Γραφείο Προϋπολογισμού: Οι Έλληνες φτωχοποιούνται

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η μείωση των εισοδημάτων επηρέασε δυσμενώς τη φτώχεια. Μάλιστα, στη διάρκεια των τελευταίων επτά ετών, έγινε πιο «βαθιά» και παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Η Ελλάδα, σημειώνει το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 35,7% ( 3.828.500 άτομα) του πληθυσμού και ο κίνδυνος είναι υψηλότερος για την ηλικιακή κατηγορία 18-64 ετών, σε ποσοστό 37,4% για τους Έλληνες και 64,3% για τους αλλοδαπούς. Επίσης, η παιδική φτώχεια, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2015 διαμορφώνεται 36,6% όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ 28 είναι 26,6%. Η παιδική φτώχεια εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την κατάσταση απασχόλησης των γονέων, τη σύνθεση του νοικοκυριού που ζουν αλλά και από την αποτελεσματικότητα της κρατικής παρέμβασης. Σημαντική αύξηση της φτώχειας, παρουσίασε η κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων γυναικών (11,0%), οι μονογονεϊκές οικογένειες (32,2%) και τα νοικοκυριά με έναν ενήλικα κάτω των 65 ετών (27,8%). Η ηλικιακή κατηγορία των συνταξιούχων σημείωσε μείωση 2,2 ποσοστιαίες μονάδες, το διάστημα 2010-2015, συμβάλλοντας στη συγκράτηση του συνολικού ποσοστού φτώχειας. Το υψηλό ποσοστό φτώχειας, οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού, έρχεται αντιμέτωπο με υλικές στερήσεις. Το ποσοστό υλικής στέρησης αυξάνεται συνεχώς από το 2010 μέχρι το 2015 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ειδικότερα, το 2015 ήταν 22,2% από 11,1% το 2010 και μάλιστα είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας . Η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης οφείλεται στην μείωση των εισοδημάτων, στην αύξηση της φορολογίας και στην χαμηλή ένταση εργασίας ως απόρροια των ευέλικτων μορφών εργασίας. Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 28,2%. Εξαιτίας του υψηλού επιπέδου ανεργίας και ιδιαίτερα της μακροχρόνιας ανεργίας καθώς και της ενίσχυσης των άτυπων μορφών εργασίας, αυξάνεται το ρίσκο της υλικής αποστέρησης και ενισχύεται το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών.

Από το 2012 και έπειτα, όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, έχει μικρότερο εισόδημα από το 60% του διάμεσου εισοδήματος των φτωχών. Ο δείκτης απόλυτης φτώχειας από 18,9% το 2009 διαμορφώθηκε στο 48,0% το 2014, συνεπώς το 48% των πολιτών ζουν κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας. Ο δείκτης χάσματος φτώχειας, από 24,1% το 2009, το 2014 άγγιξε το 31,3%.  Αυτή η μεταβολή μας δείχνει ότι δε μιλάμε απλά για φτώχεια, αλλά μάλλον ότι οδεύουμε προς την φτωχοποίηση του πληθυσμού. H φτώχεια από το 2012 και μετά οφείλεται κατά κύριο λόγο σε μείωση των εισοδημάτων από μισθούς, τόκους και μερίσματα. Επιπλέον, τα νοικοκυριά δεν αποταμιεύουν, λόγω της μείωσης των εισοδημάτων τους. Το 38,2% του πληθυσμού το 2015 αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες . Το κατώφλι φτώχειας για το 2015 ήταν € 4.512 σε ετήσια βάση ανά άτομο, (έναντι € 7.178) γεγονός που αποδεικνύει ότι και τα μεσαία στρώματα καταρρέουν οικονομικά. Η πλειονότητα των νοικοκυριών αδυνατεί να ανταποκριθεί σε έκτακτες ανάγκες ενώ παράλληλα ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού (35,9%) χάνει ένα μεγάλο ποσοστό της κινητής και χρηματικής του περιουσίας.

Το 2015 το 53,4% του συνολικού πληθυσμού αδυνατεί να ανταποκριθεί στην κάλυψη έκτακτων αναγκών. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη φτώχειας, είναι η μετανάστευση για την εύρεση εργασίας στο εξωτερικό. Το 67,7% των ατόμων που μεταναστεύουν ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία των 18-35. Η υποχώρηση των μισθών αύξησε τη φτώχεια. Η πλειονότητα των νοικοκυριών σήμερα έχει τουλάχιστον 1 μέλος, με μισθό λιγότερο από τον κατώτατο μισθό (€ 586). Η μείωση του εισοδήματος οδήγησε και σε μείωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών. Τα νοικοκυριά δεν διαθέτουν την απαραίτητη ρευστότητα για την αγορά βασικών αγαθών. Η δαπάνη για είδη διατροφής έχει μειωθεί κατά 40,2%. Ενδεικτικά, τους πρώτους μήνες του 2017, η ελληνική αγορά γάλακτος και ψωμιού σημείωσε μείωση πωλήσεων κατά 5%-7%. Επίσης, μεγάλο ποσοστό πολιτών αδυνατεί να καλύψει ιατρικές ανάγκες, λόγω της έλλειψης χρημάτων. Από την άλλη πλευρά, η μείωση των δαπανών της κοινωνικής προστασίας λόγω της οικονομικής κρίσης συνέβαλε στην αύξηση της φτώχειας. Η φτώχεια πλήττει κυρίως τα παιδιά και την κατηγορία των 18-64 ετών καθώς και τους ανέργους. Οι φορολογικές επιβαρύνσεις, άμεσες και έμμεσες εντείνουν ακόμα περισσότερο τη φτώχεια.

Συνοψίζοντας, οι εκτιμήσεις για τη φτώχεια, μας δίνουν μια υποεκτιμημένη εικόνα της υφιστάμενης πραγματικότητας. Αυτό συμβαίνει, διότι υπάρχουν κοινωνικές ομάδες οι οποίες ζουν σε καταστάσεις ακραίας φτώχειας και δεν περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις των ερευνών. Ειδικά σήμερα, οι πολίτες που βρίσκονται σε κατάσταση ακραίας φτώχειας έχουν αυξηθεί δραματικά, όπως φαίνεται από την αυξημένη ζήτηση των δωρεάν γευμάτων/φαρμάκων από την εκκλησία και τα κοινωνικά παντοπωλεία. Επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό της σημερινής κρίσης, είναι απότομη αλλαγή οικονομικής κατάστασης των μεσαίων στρωμάτων, όπου δεν υπάρχει σαφής εικόνα λόγω του φόβου του κοινωνικού στιγματισμού.

Πηγή: τριμηνιαία Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή

Σχετικά Άρθρα