ΣΕΒ: Η παλινδρόμηση βλάπτει σοβαρά την υγεία της οικονομίας

Στη σημερινή σκληρή πραγματικότητα της ύφεσης και της υποχρεωτικής αναδιάρθρωσης και ιδιωτικοποίησης επιχειρήσεων είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ακόμη και το τελειότερο σύστημα εργασιακών ρυθμίσεων δεν θα μπορούσε από μόνο του να μας βγάλει από τα αδιέξοδα που βιώνει η ελληνική οικονομία, σημειώνει ο ΣΕΒ στο Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις.

Όπως τονίζει: «Αυτά δεν πρόκειται να εξαλειφθούν μόνο και μόνο επειδή ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται από συλλογικές διαπραγματεύσεις, ή επειδή αναβίωσε η υποχρεωτική διαιτησία, ή επειδή θα έχουμε γενικότερη επιστροφή σε πιο περιοριστικές ρυθμίσεις στα εργασιακά, όπως πολλοί ευαγγελίζονται. Το αντίθετο. Το εργασιακό χάος της απλήρωτης και αδήλωτης εργασίας όπως και της διαρθρωτικής ανεργίας, επικρατούσε και όσο ήταν σε ισχύ αυτές οι ρυθμίσεις. Αυτά τα φαινόμενα παραβατικότητας είναι μεμπτά και κατακριτέα και σίγουρα δεν ανήκουν στη σφαίρα ενός ευρωπαϊκού ευνομούμενου κράτους… και δεν πρόκειται να διορθωθούν μόνο με μεγαλύτερη αστυνόμευση και με μέτρα πάταξης της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, καθώς κατάντησαν θέμα επιβίωσης για πολλές επιχειρήσεις. Στη συζήτηση που διεξάγεται συνεπώς γύρω από τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμο να έχουμε κατά νου δύο πράγματα: την ανάγκη η Ελλάδα να αναπτυχθεί σε υγιείς βάσεις προσελκύοντας μεγάλες και σοβαρές επενδύσεις και ταυτόχρονα να αρθούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες που οδήγησαν την ελληνική οικονομία στην κατάρρευσή της το 2009. Μια παλινδρόμηση στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν μέχρι τότε δεν είναι σε καμία περίπτωση το ζητούμενο για την οικονομία, του εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις το 2016. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα νέο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, οδηγός μας πρέπει να είναι το μέλλον μιας διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομίας και όχι το παρελθόν μιας κρατικοδίαιτης και αντιπαραγωγικής κοινωνίας.

-Η καλή πορεία των εσόδων και η συγκράτηση των ταμειακών δαπανών του προϋπολογισμού, παρά την αύξηση επιχορηγήσεων σε ασφαλιστικούς φορείς και νοσοκομεία και πριν την έναρξη του προγράμματος αποπληρωμής ληξιπροθέσμων οφειλών του κράτους, συμβάλλουν στη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος του τακτικού προϋπολογισμού σε επίπεδο καλύτερο του προϋπολογισθέντος. Ταυτόχρονα, μείωση καταγράφεται στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, λόγω κυρίως αύξησης φόρων και εισφορών στο α’ τρίμηνο του 2016, καθώς και ακόμη μεγαλύτερη μείωση στην ιδιωτική κατανάλωση. Καθώς το ποσοστό αρνητικής αποταμίευσης φαίνεται να ανακάμπτει, αυτό σηματοδοτεί την προϊούσα αδυναμία στήριξης της κατανάλωσης από τα απομειούμενα αποθεματικά των νοικοκυριών (προϊόν απόσυρσης καταθέσεων μέχρι τον Ιούνιο 2015). Τον Ιούνιο 2016, σημειώθηκε, τέλος, ανάκαμψη των καταθέσεων των νοικοκυριών. Παρά την αύξηση των αφίξεων, οι εισπράξεις από τουρισμό δείχνουν μια αποδυνάμωση, όπως και, προσφάτως και σε πολύ μικρότερο βαθμό, οι εξαγωγές.

