
ΚΕΠΕ: Μηχανισμός διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας
• Ένας τέτοιος μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει για να βελτιώσει τη σύζευξη μεταξύ των γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων που ζητούνται και προσφέρονται στην αγορά εργασίας και έτσι να βελτιώσει τις προοπτικές απασχόλησης των ανέργων
• Η ζήτηση από πλευράς επιχειρήσεων αφορά κυρίως σε νέες δεξιότητες και λιγότερο σε νέα επαγγέλματα
Στη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης του μηχανισμού διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας υπάρχουν κάποια σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, αναφέρει σχετική μελέτη του ΚΕΠΕ.
Όπως σημειώνει αναλυτικά:Η πρώτη και κύρια προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία ενός μηχανισμού διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας είναι η επαρκής πληροφόρηση που θα μπορέσει να συγκεντρωθεί.
Οι πηγές από τις οποίες μπορεί να αντλήσει πληροφόρηση ένας τέτοιος μηχανισμός είναι περιορισμένες και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις Έρευνες Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) της ΕΛΣΤΑΤ, τα δεδομένα εισροών-εκροών που διαθέτει η ΕΛΣΤΑΤ, τη βάση δεδομένων του ΟΑΕΔ, καθώς και το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ με το σχεδιασμό και την υλοποίηση ειδικών ερωτηματολογίων.
Οι δύο τελευταίες πηγές δεδομένων δυνητικά μπορούν να δώσουν πολύ πληρέστερη πληροφόρηση, όμως απαιτούν προσεκτικό σχεδιασμό στην υλοποίησή τους και πολλαπλά στάδια ελέγχου και διασταύρωσης των στοιχείων, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα λάθη. Επομένως, οφείλουν να εντοπιστούν και να επιλεγούν οι κατάλληλοι δίαυλοι για τη συλλογή αξιόπιστων δεδομένων.
Πρωτίστως, όμως, οφείλουν να διασφαλιστούν τα εξής:
α) Η βιωσιμότητα του μηχανισμού. Οφείλει να γίνει κατανοητό και αποδεκτό ότι ένας τέτοιος μηχανισμός θα είναι χρήσιμος εφόσον έχει συνέχεια, δηλαδή παράγει διαρκώς αποτελέσματα.
β) Η πληροφόρηση σε τακτά χρονικά διαστήματα. Προκειμένου να έχει ο μηχανισμός χρονική συνέχεια είναι εύλογο ότι οφείλει να έχει τις απαραίτητες και κατάλληλες εισροές. Αυτό σημαίνει παροχή και επεξεργασία δεδομένων σε τακτική βάση, μηνιαία, τριμηνιαία, ετήσια ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθεί εκ των προτέρων.
γ) Η διάκριση επιπέδων παροχής πληροφόρησης. Οφείλει να αποφασιστεί εκ των προτέρων αν η πληροφόρηση-εισροή στο μηχανισμό είναι σε εθνικό, περιφερειακό, νομού ή τοπικό επίπεδο, αν αφορά σε δεδομένα γενικών κλάδων ή εισέρχεται σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια (διψήφιοι ή τριψήφιοι κλάδοι), αν στηρίζεται σε λεπτομερή επαγγέλματα ή γενικές επαγγελματικές κατηγορίες, αν περιέχει πληροφορίες για δεξιότητες, κτλ. Πιθανόν να ήταν σκόπιμο αρχικά να περιοριστούν τα συλλεγόμενα δεδομένα σε επίπεδο χώρας ή περιφέρειας και με το πέρασμα του χρόνου και τη συσσώρευση εμπειρίας των εμπλεκομένων μερών να προχωρήσει η διαδικασία στη συλλογή λεπτομερέστερων πληροφοριών.
Εφόσον ληφθούν οι αναγκαίες αποφάσεις σε αυτούς τους τρεις άξονες, στη συνέχεια θα ήταν σκόπιμο να ξεκαθαριστούν μια σειρά από επιπρόσθετα ζητήματα. Ειδικότερα:
α) Η ορθή συμπλήρωση των ερωτηματολογίων σε επίπεδο επιχείρησης. Πιο συγκεκριμένα, αυτός που θα αναλάβει τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου οφείλει να έχει πλήρη γνώση των αναγκών της επιχείρησης σε ανθρώπινο δυναμικό και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, δεξιοτήτων και ικανοτήτων που χρειάζεται. Σε διαφορετική περίπτωση ο μηχανισμός ενδέχεται να οδηγήσει σε λάθος αποτελέσματα.
β) Ο ακριβής προσδιορισμός των χαρακτηριστικών του ανθρώπινου δυναμικού που έχει ανάγκη η επιχείρηση προϋποθέτει την ύπαρξη επαγγελματικών περιγραμμάτων, καθώς και γνώση αυτών αφενός από την επιχείρηση και αφετέρου από το φορέα που θα επεξεργαστεί τα δεδομένα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατη μελέτη του ΕΟΠΠΕΠ (2013), αλλά και παλαιότερη του CEDEFOP (2008), τονίζουν την παρατήρηση ότι η ζήτηση από πλευράς επιχειρήσεων αφορά κυρίως σε νέες δεξιότητες και λιγότερο σε νέα επαγγέλματα. Αυτό όμως αυξάνει το βαθμό δυσκολίας ως προς τον προσδιορισμό των ορθών παραμέτρων. Ένα ακόμη σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί προσοχή είναι τα αποτελέσματα που θα προκύψουν ως εκροές από το μηχανισμό διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας.
