Η κλιματική αλλαγή σημαντική πρόκληση για την παγκόσμια οικονομία

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν είναι απλά ένα οικολογικό ζήτημα

 
Το κλίμα της Γης έχει μεταβληθεί πολλές φορές από την απαρχή του κόσμου μέχρι τις ημέρες μας. Τα τελευταία πενήντα χρόνια καταγράφεται μια «κλιματική επιδείνωση», η οποία μας προϊδεάζει ότι το κλίμα μακροπρόθεσμα οδηγείται προς μια νέα κατάσταση. Η σημαντική συσσώρευση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), προερχόμενη από την ανθρώπινη δραστηριότητα (βιομηχανίες, αυτοκίνητα κ.ά.), αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία της κλιματικής αλλαγής. Η αύξηση των εκπομπών του άνθρακα ενισχύει τα αέρια του θερμοκηπίου και η εξάπλωση τους στην ατμόσφαιρα επιβαρύνει περιοχές, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα άμεσα σχετιζόμενες με τα γεωγραφικά σημεία παραγωγής των εκπομπών. Η κλιματική αλλαγή αναμένεται ότι θα αυξήσει τη συχνότητα και την ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων, θα αυξήσει τις μέσες θερμοκρασίες και θα προκαλέσει την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η μέση θερμοκρασία παγκοσμίως αυξάνεται κατά 0,1 βαθμούς Κελσίου κάθε χρόνο από το 1950.

Οι παγκόσμιες πιέσεις στο περιβάλλον έγιναν εντονότερες, εξαιτίας της πληθυσμιακής αύξησης και των μεταβαλλόμενων καταναλωτικών προτύπων. Η αλλαγή του κλίματος αποδίδεται κυρίως στις βιομηχανικές δραστηριότητές των ανεπτυγμένων οικονομιών, με τις επιπτώσεις της να διαχέονται σε όλες τις οικονομίες, (αναπτυγμένες, αναδυόμενες, αναπτυσσόμενες) και κατά συνέπεια η αντιμετώπιση του προβλήματος να απαιτεί συντονισμένη δράση σε διεθνές επίπεδο. Οι κίνδυνοι που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, μπορούν να επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς δύναται να επηρεάσουν τη δημοσιονομική κατάσταση των χωρών, τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και το βιοτικό επίπεδο των ατόμων. Η διεθνής κοινότητα, στο πλαίσιο μετριασμού των επιδράσεων του προβλήματος, έχει επιτύχει μετά από μακράς διάρκειας διαβουλεύσεις, εντάσεις και συμβιβασμούς να καταλήξει σε παγκόσμιες συμφωνίες, όπως το πρωτόκολλο του Κιότο και η συμφωνία του Παρισιού.

 
Επιδίωξη της νομισματικής πολιτικής, η αποτροπή δυσμενών διαταραχών στην οικονομία

Τα τελευταία χρόνια, η κλιματική αλλαγή έχει προκαλέσει μεγαλύτερη αστάθεια στις καιρικές συνθήκες με αποτέλεσμα οι καταιγίδες και οι ξηρασίες να έχουν γίνει πιο έντονες, πιο παρατεταμένες και πιο συχνές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οικονομικές απώλειες που οφείλονται σε φυσικές καταστροφές παρουσιάζουν μια αυξανόμενη τάση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα που σχετίζονται με το κλίμα στα κράτη-μέλη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος έχουν προκαλέσει οικονομικές ζημίες άνω των Ευρώ 400 δισ. από το 1980 μέχρι σήμερα. Οι οικονομικές απώλειες πλήττουν τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ενώ διαχεόμενες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορούν να προκαλέσουν ζωτικής σημασίας προβλήματα. Τα τελευταία χρόνια, οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών, με πρωτοστάτη το διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Mark Carney, άρχισαν να συζητούν για τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Προκειμένου να προσεγγίσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το πώς η κλιματική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει τη νομισματική πολιτική, είναι σκόπιμο να εστιάσουμε στις βασικές αρχές πάνω στις οποίες οι κεντρικές τράπεζες στηρίζουν τις ενέργειές τους.

Σε γενικές γραμμές, η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον εντοπισμό του είδους και του μεγέθους των διαταραχών που ενδέχεται να επηρεάσουν μια οικονομία. Οι υπεύθυνοι χάραξης της νομισματικής πολιτικής διακρίνουν συνήθως δύο μεγάλες κατηγορίες διαταραχών.

Η πρώτη κατηγορία, αφορά τις διαταραχές που σχετίζονται με τη ζήτηση. Οι εν λόγω διαταραχές δύνανται να οδηγήσουν τον πληθωρισμό, την ανάπτυξη και την απασχόληση προς την ίδια κατεύθυνση.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά τις διαταραχές που σχετίζονται με την προσφορά. Αυτές οι διαταραχές είναι λιγότερο διαχειρίσιμες από τις κεντρικές τράπεζες, καθώς οδηγούν την παραγωγή και τον πληθωρισμό σε αντίθετες κατευθύνσεις. Οι διαταραχές που σχετίζονται με το κλίμα, συνήθως εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία. Οι ξηρασίες και οι πλημμύρες συχνά επιφέρουν μείωση της γεωργικής παραγωγής και ασκούν ανοδική πίεση στις τιμές των τροφίμων ενώ οι ασυνήθιστα κρύοι χειμώνες μπορούν να επηρεάσουν την παραγωγικότητα.