 
Μια κοινωνία χαμηλής παραγωγικότητας

Η ευελιξία της αγοράς εργασίας έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια κάτω από την επίδραση της εφαρμογής των Μνημονίων. Η ευελιξία αυτή ήταν αναγκαία, καθώς για να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις, έπρεπε να προσαρμοστούν σε μία άνευ προηγουμένου συρρίκνωση της ζήτησης λόγω της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής που επιχειρήθηκε. Όταν ξεκίνησε η κρίση και η ύφεση, η Ελλάδα είχε μία από τις πιο άκαμπτες αγορές εργασίας ανάμεσα στις αναπτυγμένες οικονομίες του ΟΟΣΑ (Διάγραμμα 1).

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1-ΣΕΒ-28.7.2016

Και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που πολλές επιχειρήσεις δεν άντεξαν και έκλεισαν ενώ ακόμη και κατά την περίοδο των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, μέχρι το 2008, η διαρθρωτική ανεργία –και ειδικότερα των νέων- ήταν ήδη σε υψηλά επίπεδα (πχ, η ανεργία νέων ήταν 26% το Δεκέμβριο 2008 και τον Απρίλιο 2016 47,4%). Οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν, με τη διαρκή απειλή της πτώχευσης της χώρας να επικρέμεται ως Δαμόκλειος σπάθη, ήταν επιβεβλημένες όπως και τόσα άλλα μέτρα που πάρθηκαν για την απελευθέρωση της οικονομίας από τα ρυθμιστικά δεσμά του κράτους. Αντιμετωπίστηκαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως αναγκαία κακά. Κάλυψαν ευρύ φάσμα εργασιακών ρυθμίσεων, όπως τις συλλογικές συμβάσεις, τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και το «πάγωμα» (μέχρι το ποσοστό ανεργίας να διαμορφωθεί σε επίπεδο κάτω του 10%) των ωριμάνσεων, τις αποζημιώσεις και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Έγινε μία τεράστια προσπάθεια εξισορρόπησης ενός συστήματος που δημιουργήθηκε από την ιδιαίτερη πελατειακή σχέση μεταξύ κομμάτων και συνδικαλιστικών φορέων, και που χτίστηκε κομμάτι κομμάτι στο διάστημα μιας ολόκληρης γενιάς. Η σχέση αυτή εισήγαγε τα στοιχεία του κοινωνικού μοντέλου των πιο ώριμων οικονομιών, αλλά ταυτόχρονα προσέθετε διαρκώς επιστρώσεις από κάθε είδους προστατευτικές ρυθμίσεις ελληνικής εμπνεύσεως, που σταδιακά μας οδήγησαν σε ένα σύστημα που τελικά υπέσκαπτε την ανταγωνιστικότητα της εργασίας και την ελκυστικότητα για επενδύσεις. Όσο ακόμη οι εποχές ήταν καλές, τα προβλήματα μπορούσαν να κρυφτούν κάτω από το χαλί, κι ας μας προειδοποιούσαν οι διεθνείς οργανισμοί. Η ανάπτυξη όμως εκείνη στηριζόταν στη ζήτηση που δημιουργούσαν τα μεγάλα ελλείμματα του δημοσίου -που χρηματοδοτούνταν μέσω του εξωτερικού δανεισμού- και η διάχυση τους στην υπόλοιπη οικονομία. Όταν έλειψαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και ο δανεισμός, κατέστη σαφές ότι όλες αυτές οι περιοριστικές ρυθμίσεις στη αγορά εργασίας δεν ήταν διατηρήσιμες διότι εμπόδιζαν την προσέλκυση επενδύσεων και άρα την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση της απασχόλησης. Έπρεπε να καταπέσουν πριν καταστραφούν πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας.

Προβάλλεται από πολλούς το επιχείρημα ότι οι νόμοι περί εργασιακών σχέσεων έχουν πλέον εναρμονισθεί στον μέσο όρο άλλων Ευρωπαϊκών χωρών και συνεπώς δεν χρειάζονται περαιτέρω «απορρυθμίσεις». Μάλιστα, σε ακραία μορφή τα επιχειρήματα αυτά επικαλούνται την «αποτυχία» του χαμηλότερου κατώτατου μισθού και των άλλων μεταρρυθμίσεων του 2012 «να αποτρέψουν την εκτίναξη της ανεργίας». Αυτό δεν είναι έτσι. Η de facto χρεωκοπία του Ελληνικού κράτους το 2010 οδήγησε το ΑΕΠ σε μια πρωτοφανή συρρίκνωση, σε ακραία οικονομική αβεβαιότητα και καταστροφικές πολιτικές επιλογές, που έδιωξαν επενδύσεις, εξαΰλωσαν περιουσίες και κατέστρεψαν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αντισταθμίσουν από μόνες τους το κύμα αυτών των επιπτώσεων. Επέτρεψαν, όμως, τη σταθεροποίηση της απασχόλησης, ειδικά στις μικρότερες και μεσαίες επιχειρήσεις, μέσα σε αυτό το πρωτοφανές υφεσιακό περιβάλλον. Και σήμερα, αν και η Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά όσον αφορά στην ευελιξία της αγοράς εργασίας μετά το 2012, η χώρα μας συνεχίζει να διατηρεί κάποιες πρωτοτυπίες σε σχέση με την Ευρώπη, σε θέματα όπως η μονομερής προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία, τα προνόμια των συνδικαλιστών ή η διοικητική έγκριση για ομαδικές απολύσεις.

Είναι γνωστό ότι η υπερβολική συντεχνιακή προστασία της αγοράς εργασίας βάζει φρένο στην απασχόληση και την ανάπτυξη, όπως δείχνουν και σχετικές οικονομετρικές μελέτες διεθνών οργανισμών, πέραν των επιπτώσεων των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και δικτύων.

Αυτό συμβαίνει διότι οι υπερβολικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κράτους τείνουν να «κλείνουν αγορές», καθώς τις προστατεύουν από τον ανταγωνισμό και τους εξασφαλίζουν έτσι προστατευμένα κέρδη. Αυτά δε μοιράζονται ως μέρισμα σε ιδιώτες μετόχους, αλλά ούτε και γίνονται επενδύσεις, καθώς συνήθως αυτή η ρύθμιση των αγορών, και ειδικά των δικτύων, συνδυάζεται με δημόσιο έλεγχο ή και ιδιοκτησία των εταιρειών που παρέχουν κομβικές υπηρεσίες, όπως ενδεικτικά σε μεταφορές, ενέργεια και παροχή νερού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν προκύπτουν ζημιές στις προστατευμένες αγορές, είθισται αυτές να «κοινωνικοποιούνται», δηλαδή να διαχέονται στους φορολογούμενους, ενώ όταν προκύπτουν κέρδη, αυτά «αξιοποιούνται» για τη χρηματοδότηση προνομίων και παροχών στους εργαζόμενους, ή σε προμηθευτές στην παροχή αυτών των υπηρεσιών. Ο μηχανισμός που «κατανέμει» με «κοινωνικά δίκαιο» τρόπο αυτά τα προνόμια στις προσοδοθηρικές ομάδες είναι χτισμένος γύρω από την εργασιακή νομοθεσία, που είναι κομβικής σημασίας στην διεκδίκηση περίπλοκων και υπέρμετρων μισθολογικών κατασκευών. Το πώς λειτούργησε αυτός ο μηχανισμός, το έχουμε ζήσει όλοι μας. Ο σφιχτός εναγκαλισμός της δημόσιας σφαίρας από τις πελατειακές ομάδες που ωφελούνται από την υπερ-ρύθμιση της οικονομίας γενικότερα ήταν τόσο ισχυρός που το πολιτικό σύστημα προτίμησε να καταστρέψει την οικονομία της χώρας μέσα από τον υπερδανεισμό και τη διαχρονική άρνηση να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις απελευθέρωσης αγορών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αν είχαν γίνει έστω και την ύστατη στιγμή, θα αποκαθιστούσαν την εμπιστοσύνη στην οικονομία, προσελκύοντας επενδύσεις και δημιουργώντας θέσεις εργασίας και ευημερία για εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας. Όμως ούτε και η ίδια η κρίση στάθηκε ικανή να μας αλλάξει τα μυαλά, και έτσι, οι αμφιταλαντεύσεις και καθυστερήσεις οδήγησαν, σε υπέρμετρη αβεβαιότητα, και κάπως έτσι δρομολογήθηκε η κατάρρευση της οικονομίας και των μισθών (Διάγραμμα 4) αλλά και ο εγκλωβισμός της χώρας σε αλλεπάλληλα μνημόνια. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο της μισθοδοσίας του, απροστάτευτου, ιδιωτικού τομέα στο ΑΕΠ υποχώρησε λόγω απώλειας θέσεων εργασίας και μειώσεων μισθών, κυρίως στις πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που είχαν λιγότερες αντοχές (Διάγραμμα 5 & 6).