Ειδικότερα, αν τα αποτελέσματα είναι γενικά και όχι ειδικά, υπάρχει κίνδυνος σημαντικών αστοχιών, εφόσον δεν αξιοποιηθούν ως τέτοια. Αυτό σημαίνει ότι οι εκροές θα πρέπει να αφορούν σε συγκεκριμένες ειδικότητες, δεξιότητες, επαγγέλματα και κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και μεγέθη, τουλάχιστον μετέπειτα όπως ήδη αναφέρθηκε. Οι γενικότητες ενδέχεται να είναι αποπροσανατολιστικές όποια από τα στοιχεία αυτά και αν αφορούν. Απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή ειδικότερων αποτελεσμάτων είναι η ύπαρξη λεπτομερών δεδομένων, με άλλα λόγια δε- δομένων που θα ενσωματώνουν όλη την αναγκαία πληροφόρηση. Κανένα μοντέλο πρόβλεψης δεν μπορεί να είναι ακριβέστερο από τις εισροές του. Αυτό οδηγεί μοιραία στο επόμενο σημείο προσοχής. Έντονη ανησυχία από την ανάπτυξη μηχανισμών διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας προκαλεί η πρακτική χρήση που επιφυλάσσεται για τα αποτελέσματα ενός τέτοιου μηχανισμού. Ο δηλωμένος στόχος είναι ο προσδιορισμός των αναγκών της αγοράς εργασίας, ώστε να μπορέσει να βελτιωθεί η διαδικασία σύζευξης της ζήτησης με την προσφορά εργασίας δια του σχεδιασμού και της υλοποίησης προγραμμάτων λιγότερο της τυπικής και περισσότερο της μη τυπικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, με την προσοχή να εστιάζεται κυρίως στην αρχική και συ-νεχιζόμενη τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.
Θα ήταν δυνητικά παρακινδυνευμένο να μετατραπεί ένας τέτοιος μηχανισμός σε προσπάθεια πρόγνωσης των μελλοντικών αναγκών στην αγορά εργασίας και να χρησιμοποιηθεί για να κατευθυνθεί η προσφορά εργατικού δυναμικού προς συγκεκριμένες επαγγελματικές ειδικότητες και δεξιότητες. Η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, εκπροσώπων εργαζομένων και εργοδοτών, καταρχάς, και ερευνητικών φορέων, έπειτα, στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, ιδιαίτερα στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και στα προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης που προσφέρονται κυρίως σε ανέργους, πιθανότατα να αποδειχθεί χρήσιμη, εφόσον βελτιώσει τη σύζευξη μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Αυτό όμως απέχει σημαντικά από τη διαμόρφωση προγραμμάτων σπουδών με στόχο την ικανοποίηση εξειδικευμένων αναγκών της αγοράς εργασίας, ειδικά για την τυπική εκπαίδευση. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποδειχθεί μακροπρόθεσμα αναποτελεσματικό ή ακόμη και επιβλαβές. Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι ένας μηχανισμός διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας σε δεξιότητες μοιραία στηρίζεται σε ιστορικά στοιχεία ή σε πληροφορίες που λαμβάνει από τις επιχειρήσεις. Η πρώτη παρατήρηση σημαίνει σημαντικό περιθώριο σφάλματος. Αρκεί να αναρωτηθεί κάποιος πόσο επιτυχημένος θα ήταν ένας τέτοιος μηχανισμός μετά το 2008, οπότε ολόκληροι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας κατέρρευσαν στέλνοντας στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους. Η δεύτερη παρατήρηση θέτει ζήτημα αξιοπιστίας των δεδομένων που θα συλλεχθούν, που συζητήθηκε ήδη παραπάνω. Ο δεύτερος βασικός λόγος είναι η ταχύτητα με την οποία λαμβάνουν χώρα μεταβολές στην αγορά εργασίας, κυρίως λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων και των αλλαγών στα καταναλωτικά πρότυπα, σε αντιδιαστολή με τη βραδύτητα που αλλά- ζουν οι εκπαιδευτικές παράμετροι, π.χ. προγράμματα σπουδών, δεξαμενή δεξιοτήτων και γνώσεων, κ.ά. Προκειμένου να μειωθεί το περιθώριο αστοχιών και να αυξηθεί η χρησιμότητα του μηχανισμού, ίσως είναι σκόπιμο να επικεντρωθεί η προσπάθεια σε προγράμματα τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης σύντομης διάρκειας, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο. Από την άλλη πλευρά, πιθανόν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες να μην απαιτούν την εκτεταμένη εμπλοκή του δημόσιου τομέα. Ίσως να ήταν προτιμότερο ένας τέτοιος μηχανισμός να στηριχθεί περισσότερο στον ιδιωτικό τομέα, π.χ. στα όργανα εκπροσώπησης των εργοδοτών, τα οποία είναι σε θέση να γνωρίζουν πολύ καλύτερα τις ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό που αντιμετωπίζουν τα μέλη τους και, μάλιστα, σε τοπικό επίπεδο. Η συμμετοχή του Δημοσίου ενδέχεται να είναι αναγκαία σε επόμενα στάδια κωδικοποίησης και επεξεργασίας των δεδομένων που συλλέχθηκαν, αλλά και διάχυσης των αποτελεσμάτων σε όλους τους δυνητικούς χρήστες.
Συμπεράσματα
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό το περιβάλλον μέσα στο οποίο κρίνεται αναγκαίος ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός μηχανισμού διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας, αλλά και οι ιδιαίτερες συνθήκες που τον επιβάλλουν στην παρούσα φάση, με αρκετή καθυστέρηση σε σύγκριση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υπό προϋποθέσεις, ένας τέτοιος μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει για να βελτιώσει τη σύζευξη μεταξύ των γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων που ζητούνται και προσφέρονται στην αγορά εργασίας και έτσι να βελτιώσει τις προοπτικές απασχόλησης των ανέργων που έχουν αυξηθεί δραματικά στη διάρκεια της ύφεσης, αλλά και αυτών που αναμένεται να αποφοιτήσουν από την τυπική και μη τυπική εκπαίδευση στο μέλλον.
Ωστόσο, εξαρχής οφείλει να τονιστεί ότι τα περιθώρια άμεσων ωφελειών δεν είναι μεγάλα. Μια γρήγορη ματιά στις κενές θέσεις εργασίας στην ελληνική επικράτεια φανερώνει ότι δεν ξεπερνούσαν τις 15.000 το τελευταίο τρίμηνο του 2014, όταν ο αριθμός των ανέργων ήταν περίπου 1,25 εκατ. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν πληρώνονταν όλες οι κενές θέσεις απασχόλησης, το όφελος θα ήταν μικρό, αν και όχι αμελητέο για τους εμπλεκόμενους. Από την άλλη πλευρά, πιθανότατα η βελτίωση της σύζευξης να λειτουργούσε σωρευτικά και να ενθάρρυνε τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης μέσω της καλύτερης λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Δεν μπορεί να αγνοηθεί η πιθανότητα απελευθέρωσης παραγωγικής δυναμικότητας με την πλήρωση κενών θέσεων-κλειδιών. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν μπορεί να εκτιμηθεί εκ των προτέρων. Επιπλέον, δεν είναι απίθανο να υποεκτιμάται ο αριθμός των κενών θέσεων και στην πράξη να είναι πολύ περισσότερες από αυτές που καταγράφονται από την ΕΛΣΤΑΤ. Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό ότι ένας τέτοιος μηχανισμός δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προβλέψει μελλοντικές ανάγκες της αγοράς εργασίας και να αποτελέσει βάση σχεδιασμού πολιτικών αρχικής τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, πιθανόν μόνο συνεχιζόμενης. Αν αυτό είναι το ζητούμενο, τότε ίσως να ήταν προτιμότερο να σχεδιαστεί μια αναπτυξιακή και βιομηχανική πολιτική στο πλαίσιο των οποίων η εκπαίδευση, όχι μόνο η τεχνική επαγγελματική, και η κατάρτιση θα συνδέονταν με κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, επαγγέλματα, δεξιότητες και γεωγραφικές περιοχές, με όποιους βέβαια κινδύνους μπορεί να κρύβει κάτι τέτοιο.
Ο μηχανισμός διάγνωσης μπορεί να συμβάλει, καταρχάς σε τοπικό επίπεδο, στη βελτίωση της σύζευξης προσφοράς και ζήτησης εργασίας προσφέροντας εκπαίδευση και κατάρτιση σύντομης διάρκειας με την άκρως απαραίτητη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, ειδικά των εκπροσώπων των εργοδοτών. Αυτή αναμένεται να είναι και η μεγαλύτερη συνεισφορά του, δηλαδή η σύσταση και λειτουργία ενός μόνιμου δικτύου επικοινωνίας μεταξύ της αγοράς εργασίας και της δομής απασχόλησης με τους φορείς εκπαίδευσης και κατάρτισης. Σε κάθε περίπτωση, δε θα πρέπει να αναμένει κάποιος θεαματικά αποτελέσματα από τη λειτουργία ενός τέτοιου μηχανισμού στον τομέα της αύξησης της απασχόλησης. Τέτοια μπορούν να υπάρξουν μόνο με την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, την παραγωγική ανασυγκρότηση, την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό σε συνδυασμό με επενδύσεις από το εσωτερικό, δημόσιες και ιδιωτικές, και την ενίσχυση της παρουσίας των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό με απώτερο στόχο τη δημιουργία νέων και βιώσιμων θέσεων απασχόλησης.