Οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στην αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit) από την ΕΕ

Με δεδομένο το στενό χρονικό πλαίσιο, καθώς δεν απομένουν πολλές ημέρες μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, οπότε και λήγει η μεταβατική περίοδος για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) από την ΕΕ, οι συνεχείς ενημερώσεις για την πορεία εξέλιξης του Brexit έχουν αντικατασταθεί από τους αριθμούς των κρουσμάτων και των θανάτων που προκαλεί η εξάπλωση της νόσου COVID-19.

 
Παράλληλα, η μέχρι στιγμής αδυναμία επίτευξης μιας εμπορικής συμφωνίας ενισχύει την αβεβαιότητα για το τελικό αποτέλεσμα της προσπάθειας σύναψης μιας συμφωνίας μελλοντικής εμπορικής σχέσης, η οποία προσδοκάται να πλαισιώσει ρυθμιστικά τη σχέση των εμπλεκομένων μερών στις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου, από την 1η Ιανουαρίου 2021. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την κατάληξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας, αναμένεται να επέλθουν ουσιαστικές αλλαγές. Με την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να θέτει στην ΕΕ το ενδεχόμενο αποχώρησης χωρίς εμπορική συμφωνία και τον πρωθυπουργό της χώρας να εξακολουθεί να δηλώνει ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ένα κακό αποτέλεσμα, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτό το «διαζύγιο» θα έχει αίσιο τέλος, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί ακόμα και η εμφάνιση μιας νέας οικονομικής διαταραχής. Τρία είναι τα βασικά ζητήματα στα οποία δεν έχει υπάρξει ακόμα κοινό σημείο αναφοράς: η αλιεία, οι κανόνες του ισότιμου ανταγωνισμού και ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα συνεδριάσει στο διάστημα 10-11 Δεκεμβρίου είτε για να εγκρίνει μία συμφωνία, είτε για να επιτρέψει τη συνέχιση των προετοιμασιών για την αντιμετώπιση ενός Brexit χωρίς συμφωνία.

 
Τι συνιστά η μεταβατική περίοδος;

Στις αρχές του καλοκαιριού, το Ηνωμένο Βασίλειο ενδεχομένως να έλπιζε ότι το σκηνικό της πανδημικής κρίσης θα διευκόλυνε τις διαπραγματεύσεις για τη μετά Brexit εμπορική εποχή. Η ΕΕ έχει συμβιβαστεί σε ορισμένα ζητήματα, ενώ έχει θέσει με ξεκάθαρο τρόπο τις κόκκινες γραμμές των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, η αδυναμία υπογραφής μιας εμπορικής συμφωνίας, μέχρι το τέλος του 2020, αποτελεί μια άμεση πρόκληση, σε μια χρονική συγκυρία που οι πάντες δοκιμάζονται από την πανδημική κρίση.

Η μεταβατική περίοδος επιτρέπει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων σχετικά με τη μελλοντική σχέση Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να παραμένει στην οικονομική ζώνη της ΕΕ (ενιαία αγορά, τελωνειακή ένωση), χωρίς εμπορικές τριβές στις διασυνοριακές συναλλαγές. Οι κανόνες της ΕΕ εξακολουθούν να ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο και αυτοί δεν μπορούν να τροποποιηθούν ή να καταψηφιστούν από το Ηνωμένο Βασίλειο, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών στον προϋπολογισμό της ΕΕ και των δικαστικών αποφάσεων της ΕΕ. Ωστόσο, μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου, θα υπάρξουν δραστικές αλλαγές σε διάφορους τομείς, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων για τη μελλοντική εμπορική σχέση μεταξύ των δύο μερών. Οι εν λόγω τομείς αφορούν: το εμπόριο προϊόντων και υπηρεσιών, τα ταξίδια και εν γένει τον τουρισμό, τα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων, το εταιρικό και αστικό δίκαιο, τα δεδομένα πληροφοριών, τα ψηφιακά και πνευματικά δικαιώματα, καθώς και τις διεθνείς συμφωνίες. Παράλληλα, οι πολίτες της ΕΕ δεν θα μπορούν να μετακινηθούν για εργασία και να εγκατασταθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς θα ισχύσει μια νέα μεταναστευτική πολιτική, ενώ παρόμοιες θα είναι οι δυσκολίες και για τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ.

 
Ποια είναι η νέα μεταναστευτική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου;

Μετά τη μεταβατική περίοδο, η νέα πολιτική μετανάστευσης θα στηρίζεται σε ένα σύστημα μοριοδότησης, κατά τα πρότυπα του αυστραλιανού συστήματος, για όσους θελήσουν να εγκατασταθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στο νέο σύστημα θα υπάγονται όλοι οι αλλοδαποί είτε είναι πολίτες κρατών-μελών της ΕΕ, είτε τρίτων χωρών, καθώς παύει η ελεύθερη μετακίνηση των Ευρωπαίων πολιτών. Δεν θα γίνονται δεκτοί ανειδίκευτοι εργάτες και οι μετανάστες θα πρέπει να συγκεντρώνουν 70 πόντους για να τους επιτρέπεται η εργασία στη χώρα. Απαραίτητες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δίνουν συνολικά 50 πόντους, είναι να υπάρχει προσφορά θέσης εργασίας από εγκεκριμένο εργοδότη, με ειδίκευση σε αυτόν τον επαγγελματικό τομέα και να υπάρχει αποδεκτή γνώση αγγλικών. Οι υπόλοιποι 20 πόντοι θα μπορούν να αποκτούνται με κάποιο από μια σειρά άλλων κριτηρίων. Μεταξύ αυτών των κριτηρίων είναι ο ελάχιστος ετήσιος μικτός μισθός των 25.600 λιρών (με λίγες εξαιρέσεις για συγκεκριμένα επαγγέλματα) ή η κατοχή διδακτορικού τίτλου. Ωστόσο, εγείρονται ορισμένα ερωτήματα σχετικά με θέσεις εργασίας, όπως στην κοινωνική μέριμνα, όπου οι μισθολογικές αποδοχές είναι σχετικά χαμηλές και οι εργαζόμενοι ενδέχεται να μην μπορούν να συγκεντρώσουν τους απαιτούμενους 70 πόντους. Στην περίπτωση αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποκλείεται να εμφανίσει δυσκολία ανάπτυξης ορισμένων τομέων, λόγω αδυναμίας εύρεσης του καταλλήλου ανθρωπίνου δυναμικού, με αποτέλεσμα να πληγεί εμμέσως η ανταγωνιστικότητα.

 
Οι οικονομικές επιπτώσεις μιας αποχώρησης χωρίς εμπορική συμφωνία

Η επιβολή μιας σειράς νέων εμπορικών δασμών σε μια αγορά που αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ του συνολικού εμπορίου μιας χώρας αναμφίβολα μπορεί να προκαλέσει μια σημαντική οικονομική διαταραχή. Η ΕΕ, στο σύνολό της, αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο του Ηνωμένου Βασιλείου. Το 2019, οι εξαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ ήταν 294 δισ. λίρες (43% του συνόλου των εξαγωγών), ενώ οι εισαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ άγγιξαν τα 374 δισ. λίρες (52% των συνολικών εισαγωγών). Ωστόσο, το μερίδιο των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ΕΕ γενικά μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου, από 54% το 2002, σε 43% το 2019, ενώ το μερίδιο των εισαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ μειώθηκε από 57% το 2006, σε 52% το 2019. Ως αποτέλεσμα, το Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίζει, το 2019, έλλειμμα στο διμερές ισοζύγιο πληρωμών με την ΕΕ της τάξεως των 79 δισ. λιρών, καθώς το πλεόνασμα των 18 δισ. λιρών που καταγράφηκε στο ισοζύγιο υπηρεσιών δεν ήταν ικανό να αντισταθμίσει το έλλειμμα των 97 δισ. λιρών του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κλάδος των υπηρεσιών αντιπροσώπευε, το 2019, το 42% των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ΕΕ.

Η μη επίτευξη εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ αλλά και η συνέχιση της πανδημίας μπορούν να προκαλέσουν αξιοσημείωτες αρνητικές επιπτώσεις στην ήδη επιβαρυμένη οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου. Σημειώνεται ότι η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, κατά 19,8%, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19, καθώς εξαρτάται κατά 79% από τον κλάδο των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις συνθήκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση. Ωστόσο, το τρίτο τρίμηνο του 2020, παρατηρήθηκε δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας, με αύξηση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης στο 15,5%, η οποία δε θα μπορέσει να συνεχιστεί και στο τελευταίο τρίμηνο του 2020, καθώς η αναθέρμανση της πανδημίας έχει αρχίσει να δημιουργεί συνθήκες ύφεσης. Η Τράπεζα της Αγγλίας (ΒοΕ) αναμένει ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 2% τους τελευταίους τρεις μήνες του 2020, πριν ανακάμψει στις αρχές του 2021, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν αρθεί οι περιορισμοί στην οικονομική δραστηριότητα.