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4-ΣΕΒ-28.7.2016

 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5-6 ΣΕΒ-28.7.2016

Το παράδοξο είναι ότι σήμερα, εξελίσσεται μία εκστρατεία παλινόρθωσης του παλαιού κραταιού συστήματος εργασιακών ρυθμίσεων, που και την εποχή της ανάπτυξης εμπόδισε αρκετές επιχειρήσεις να καταστούν διεθνώς ανταγωνιστικές και σίγουρα απώθησε την εισροή σημαντικών παραγωγικών επενδύσεων.

Σε πολλούς κύκλους, υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι όταν τελειώσει το Μνημόνιο, όλα τα χαρακτηριστικά της ακαμψίας της εργατικής νομοθεσίας, θα επανέλθουν με τη δύναμη ενός ελατηρίου στην προτέρα κατάσταση, επειδή θα λείψει ο καταναγκασμός. Εδώ χρειάζεται μια καθαρή τοποθέτηση: η επιστροφή στο προ του 2009 περιβάλλον εργασιακών ρυθμίσεων δεν συνιστά επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά στη στρέβλωση. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα νέο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, οδηγός μας πρέπει να είναι το μέλλον μιας διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομίας και όχι το παρελθόν μιας κρατικοδίαιτης και αντιπαραγωγικής κοινωνίας. Οι υπερβολικές ακαμψίες στην αγορά εργασίας δεν ήσαν βιώσιμες τότε, και δεν θα είναι βιώσιμες και αύριο, ακριβώς διότι η οικονομία δεν έχει την πολυτέλεια να τροφοδοτεί τη ζήτηση από μεγάλα ελλείμματα όπως στο παρελθόν. Οι επιχειρήσεις θα είναι αναγκασμένες να κερδίζουν το κάθε ευρώ, όπως εξ άλλου γίνεται και αυτή τη στιγμή, απέναντι σε έναν αμείλικτο διεθνή ανταγωνισμό, και ακόμη και οι έλληνες καταναλωτές έχουν προσαρμόσει τις όποιες πολυτελείς παλιές καταναλωτικές τους συνήθειες αναζητώντας επίμονα την καλύτερη σχέση τιμής προς την ποιότητα που πραγματικά χρειάζονται. Εξ άλλου έχουμε μπροστά μας νέες προκλήσεις της ίδιας της κρίσης, που αποτελούν ένα δεύτερο κεφάλαιο που δεν άνοιξε ακόμη: η χώρα καλείται να προχωρήσει σε αναδιαρθρώσεις τεράστιου αριθμού υπερχρεωμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων και σε ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, δράσεις που απαιτούν σημαντικές ανακατατάξεις κεφαλαίων αλλά και προσωπικού. Θα ήταν φρόνιμο να επικεντρωνόμαστε στην αντιμετώπιση των δυσμενών κοινωνικών επιπτώσεων από την απώλεια των θέσεων εργασίας από τις αναδιαρθρώσεις, δημιουργώντας παράλληλα τις προϋποθέσεις για προσέλκυση επενδύσεων που θα αναπλήρωναν τις χαμένες θέσεις, αλλά με βιώσιμο τρόπο. Πρέπει να σταματήσουμε να εμποδίζουμε την προσαρμογή μόνο και μόνο για να διατηρούνται στη ζωή επιχειρήσεις χωρίς μέλλον και προοπτική, με τρόπο όμως που πνίγει και τις υγιείς, οι οποίες αιμοδοτούν όλη την οικονομία. Μακροπρόθεσμα, η προσαρμογή θα γίνει νομοτελειακά διότι δεν υπάρχουν πόροι διαθέσιμοι για να συμβεί κάτι άλλο. Επομένως η επιλογή που έχουμε είναι είτε η προσαρμογή να γίνει με κάποιο σχεδιασμό που θα αμβλύνει τις κοινωνικές συνέπειες και που θα δίνει οξυγόνο για νέα ανάπτυξη, είτε μέσα από μία πορεία συνεχούς ύφεσης και καταστροφής όχι μόνο θέσεων εργασίας, αλλά του ίδιου του παραγωγικού ιστού της χώρας. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις.