Συνεπώς, είναι σημαντικό, οι υπεύθυνοι χάραξης της νομισματικής πολιτικής να κατανοήσουν τις επιδράσεις των κλιματικών φαινομένων στην αγορά εργασίας, στις δαπάνες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, στην παραγωγή και στις τιμές, προκειμένου οι δράσεις τους να είναι αποτελεσματικές. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αξιολογήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τυχόν ευπάθειες του, υπό το πρίσμα της έκθεσής του σε σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Η ικανότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των κεντρικών τραπεζών να εντοπίζουν και να διαχειρίζονται κινδύνους που ενδεχομένως θα βλάψουν τη χρηματοπιστωτική τους λειτουργία έχει άμεσες συνέπειες τόσο στις επιδόσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, όσο και της ίδιας της οικονομίας, δεδομένου ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί θεμέλιο λίθο της οικονομικής ανάπτυξης. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν την ευθύνη να διαφυλάττουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκειμένου να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όταν αυτές πλήττονται από αρνητικές μακροοικονομικές διαταραχές. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να επικεντρώνονται στην εποπτεία των τραπεζών και στην αξιολόγηση των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων που διαθέτουν. Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, οφείλουν να έχουν στη διάθεσή τους συστήματα που να μετρούν, να ελέγχουν και να παρακολουθούν όλους τους σημαντικούς κινδύνους συμπεριλαμβανομένου και των ισχυρών καιρικών φαινομένων. Οι τράπεζες ενδείκνυται να διαχειρίζονται τους κινδύνους που σχετίζονται με αδυναμία καταβολής δανειακών υποχρεώσεων που προκύπτουν από διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας και πτωχεύσεων που συνδέονται με φυσικές καταστροφές, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με δάνεια σε ακίνητα που είναι πιθανόν να μην μπορούν να ασφαλιστούν ή δραστηριότητες που είναι εκτεθειμένες στις κλιματικές συνθήκες.

 
Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και μετάβαση στην αειφόρο ανάπτυξη

Αδιαμφισβήτητα, η κλιματική αλλαγή θα συνεχιστεί για πολλές ακόμα δεκαετίες ενώ οι επιπτώσεις της θα εξαρτηθούν από την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των παγκόσμιων συμφωνιών για τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου. Με δεδομένο ότι οι ψηφοφόροι πιέζουν για μετάβαση σε μια αειφόρο ανάπτυξη και οι καταναλωτές στρέφονται σε προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον, ενδεχομένως ορισμένοι τομείς της οικονομίας να αντιμετωπίσουν περιστατικά φθίνουσας ζήτησης, να υπάρξουν μεγάλες μεταβολές στις αξίες των περιουσιακών στοιχείων ή υψηλότερο κόστος επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Επιπροσθέτως, σε πολλές οικονομίες, κυρίως στις αναδυόμενες, η μετάβαση προς την αειφόρο ανάπτυξη ενδέχεται να δημιουργήσει ένα συγκρουσιακό περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο στόχος για μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, ο οποίος ενδεχομένως να απαιτεί σημαντικούς συμβιβασμούς με τους αναπτυξιακούς στόχους. Συμμετέχοντας πιο ενεργά στην έρευνα που σχετίζεται με το κλίμα, οι κεντρικές τράπεζες θα μπορέσουν να συμβάλουν με αποτελεσματικότητα στην ενίσχυση των εθνικών τους οικονομιών και να συνδράμουν στη δημιουργία ενός σταθερού διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Αξίζει να επισημανθεί ότι, η υπερθέρμανση του πλανήτη δεν αποτελεί ένα πρόβλημα που καταγράφεται αποκλειστικά στην ξηρά. Οι θερμότεροι ωκεανοί επηρεάζουν την τροφική αλυσίδα για τη θαλάσσια ζωή και επιδεινώνουν την ήδη μειούμενη προσφορά αλιευμάτων, γεγονός που με τη σειρά του επηρεάζει τον κλάδο της αλιείας και το βιοπορισμό των αλιέων. Σε γεωγραφικό επίπεδο, η Ευρώπη επηρεάζεται, τόσο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που εκδηλώνονται εντός της επικράτειας της, όσο και εκτός αυτής και σχετίζονται με το εμπόριο, τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τη μετανάστευση. Οι περιοχές της Ευρώπης είναι αρκετά ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή ενώ προβλέπεται, ότι τις περισσότερες δυσκολίες θα κληθεί να αντιμετωπίσει η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ήδη, στην εν λόγω περιοχή, έχουν αρχίσει να σημειώνονται ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες, μειώνεται η ροή των ποταμών, φαινόμενα τα οποία συμβάλουν στην ενίσχυση της ξηρασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος δασικών πυρκαγιών και η μείωση της γεωργικής παραγωγής.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ξεκινήσει σημαντικές δράσεις για την ανάπτυξη ενός πλαισίου παρακολούθησης των κινδύνων που συνδέονται με το κλίμα σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο ενώ συνεργάζεται με τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες στην ανάλυση και τη διαχείριση των κινδύνων.

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη αρχίσει να υποστηρίζει (Directive 2016/2341) τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Επιπρόσθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες προωθείται νομοθετική ρύθμιση (Climate Change Financial Risk Act 2019), η οποία θα υποχρεώνει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) να αξιολογεί ανά διετία την ικανότητα των τραπεζών να αντιμετωπίσουν χρηματοπιστωτικούς κινδύνους που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή.

Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα