ελληνική κυβέρνηση, με τη βοήθεια διεθνών επενδυτικών τραπεζών, θα μπορούσαν να επιλέξουν 5-10 μεγάλα κερδοφόρα επενδυτικά σχέδια. Επενδύσεις που θα έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίσουν την ελληνική οικονομία,  ώστε να ξαναπάρει μπρος το κάρο της ανάπτυξης και να αρχίσουν να ξαναδουλεύουν οι Έλληνες.

Δεν μιλάω για δημόσιους πόρους, μιας και δεν υπάρχουν. Μιλάω, κυρίως, για ιδιωτικά κεφάλαια, ή, για συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα όπου επιβάλλονται.

Δεν μιλάω για «κρατικοδίαιτους» Έλληνες επιχειρηματίες. Μιλάω για κερδοφόρα επενδυτικά σχέδια που προσελκύουν κεφάλαια και επενδυτές απ’ όλο τον κόσμο.

Το νέο Υπερταμείο, παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να εκδώσει ομόλογα, με εγγύηση τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει, και να μετασχηματισθεί σε ένα επενδυτικό όχημα, σε συνεργασία με ιδιώτες επενδυτές, σε επιμέρους επενδυτικά εγχειρήματα.

Οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας είναι τεράστιες. Μιλάμε για:

  • λιμάνια, μαρίνες, αεροδρόμια, υδατοδρόμια, σιδηρόδρομους,
  • διασύνδεση ηλεκτρικών δικτύων,
  • δίκτυα οπτικών ινών,
  • βιομηχανικά πάρκα θεματικού χαρακτήρα,
  • πάρκα εφοδιαστικής αλυσίδας,
  • ψηφιακές υπηρεσίες παντού,
  • τεχνοπόλεις για την εγκατάσταση εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, εγκατάσταση ερευνητικών κέντρων ιατρικής τεχνολογίας και φαρμάκου,
  • επενδύσεις σε ύδρευση – αποχέτευση – άρδευση – διαχείριση αποβλήτων – επεξεργασία λυμάτων,
  • αξιοποίηση ορυκτού πλούτου και υδρογονανθράκων,
  • ανάπλαση αστικών οικιστικών και εμπορικών περιοχών σε παρακμή,
  • αξιοποίηση παραλιακών περιοχών υψηλής εμπορικής αξίας,
  • παραθεριστική κατοικία, υποδομές εναλλακτικού τουρισμού,
  • οικιστικά χωριά για συνταξιούχους,
  • αξιοποίηση του αρχαιολογικού πλούτου της χώρας (Μουσείο Δημοκρατίας, Εμπορίου, Μεταποίησης, Μουσικής κλπ.),

και θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ακόμη και τη

  • μεταφορά της ακτοπλοΐας από τον Πειραιά στο λιμάνι του Λαυρίου και επέκταση του εμπορικού λιμανιού του Πειραιά στα Μέγαρα, και την
  • ανάπτυξη του Πειραιά ως διεθνούς ναυτιλιακού/ χρηματοοικονομικού κέντρου διαμετακομιστικού εμπορίου, ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας κ.ο.κ.,

Οι επιλογές δεν έχουν τέλος. Αλλά τίποτα δεν θα γίνει από μόνο του.  Κάποιες επιλογές, πρέπει να γίνουν!

Αυτή η χώρα είναι ευλογημένη και έχει τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες. Έχει και τεράστιες επενδυτικές ανάγκες, μιας και οι επενδύσεις που γίνονται τα τελευταία 6-7 χρόνια δεν αρκούν ούτε καν για τη συντήρηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Είναι στο χέρι μας, λοιπόν,  να προκαλέσουμε ένα επενδυτικό σοκ και να γίνουμε γη της επαγγελίας!

Θέλω να τελειώσω με κάτι που είναι πιο σχετικό με τον κλάδο σας. Αναφέρθηκα πιο πάνω στη δημιουργία μιας τεχνόπολης που μ’ αρέσει να την αποκαλώ MediPharma, όπου μπορούν να συγκεντρωθούν ερευνητικές δραστηριότητες μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών και εταιρειών ανάπτυξης ιατρικής τεχνολογίας. Ο χώρος υπάρχει μέσα στην Αθήνα. Είναι ο χώρος δεξιά και αριστερά της Κατεχάκη, στον οποίο σήμερα είναι εγκατεστημένα 8 νοσοκομεία (Λαϊκό, Αγία Σοφία, Αγλαΐα Κυριακού, Σωτηρία, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, Γενικό Κρατικό, 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, 251 Νοσοκομείο Αεροπορίας, καθώς και η Ιατρική και η Οδοντιατρική Σχολή, το Πάρκο των Ενόπλων Δυνάμεων και χώροι των Δήμων Αθηναίων, Ζωγράφου και Παπάγου, ενώ γειτνιάζει και με την Πολυτεχνούπολη και κάπου εκεί πιο πέρα είναι ο Δημόκριτος και το ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, και δεν ξέρω και τι άλλο. Ο χώρος έχει συνολική έκταση άνω των 2 χιλιάδων στρεμμάτων και, πέραν από τα Νοσοκομεία και την Ιατρική Σχολή, είναι ένας μεγάλος σκουπιδότοπος, επιτρέψτε μου την έκφραση, αυθαίρετης κάλυψης και χρήσης χωρίς προοπτική. Παλιότερα είχε προταθεί να δημιουργηθεί εκεί το Ασκληπιείο Πάρκο Αθηνών. Στις σημερινές συνθήκες μου αρέσει καλύτερα η ιδέα μιας τεχνόπολης όπου μπορούν να αναπτυχθούν συνέργειες μεταξύ νοσοκομείων, ιατρικών σχολών και της βιομηχανίας φαρμάκου και ιατρικού εξοπλισμού. Είναι ιδανικός χώρος για κλινικές μελέτες και, ίσως, είναι ευκαιρία να φτιαχτεί και το θεσμικό πλαίσιο για κλινικές μελέτες, που απ΄ ότι γνωρίζω, δεν υπάρχει. Food for thought. Σκεφτείτε το.»

 
Το κείμενο υπό μορφή άρθρου είναι από την ομιλία του κ.Μιχάλη Μασουράκη, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), στο δείπνο εργασίας του  Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ)

Σχετικά Άρθρα