
Εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης οι “πολιτιστικές” και “δημιουργικές” ελληνικές βιομηχανίες
Της Σοφίας Λαζαρέτου
Η οικονομία του πολιτισμού και της δημιουργίας αποτελεί επίκαιρο θέμα μελέτης στη διεθνή οικονομική την τελευταία δεκαετία και κυριαρχεί στις συζητήσεις για τη χάραξη αναπτυξιακής στρατηγικής τόσο στις ανεπτυγμένες (μεταβιομηχανικές) όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες. Ο τομέας αυτός φάνηκε ιδιαίτερα ανθεκτικός στην παρούσα συγκυρία της κρίσης χρέους και ύφεσης. Με δεδομένο το νέο διεθνές αναπτυξιακό υπόδειγμα, στο οποίο η οικονομία της γνώσης και τεχνολογίας συγκεράζεται με την οικονομία του πολιτισμού και της δημιουργίας, η ελληνική πολιτεία, κατά την αναζήτηση ενός νέου βιώσιμου αναπτυξιακού παραδείγματος, θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή της στα αντιληπτά πλέον οφέλη της έξυπνης οικονομίας. Η πρόκληση επομένως είναι να μεταστραφεί η τρέχουσα πολιτική πολιτιστικής διαχείρισης από τη στατική (κληροδότηση) στη δυναμική προσέγγιση (παραγωγή νέων μορφών).
Βασικός στόχος της μελέτης είναι να βοηθήσει αυτή τη στροφή. Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη, πρώτον, αποτελεί μια πρώτη πειραματική προσπάθεια διατύπωσης ενός ορισμού, χαρτογράφησης και ποσοτικής καταγραφής των ελληνικών επιδόσεων στο νέο αυτό τομέα δραστηριότητας. Δεύτερον, καταγράφει τις ιδιαιτερότητες του τομέα στην Ελλάδα. Τρίτον, παρουσιάζει έντεκα πρακτικές προτάσεις εργασίας που βοηθούν στην εμφάνιση ενός νέου ενάρετου κύκλου πολιτισμού-δημιουργίας-οικονομίας.
• Η ευρωπαϊκή βιομηχανία πολιτισμού και δημιουργίας αναδεικνύεται σήμερα παγκόσμιος ηγέτης, κατέχοντας το 70% της παγκόσμιας αγοράς
Στην Ευρώπη, οι “βιομηχανίες” – όπως συνηθίζεται να λέγονται, και βεβαίως δεν πρόκειται για την κλασική έννοια της βιομηχανικής παραγωγής – που παράγουν αγαθά πολιτισμού και δημιουργίας (cultural and creative industries) αποτελούν τα τελευταία χρόνια έναν από τους πιο δυναμικούς τομείς.
Θεωρούνται “… καταλύτης καινοτόμων εξελίξεωνστη βιομηχανία και στον τομέα των υπηρεσιών…” και ως εκ τούτου “… καταλαμβάνουνσημαντική θέση στη στρατηγική ‘Ευρώπη2020’, δεδομένου ότι συμβάλλουν σε ένα νέο τύπο ανάπτυξης…”, ενισχύοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και προωθώντας τη γνωστική και πολιτισμική της πολυμορφία.
Οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, αλλά κυρίως οι τεχνολογικές εξελίξεις που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στους τομείς της πληροφορίας και της επικοινωνίας, όπως οι νέες μορφές ψηφιοποίησης (digitisation), το διαδίκτυο (Internet), οι μορφές διασκευής (remix), ανάμειξης (mashing) και χρήσης (sampling) διαφορετικών έργων, ενίσχυσαν τη ζήτηση εκ μέρους των Eυρωπαίων πολιτών για πολιτιστικά αγαθά, πνευματικές δημιουργίες και νέες μορφές ψυχαγωγίας και τέρψης.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία πολιτισμού και δημιουργίας αναδεικνύεται σήμερα παγκόσμιος ηγέτης, κατέχοντας το 70% της παγκόσμιας αγοράς.
Έχοντας συγκριτικό πλεονέκτημα στο εξαγωγικό εμπόριο προς τις τρίτες χώρες, αποτελεί τον καλύτερο πρεσβευτή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, της κοινοτικής και εθνικής ταυτότητας και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Χρησιμοποιώντας ως βασικό συντελεστή παραγωγής τη γνώση, το συναίσθημα, τον πολιτισμό και την καινοτομία, διαδίδει στον υπόλοιπο κόσμο τις ευρωπαϊκές ηθικές αξίες και πολιτικές αρετές.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ο τομέας αυτός συνεισφέρει το 3% του ΑΕΠ της ΕΕ-27 ―μη συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού τομέα― και απασχολεί περισσότερους από 7 εκατομμύρια ανθρώπους, από τους οποίους περίπου 1 εκατομμύριο είναι αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες. Κατά την Πράσινη Βίβλο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2010), συμβάλλει κατά 2,6% στο ΑΕΠ της ΕΕ-27 και προσφέρει θέσεις εργασίας σε περισσότερους από 5 εκατομμύρια ανθρώπους.
Μεταξύ 2002 και 2011, οι εξαγωγές προϊόντων πολιτισμού και δημιουργίας από την Ευρώπη προς τον υπόλοιπο κόσμο αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,3%.
Ο τομέας αυτός φάνηκε μάλιστα ιδιαίτερα ανθεκτικός στην παρούσα κρίση χρέους και ύφεση όσον αφορά τις προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξής του και ενίσχυσης της απασχόλησης, ιδιαίτερα των νέων.
Ενώ την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετηρίδας επέδειξε ένα σταθερό βηματισμό προς μια αναπτυξιακή τροχιά, από το 2010 και μετά ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ξεπέρασε το 10% και αναμένεται να παραμείνει σε αυτό το υψηλό ποσοστό τα επόμενα έτη. Άλλωστε, έχει στατιστικά επαληθευθεί (Power 2011) η υψηλή συσχέτιση μεταξύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος και του επιπέδου απασχόλησης στον τομέα του πολιτισμού και της δημιουργίας σε δείγμα 266 περιφερειών από 30 ευρωπαϊκές χώρες. Βρέθηκε ότι γύρω στο 50% της διαφοράς του κατά κεφαλήν εισοδήματος μεταξύ των περιφερειών μπορεί να εξηγηθεί από την ένταση απασχόλησης και το βαθμό εξειδίκευσης των εν λόγω περιφερειών στον τομέα αυτό.
• Ελληνική οικονομία, πολιτισμός και δημιουργία
Η σημασία της ανάπτυξης του νέου αυτού τομέα για την ελληνική οικονομία είναι πολύ μεγάλη. Η δομή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας παρουσιάζει μια σειρά από ιδιαιτερότητες που παρέχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στις ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα, όπως:
(i) το μεσαίο έως πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων,
(ii) ο υψηλός βαθμός έντασης εργασίας,
(iii) η προσωπική ταυτότητα της δημιουργίας,
(iv) η παραγωγική ή “δημιουργική” φαντασία, με την έννοια της ικανότητας επεξεργασίας νέων χρήσιμων εικόνων και εννοιών,
(v) η ελευθεριότητα σκέψης και νόησης και η διάθεση κριτικής,
(vi) η ευκολία προσαρμογής στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον,
(vii) η αισθητική και η ποιότητα έκφρασης,
(viii) η έμφαση στην καινοτομία,
(ix) η πλεονεκτική γεωγραφική θέση της χώρας και οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες,
(x) η μοναδικότητα της γλώσσας,
(xi) το απόθεμα τεχνογνωσίας και εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.
Αν και τα στατιστικά στοιχεία για την πορεία του τομέα στην Ελλάδα είναι από ελλιπή έως ανύπαρκτα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Power 2011), η περιφέρεια της Αττικής συγκαταλέγεται για το 2007 μεταξύ των καλύτερων 25 περιφερειών με κριτήριο την επίδοση στην απασχόληση από ένα σύνολο 266 περιφερειών 30 χωρών της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα, συγκαταλέγεται μεταξύ των 10 περιφερειών με την καλύτερη επίδοση στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης και στις 20 καλύτερες περιφέρειες στο πεδίο των εκδόσεων.
Σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα κατέχει τη 18η θέση σε σύνολο 30 χωρών με κριτήριο την απασχόληση (4,1%). Γίνεται επομένως εύκολα αντιληπτό ότι όχι μόνο η προοπτική ανάπτυξης του τομέα αυτού στην Ελλάδα, που αριθμεί πολλούς και διαφορετικούς κλάδους δραστηριότητας, είναι ιδιαίτερα καλή, αλλά και η συνεισφορά του ως εργαλείου οικονομικής ανάπτυξης σε τοπικό και εθνικό επίπεδο είναι σημαντική, αφού διαχέει σημαντικά οφέλη σε πολλούς άλλους τομείς της εθνικής οικονομίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η εθνική προσπάθεια για την ανάδειξη της χώρας σε κορυφαίο πόλο έλξης ξένων επισκεπτών και κατ’ επέκταση την ευρεία γνωστοποίηση των πολιτιστικών αξιών και του τρόπου ζωής της βασίστηκε εξ ολοκλήρου στο παραδοσιακό τρίπτυχο “ήλιος, θάλασσα, αρχαιότητες”, που συνδύαζε την απόλαυση του ελεύθερου χρόνου, την ψυχαγωγία και την άνετη διαμονή με το φυσικό τοπίο και την ιστορία.
Αν και το τρίπτυχο αυτό λειτούργησε, θα έλεγε κανείς, ικανοποιητικά έως τώρα, όπως αυτό αποδεικνύεται από την εκτίναξη του αριθμού των ξένων επισκεπτών και των τουριστικών εσόδων μετά από μια περίοδο παρατεταμένης βαθμιαίας πτώσης, θεωρείται σήμερα μάλλον ξεπερασμένο στο υπό διαμόρφωση νέο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.
Ήδη από τη δεκαετία του 1990 το παγκόσμιο βιομηχανικό παραγωγικό υπόδειγμα άλλαξε με την ενσωμάτωση της νέας οικονομίας της γνώσης και της πληροφορίας.
Στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετηρίδας, η νέα οικονομία αλλάζει εκ νέου με την ενσωμάτωση της δημιουργίας και του πολιτισμού ως παραγόντων παραγωγής πλούτου. Αφού ξεπεράστηκε η ταύτισή του αποκλειστικά με την πολιτιστική κληρονομιά και τις καλές τέχνες, ο πολιτισμός έλαβε μια πιο ευρεία ερμηνεία, αυτή του τρόπου ζωής και του συνόλου των κοινών αξιών και εμπειριών. Σε συνδυασμό δε με τη διεθνοποίηση των τηλεπικοινωνιών και την ψηφιακή τεχνολογία, η πολιτιστική δημιουργική έκφραση και ανταλλαγή έλαβε νέες μορφές. Από τη μια πλευρά, ο καταναλωτής άλλαξε συμπεριφορά και από παθητικός δέκτης πληροφοριών έγινε ενεργός [συν]διαμορφωτής του περιεχομένου του προϊόντος που ζητά να καταναλώσει. Από την άλλη, οι βιομηχανίες έστρεψαν το ενδιαφέρον τους από την απλή αναπαραγωγή προς την παραγωγή και διανομή σε στοχευόμενες αγορές καταναλωτικών αγαθών όπου η αισθητική, το ντιζάιν και ο νεωτερισμός έχουν πρωτεύοντα ρόλο. Περαιτέρω υπάρχει ανάγκη σύνδεσης των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών με τον πολιτιστικό τουρισμό που συνιστά ασφαλές εργαλείο ανάδειξης των πολιτιστικών και δημιουργικών δυνάμεων που προσδιορίζουν την αναπτυξιακή προοπτική κάθε περιοχής.
Τρεις επομένως είναι οι κινητήριες δυνάμεις της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας του πολιτισμού και της δημιουργίας: η τεχνολογία, η έντονη επιθυμία για απόκτηση εμπειριών και συγκινήσεων και ο τουρισμός.
Με δεδομένο το νέο διεθνές αναπτυξιακό υπόδειγμα στο οποίο η οικονομία της γνώσης και της τεχνολογίας συγκεράζεται με την οικονομία του πολιτισμού και της δημιουργίας, η ελληνική πολιτεία, κατά την αναζήτηση ενός νέου βιώσιμου αναπτυξιακού παραδείγματος, θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή της στα αντιληπτά πλέον οφέλη της έξυπνης οικονομίας, η οποία αναγνωρίζεται σήμερα ευρέως ως η επόμενη ατμομηχανή ανάπτυξης.
Κατά συνέπεια, υπό το φως αυτών των εξελίξεων, η πρόκληση για την ελληνική κοινωνία και οικονομία σήμερα δεν είναι μόνο η προστασία και συντήρηση της υφιστάμενης εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και του ιστορικού παρελθόντος, αλλά και η δημιουργία νέων μορφών πολιτισμού, που ενθαρρύνουν όλους τους πολίτες να συμμετάσχουν στη διαδικασία παραγωγής γνώσης και νέων ιδεών, προάγοντας την πρωτοτυπία, την προσωπική έκφραση και την καινοτομία και εν τέλει τον πολιτισμό αυτόν καθαυτόν.
Με άλλα λόγια, η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η τρέχουσα πολιτική πολιτιστικής διαχείρισης είναι η μεταστροφή της από τη στατική προσέγγιση (κληροδότηση) του πολιτισμού προς τη δυναμική του θεώρηση (παραγωγή νέων μορφών). Η εμμονή στη στατική προσέγγιση μετατρέπει την κοινωνία σε παθητικό καταναλωτή προϊόντων πολιτισμού, που κατά κανόνα εισάγονται. Αντίθετα, η στροφή της στη δυναμική προσέγγιση την καθιστά κοινωνία δημιουργική, με θετικές συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας.
Η στροφή αυτή συνιστά και το βασικό στόχο της παρούσας μελέτης. Πέραν του ότι αποτελεί μια πρώτη πειραματική προσπάθεια ποσοτικής καταγραφής των ελληνικών επιδόσεων στο νέο αυτό τομέα οικονομικής δραστηριότητας, αφού τα ισχνά στατιστικά στοιχεία δεν μας επιτρέπουν ακόμη μια ασφαλή και ευκρινή απεικόνισή του, η παρούσα μελέτη αποσκοπεί κυρίως στην πληροφόρηση των ενδιαφερομένων (που είναι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς, ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς, υπεύθυνοι χάραξης οικονομικής πολιτικής, κοινή γνώμη) σχετικά με το ότι αυτός ο τομέας είναι ανάγκη να συμπεριληφθεί στις τρέχουσες συζητήσεις για το υπό διαμόρφωση νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, που θα είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις και ανάγκες της σύγχρονης διεθνοποιημένης ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Τονίζεται δηλαδή η ανάγκη για μια ολιστική θεώρηση της νέας αναπτυξιακής στρατηγικής, η οποία θα δίνει έμφαση στον εντοπισμό και την καλλιέργεια της ιδιαίτερης πολιτιστικής φυσιογνωμίας της χώρας, που μπορεί να αποτελέσει ένα ασφαλές συστατικό του συγκριτικού πλεονεκτήματός της. Μια τέτοια θεώρηση θα πρέπει να εκμεταλλεύεται το πλέγμα σχέσεων (creative nexus) που συνδέουν τον πολιτισμό και τη δημιουργία με την ανάπτυξη και την τεχνολογία, την ενθάρρυνση των επενδύσεων και τη διεύρυνση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της απασχόλησης και την καταπολέμηση ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων και του κοινωνικού τους αποκλεισμού.
Η γρήγορη άλλωστε ανάπτυξη που σημείωσε ο τομέας τα τελευταία χρόνια διεθνώς οδήγησε στην αναγνώρισή του ως αυτοτελούς κλάδου της οικονομίας, που περιλαμβάνει πολλές και σημαντικές δραστηριότητες παραγωγικού ενδιαφέροντος, όπως η διαφήμιση, η αρχιτεκτονική, το σχέδιο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά, η λογοτεχνία και το θέατρο, το λογισμικό, η μουσική, η φωτογραφία, οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία, τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι, και γενικότερα μορφές πολιτισμικής και λαογραφικής κληρονομιάς, οι εκδόσεις και οι αίθουσες τέχνης. Καλύπτει δηλαδή ένα ευρύ και ετερόκλητο φάσμα δραστηριοτήτων συναφών με τον πολιτισμό γενικότερα. Ωστόσο, έντονες είναι οι ομοιότητες, οι αλληλεξαρτήσεις και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ πολιτιστικής, οικονομικής, επιστημονικής και τεχνολογικής δημιουργίας.
• Οι “δημιουργικοί επιχειρηματίες” προσδιορίζουν το είδος του πολιτισμού που καταναλώνουμε
Πολιτιστική δημιουργία είναι η ικανότητα της σύλληψης μιας πρωτότυπης εκφραστικής ιδέας ή ενός διαφορετικού τρόπου αισθητικής ερμηνείας του κόσμου γύρω μας. Επιστημονική δημιουργία είναι η επιθυμία για μελέτη και πειραματισμό με στόχο την απόκτηση συστηματικής γνώσης και την εξεύρεση νέων τρόπων επίλυσης προβλημάτων. Οικονομική δημιουργία είναι η ικανότητα αξιοποίησης του συγκριτικού πλεονεκτήματος προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης, της απασχόλησης και της ενισχυμένης συμμετοχής της χώρας στο διεθνές εμπόριο. Τεχνολογική δημιουργία, τέλος, είναι η δυνατότητα υιοθέτησης νέων τρόπων παραγωγής, διανομής και διάδοσης.
Οι “δημιουργικοί επιχειρηματίες” καλούνται να καλύψουν το κενό μεταξύ των καλλιτεχνών- δημιουργών και του ακροατηρίου-καταναλωτών. Σε όλο το φάσμα της δημιουργίας, από τις εκδόσεις και την επικοινωνία, τους μουσικούς παραγωγούς έως τους κινηματογραφικούς παραγωγούς, τους προγραμματιστές διαδραστικών παιχνιδιών και τη χειροτεχνία, οι “δημιουργικοί επιχειρηματίες” προσδιορίζουν το είδος του πολιτισμού που καταναλώνουμε και πώς τον καταναλώνουμε, φροντίζοντας όμως παράλληλα η επιχείρησή τους να είναι βιώσιμη με χρηματοοικονομικά κριτήρια.
Ο όρος “δημιουργικές βιομηχανίες” (Mato 2009, Miller 2009, UNCTAD 2010, Throsby 2001) περιλαμβάνει όλες τις επιχειρήσεις που έχουν ως πυρήνα της δραστηριότητάς τους την “ικανότητα για δημιουργία” (creation), με την έννοια της διανοητικής και κοινωνικής διεργασίας για την παραγωγή νέων ιδεών, εννοιών, σχεδίων, συνδέσμων, διαδικασιών και clusters.
Η νέα ιδέα πρέπει να είναι πρωτότυπη, προσωπική, με περιεχόμενο, και να είναι χρήσιμη (Howkins 2005) και ικανή να οδηγήσει σε ένα συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα (Florida 2002, 2005).
Εναλλακτικά, κατά το βρετανικό παράδειγμα (βλ. DCMS 2001), στην προσπάθεια ποσοτικοποίησης της προστιθέμενης αξίας του τομέα των τεχνών και του πολιτισμού (arts and culture), που ήταν έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1990 άμεσα οικονομικά εξαρτώμενος από την κρατική επιχορήγηση, ως “δημιουργικές βιομηχανίες ορίζονται αυτές που έχουν ως κέντρο αναφοράς την ατομική δεξιοτεχνία, το ταλέντο και τη δημιουργικότητα και έχουν δυνατότητες παραγωγής πλούτου και δημιουργίας νέων βιώσιμων θέσεων εργασίας μέσω της οικονομικής εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας”. Με άλλα λόγια, έμφαση δίνεται στη γνώση και στο ταλέντο ως βασική εισροή παραγωγής και λιγότερο στο τελικό προϊόν αυτό καθαυτό, το οποίο ενδιαφέρει πρωτίστως την πολιτιστική βιομηχανία (Power 2009). Οι δημιουργικές βιομηχανίες δηλαδή καλύπτουν ένα ευρύτερο πεδίο από ό,τι οι πολιτιστικές βιομηχανίες, κατά τρόπο ώστε να αναδεικνύονται νέες δυναμικές που δεν είχαν γίνει άμεσα και ευρέως αντιληπτές στο χώρο της πολιτικής για τον πολιτισμό, την απασχόληση και την εκπαίδευση.
Την τελευταία δεκαετία, η ακαδημαϊκή οικονομική και καλλιτεχνική φιλολογία έχει κατακλυστεί από διάφορους όρους και έννοιες που προσπαθούν να περιγράψουν την “οικονομία του πολιτισμού και της δημιουργίας”.
Ποικίλες έννοιες και ιδέες εναλλάσσονται γύρω από όρους όπως “πολιτιστικές βιομηχανίες”, “δημιουργικές βιομηχανίες”, “οικονομία της δημιουργίας”, “οικονομία των αισθήσεων, συγκινήσεων και εμπειριών”.
Ζωηρή επίσης είναι η συζήτηση για το αν αποτελεί τομέα (sector) ή βιομηχανία (industry) ή δραστηριότητα (activity), αλλά και αν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ένας αμιγώς οικονομικός όρος όπως αυτός της “οικονομίας της αγοράς”, που παραπέμπει άμεσα σε δραστηριότητες εμπορευματικού χαρακτήρα (for-profit), για να περιγράψει εν πολλοίς δράσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (notfor-profit).
• Προαπαιτούμενα και αλληλεπιδράσεις
Πέντε είναι τα προαπαιτούμενα για την ανάπτυξη της οικονομίας του πολιτισμού και της δημιουργίας, γνωστά στη βιβλιογραφία ως η προσέγγιση των τεσσάρων “t” συν ένα (Florida 2002, BritishCouncil 2010, Levickaite 2011):
(i)η τεχνολογία (technology), δηλαδή η εφαρμοσμένη ανθρώπινη γνώση,
(ii) το ταλέντο (talent) και η ιδιαίτερη ταυτότητα, δηλαδή το ανθρώπινο κεφάλαιο,
(iii) η ανεκτικότητα (tolerance), δηλαδή η άρση κάθε φυσικού ή άλλου εμποδίου μεταξύ κοινοτήτων, πόλεων και περιφερειών που περιορίζει ή αποθαρρύνει την πρόσβαση και τη συμμετοχή του πολίτη στην κοινωνία της γνώσης, της πληροφορίας και της καινοτομίας,
(iv) η επιλογή του χώρου εγκατάστασης (territory) και
(v) ο πειραματισμός (experimentation), δηλαδή η εμπειρία από τη διαρκή εισαγωγή νέων ιδεών, προϊόντων και διαδικασιών παραγωγής.
Ένα άλλο σημαντικό προαπαιτούμενο είναι οι “δημιουργικοί εργαζόμενοι”, που χαρακτηρίζονται από (i) διαφοροποίηση, εξειδίκευση, ανεξάρτητη σκέψη, ποιοτική εκπαίδευση και διά βίου κατάρτιση, (ii) υψηλή κινητικότητα μεταξύ επαγγελμάτων και γεωγραφικών περιοχών, (iii) πολλαπλή απασχόληση και ταύτιση ρόλων εργαζομένου-δημιουργού-παραγωγού-επιχειρηματία, (iv) αποδυνάμωση των συλλογικών-συντεχνιακών σχηματισμών και ενώσεων στην αγορά εργασίας και (v) μείωση της εξάρτησης από παραδοσιακά χαρακτηριστικά όπως η κοινωνική τάξη και η καταγωγή (McRobbie 2005).
Θα πρέπει να σημειωθεί εξάλλου ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην επιχειρηματική σφαίρα οι εκφραστές πολιτισμού και πρωτότυπων ιδεών είναι πολλές.
Πρώτον, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές βιομηχανίες, οι “δημιουργικές επιχειρήσεις” δεν μπορούν εύκολα να εξηγήσουν στο καταναλωτικό κοινό και να πείσουν για την αξία του προϊόντος που παράγουν, αφού η αναπαραγωγή της ιδέας δεν συνιστά απλή επανάληψη, αλλά νέα παραγωγή που το αποτέλεσμα και η απόδοσή της δεν είναι γνωστά εκ των προτέρων.
Δεύτερον, η παραγωγή γνώσης και νέων ιδεών συνήθως ευδοκιμεί στο πλαίσιο δικτύων ελεύθερων επαγγελματιών-δημιουργών μικρού μεγέθους με χαλαρούς κανόνες λειτουργίας και σπανιότερα σε μεγάλους και δυσκίνητους οργανισμούς.
Τρίτον, που συνδέεται με το προηγούμενο, το μικρό μέγεθος της επιχείρησης και η ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας μεταξύ πολλών, μικρών και διαφορετικών μερών δυσκολεύει την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση, την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, τη διείσδυση σε ξένες αγορές, το συντονισμό δράσεων και τη διασύνδεση με άλλους παραγωγικούς τομείς καθώς και την κινητικότητα των καλλιτεχνών- δημιουργών τόσο μεταξύ γεωγραφικών περιοχών όσο και εντός και εκτός του πολιτιστικού και δημιουργικού χώρου. Από την άλλη, ο ολιγοπωλιακός χαρακτήρας κάποιων δημιουργικών κλάδων όπως τα μέσα επικοινωνίας και η διαφήμιση περιορίζει τον ανταγωνισμό.
Τέταρτον, με κύριο χαρακτηριστικό την ελεύθερη σκέψη και έκφραση, η δημιουργία και ο πολιτισμός πολλές φορές έρχονται σε αντίθεση με την καθεστηκυία κοινωνική και οικονομική τάξη.
Πέμπτον, η ιδιαίτερα κατακερματισμένη ευρωπαϊκή αγορά, η απουσία ενός κοινά αποδεκτού ορισμού των βιομηχανιών πολιτισμού και δημιουργίας που θα διευκόλυνε τον εντοπισμό τους σε τοπικό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και η ανεπάρκεια ασφαλών ποσοτικών δεδομένων όσον αφορά τη συμβολή τους στην εθνική και ευρωπαϊκή αναπτυξιακή διαδικασία εγείρουν σημαντικά εμπόδια στη δημιουργία ενός φορέα στρατηγικού σχεδιασμού και συντονισμού δράσεων.
Έκτον, η γρήγορη διάδοση των νέων τεχνολογιών στις διαδικασίες παραγωγής και διανομής επιφέρουν την ταχεία απαξίωση των
δεξιοτήτων και καθιστούν επιτακτική την ανάγκη τόσο για άμεση συνέργεια των ανθρώπων του πολιτισμού και της δημιουργίας με τη νέα τεχνολογία όσο και για σύμπραξη της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης με τον επιχειρηματικό κόσμο.
Έβδομον, οι εγγενείς δυσκολίες, η ανεπαρκής εξοικείωση ή ακόμη και η επιφυλακτικότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των επιχειρήσεων που βασίζονται σε άυλα κεφάλαια και συνεπώς η αδυναμία τους να διαβαθμίσουν τον πιστωτικό κίνδυνο που αυτές εμπεριέχουν, αλλά και η αβεβαιότητα για τη ζήτηση των προϊόντων τους, είχαν ως αποτέλεσμα τη δύσκολη πρόσβαση ή ακόμη και τον αποκλεισμό τους από την αγορά δανειακών κεφαλαίων και την πλήρη εξάρτησή τους από την κρατική επιχορήγηση.
• Η Ελληνική εμπειρία: προοπτικές και προκλήσεις
Η Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα, ως αναπόσπαστο μέλος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κοινωνίας, καλείται να αντιμετωπίσει σύνθετες προκλήσεις που πηγάζουν από την παρατεταμένη παγκόσμια υφεσιακή διαταραχή, την αναδίπλωση της παγκόσμιας κοινωνίας σε ανώφελους εθνικισμούς και τη διεύρυνση της ανισότητας τόσο μεταξύ των κοινωνικών ομάδων στο εσωτερικό μιας χώρας όσο και μεταξύ χωρών. Υπεύθυνη η ίδια για την εθνική ολιγωρία της, τη διαμόρφωση δηλαδή και τη διατήρηση ενός μη βιώσιμου οικονομικού υποδείγματος που αρνήθηκε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της διεθνούς οικονομίας, καλείται σήμερα να αναλάβει την πρωτοβουλία της εθνικής οικονομικής ανασυγκρότησης στο νέο παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό που αναδύεται μετά την κρίση.
Στη νέα αυτή εθνική αναπτυξιακή προοπτική, ο τομέας του πολιτισμού και της δημιουργίας αποτελεί το συνδετικό κρίκο (creative nexus) μεταξύ του πολιτισμού, της οικονομίας και της τεχνολογίας. Ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτος από εικόνες, ήχους, χρώματα, σύμβολα και ιδέες που δημιουργούν απασχόληση, εισόδημα και πλούτο, αλλά και νέες μορφές πολιτισμού που είναι εμπορεύσιμες. Στις μέρες μας, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει το αποκλειστικό προνόμιο της γνώσης, της πληροφορίας και της δημιουργικής έκφρασης, καθώς οι δημιουργοί της πνευματικής και καλλιτεχνικής έκφρασης αλλάζουν διαρκώς τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε και ανταλλάσσουμε μεταξύ μας αγαθά, υπηρεσίες και γνώσεις, και γενικότερα τον τρόπο ζωής και επικοινωνίας.
Τρία είναι τα προαπαιτούμενα για την επιτυχή και αξιόπιστη διαμόρφωση μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής για τον τομέα αυτό:
Πρώτον, η αναγνώριση της θεσμικής μορφής, της δομής και των οργανωτικών ιδιαιτεροτήτων του τομέα του πολιτισμού και της δημιουργίας: ποια είναι τα ενδιαφερόμενα μέρη; πώς σχετίζονται μεταξύ τους; ποια είναι η επίδρασή του στους άλλους τομείς της οικονομίας;
Δεύτερον, η συστηματική ανάλυση της λειτουργίας του τομέα και του πώς επηρεάζει βασικά εθνικά οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη και
Τρίτον, η συλλογή και επεξεργασία περιεκτικών στατιστικών σειρών για την ποσοτική μέτρηση της επίδρασής του στο προϊόν, την απασχόληση και το εμπόριο.
• Συλλογή και επεξεργασία στατιστικών δεδομένων
Ο τομέας του πολιτισμού στην Ελλάδα δεν υποβλήθηκε ποτέ σε διαδικασία παρακολούθησης, αξιολόγησης και αποτίμησης. Οι δράσεις σπανίως επιλέγονταν με βάση τη σύγκριση κόστους-οφέλους σε οικονομικούς όρους και σχεδόν ποτέ δεν είχε επιχειρηθεί η αποτίμηση της απόδοσης. Ο πολιτισμός θεωρούνταν ως κοινωνική αξία που ένα κράτος ευημερίας και πρόνοιας υποχρεούται να χρηματοδοτεί και να προασπίζει. Βεβαίως, το ύψος αυτό καθαυτό της δημόσιας δαπάνης για τον πολιτισμό και τις τέχνες σε ένα συγκεκριμένο έτος ή για μια σειρά ετών δεν προσδιορίζει σε καμία περίπτωση από μόνο του το μέγεθος και την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Ο σχεδιασμός, η προοπτική, η σωστή οργάνωση και εφαρμογή, η διαρκής αναζήτηση τρόπων που να καθιστούν πραγματικά χρήσιμους τους φορείς του πολιτισμού και της δημιουργίας και να δικαιολογούν την ύπαρξή τους, η γνώση και η προσαρμογή στις ανάγκες της εποχής, ο δυναμισμός και η εξωστρέφεια είναι παράγοντες που, εκτός των χρηματοδοτικών, προσδιορίζουν εξίσου την υγιή και βιώσιμη δραστηριότητα.
Απαιτείται επομένως σε κεντρικό επίπεδο η υιοθέτηση μιας ολιστικής θεώρησης του τομέα και των επιπτώσεών του, καθώς και η χάραξη ενιαίας και ολοκληρωμένης αναπτυξιακής πολιτικής. Εν όψει της ανάγκης αυτής, απαιτείται η λειτουργία ενός αποτελεσματικού θεσμικού φορέα για το συντονισμό των επιμέρους δράσεων όλων των φορέων και η θέσπιση ενός καλά σχεδιασμένου, οργανωμένου και ευκρινούς ρυθμιστικού/κανονιστικού πλαισίου.
Συγκεκριμένα, προτείνεται:
− Κράτος και υποδομές. Το κράτος θα πρέπει να συνεχίσει να παρέχει τις αναγκαίες υποδομές (εγκατάστασης, μεταφοράς, διανομής, πρόσβασης στην τεχνολογία και επικοινωνίας) που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του τομέα. Περαιτέρω, μέσω των δημόσιων επενδύσεων θα πρέπει να προστατεύει και να διατηρεί το πολιτιστικό κεφάλαιο που αποτελεί τη βασική εισροή παραγωγής των προϊόντων πολιτισμού.
− Διυπουργικό Παρατηρητήριο για τον πολιτισμό και τη δημιουργία. Ο νέος αυτόςθεσμικός φορέας θα έχει γνωμοδοτικό,εκτελεστικό και εποπτικό ρόλο. Θα εστιάζει πρώτον, στη χάραξη μιας συνολικήςεθνικής στρατηγικής για τον πολιτισμό μεμεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Δεύτερον, στην έναρξη και διατήρηση ενός οργανωμένου διαλόγου (βλ.παρακάτω αναλυτικά) που θα διεξάγεται μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Ο διάλογος θα ενισχύεται μετη σύνταξη περιοδικής απολογιστικήςέκθεσης των δράσεων. Και τρίτον, στηνπρωτοβουλία για τη λειτουργία μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας, ενός κέντρουελεύθερης και απρόσκοπτης πρόσβασηςόλων στην επικοινωνία και στην πληροφόρηση. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία στις μειονεκτικές γεωγραφικές περιοχές ή σε περιοχές ή ομάδες πολιτών μεχαμηλό εισόδημα.
• Έντεκα δράσεις πολιτικής
Ενδεικτικά, προτείνουμε έντεκα δράσεις πολιτικής:
1.Φορολογική μεταχείριση. Μπορεί η φορολογική πολιτική να προάγει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη; Εάν η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική, τότε οι φόροι αποτελούν εργαλείο προώθησης του πολιτισμού και της δημιουργίας. Συνήθης, αν και εσφαλμένη, είναι η άποψη ότι τα προϊόντα πολιτισμού και δημιουργίας αποτελούν αγαθά πολυτελείας και ως τέτοια θα πρέπει να φορολογούνται με υψηλούς συντελεστές. Η σημερινή διάρθρωση των συντελεστών του ΦΠΑ θα πρέπει να επανεξεταστεί με βάση την αρχή ότι παρόμοια αγαθά θα πρέπει να υπόκεινται στον ίδιο φορολογικό συντελεστή.
Άλλο ένα θέμα είναι η επιβάρυνση από τη διπλή φορολόγηση σε προϊόντα διεθνούς συμπαραγωγής, καθώς και το θέμα των φορολογικών εκπτώσεων (tax rebates). Κρίσιμης σημασίας επίσης ζήτημα είναι η εισφορά 1,5% επί των ετήσιων διαφημιστικών εσόδων όλων των ιδιωτικών εταιριών τηλεοπτικών σταθμών για την παραγωγή ή τη συμπαραγωγή ελληνικών κινηματογραφικών έργων (βλ. ν. 1866/89 και ν. 3905/2010).
2. Εκπαίδευση. Άμεση είναι η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της εκπαίδευσης τόσο στο σκέλος της διά βίου μάθησης και κατάρτισης όσο και στο σκέλος της εγκύκλιας βασικής εκπαίδευσης. Και τούτο διότι: (i) η σύνδεση της εκπαίδευσης καιτων επιχειρήσεων είναι ατελής έως ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα την ατελή καλλιέργεια της “δημιουργικής επιχειρηματικότητας”, (ii) η εγκύκλια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι αποξενωμένη από την καλλιέργεια των δημιουργικών κλίσεων και των ταλέντων του μαθητή, (iii) η διδασκαλία αντικειμένων που εμπεριέχονται στους κλάδους του πολιτισμού και της δημιουργίας είναι εμφανώς απούσα από τα σχολικά προγράμματα, (iv) η ανάπτυξη των γνώσεων πληροφορικής και τεχνολογίας είναι ατελής όχι μόνο στην εγκύκλια εκπαίδευση, αλλά και στους σπουδαστές καλών τεχνών και σχεδίου, (v) η πρακτική εξάσκηση μέσω του θεσμού της μαθητείας και η διενέργεια σεμιναρίων είναι είτε απούσα είτε ατελής, (vi) η πρωτοβουλία διοργάνωσης διαγωνισμών και θέσπισης βραβείων αριστείας (awardsofexcellence) για νέα ταλέντα και νέους επιχειρηματίες είναι μικρής κλίμακας και εξαιρετικά περιορισμένη και (vii) η πρωτοβουλία για την εξοικείωση των καλλιτεχνών και δημιουργών με θέματα επιχειρηματικότητας και τεχνολογίας είναι επίσης ελλιπής.
3. Έναρξη ενός “διαρθρωμένου” διαλόγου στο πλαίσιο του Διυπουργικού Παρατηρητηρίου με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (κρατικούς, ιδιωτικούς, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τοπικούς φορείς και οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, εμπορικούς συλλόγους και επαγγελματικές ενώσεις) για τη δημιουργία ενός δικτύου εδραίωσης σχέσεων επικοινωνίας, προγραμματισμού και συντονισμού δράσεων.
Η αποστολή και η επεξεργασία ερωτηματολογίου και οι συνομιλίες με τους φορείς θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πρακτική διαδικασία για το σχηματισμό αυτού του δικτύου. Η δημόσια πρωτοβουλία θα πρέπει επομένως να αναπτυχθεί από ανθρώπους με εμπειρία στον τομέα και με κριτήριο τη διαφάνεια στην επιλογή. Ο συνεργατικός αυτός σχηματισμός θα πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία του σχεδιασμού μιας ολοκληρωμένης και συγκροτημένης στρατηγικής για την ανάπτυξη του τομέα του πολιτισμού και της δημιουργίας.
4. Αγορά εργασίας. Απαραίτητη είναι η αναγνώριση των επαγγελματικών κατηγοριών με τη δημιουργία ενός μητρώου δημιουργών και με τη θέσπιση κατάλληλης νομοθεσίας για τη ρύθμιση των σχέσεων εργαζομένου-εργοδότη. Η απουσία ειδικής αναγνώρισης των επαγγελματικών κατηγοριών και οι άτυπες και χαλαρές σχέσεις εργασίας, με τη μορφή κυρίως βραχυπρόθεσμων συμβάσεων έργου, η απουσία ενός πλέγματος κοινωνικής ασφάλισης και η ατελής προστασία των πολύ βραχυπρόθεσμων συμβάσεων οδηγούν σε υψηλό ποσοστό ανεργίας και μεγάλη διάρκεια αναζήτησης νέας απασχόλησης. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί επίσης στην άρση των εμποδίων τόσο στη διατομεακή και διεθνή κινητικότητα των καλλιτεχνών-δημιουργών όσο και στην είσοδο νέων δημιουργών. Η εθνική όσο και η διεθνής αγορά εργασίας παραμένουν κλειστές και συντεχνιακές, και χαρακτηρίζονται από διοικητικά εμπόδια που συνδέονται με τη διαφορετική νομοθεσία μεταξύ των κρατών, αλλά και μεταξύ των τομέων στην ίδια χώρα.
5. Ρυθμιστικό/κανονιστικό πλαίσιο. Βελτίωση, ενίσχυση και εκσυγχρονισμός της υφιστάμενης νομοθεσίας για μια ρεαλιστική προστασία των δημιουργικών δραστηριοτήτων με τη μορφή του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας (patent), του βιομηχανικού σχεδίου (industrial design), της ονομασίας προέλευσης (appellationoforigin) ή του εμπορικού σήματος (trademark). Κρίσιμα ζητήματα άμεσα συνυφασμένα με την εισαγωγή ενός κανονιστικού πλαισίου είναι η αποτίμηση της αξίας της πνευματικής ιδιοκτησίας σε οικονομικούς (χρηματικούς) όρους, η διανομή κερδών και η αντιμετώπιση της πειρατείας.
6. Άρση του περιοριστικού πλαισίου για την ανάπτυξη διεθνών συμπράξεων-συμπαραγωγών. Ανάληψη πρωτοβουλίας διοργάνωσης περιοδικών εκδηλώσεων για τηνπαρουσίαση των ελληνικών προϊόντωνπολιτισμού και δημιουργίας στο εξωτερικό.
Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η διαδικτυακή τους παρουσίαση. Ενδεικτικά αναφέρεται η επιτυχημένη και μόνιμη πλέον ετήσια παρουσία του ελληνικού κινηματογράφου στο Λονδίνο.
7. Μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα σε εκείνους τους κλάδους του τομέα που χαρακτηρίζονται από ολιγοπωλιακή διάρθρωση.
8. Δημιουργία φυσικών χώρων παραγωγής και έκθεσης. Οι πολλοί, μικροί και γεωγραφικά διασκορπισμένοι δημιουργοί-παραγωγοί ωφελούνται από τη φυσική τουςεγκατάσταση σε μεγάλο χώρο εργασίαςστον οποίο συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός παραγωγών και αγοραστών.
Εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κτίρια ή εγκαταλελειμμένοι δημόσιοι χώροι και παρηκμασμένες υποδομές θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε δυναμικούς χώρους έκφρασηςνέων ιδεών, παραγωγής νέων προϊόντων,αλλά και εκπαίδευσης και επαγγελματικήςκατάρτισης. Τα αποτελέσματα διάχυσης των ευεργετικών επιδράσεων αυτών των εδαφικών συγκεντρώσεων στον τουρισμό, στην οικονομική ανάπτυξη μειονεκτικών και φτωχών περιοχών, στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων αλλά και των περιφερειών είναι πολλά και ευδιάκριτα. Αναφέρουμε ενδεικτικά ως παράδειγμα το Γκάζι, μια πρώην βιομηχανική περιοχή στο κέντρο της Αθήνας που τα τελευταία χρόνια, κατόπιν κατάλληλης παρέμβασης, αξιοποιήθηκε ως χώρος μεγάλης πολιτιστικής και ψυχαγωγικής δραστηριότητας.
9. Μορφές και τρόποι χρηματοδότησης. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν είναι εξοικειωμένα να αξιολογούν “πειραματικά”, “πρωτότυπα”, “έξυπνα” και “δημιουργικά” επενδυτικά σχέδια που ζητούν χρηματοδότηση. Υπολογίζεται (European Commission 2013) ότι τα επόμενα επτά έτη το χρηματοδοτικό κενό από τη μη εύκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό θα ανέλθει στην ΕΕ-28 σε 13,4 δισεκ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά όμως, ούτε και οι δημιουργοί-παραγωγοί ή οι καλλιτέχνες, που στην πλειονότητά τους είναι μεμονωμένες και πολύ μικρές οικονομικές μονάδες, διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία για την κατάρτιση οικονομικά βιώσιμων επενδυτικών-επιχειρηματικών σχεδίων. Ανασταλτικά λειτουργεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει η αντίληψη της “δημιουργικής” επιχειρηματικότητας, ενώ επίσης ελλείπουν τόσο οι ειδικοί που θα συντάξουν ή θα αξιολογήσουν τέτοια σχέδια όσο και σαφείς κατευθυντήριες οδηγίες που θα διέπουν την κατάρτιση αυτών των σχεδίων καθώς και τη διακρίβωση της οικονομικής τους σκοπιμότητας. Η εκπαίδευση αξιολογητών και ο καθορισμός σαφών οδηγιών σύνταξης επιχειρηματικών σχεδίων αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την άντληση ιδιωτικής χρηματοδότησης. Το τέλος της επιδοματικής πολιτικής και των πάσης φύσεως κρατικών επιχορηγήσεων, αλλά και η έλλειψη χρηματοδότησης από τις τράπεζες οδήγησαν τα τελευταία χρόνια στην αναζήτηση νέων χρηματοδοτικών σχημάτων που βασίζονται στην έννοια της επιχειρηματικότητας, όπως είναι (i) ο θεσμός της ιδιωτικής πολιτιστικής χορηγίας, (ii) το πρόγραμμα “Δημιουργική Ευρώπη 2014- 2020” με το υποπρόγραμμα “Πολιτισμός” και “Media”, (iii) οι εταιρίες επιχειρηματικών συμμετοχών και κεφαλαίων (venture capital) και οι εταιρίες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων (private equity funds), (iv) η χρηματοδότηση από το κοινό (crowd funding) και ο “συγγενής” θεσμός Peer-to- Peer Lending60 και (v) το νέο ΕΣΠΑ (2014- 2020) με έμφαση στην τεχνολογία, την καινοτομία και τη νεανική επιχειρηματικότητα.
10. Αναπροσδιορισμός της εξαγωγικής πολιτικής. Η διεθνής αλλά και η ελληνική έως τώρα εμπειρία επιβεβαιώνουν τον εξωστρεφή χαρακτήρα της οικονομίας του πολιτισμού και της δημιουργίας.
Δεδομένου του πολύ μικρού μεγέθους της εγχώριας αγοράς και των θετικών επιδράσεών της στο εξαγωγικό εμπόριο και στην προσέλκυση ξένων επιχειρηματικών κεφαλαίων, η εθνική εξαγωγική στρατηγική θα πρέπει να αναπροσανατολιστεί ώστε να συμπεριλάβει τη νέα αυτή οικονομία με άξονες πρώτον, την προτεραιότητα που θα πρέπει να δοθεί στην κατοχύρωση της ονομασίας προέλευσης και του εμπορικού σήματος και την τήρηση προδιαγραφών υψηλής ποιότητας. Ως παράδειγμα αναφέρουμε την ανάδυση της ξεχασμένης επωνυμίας “Ελληνικός Κινηματογράφος”, την “Καμεράτα–Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής”, γνωστή στο εξωτερικό ως Atenea, την “Εθνική Λυρική Σκηνή”, γνωστή ως National Greek Opera,καθώς και το “Κέντρο Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος”.
Δεύτερον, τη διευκόλυνση των εξαγωγέων με την απλοποίηση της εξαγωγικής διαδικασίας σε θέματα καθημερινής δραστηριότητας όπως εκτελωνισμός, επιθεώρηση, γραφειοκρατία. Και τρίτον, την καταβολή προσπάθειας ώστε μια μεγάλη πόλη να αναγνωριστεί ως διεθνής ή περιφερειακός κόμβος πολιτισμού και δημιουργίας, αξιοποιώντας τη γεωγραφική και πολιτιστική εγγύτητα της χώρας με την Ευρώπη.
11. Σύνδεση του πολιτισμού και της δημιουργίας με το τουριστικό προϊόνμε στόχο τον καλύτερο συντονισμό των εμπλεκόμενων φορέων και την έγκαιρη ανακοίνωση των πολιτιστικών δράσεων της προσεχούς τουριστικής περιόδου. Μέχρι σήμερα, η ανακοίνωση των πολιτιστικών προγραμμάτων (θέατρο, μουσική, χορός, εικαστικά κ.λπ.) γίνεται κατά κανόνα τόσο αργά ώστε οι τουριστικοί πράκτορες δεν μπορούν να τα προσφέρουν στα πακέτα διακοπών που περιλαμβάνουν πολιτιστικά προγράμματα (π.χ. Φεστιβάλ Επιδαύρου). Η ανακοίνωσή τους αρκετούς μήνες νωρίτερα από την έναρξή τους θα έδινε τη δυνατότητα στους τουριστικούς πράκτορες να παρέχουν εγκαίρως στους πελάτες τους όλες τις πληροφορίες που έχουν σχέση με τα πολιτιστικά δρώμενα της προσεχούς τουριστικής περιόδου, με τελικό αποτέλεσμα την ανάδειξη του πολιτιστικού τουρισμού σε σημαντική συνιστώσα του γενικού τουρισμού.
Το κείμενο υπό μορφή άρθρου, είναι προσαρμογή μελέτης της κας Σοφίας Λαζαρέτου, ∆ιεύθυνση Οικονοµικής Ανάλυσης και Μελετών, της ΤτΕ, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Οικονομικό Δελτίο της τραπέζης.
Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