
ΙΟΒΕ: η οικονομία μπορεί να εισέλθει σε νέες αναταράξεις και δυσάρεστες εκπλήξεις χωρίς την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων
Υπό τις αναμενόμενες επιδράσεις παραγόντων οι οποίοι επηρεάζουν τις συνιστώσες του ΑΕΠ, δεν μεταβάλλεται η πρόβλεψη του ΙΟΒΕ για ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2017 της τάξης 1,5%, ενδεχομένως και ελαφρώς μικρότερο, υπογραμμίζει Έκθεση του ΙΟΒΕ υπό τον τίτλο «Η Ελληνική Οικονομία, 2ο/2017 ».
Αναλυτικά η έκθεση:
Κατά την περίοδο που εξετάζει η έκθεση του ΙΟΒΕ που δημοσιεύεται σήμερα, η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από σταθερότητα όσον αφορά τη δημοσιονομική εικόνα, και στασιμότητα όσον αφορά τις προσδοκίες των νοικοκυριών και επιχειρήσεων για τις μελλοντικές εξελίξεις. Μακροοικονομικά, η εικόνα είναι μικτή. Καταγράφεται ανάκαμψη η οποία, σύμφωνα άλλωστε και με εκτιμήσεις προηγούμενων εκθέσεων του ΙΟΒΕ, αναμένεται να πλησιάσει την περιοχή του 1,5% για το έτος, σε πραγματικούς όρους. Αυτή είναι μια θετική εξέλιξη μετά από τη στασιμότητα των προηγούμενων πολλών μηνών, όπως θετική είναι και η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής. Μια σειρά από δείκτες δείχνουν επίσης βελτίωση σε επιμέρους πλευρές της οικονομίας. Όμως, οι ρυθμοί ανάπτυξης συνολικά είναι χαμηλότεροι από αυτούς που στόχευε η οικονομική πολιτική, γεγονός προς το οποίο έχει συντελέσει και η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, από κοινού με τον σχετικά αργό ρυθμό μεταρρύθμισης του παραγωγικού υποδείγματος και την αδυναμία να ωφεληθεί η χώρα σε όρους ρευστότητας από τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Το πρόσφατο διάστημα πριν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, δημιουργήθηκαν προσδοκίες για μια σημαντική περαιτέρω πρόοδο στη διασαφήνιση των όρων χρηματοδότησης της χώρας μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, όπως και στους όρους διαχείρισης του δημόσιου χρέους μακροπρόθεσμα. Το γεγονός ότι μόνο μικρή σχετικά πρόοδος καταγράφηκε, δεν εκτροχιάζει την εφαρμογή του προγράμματος ούτε της οικονομίας. Μεταθέτει, όμως, σημαντικές αποφάσεις προς το μέλλον και δε μειώνει δραστικά τις σχετικές αβεβαιότητες, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν υπάρχει στο εσωτερικό της χώρας πλήρης και μη αναστρέψιμη στροφή της οικονομικής πολιτικής προς τις απαραίτητες για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία κινείται εντός τροχιάς, όμως με σημαντικά αργότερο ρυθμό από τον εφικτό και επιθυμητό. Πρέπει να συνυπολογιστεί ως σημαντικό στοιχείο πως στο ευρωπαϊκό περιβάλλον οι τάσεις ανάπτυξης καταγράφονται πλέον περισσότερο εύρωστες, γεγονός που από τη μια πλευρά βοηθά την αύξηση των εξαγωγών για την ελληνική οικονομία, από την άλλη όμως αυξάνει την απόσταση της μακροοικονομικής πορείας της χώρας από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Στην παρούσα έκθεση καταγράφονται και αναλύονται τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν αφενός την τρέχουσα ανάκαμψη και αφετέρου τις περισσότερο μεσοπρόθεσμες τάσεις.
Ένα από τα σημαντικά επιμέρους ζητήματα είναι η δυναμική του εμπορικού ισοζυγίου. Ενώ υπάρχει θετική δυναμική τόσο στις εξαγωγές αγαθών όσο και υπηρεσιών, δεν είναι σαφές πως αυτή επαρκεί για να εξουδετερώσει την αύξηση των εισαγωγών που συμπαρασύρει μια άνοδος της κατανάλωσης στην ελληνική οικονομία. Ήδη, ενώ η πορεία της κατανάλωσης στο τρέχον διάστημα είναι θετική, η άνοδος των εισαγωγών αποτελεί ισχυρό επιβαρυντικό παράγοντα για τη μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ. Σχετικά, μπορούν να γίνουν δυο επιμέρους παρατηρήσεις.
Πρώτον, η βελτίωση των προσδοκιών των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όπως και όποτε επέρχεται, μετά από μια τόσο βαθιά και μακροχρόνια ύφεση, αναπόφευκτα οδηγεί σε τάση για αγορές πάγιων καταναλωτικών όπως και κεφαλαιουχικών αγαθών. Οι αποφάσεις είχαν αναβληθεί επί μακρόν και ενδεχομένως οι σχετικές ανάγκες γίνονται όλο και περισσότερο έντονες. Στο βαθμό, λοιπόν, που δεν έχει επιτευχθεί επαρκώς στροφή της εγχώριας παραγωγής σε αυτούς τους κλάδους σε ανταγωνιστικούς όρους, ένα τμήμα των σχετικών αγορών διαρρέει προς το εξωτερικό της χώρας. Δεύτερον, η παραγωγή με όρους διεθνώς ανταγωνιστικούς (είτε για εξαγωγές, είτε για υποκατάσταση εισαγωγών) προϋποθέτει καινοτομικότητα, μακροπρόθεσμες επενδύσεις και δυνατότητα αποτελεσματικής διασύνδεσης με διεθνή δίκτυα παραγωγής. Όσο η αβεβαιότητα για την ενδιάμεση πορεία της οικονομικής πολιτικής και την τελική έκβαση της ελληνικής κρίσης δεν απαλείφεται, η σχετική δυναμική θα είναι ασθενής. Μόνο με μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, στοιχείο που προϋποθέτει ισχυρή αξιοπιστία και εμπιστοσύνη, θα μπορεί να υπάρξει συστηματική και διατηρήσιμη βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, που είναι άλλωστε και ο κύριος καθρέφτης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.
Ασφαλώς μια άλλη σημαντική διάσταση είναι η δημοσιονομική. Τα χρόνια της κρίσης τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν προσεγγίζοντας τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, συμβάλλοντας στη δημοσιονομική εξισορρόπηση, μια απαραίτητη εξέλιξη. Όμως είτε λόγω της πίεσης για άμεση απόδοση, είτε λόγω κακού σχεδιασμού, το μείγμα των συντελεστών δημιουργεί αντικίνητρα για ανάπτυξη. Σήμερα το περιθώριο μιας μείωσης δημόσιων δαπανών συνολικά είναι πλέον μικρό, και έτσι άμεση προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στον εξορθολογισμό της σύνθεσης των δύο πλευρών της δημοσιονομικής εξίσωσης. Καλύτερη στόχευση δαπανών, από τη μια πλευρά, για προστασία των αδύναμων και από την άλλη για μείωση της γραφειοκρατίας, εκσυγχρονισμό της διοίκησης και ανάπτυξη. Μείωση των συντελεστών που δημιουργούν αντικίνητρα για εργασία και επιχειρηματικότητα και διεύρυνση της φορολογικής βάσης με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών.
Καθώς σταδιακά η ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος πλησιάζει χρονικά όλο και περισσότερο, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επιτάχυνση της συστηματικής βελτίωσης της παραγωγικής βάσης μέσω προσέλκυσης των επενδύσεων και συνέχισης των δομικών μεταρρυθμίσεων, συνεπούς αναπτυξιακής πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει την, χωρίς χρονοτριβή, ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα ακόμα και αν γίνει σε μικρή κλίμακα. Αν, όμως, η έξοδος στις αγορές για άντληση ρευστότητας γίνει ως υποκατάστατο στην υπόλοιπη αναπτυξιακή πολιτική, θα έχει μεσοπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα. Το ΙΟΒΕ έχει δημοσιεύσει τον τελευταίο μήνα αριθμό μελετών για διαφορετικές πλευρές της ελληνικής οικονομίας που όμως, αν κάποιος τις δει ως σύνολο, εντοπίζουν προκλήσεις και καταγράφουν τους όρους υπό τους οποίους θα υπάρξει διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα ανάπτυξη.
Σε μελέτη μας εξετάζεται η επίδραση των μεταρρυθμίσεων που έχουν δρομολογηθεί τα τελευταία χρόνια σε κλάδους εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η στροφή του παραγωγικού υποδείγματος προς διεθνή εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και η αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των σχετικών κλάδων αποτελεί ίσως την πιο κρίσιμη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Σε πρόσφατη μελέτη ποσοτικοποιούνται τα αναμενόμενα οφέλη από τη δρομολογημένη αποκρατικοποίηση του λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ). Εκτός από το δημοσιονομικό όφελος, ιδιαίτερα σημαντική θα είναι για την ελληνική οικονομία η αύξηση της παραγωγικότητας που μπορεί να επιτευχθεί ευρύτερα μέσω έμμεσων επιδράσεων από την επιτυχή και κατάλληλα σχεδιασμένη προώθηση της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Σε άλλη πρόσφατη, ειδική, μελέτη, για τις προκλήσεις και τις σημαντικές δυνατότητες της μεταποιητικής βιομηχανίας αναλύονται οι διασυνδέσεις του τομέα με την υπόλοιπη οικονομία, τονίζεται ότι αυτός εμπεριέχει πολύ σημαντικά στοιχεία καινοτομίας και αξιοποίησης ανθρώπινου κεφαλαίου και πως η ανάπτυξή του θα είναι κομβικής σημασίας για τη στροφή στο νέο αναπτυξιακό παραγωγικό υπόδειγμα που δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Σε άλλη μελέτη εξετάζεται η οικονομική πορεία των Καλλικρατικών δήμων και η παρακολούθηση της μέσω σύγχρονων λογιστικών μεθόδων. Η αποτελεσματική διαχείριση πόρων σε κάθε επίπεδο της δημόσιας ζωής είναι κρίσιμης σημασίας ειδικά σε μια περίοδο δημοσιονομικής στενότητας. Ταυτόχρονα, η χρήση σύγχρονων μεθόδων λογιστικής παρακολούθησης μπορεί να αποδειχτεί ένα κομβικής σημασίας εργαλείο τόσο για τη διαφάνεια έναντι των πολιτών και των επιχειρήσεων όσο και για την αξιολόγηση των επιμέρους πολιτικών που εφαρμόζονται σε τοπικό επίπεδο.
Τέλος, σε πρόσφατη μελέτη εξετάστηκε η διασύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την ελληνική οικονομία. Τεκμηριώθηκε ότι η μεγάλη άνοδος τα τελευταία χρόνια του αριθμού αποφοίτων δεν έχει συνοδευτεί με ταυτόχρονη βελτίωση της διασύνδεσης με την αγορά εργασίας, ως αποτέλεσμα, σημαντικό μέρος των αποφοίτων προσανατολίζεται ακόμη και σήμερα σε τομείς δυνητικής απασχόλησης όπως η ίδια η εκπαίδευση και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, όπου πλέον δεν θα μπορούν να τους απορροφήσουν όπως γινόταν στο παρελθόν. Ταυτόχρονα, τεκμηριώνεται ότι ενώ υπάρχει σημαντικό δυναμικό όσον αφορά την επιστημονική έρευνα, είναι ιδιαίτερα ασθενής η διασύνδεση με τις επιχειρήσεις και την παραγωγή και, άρα, υπάρχει υστέρηση στη χώρα σε όρους καινοτομίας. Συνολικά, είναι επείγουσα η ανάγκη στροφής του υποδείγματος διακυβέρνησης ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη αυτονομία και ευελιξία των Ιδρυμάτων, και ταυτόχρονα λογοδοσία στην κοινωνία για τα αποτελέσματα της λειτουργία τους.
Συμπερασματικά, με την ελληνική οικονομία να καταγράφει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, ακόμη και αν είναι χαμηλότεροι των επιθυμητών, και το ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον να βελτιώνεται, υπάρχει ανοικτή μια σημαντική ευκαιρία. Μια σταδιακή μείωση της αβεβαιότητας, θα δημιουργήσει θετικό μηχανισμό ανατροφοδότησης με τις επενδύσεις και την απασχόληση. Όμως, εάν δεν υπάρξει άμεση εκμετάλλευση των δυνατοτήτων, με επιταχυνόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα διευκολύνει την προσέλκυση επενδύσεων και αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, η οικονομία μπορεί να εισέλθει σε νέες αναταράξεις και να βρεθεί σε δυσάρεστες εκπλήξεις καθώς θα πλησιάζει η ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.
Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017 κατά 1,5% ή ελαφρώς μικρότερη
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης υλοποίησης του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής με την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017, κάμπτει την αβεβαιότητα που είχε δημιουργηθεί στην προηγούμενη περίοδο, σχετικά με την επίτευξη συμφωνίας αποδεκτής από όλες τις πλευρές οι οποίες συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις. Σχετικά με το τελευταίο θέμα των διαπραγματεύσεων, το βαθμό προσδιορισμού των μεσοπρόθεσμων ενεργειών για τη διευκόλυνση εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και το εάν επαρκεί για τη διασφάλιση από την τρέχουσα περίοδο της βιωσιμότητάς του, στην πρόσφατη απόφαση του Eurogroup επαναλαμβάνονται όσες ενέργειες αναφέρονταν στην απόφασή του της 25ης Μαΐου 2016, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευσή τους. Οι τρεις εκ των τεσσάρων θα υλοποιηθούν εφόσον κριθούν απαραίτητες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από τη σχετική ανάλυση η οποία θα πραγματοποιηθεί στο τέλος του τρέχοντος Μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Για την τέταρτη, την επέκταση της μέσης ωρίμανσης των ομολόγων του δεύτερου Προγράμματος τα οποία έχουν εκδοθεί από τον EFSF, και την περαιτέρω αναβολή της πληρωμής τόκων και χρεολυσίων για αυτά, με τη νέα απόφαση του Eurogroup δεν απαιτείται να ληφθεί υπόψη η τελική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους για την εφαρμογή της. Επομένως, είναι δυνατή η υλοποίησή της στο προσεχές χρονικό διάστημα, διευκολύνοντας την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Η επέκταση της μέσης ωρίμανσης και η περαιτέρω αναβολή της πληρωμής τόκων και χρεολυσίων μπορεί να πραγματοποιηθεί εκ νέου μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου, όποτε χρειαστεί, λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ των υποθέσεων για την ανάπτυξη στην ανάλυση της βιωσιμότητας χρέους και των πραγματικών τάσεων στην οικονομική δραστηριότητα, μέσω ενός μηχανισμού προσαρμογής ο οποίος θα προσδιοριστεί μαζί με τις υπόλοιπες μεσοπρόθεσμες ενέργειες το 2018. Η συγκεκριμένη δυνατότητα περιλαμβανόταν στην απόφαση του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 ως ένα ενδεικτικό μακροπρόθεσμο μέτρο για το χρέος, χωρίς να αναφέρεται ότι θα επιτελείται από συγκεκριμένο μηχανισμό. Βεβαίως, μένει να προσδιοριστεί ο τρόπος λειτουργίας του μηχανισμού.
Στην πρόσφατη απόφαση του Eurogroup δεν προσδιορίζονται άλλες μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες δράσεις για το χρέος. Όμως, για πρώτη φορά υπάρχει δέσμευση από την ελληνική κυβέρνηση για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος την περίοδο 2023 – 2060, το οποίο θα είναι της τάξης του 2% ή ελαφρώς υψηλότερο. Αυτή η δέσμευση, σε συνδυασμό με τον επαναπροσδιορισμό του τρόπου εξυπηρέτησης του δανείου από τον EFSF το προσεχές χρονικό διάστημα και τη δυνατότητα εκ νέου αναθεώρησής του (recalibration of reprofiling) στη μετά-προγραμματική περίοδο, θεωρούνται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ένα σημαντικό βήμα για την επίτευξη της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, όπως επίσης αναφέρεται στην πρόσφατη απόφαση του Eurogroup. Επιπρόσθετα, καθιστούν δυνατή την εξέταση σε σύντομο χρονικό διάστημα από το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ της αίτησης της Ελλάδας για μια βραχυχρόνια χρηματοδότηση, διάρκειας 14 μηνών.
Εφόσον, πρώτον, πραγματοποιηθεί ο επαναπροσδιορισμός των όρων εξυπηρέτησης του δανείου το οποίο χορηγήθηκε από το EFSF και, δεύτερον, εγκριθεί η χρηματοδότηση της Ελλάδας από το ΔΝΤ, είναι πιθανή η ένταξή της στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης (Q-E) της ΕΚΤ. Ανεξαρτήτως του εάν και πότε κάτι τέτοιο θα συμβεί, από ενδεχόμενες εξελίξεις προσεχώς οι οποίες θα σχετίζονται με την αναθεώρηση των όρων του δανείου από τον EFSF και τη νέα χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, θα ενισχυθεί σταδιακά η εμπιστοσύνη διεθνώς στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι το πρώτο μισό του 2017 έχει παρέλθει και ότι τυχόν ενέργειες για τα παραπάνω ζητήματα θα υλοποιηθούν σταδιακά από το τρίτο τρίμηνο, οι θετικές επενέργειες από την ενίσχυση της αξιοπιστίας της εγχώριας οικονομίας θα γίνουν αισθητές προς το τέλος του τρέχοντος έτους.
Οι αποφάσεις που αποτελούσαν προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης και αναμένεται να επιδράσουν σταδιακά από την τρέχουσα περίοδο στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, είναι όσες αφορούν στις μεταρρυθμίσεις οι οποίες νομοθετήθηκαν. Οι πλέον σημαντικές εξ’ αυτών είναι η διευκόλυνση αδειοδότησης επενδύσεων, οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, οι αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα και τα μέτρα για τη διαχείριση μη-εξυπηρετούμενων δανείων. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας δεν αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την υφιστάμενη απασχόληση επιχειρήσεων που ήδη λειτουργούν, αφού οι προσαρμογές που χρειάζονταν στο παρελθόν, ήταν εφικτό να γίνουν τα προηγούμενα χρόνια, με τη σταδιακή άρση ακαμψιών. Όμως, οι νέοι κανονισμοί αναμένεται να συμβάλλουν στην ίδρυση νέων επιχειρήσεων και την πραγματοποίηση επενδύσεων από υφιστάμενες επιχειρήσεις, καθώς διευκολύνουν τη διαχείριση νέου / πρόσθετου προσωπικού.
Σε ότι αφορά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τρόποι που θα ακολουθήσουν τα τραπεζικά ιδρύματα επιλέγοντας μεταξύ των εναλλακτικών επιλογών που έχουν στη διάθεσή τους θα καθορίσουν τις αντιδράσεις των δανειοληπτών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, μάλλον από το τέταρτο φετινό τρίμηνο και μετά. Μέχρι τότε, η σχετική στασιμότητα των καταθέσεων, στο επίπεδο στο οποίο διαμορφώθηκαν στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους, δεν επιτρέπει τη σημαντική μεταβολή της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζικών ιδρυμάτων. Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις), τον περασμένο Απρίλιο δεν ξεπερνούσαν τα €116,0 δισεκ., επίπεδο που είναι το χαμηλότερο από τον Δεκέμβριο του 2001 και μόλις €450 εκατ. υψηλότερο σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2015, πρώτο μήνα ισχύος των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Ένας επιπλέον λόγος εξαιτίας του οποίου τα τραπεζικά ιδρύματα δεν θα μεταβάλλουν σημαντικά την πιστωτική πολιτική τους στο υπόλοιπο του 2017 είναι η ανάγκη διασφάλισης όσο το δυνατόν μεγαλύτερων κεφαλαιακών αποθεμάτων ενόψει του επόμενου, τακτικού stress test της ΕΚΤ για όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης τον Ιανουάριο του 2018. Ακολούθως, θεωρείται πλέον πιθανό ότι στους επόμενους μήνες θα συνεχιστεί η μείωση των πιστώσεων προς τα νοικοκυριά, ενώ τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις ίσως να αυξηθούν ελαφρώς, κατόπιν της έως τώρα ήπιας μείωσής τους. Από αυτή τη ροή χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα, δεν αναμένεται τόνωση των δαπανών των νοικοκυριών και η ενίσχυση των επενδύσεων θα είναι μικρή.
Στην πλευρά της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς τα μέτρα τα οποία λήφθηκαν στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, για τη διαμόρφωση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018 – 2021 (ΜΠΔΣ 2018 – 2021), αφορούν στη διετία 2019 – 2020, δεν συνεπάγονται πρόσθετες επιβαρύνσεις για το 2017. Πάρα ταύτα, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις υφίστανται τις επιδράσεις των δημοσιονομικών μέτρων τα οποία αποφασίστηκαν κατά την πρώτη αξιολόγηση και εφαρμόστηκαν σταδιακά από τον Ιούνιο του προηγούμενου έτους έως την αρχή του 2017. Όμως, καθώς αυτά που επιβλήθηκαν στα εισοδήματα των φυσικών προσώπων είναι σε ισχύ από το τρίτο τρίμηνο του 2016, η επίδρασή τους στις μεταβολές οικονομικών μεγεθών σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πριν ένα έτος θα εξαλειφθεί προοδευτικά από το τρίτο τρίμηνο του 2017.
Πέρα από τις εξελίξεις το δεύτερο εξάμηνο που σχετίζονται με τις αποφάσεις στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, δεν αναμένεται ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας από τις αποκρατικοποιήσεις και τις παραχωρήσεις, παρότι στο τρίμηνο Απριλίου – Ιουνίου η υλοποίηση του σχετικού προγράμματος επιταχύνθηκε (επέκταση σύμβασης ΔΑΑ, ανακήρυξη πλειοδότη ΟΛΘ). Κατόπιν των διαγωνιστικών διαδικασιών οι οποίες ολοκληρώθηκαν και εφόσον ολοκληρωθούν οι υπόλοιπες προγραμματισμένες για το τρέχον έτος, μάλλον θα επιτευχθεί ο φετινός στόχος εισπράξεων. Ακόμα και εάν εισπραχθούν τα προγραμματισμένα για το 2017 έσοδα, η επίδραση των παραχωρήσεων και ιδιωτικοποιήσεων που θα ολοκληρωθούν φέτος στις επενδύσεις θα γίνει αισθητή σταδιακά από το επόμενο έτος, αφού απαιτείται η παρέλευση χρόνου για το σχεδιασμό και την αδειοδότηση των σχετιζόμενων επενδυτικών σχεδίων.
Τις δυσχέρειες των επιχειρήσεων στην άντληση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα μετρίασε στην αρχή του 2017 η σημαντική επιτάχυνση των πληρωμών ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τους προμηθευτές του. Παρά την καταβολή όλου του ποσού που προοριζόταν από τις δανειακές δόσεις για αυτόν το σκοπό, υπολογίζεται ότι από τον περυσινό Ιούλιο έως τον φετινό Απρίλιο δημιουργήθηκαν νέες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ύψους €1,37 δισεκ. Αυτό το γεγονός μάλλον συνδέεται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Άλλωστε, στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού για το 2017 αναφέρεται ότι “οι εκταμιεύσεις (σ.σ. πιστώσεων σε φορείς του δημοσίου για την τακτοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών) ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2016 και θα προσαρμόζονται ανάλογα με την πορεία της χρηματοδότησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης”. Τούτων δεδομένων, κατόπιν της πρόσφατης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, μάλλον θα επιταχυνθεί η κάλυψη των υποχρεώσεων του δημοσίου. Από την άλλη πλευρά, καθώς δεν έχει προγραμματιστεί η διάθεση συγκεκριμένου ποσού από τη δόση της δεύτερης αξιολόγησης για ληξιπρόθεσμες οφειλές, θεωρείται πλέον πιθανό ότι η πληρωμή τους επόμενους μήνες θα αυξηθεί ήπια.
Στον εξωτερικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, από τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία για την εξέλιξη των εξαγωγών και των εισαγωγών το 2017, που καλύπτουν το αρχικό τετράμηνο του 2017, προκύπτει επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών – υπηρεσιών, για πρώτη φορά από 2010. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εξαγωγές αγαθών – υπηρεσιών σε τρέχουσες τιμές ήταν σε αυτή την περίοδο 19,2% υψηλότερες έναντι των εξαγωγών στους ίδιους μήνες ένα έτος νωρίτερα. Στο σκέλος των εισαγωγών, η ποσοστιαία άνοδος ήταν ελαφρώς μικρότερη από ότι στις εξαγωγές, της τάξης του 16,0%. Όμως η μεταβολή του απόλυτου μεγέθους τους υπερέβη την αύξηση των εξαγωγών, διευρύνοντας το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου κατά 7,1%. Στη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών θεωρείται ότι συνέβαλε η χαλάρωση των capital controls ως προς τις εισαγωγικές συναλλαγές τον περυσινό Ιούλιο, σε συνδυασμό με τις συσσωρευμένες ανάγκες επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε εισαγωγές εξαιτίας τους.
Περνώντας σε εξωγενείς στην ελληνική οικονομία παράγοντες οι οποίοι ενδεχομένως να την επηρεάσουν κατά το τρέχον έτος, η τιμή του πετρελαίου υποχωρεί σχεδόν συνεχώς από το δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου, με αποτέλεσμα στο τέλος του Ιουνίου να βρίσκεται στην περιοχή των $45. Καθώς η υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου είχε ξεκινήσει σχεδόν δύο μήνες πριν την διένεξη μεταξύ των αραβικών χωρών – μελών του ΟΠΕΚ στην αρχή του φετινού Ιουνίου, θεωρείται ότι δεν οφείλεται σε αυτή, αλλά σε χαμηλή ζήτηση. Επομένως, είναι πλέον πιθανό ότι θα συνεχιστεί τουλάχιστον στους επόμενους μήνες, μέχρι την αρχή του φθινοπώρου, όταν θα καθοριστούν οι ενεργειακές ανάγκες για τον προσεχή χειμώνα. Συνεπώς, το ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων δεν θα επηρεαστεί αρνητικά σε αυτή την περίοδο από την τιμή του πετρελαίου. Η ενίσχυση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου από τον προηγούμενο Μάρτιο αντανακλά τη σταδιακή εξασθένιση της πολιτικής αβεβαιότητας για τα αποτελέσματα των αμφίρροπων εκλογικών αναμετρήσεων οι οποίες έλαβαν χώρα σε ορισμένες από τις χώρες της Ευρωζώνης (Ολλανδία, Γαλλία). Στον αντίποδα, η διαδικασία του Brexit και οι πιθανές επιδράσεις του εξακολουθούν να αποτελούν παράγοντα επιφυλακτικότητας για τις προοπτικές της οικονομίας της ΕΕ. Υπό τις παραπάνω επιδράσεις δεν αναμένεται κάμψη της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου στη μεγαλύτερη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2017.
Συνεκτιμώντας τις παραπάνω τάσεις σε οικονομικά μεγέθη, τα πρόσφατα πολιτικο-οικονομικά γεγονότα, κυρίως όσα σχετίζονται με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, καθώς και τις αναμενόμενες εξελίξεις, για την πραγματοποίηση προβλέψεων για τις συνιστώσες του ΑΕΠ και λοιπά μακρο-οικονομικά μεγέθη, η ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο πρώτο τρίμηνο του 2017 θα συνεχιστεί στα επόμενα τρίμηνά του. Όμως δεν αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο και εκτιμάται ότι κατά μέσο στη συνέχεια του τρέχοντος έτους θα εξασθενήσει. Η τόνωση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης προήλθε στο αρχικό φετινό τρίμηνο και θα συνεχίσει να προέρχεται κυρίως από την περαιτέρω κάμψη της ανεργίας, εξαιτίας της αύξησης της απασχόλησης σε εξωστρεφείς μεταποιητικούς κλάδους, στον Τουρισμό αλλά και στο δημόσιο τομέα. Ωστόσο, η εξασθένιση της ανεργίας μάλλον θα είναι ηπιότερη από ότι το 2016, λόγω των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών και της μεγαλύτερης φορολογίας εισοδήματος. Γενικότερα φέτος, στην ενίσχυση της κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα θα συμβάλλει η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, προκειμένου τα φυσικά πρόσωπα να είναι δικαιούχοι της έκπτωσης φόρου εισοδήματος.
Ανασχετικά σε μια μεγαλύτερη της ιδιωτικής κατανάλωσης φέτος θα επιδράσουν τα δημοσιονομικά μέτρα της πρώτης αξιολόγησης. Όμως, καθώς τα περισσότερα εξ΄αυτών εφαρμόζονται από το τρίτο περυσινό τρίμηνο, η επίδρασή τους στις μεταβολές του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών έναντι της αντίστοιχης περιόδου ένα έτος νωρίτερα, θα εξασθενήσει από το τρίτο τρίμηνο φέτος. Λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες οι οποίοι θα επιδράσουν στην ιδιωτική κατανάλωση στη συνέχεια του 2017, αναμένεται ήπια διεύρυνσή της, κατά 1,4%. Σε ότι αφορά το έτερο σκέλος της εγχώριας καταναλωτικής δαπάνης, τη δημόσια κατανάλωση, η διεύρυνσή της στην περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου, παρά την παρατεταμένη δεύτερη αξιολόγηση του Προγράμματος και την καθυστέρηση της σχετιζόμενης δανειακής δόσης, θεωρείται ένδειξη της μικρής αύξησής φέτος. Άλλωστε, η εκταμίευση της δόσης θα διευκολύνει τις πληρωμές για καταναλωτικές δαπάνες στο δεύτερο εξάμηνο του 2017. Καθώς σε αυτή την περίοδο πέρυσι τα καταναλωτικά έξοδα του κράτους είχαν συγκρατηθεί, θεωρείται αρκετά πιθανή η διεύρυνσή τους ένα έτος μετά. Ακολούθως, προβλέπεται ότι η δημόσια κατανάλωση θα είναι φέτος ελαφρώς μεγαλύτερη από το επίπεδό της το 2016, σχεδόν κατά 1,0%.
Περνώντας στις επενδύσεις, ο σημαντικότερος ανασχετικός παράγοντας για ακόμα ένα έτος θα είναι η χαμηλή διαθεσιμότητα επενδυτικών κεφαλαίων. Καθώς παραμένει αβέβαιο το εάν οι τράπεζες θα ενταχθούν στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αλλά κυρίως λόγω της εκκίνησης διευθέτησης των ληξιπρόθεσμων δανείων και του επερχόμενου stress test, δεν θα μεταβληθεί σημαντικά η πιστοδοτική πολιτική τους στο υπόλοιπο του 2017. Στην περίπτωση που η Ελλάδα θα ενταχθεί στο Q-E, οι τράπεζες θα αξιοποιήσουν τα πρόσθετα κεφάλαια κυρίως προκειμένου να ενισχύσουν τα κεφαλαιακά τους αποθέματα ενόψει του stress test. Ακολούθως, ως πλέον πιθανή εξέλιξη θεωρείται η μικρή αύξηση της παροχής πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις στο τρέχον εξάμηνο, που θα τις διατηρήσει κοντά στο ίδιο επίπεδο με πέρυσι στο σύνολο του έτους. Πέρα από τις γενικές χρηματοδοτικές συνθήκες, για τις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, ιδίως τις εισηγμένες σε χρηματιστηριακές αγορές, διαμορφώνονται σταδιακά από την αρχή του έτους πολύ καλύτερες δυνατότητες άντλησης κεφαλαίων, μέσω κεφαλαιαγορών. Εκτιμάται ότι και άλλες επιχειρήσεις ετοιμάζονται για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας και των επενδύσεών τους με τον ίδιο τρόπο, αξιοποιώντας και το ευνοϊκό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί κατόπιν ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Η εξασθένιση της αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα διευκολύνει την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων των οποίων η ετοιμασία είτε είχε αρχίσει, είτε είχε ολοκληρωθεί και αναμενόταν η έκβαση των διαπραγματεύσεων προκειμένου να αποφασιστεί ένα και πότε θα ξεκινήσει η πραγματοποίησή τους. Στην απόφαση πραγματοποίησης αυτών των επενδύσεων θα συμβάλλουν και ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές που υλοποιήθηκαν ως προαπαιτούμενες ενέργειες. Στον αντίποδα, οι διαδοχικές μεταβολές στην φορολογία επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών και η γενικότερη αίσθηση μεταβλητότητας του φορολογικού πλαισίου στην Ελλάδα, θα συνεχίσουν να είναι ένας από τους πλέον αποτρεπτικούς παράγοντες στην ανάληψη επενδυτικού ρίσκου.
Σε ότι αφορά τις επενδύσεις οι οποίες χρηματοδοτούνται και από το δημόσιο τομέα ή οφείλονται σε ενέργειές του, η οπισθοβαρής σε σχέση με το περασμένο έτος υλοποίηση του ΠΔΕ συνεπάγεται μικρότερη ώθηση στην επενδυτική δραστηριότητα. Καθώς η μεγάλη πλειονότητα των επενδύσεων σε ολοκληρωμένες ιδιωτικοποιήσεις και παραχωρήσεις βρίσκεται σε φάση σχεδιασμού ή αδειοδότησης, η συμβολή τους στις επενδύσεις φέτος θα είναι μικρή, προς το τέλος της χρονιάς.
Όπως έχει επισημανθεί στην προηγούμενη έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, ένας τεχνικός παράγοντας ο οποίος εκτιμάται ότι θα έχει θετική επίδραση στην επενδυτική δραστηριότητα το 2017, ενδεχομένως σημαντική, είναι η εξέλιξη των αποθεμάτων, κατόπιν της περυσινής μεγάλης υποχώρησής τους, κατά €1,55 δισεκ. Ήδη, στο πρώτο τρίμηνο, τα αποθέματα ήταν €215 εκατ. περισσότερα από πέρυσι. Συνεκτιμώντας τους ποικίλους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τις επενδύσεις, οι πρόβλεψη για τη διεύρυνσή τους φέτος διαμορφώνεται σε 13 με 15%.
Στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, την ανοδική τάση στις εξαγωγές κατά το τρέχον έτος αναμένεται να διαμορφώσουν κατά κύριο λόγο οι εξαγωγές υπηρεσιών, πρωτίστως οι εξαγωγές μεταφορών, ενώ η τάση των εισπράξεων από τον τουρισμό θα μεταστραφεί σε αυξητική και μάλλον θα διευρυνθούν ήπια στο σύνολο του έτους. Μικρότερη από ότι στις εξαγωγές υπηρεσιών αύξηση εκτιμάται ότι θα σημειωθεί στις εξαγωγές αγαθών, πλησίον του μεγέθους της το 2016. Η διεύρυνση των εξαγωγών αγαθών εξαιρουμένων πετρελαιοειδών και πλοίων, αλλά πρωτίστως η υψηλότερη ζήτηση για εγχωρίως παραγόμενες υπηρεσίες, μεταφορικές και λοιπές, θα οδηγήσει το σύνολο των εξαγωγών σε άνοδο, με ταχύτητα περίπου 5,5%.
Στο σκέλος των εισαγωγών, η παραμονή της εγχώριας ζήτησης σε τροχιά ανόδου στα επόμενα τρίμηνα του 2017, μάλλον με ελαφρώς μικρότερη ταχύτητα από ότι στο πρώτο φετινό τρίμηνο, θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τη ζήτησή τους, ιδίως για διεθνώς παραγόμενα προϊόντα. Ενισχυτικά στην αύξηση των εισαγωγών θα επενεργήσει η ανερχόμενη από την αρχή του έτους ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου, η τάση της οποίας δε αναμένεται να μεταστραφεί.
Υπό τις αναμενόμενες επιδράσεις παραγόντων οι οποίοι επηρεάζουν τις συνιστώσες του ΑΕΠ, δεν μεταβάλλεται η πρόβλεψη του ΙΟΒΕ για ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2017 της τάξης 1,5%, ενδεχομένως και ελαφρώς μικρότερο.