Η ευελιξία στην αγορά εργασίας πρέπει να επεκταθεί καθώς, επίσης νομοτελειακά, όταν αρχίσει η οικονομία να ανακάμπτει και η ζήτηση για εργασία να αυξάνει, ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε προσλήψεις και σε υψηλότερες αμοιβές. Και οι λειτουργούσες επιχειρήσεις, αλλά ακόμη περισσότερο οι νέοι επενδυτές, θα ανταποκριθούν καλύτερα στην αύξηση της ζήτησης εάν γνωρίζουν ότι μπορούν να αξιοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους χωρίς τα προβλήματα που έβαζαν παλαιότερα οι ελληνικές πρωτοτυπίες. Αυτό που σήμερα οι συντεχνίες κατηγορούν ως «μείωση της προστασίας» της εργασίας, αύριο θα είναι η κινητήριος δύναμη για προσλήψεις και αυξήσεις αμοιβών.

Στη σημερινή πραγματικότητα, ακόμη και το τελειότερο σύστημα εργασιακών ρυθμίσεων δεν θα μπορούσε από μόνο του να μας βγάλει από την σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν πολλές ελληνικές επιχειρήσεις. Εξ ου και ακούμε συχνά για περιπτώσεις απλήρωτης ή και αδήλωτης εργασίας. Τα φαινόμενα παραβατικότητας είναι μεμπτά και κατακριτέα, αλλά είναι πραγματικά: δεν πρόκειται να διορθωθούν μόνο με μεγαλύτερη αστυνόμευση και με μέτρα πάταξης της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, καθώς κατήντησαν θέμα επιβίωσης για πολλές επιχειρήσεις. Και, βεβαίως, δεν πρόκειται αυτά να εξαλειφθούν μόνο και μόνο επειδή ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται από συλλογικές διαπραγματεύσεις, ή επειδή αναβίωσε η υποχρεωτική διαιτησία, ή επειδή θα έχουμε γενικότερη επιστροφή σε πιο περιοριστικές ρυθμίσεις στα εργασιακά, όπως πολλοί ευαγγελίζονται.

Αν το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη και η ευημερία, χρειαζόμαστε ευέλικτες αγορές προϊόντων και ένα ευνοϊκό ρυθμιστικό περιβάλλον, απαλλαγμένο από «διόδια» οικονομικού χαρακτήρα, ή εμπόδια ρυθμιστικά που στήνονται σε κάθε βήμα της ίδρυσης και λειτουργίας μιας επιχείρησης.

Ένα τέτοιο έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον όμως έχει δυο χαρακτηριστικά:

Πρώτον, δε δημιουργεί «μονοπωλιακές προσόδους» με αντίστοιχα προνόμια και, δεύτερον, ανανεώνεται συνεχώς, με νέες θέσεις εργασίας να δημιουργούνται εκεί που άλλες χάνονται.

Ειδικά το δεύτερο σημαίνει ότι οι αλλαγές στην αγορά εργασίας είναι συνεχείς, εκθέτοντας τους εργαζόμενους συχνά στην εμπειρία αλλαγής των θέσεων εργασίας που κατέχουν – πολύ συχνότερα από ό,τι είχαμε συνηθίσει στην προηγούμενη γενιά.

Αυτό προαπαιτεί αφενός ότι ο εργαζόμενος έχει αναγνωρισμένες δεξιότητες, δηλαδή έχει ενηλικιωθεί σε ένα σύστημα εκπαίδευσης/κατάρτισης που τον έχει εξοπλίσει κατάλληλα και έχει καλές επιδόσεις τόσο στις χαμηλότερες βαθμίδες όσο και στο πανεπιστήμιο, αλλά και ότι κατά τη μετάβαση από την μία θέση εργασίας στην επόμενη έχει ως δίχτυ ασφαλείας την υποστήριξη ενός καλά οργανωμένου κοινωνικού κράτους. Η στήριξη αυτή παρέχεται τόσο με τη μορφή χρηματοδότησης όσο και προσφοράς υπηρεσιών εξεύρεσης εργασίας αλλά και μετεκπαίδευσης και περαιτέρω κατάρτισης, εφόσον χρειάζεται, δηλαδή αποτελεσματικές ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, όπως έχει η Δανία. Εκεί οι αγορές εργασίας είναι ευέλικτες και έτσι θα διευκολύνεται η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, (όπως είδαμε, Διάγραμμα 2 & 3).

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2-3-ΣΕΒ-28.7.2016

Τελικά, για να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα αυτή η προσέγγιση προαπαιτεί να λειτουργούν αποδοτικά όλα τα επιμέρους συστατικά στοιχεία. Δηλαδή, οι αγορές προϊόντων και εργασίας να είναι ευέλικτες, και την ίδια ώρα να παρέχεται άριστη παιδεία στο εκπαιδευτικό σύστημα, και η στήριξη στους ανέργους να εξαρτάται, όπως στη Δανία, από χαρακτηριστικά όπως είναι η οικογενειακή κατάσταση, καθώς και η συμμετοχή στα προγράμματα αναζήτησης εργασίας και κατάρτισης. Όπως δείχνει και η σύγκριση με την Ελλάδα (Διάγραμμα πρώτης σελίδας), οι διαφορές στη φιλοσοφία και την αποτελεσματικότητα των ασκούμενων πολιτικών είναι προφανείς. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι στη Δανία ιδιαίτερα μεγάλο μέρος των εργαζομένων ανήκουν σε συνδικάτα, τα οποία ενεργά συμμετέχουν στο σχεδιασμό αυτών των πολιτικών. Το γεγονός αυτό δείχνει πως η εποικοδομητική συνεργασία και η επικέντρωση των δυνάμεων όλων εκεί που είναι η καρδιά του πραγματικού προβλήματος, φέρνει στο τέλος αποτελέσματα.

ΣΕΒ-ΑΡΧΙΚΟ-28.7.2016

Το κλειδί είναι σήμερα, όπως ήταν πάντοτε, η επαναφορά της χώρας στην κανονικότητα της ανάπτυξης. Όσο καθυστερούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας μέσω ιδιωτικών επενδύσεων, τόσο θα βαθαίνει το εργασιακό χάος, τόσο θα ακούγονται σειρήνες για την ολική επαναφορά των εργασιακών σχέσεων στις πρακτικές του παρελθόντος, και τόσο το πολιτικό σύστημα θα αποδομείται καθώς θα κατασπαράσσεται ο κοινωνικός ιστός της χώρας. Οι άνεργοι, και μάλιστα οι μακροχρόνια άνεργοι ρίχνουν τη σκιά τους στις προσπάθειες όσων κατέχουν θέσεις εργασίας να προστατεύσουν τα προνόμιά τους με τεχνητές ρυθμίσεις και κατασκευές, που δεν έχουν οικονομική λογική στο διεθνώς ανταγωνιστικό περιβάλλον, στις ανοιχτές αγορές. Η προστασία της εργασίας μπορεί να νομοθετείται αλλά οι δουλειές δε δημιουργούνται δια νόμου. Αν αυτό δε γίνει κατανοητό, η χώρα θα συνθλίβεται μεταξύ σφύρας και άκμονος, και οι καιροσκόποι θα κάνουν καριέρες υποσχόμενοι προστασία εκεί που δεν μπορεί να προσφερθεί.

Σχετικά Άρθρα