Στο εμπορικό πεδίο, όλες οι συναλλαγές θα πραγματοποιούνται υπό τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και κατά συνέπεια τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και η ΕΕ θα πρέπει να καταβάλουν δασμούς για τα εισαγόμενα προϊόντα. Στην προκειμένη περίπτωση, πολλές επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου θα υποστούν σημαντική συρρίκνωση του κύκλου εργασιών τους. Αξίζει να επισημανθεί ότι η πανδημική κρίση δεν έχει δώσει την ευκαιρία σε εταιρείες εξαγωγικού χαρακτήρα να προβούν στις αλλαγές που μπορεί να απαιτήσουν οι νέες εμπορικές συνθήκες, καθώς το βάρος επικεντρώθηκε στη μείωση των επιπτώσεων από τη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας (lockdown). Επιπρόσθετα, ορισμένες ιδιαίτερα μικρές εξαγωγικές επιχειρήσεις ενδεχομένως να μη διαθέτουν το απαιτούμενο κεφάλαιο κίνησης για να επενδύσουν σε νέες διαδικασίες και σε προσωπικό.

 
Brexit ή Brovid;

Το Ηνωμένο Βασίλειο προσπάθησε, μέσω της αποχώρησής του από την ΕΕ, να αξιοποιήσει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα στο πεδίο της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, οι πολιτικοί χειρισμοί των κυβερνήσεών του και η εμφάνιση της πανδημίας COVID-19 έχουν ανατρέψει, σε σημαντικό βαθμό, τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει σημαντική κάμψη του ρυθμού μεγέθυνσης, ενώ θα απαιτηθεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να ανακάμψει. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο πραγματικά είναι συμφέρουσα η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ με μια τραυματισμένη οικονομία, εν μέσω μιας άνευ προηγουμένου πανδημίας και χωρίς μια εμπορική συμφωνία. Το τελευταίο διάστημα, διάχυτος είναι ο φόβος για άτακτη αποχώρηση από την ΕΕ, εν μέσω πανδημίας, με αποτέλεσμα η λέξη Brexit να έχει αντικατασταθεί από την λέξη Brovid (Brexit+Covid). Με τον περιορισμένο χρόνο που απομένει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί αν μπορούμε να προσδοκούμε μια ομαλή έξοδο του Ηνωμένου Βασίλειου από την ΕΕ. Ωστόσο, εάν το ζητούμενο είναι η άνευ τριγμών αποχώρηση, τότε θα πρέπει να υπάρξει κάποια γρήγορη δράση, εν μέσω του δεύτερου κύματος COVID-19 που πλήττει τον ευρωπαϊκό χώρο.

Πλησιάζοντας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου και με την πανδημία COVID-19 να συνεχίζει να απειλεί την οικονομική δραστηριότητα, το αποτέλεσμα του Brexit εξακολουθεί να ενσωματώνει στοιχεία αβεβαιότητας. Οι επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι το Brexit χωρίς εμπορική συμφωνία θα είναι καταστροφικό, ενώ ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας (BoE) έχει προειδοποιήσει ότι η αποτυχία εξασφάλισης μιας συμφωνίας με την ΕΕ ενδέχεται να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημία στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου μακροπρόθεσμα συγκριτικά με την πανδημία COVID-19. Στις αρχές του Νοεμβρίου, η ΒοΕ αύξησε τις αγορές κρατικών ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 150 δισ. λίρες, σε 895 δισ. λίρες, επεκτείνοντας το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης έως τον Μάρτιο 2021. Η Τράπεζα της Αγγλίας εκτιμά ότι η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου θα συρρικνωθεί κατά 11% το 2020 (November monetary policy report), ενώ η ανεργία θα ανέλθει στο 7,75% (το υψηλότερο ποσοστό από το 2013), στα μέσα του επόμενου έτους, από 4,5% σήμερα. Παράλληλα, επισημαίνει ότι μια αλλαγή στους όρους του εμπορίου με την ΕΕ θα μπορούσε να προκαλέσει μια διαρκή αναταραχή και ενδεχομένως η οικονομία να χρειαζόταν 30-40 έτη για να προσαρμοστεί.

Το ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο αποτελεί μια σημαντική οικονομική πρόκληση τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και για την ΕΕ. Οι επιλογές δεν είναι πολλές. Είτε θα υπάρξει μια νέα παράταση μετά το τέλος του 2020, γεγονός που αν και έχει αποκλειστεί, ενδέχεται εν τέλει να επιτραπεί με πρόσχημα την εν εξελίξει πανδημία, είτε οι δύο πλευρές θα πρέπει  να συμφωνήσουν στα βασικά σημεία των εκκρεμοτήτων και να φθάσουν σε μια συμβιβαστική λύση σε μεταγενέστερο χρόνο.

Πηγή:  Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα