Η αναδυόμενη “μετα-νεοφιλελεύθερη” τάξη πραγμάτων στην παγκόσμια οικονομία και η θέση της Ελλάδας

Η Μετα-Νεοφιλελεύθερη στροφή: Ανάλυση της νέας εποχής δασμών και βιομηχανικής πολιτικής

 
Για χώρες όπως η Ελλάδα, που λειτουργούν εντός του πλαισίου της ΕΕ, η κατανόηση αυτής της μετατόπισης είναι κρίσιμη

 
Σε ένα άρθρο που προκαλεί συζητήσεις στο περιοδικό Foreign Affairs, η Jennifer Harris, οικονομολόγος και πρώην σύμβουλος στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ, χαρτογραφεί την αναδυόμενη “μετα-νεοφιλελεύθερη” τάξη πραγμάτων στην παγκόσμια οικονομία. Υποστηρίζει ότι η εποχή της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης και της ελαχιστοποίησης του κρατικού ρόλου, πυλώνες του νεοφιλελευθερισμού, φθίνει. Στη θέση της, αναδύεται μια νέα προσέγγιση που επαναφέρει στο προσκήνιο εργαλεία όπως οι δασμοί και η στοχευμένη βιομηχανική πολιτική, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσα για την επίτευξη ευρύτερων εθνικών στόχων.

 
Η θέση της Jennifer Harris

Η κεντρική ιδέα της Harris είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, και κατ’ επέκταση και άλλες μεγάλες δυνάμεις, απομακρύνονται από το νεοφιλελεύθερο δόγμα που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες. Η προσέγγιση αυτή έδινε προτεραιότητα στην αποδοτικότητα και τη μείωση του κόστους μέσω του ελεύθερου εμπορίου και της ελάχιστης κρατικής παρέμβασης. Ωστόσο, σύμφωνα με την Harris, αυτή η πολιτική οδήγησε σε:

Απώλεια βιομηχανικής βάσης: Μεταφορά παραγωγής σε χώρες με χαμηλότερο κόστος, αποβιομηχάνιση και απώλεια θέσεων εργασίας στη Δύση.

Ευπάθεια εφοδιαστικών αλυσίδων: Η πανδημία COVID-19 και οι γεωπολιτικές εντάσεις αποκάλυψαν την επικινδυνότητα της υπερβολικής εξάρτησης από συγκεκριμένους, συχνά ανταγωνιστικούς, προμηθευτές (ιδίως την Κίνα).

Αύξηση ανισοτήτων: Τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης δεν κατανεμήθηκαν ισομερώς, διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών εντός των κρατών.

Παραμέληση στρατηγικών στόχων: Η εμμονή στην οικονομική αποδοτικότητα επισκίασε ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ανθεκτικότητας και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.

 
Ως απάντηση, η Harris περιγράφει μια “μετα-νεοφιλελεύθερη” στροφή που χαρακτηρίζεται από:

Στρατηγική χρήση δασμών: Όχι ως γενικευμένο προστατευτισμό, αλλά ως εργαλείο για την προστασία κρίσιμων βιομηχανιών, την αντιμετώπιση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (π.χ., κινεζικές επιδοτήσεις) και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.

Ενεργή βιομηχανική πολιτική: Κρατικές επενδύσεις, επιδοτήσεις και ρυθμιστικά πλαίσια για την προώθηση στρατηγικών τομέων (π.χ., ημιαγωγοί, πράσινη ενέργεια, βιοτεχνολογία).

Προτεραιότητα στην ανθεκτικότητα (Resilience): Δημιουργία πιο ασφαλών και διαφοροποιημένων εφοδιαστικών αλυσίδων, συχνά μέσω “friend-shoring” (συνεργασία με φιλικές χώρες) ή “reshoring” (επαναπατρισμός παραγωγής).

Σύνδεση οικονομίας με εθνική ασφάλεια και κλίμα: Η οικονομική πολιτική γίνεται αναπόσπαστο μέρος της ευρύτερης στρατηγικής για την εθνική ασφάλεια και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

 
Η ανάλυση της Harris παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη. Το διεθνές σκηνικό του 2025 επιβεβαιώνει και ενισχύει πολλές από τις παρατηρήσεις της:

Συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις: Η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας δεν έχει αμβλυνθεί. Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός (π.χ., ημιαγωγοί, τεχνητή νοημοσύνη, 5G/6G) είναι στο επίκεντρο, με τις ΗΠΑ και την ΕΕ να εφαρμόζουν πολιτικές (όπως το US CHIPS Act και το European Chips Act) που συνάδουν πλήρως με τη λογική της βιομηχανικής πολιτικής και της στρατηγικής χρήσης εμπορικών περιορισμών.

Η εμπειρία της Ουκρανίας: Ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέδειξε με δραματικό τρόπο την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία και την ευπάθεια των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού τροφίμων. Αυτό ενίσχυσε την πολιτική βούληση για ενεργειακή μετάβαση και διαφοροποίηση πηγών, στόχοι που απαιτούν κρατική παρέμβαση και βιομηχανική στρατηγική.

Κλιματική αλλαγή ως μοχλός πολιτικής: Η ανάγκη για ταχεία απανθρακοποίηση ωθεί τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν μαζικές επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες. Πολιτικές όπως ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) της ΕΕ αποτελούν ουσιαστικά μια μορφή “πράσινου δασμού” που εντάσσεται στη λογική της Harris: χρήση εμπορικών εργαλείων για την επίτευξη μη-οικονομικών στόχων (κλιματική προστασία) και την ενίσχυση της εγχώριας πράσινης βιομηχανίας.

Άνοδος του οικονομικού εθνικισμού: Πέρα από τις ΗΠΑ, και άλλες χώρες (Ινδία, Βραζιλία, ακόμη και εντός της ΕΕ) υιοθετούν πιο παρεμβατικές οικονομικές πολιτικές με έμφαση στην εθνική αυτάρκεια ή την περιφερειακή ανθεκτικότητα. Η ρητορική περί “στρατηγικής αυτονομίας” (ΕΕ) αντικατοπτρίζει αυτή την τάση.

Αμφισβήτηση διεθνών θεσμών: Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) δυσκολεύεται να διαχειριστεί τις νέες αυτές τάσεις, καθώς το σύστημα επίλυσης διαφορών του παραμένει εν μέρει μπλοκαρισμένο και οι κανόνες του δύσκολα καλύπτουν τις σύγχρονες προκλήσεις (επιδοτήσεις, κρατικές επιχειρήσεις, ψηφιακό εμπόριο).

 
Η ανάλυση της Harris είναι διορατική και αποτυπώνει εύστοχα τη σημαντική μετατόπιση που συντελείται. Τα δυνατά της σημεία περιλαμβάνουν:

Αναγνώριση της πολιτικής πραγματικότητας: Περιγράφει με ακρίβεια την αλλαγή παραδείγματος που ήδη συμβαίνει στην πράξη στις μεγάλες οικονομίες.

Διεύρυνση των στόχων: Επισημαίνει ορθά ότι η οικονομική πολιτική δεν μπορεί πλέον να αξιολογείται μόνο με όρους αποδοτικότητας, αλλά πρέπει να ενσωματώνει κριτήρια ανθεκτικότητας, ασφάλειας, δικαιοσύνης και βιωσιμότητας.

 
Ωστόσο, η “μετα-νεοφιλελεύθερη” προσέγγιση εμπεριέχει και σημαντικούς κινδύνους και προκλήσεις:

Κίνδυνος προστατευτισμού και εμπορικών πολέμων: Η στρατηγική χρήση δασμών μπορεί εύκολα να εκτραπεί σε γενικευμένο προστατευτισμό, προκαλώντας αντίποινα και ζημιώνοντας τη διεθνή συνεργασία και την παγκόσμια ανάπτυξη. Η ισορροπία είναι λεπτή.

Αποτελεσματικότητα βιομηχανικής πολιτικής: Η ιστορία δείχνει ότι η κρατική επιλογή “νικητών” (συγκεκριμένων εταιρειών ή τομέων) είναι δύσκολη και συχνά οδηγεί σε σπατάλη πόρων, αναποτελεσματικότητα και διαφθορά (“cronyism”). Η επιτυχής εφαρμογή απαιτεί ισχυρούς θεσμούς και διαφάνεια.

Κόστος για καταναλωτές και πληθωρισμός: Οι δασμοί και οι πολιτικές που περιορίζουν τις εισαγωγές ή αυξάνουν το κόστος παραγωγής μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές και να τροφοδοτήσουν πληθωριστικές πιέσεις, κάτι ιδιαίτερα ευαίσθητο στο τρέχον περιβάλλον.

Επιπτώσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες: Η στροφή προς το “friend-shoring” και το “reshoring” μπορεί να περιθωριοποιήσει αναπτυσσόμενες χώρες που δεν εντάσσονται στις “φιλικές” αλυσίδες αξίας, επιδεινώνοντας τις παγκόσμιες ανισότητες.

Συντονισμός μεταξύ συμμάχων: Ενώ η λογική του “friend-shoring” προϋποθέτει συνεργασία, η ταυτόχρονη εφαρμογή εθνικών βιομηχανικών πολιτικών από συμμάχους (π.χ., ΗΠΑ και ΕΕ) μπορεί να οδηγήσει σε ανταγωνισμό επιδοτήσεων και εμπορικές τριβές μεταξύ τους (π.χ., διαφωνίες για το Inflation Reduction Act των ΗΠΑ).

 
Η πρόκληση

Η ανάλυση της Harris μας ωθεί να σκεφτούμε πέρα από την απλή διχοτομία “ελεύθερο εμπόριο εναντίον προστατευτισμού”. Η πρόκληση είναι η διαμόρφωση μιας “έξυπνης” οικονομικής πολιτικής που να συνδυάζει τα οφέλη της διεθνούς συνεργασίας με την ανάγκη για εθνική ανθεκτικότητα και την επιδίωξη στρατηγικών στόχων.

 
Για χώρες όπως η Ελλάδα, που λειτουργούν εντός του πλαισίου της ΕΕ, η κατανόηση αυτής της μετατόπισης είναι κρίσιμη. Η Ελλάδα καλείται:

1.Να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής και εμπορικής στρατηγικής, διασφαλίζοντας ότι λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες και οι δυνατότητες μικρότερων οικονομιών.

2.Να αξιοποιήσει τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία (π.χ., Ταμείο Ανάκαμψης, InvestEU) για να ενισχύσει τη δική της παραγωγική βάση σε τομείς στρατηγικής σημασίας (ενέργεια, ψηφιακός μετασχηματισμός, φάρμακα, ποιοτικά αγροδιατροφικά προϊόντα).

3.Να επενδύσει στην ανθεκτικότητα των δικών της υποδομών και εφοδιαστικών αλυσίδων.

4.Να αναζητήσει ευκαιρίες στο πλαίσιο του “friend-shoring”, προσελκύοντας επενδύσεις από εταιρείες που επιθυμούν να διαφοροποιήσουν την παραγωγή τους εντός της ΕΕ.

 
Μια εξελισσόμενη πραγματικότητα

Η “μετα-νεοφιλελεύθερη” εποχή, όπως την περιγράφει η Jennifer Harris, δεν είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή, αλλά μια εξελισσόμενη πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τις γεωπολιτικές πιέσεις, τις τεχνολογικές αλλαγές και την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των ορίων του προηγούμενου μοντέλου. Η ενεργότερη χρήση δασμών και βιομηχανικής πολιτικής σηματοδοτεί την επιστροφή του κράτους ως στρατηγικού οικονομικού παίκτη. Ενώ αυτή η στροφή μπορεί να είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση σύγχρονων προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή και η ασφάλεια των εφοδιαστικών αλυσίδων, εγκυμονεί επίσης σημαντικούς κινδύνους. Η επιτυχία θα κριθεί από την ικανότητα των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν αυτές τις πολιτικές με σύνεση, διαφάνεια και, ιδανικά, σε συντονισμό με τους συμμάχους τους, αποφεύγοντας έναν καταστροφικό κύκλο οικονομικού εθνικισμού. Η πλοήγηση σε αυτό το νέο, πολύπλοκο τοπίο αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την παγκόσμια οικονομία και πολιτική στο άμεσο μέλλον.

mywaypress.gr

Σχετικά Άρθρα