
Η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) θα διογκώσει το παγκόσμιο χρέος
Τι υποδεικνύει η διαχρονική εξέλιξη του παγκόσμιου συνολικού χρέους;
Η πανδημική κρίση που προκάλεσε η διασπορά του κορωνοϊού (COVID-19) ήταν ένα σημαντικό πλήγμα στην εύθραυστη ανάκαμψη που είχε αρχίσει να καταγράφει η παγκόσμια οικονομία στις αρχές του 2020. Οι κυβερνήσεις σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμητέα η αύξηση των δημόσιων δαπανών και κατά συνέπεια των επιπέδων του δημόσιου χρέους, την ίδια στιγμή που τα φορολογικά έσοδα έχουν αρχίσει να περιορίζονται, εξαιτίας της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, οι άνευ προηγουμένου παρεμβάσεις από τις εθνικές κυβερνήσεις για την αντιστάθμιση των οικονομικών επιπτώσεων του COVID-19 είναι ικανές να οδηγήσουν το επίπεδο του παγκόσμιου συνολικού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) σε νέο ιστορικά υψηλό.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του Institute of International Finance (IIF), το συνολικό χρέος το 2019 αυξήθηκε κατά 10 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να ανέλθει σε 255 τρισ. δολάρια ΗΠΑ ή σε 322% του παγκόσμιου ΑΕΠ (Γράφημα 11 –βλέπε info). Σημειώνεται ότι, από το 1999 που ξεκινά η χρονοσειρά των στοιχείων του IIF, η αύξηση του συνολικού χρέους είναι 176 τρισ. δολάρια ΗΠΑ. Μελετώντας τη διαχρονική αύξηση του παγκόσμιου συνολικού χρέους, διαπιστώνεται ότι πιο έντονα έχει σημειωθεί σε περιόδους χαμηλών πραγματικών επιτοκίων, ωστόσο, διάφοροι παράγοντες, όπως τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα ή ο εύκολος δανεισμός μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών, έχουν συμβάλει με σημαντικό ποσοστό στην άνοδό του, ενώ, το μεγαλύτερό του τμήμα αφορά, ως επί το πλείστον, τον ιδιωτικό τομέα. Έχει παρατηρηθεί ιστορικά ότι η άνοδος του χρέους σε διαφορετικές χρονικές περιόδους έχει συνοδευτεί με εκτεταμένες οικονομικές κρίσεις, ενώ η σοβαρότητα της οικονομικής ζημίας που έχει προκαλέσει η καθεμία ποικίλει, ανάλογα του είδους της κρίσης και της γεωγραφικής περιοχής που έχει πληγεί. Οι οικονομικές κρίσεις συνήθως προήλθαν από διαταραχές που προκάλεσαν η απότομη μείωση της ανάληψης επενδυτικού κινδύνου, η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου ή του κόστους δανεισμού, καθώς και οι απότομες εκροές κεφαλαίων.
Η προσδοκώμενη άνοδος του συνολικού χρέους προβληματίζει τους εμπλεκόμενους στις αγορές, καθώς το μέγεθος αλλά και το πλήθος των ομολογιακών εκδόσεων μπορούν να επηρεάσουν τη μεταβλητότητα των τιμών, ενώ δεν μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος στην οικονομική μεγέθυνση. Η απόφαση του οίκου αξιολόγησης Fitch Ratings, τον Απρίλιο, να προβεί σε υποβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ιταλίας σε BBB- από BBB, καθώς προβλέπει το χρέος της χώρας να σκαρφαλώνει στο 156% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2020, από 135% το 2019, μας προϊδεάζει για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Σε δυσμενή θέση οι αναδυόμενες οικονομίες
Η απότομη πτώση του διεθνούς εμπορίου και οι αναταράξεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν πλήξει, σε σημαντικό βαθμό, τόσο τις ανεπτυγμένες οικονομίες, όσο και τις αναδυόμενες οικονομίες. Όσον αφορά στις αναδυόμενες οικονομίες, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του Institute of International Finance, την τελευταία δεκαετία, κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αύξηση συνολικού χρέους των τελευταίων 50 ετών. Συγκεκριμένα, το συνολικό χρέος στις αναδυόμενες οικονομίες αυξήθηκε από το 2010 περίπου 52 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε 220% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2019. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι στο ποσοστό της εν λόγω αύξησης η Κίνα καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα, λόγω του οικονομικού της μεγέθους.
Η ύφεση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία είναι πρωτόγνωρη, καθώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα η διάρκεια τόσο της πανδημίας, όσο και της εξόδου από τα περιοριστικά μέτρα διεθνώς. Ωστόσο, η ύφεση που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορωνοϊού έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό με προηγούμενες, ότι δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των χωρών με υψηλό συνολικό χρέος και τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων.
Η μεγάλη κάμψη της εξωτερικής ζήτησης, η πτώση των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων, η χειροτέρευση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, η διολίσθηση των εθνικών νομισμάτων και οι κεφαλαιακές εκροές, επιδρούν αρνητικά στις αναδυόμενες οικονομίες. Σημειώνεται ότι τουλάχιστον 100 αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες έχουν ήδη υποβάλει αίτημα έκτακτης χρηματοδοτικής βοήθειας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ για 77 από αυτές έχει ήδη εγκριθεί το ποσό των 83 δισ. δολαρίων ΗΠΑ (IMF COVID-19 Financial Assistance and Debt Service Relief. July 2, 2020).
Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης συνέβαλαν στην άμβλυνση της μεταβλητότητας
Η αγορά ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες βοήθησε στην εξομάλυνση της αστάθειας στις αναδυόμενες οικονομίες. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch Ratings σε έκθεσή του (UnconventionalMonetaryPoliciesinEmergingMarkets, July 2020), οι κίνδυνοι για τη μακροοικονομική σταθερότητα και την αξιοπιστία των ακολουθούμενων πολιτικών είναι μεγαλύτεροι στις συγκεκριμένες οικονομίες συγκριτικά με τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Σημειώνεται ότι οι αναδυόμενες οικονομίες επηρεάστηκαν σε σημαντικό βαθμό από την πανδημία του COVID-19,με αποτέλεσμα στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους να καταγραφούν μεγάλες υποτιμήσεις στα εθνικά νομίσματα, απότομες αυξήσεις στις αποδόσεις των ομολόγων σε τοπικό νόμισμα και μεγάλες εκροές επενδυτικών κεφαλαίων από διεθνή χαρτοφυλάκια.
Η ανησυχία για έλλειψη ρευστότητας οδήγησε τις νομισματικές αρχές σε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες να εφαρμόσουν μη συμβατικές νομισματικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων αγοράς τοπικών ομολόγων. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, ένας σχετικά μικρός αριθμός κρατών από την κατηγορία των αναδυόμενων οικονομιών, όπως η Πολωνία, η Κροατία και η Χιλή, έχουν εφαρμόσει προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) για να μειώσουν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Η αδυναμία εφαρμογής των προγραμμάτων QE σε περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχουν περιορισμοί και κίνδυνοι για τις μη συμβατικές νομισματικές πολιτικές (νομικό πλαίσιο, μικρά μεγέθη τοπικών αγορών), καθώς και ότι το βασικό επιτόκιο της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών πρέπει να βρίσκεται στο κατώτερο όριο. Η πανδημική κρίση δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των οικονομιών, των θεσμών και των πολιτικών στις αναδυόμενες οικονομίες, καθώς οι τελευταίες βρίσκονται σε πολύ πιο ευάλωτη θέση σε σχέση με την κρίση του 2008-2009, ενώ, μεσοπρόθεσμα, το QE μπορεί να υπονομεύσει τις προσπάθειες ανάπτυξης των τοπικών κεφαλαιαγορών, λόγω στρέβλωσης των τιμών που ενδεχομένως θα προκαλέσουν τα προγράμματα αγοράς ομολόγων.
Η πανδημική κρίση δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό όσον αφορά στην εκτίναξη του παγκόσμιου χρέους
Τα χαμηλά επιτόκια της τελευταίας δεκαετίας συνέβαλαν ώστε κυβερνήσεις και δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις σε αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες να μπορέσουν να συγκεντρώσουν κεφάλαια με σχετικά χαμηλό κόστος για να χρηματοδοτήσουν την οικονομική τους μεγέθυνση, καθώς οι επενδυτές αναζητούσαν καλύτερες αποδόσεις, οδηγώντας παράλληλα το συνολικό παγκόσμιο χρέος σε ιστορικά υψηλά. Η πανδημική κρίση επανέφερε στο προσκήνιο τη διόγκωση του παγκόσμιου χρέους και τον κίνδυνο που εγκυμονεί για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στην παρούσα συγκυρία, το κύριο μέλημα των σχεδιαστών πολιτικής είναι η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, ανεξαρτήτως του δημοσιονομικού κόστους. Με περιορισμένους χρηματικούς πόρους και μικρό δημοσιονομικό χώρο, η πανδημία COVID-19 θα μπορούσε να προκαλέσει στις αναδυόμενες και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες μεγάλα οικονομικά προβλήματα, ενώ η ανθεκτικότητά τους δοκιμάζεται εντονότερα, εξαιτίας των ενδογενών τους αδυναμιών (αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα, ευάλωτα εθνικά νομίσματα).Τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε αυτές τις οικονομίες αναμένεται να διευρυνθούν. Ωστόσο, οι εμπλεκόμενοι στις αγορές είναι πιθανόν να αποδεχτούν την επισφάλεια των δημοσιονομικών μεγεθών, εφόσον στις οικονομίες αυτές εισαχθούν εποπτικοί κανόνες που θα επιτρέψουν την επιστροφή στη δημοσιονομική βιωσιμότητα, όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη. Η εμπειρία του παρελθόντος από τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις έχει δείξει ότι, σε ένα εξαιρετικά εύθραυστο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, ο οικονομικός αντίκτυπος σε εθνικό επίπεδο επηρεάζεται σημαντικά από τις πολιτικές προτεραιότητες που λαμβάνονται από τις κυβερνήσεις.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους δεν αποτελούν πρόβλημα για τις προηγμένες οικονομίες, όσο το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλότερο από τον ονομαστικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ. Με γνώμονα την αντίδραση των αγορών στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, διαπιστώνεται ότι η προσδοκώμενη εκτίναξη του παγκόσμιου χρέους το 2020 σε νέα ιστορικά υψηλά επίπεδα δεν προβληματίζει τους συμμετέχοντες στις αγορές. Ενδεχομένως, όμως, στο μέλλον, να αποτελέσει εστία εκδήλωσης μιας σοβαρής κρίσης και για αυτό απαιτείται μια στρατηγική για μετριασμό των κινδύνων που μπορεί να επιφέρει, αλλά και μια διεθνής συνεργασία μεταξύ διεθνών οργανισμών και κεντρικών τραπεζών για από κοινού διαχείριση του προβλήματος.
info
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.