
Κρίσιμη καμπή για τη Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα: Υποβάθμιση υπηρεσιών και οριακές αντοχές
Η ελληνική δημόσια υγεία βρίσκεται αντιμέτωπη με οριακές καταστάσεις, καθώς κρίσιμα ζητήματα υποστελέχωσης και αμφιλεγόμενων σχεδιασμών απειλούν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την ασφάλεια των ασθενών. Δύο πρόσφατες εξελίξεις, η σχεδιαζόμενη μεταφορά κλινικών από το νοσοκομείο «Αττικόν» και η δραματική έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, αναδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο τις παθογένειες ενός συστήματος που μοιάζει να φτάνει στα όριά του.
«Αττικόν»: Καμπανάκι κινδύνου για επικείμενη υποβάθμιση
Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει στην επιστημονική κοινότητα το σχέδιο του Υπουργείου Υγείας για μεταφορά της Γυναικολογικής-Μαιευτικής και Παιδιατρικής κλινικής του νοσοκομείου «Αττικόν» στο Νοσοκομείο Αγίας Βαρβάρας (πρώην Λοιμωδών). Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του «Αττικόν» κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας για «τα επόμενα Τέμπη που σχεδιάζονται στο χώρο της Υγείας».
Η Γ’ Μαιευτική κλινική του «Αττικόν», και ειδικότερα το τμήμα Παθολογίας της Κύησης, αποτελεί κέντρο αναφοράς για κυήσεις υψηλού κινδύνου από όλη την Ελλάδα. Η επιτυχής διαχείριση ακόμα και των πιο σύνθετων περιστατικών οφείλεται στην άμεση πρόσβαση και στενή συνεργασία με όλες τις αναγκαίες ιατρικές ειδικότητες και τις προηγμένες υποδομές του νοσοκομείου, όπως μαγνητικός τομογράφος, αιμοδοσία, Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ενηλίκων και πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια. Αντίστοιχα, η Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών (ΜΕΝΝ) έχει διαχειριστεί πρόσφατα εξαιρετικά βαριά περιστατικά που απαιτούσαν τη συνδρομή πολλαπλών ειδικοτήτων και δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν χωρίς την ταυτόχρονη ύπαρξη ΜΕΘ ενηλίκων και ΜΕΝΝ στο ίδιο νοσοκομείο.
Το προσωπικό των εν λόγω κλινικών εκφράζει την πλήρη αντίθεσή του στη μεταφορά, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια απόφαση θα σημάνει την πλήρη αποκοπή των κλινικών από κρίσιμες υποστηρικτικές δομές και ειδικότητες. Προειδοποιούν ότι οι αρμόδιοι καλούνται να αναλάβουν την ευθύνη για τη ζωή και τον θάνατο εγκύων και παιδιών. Η απόφαση φέρεται να ελήφθη χωρίς καμία διαβούλευση με τους άμεσα εμπλεκόμενους ιατρούς και χωρίς σοβαρό σχεδιασμό. Ακόμη και μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία διακομίζουν περιστατικά υψηλού κινδύνου στο «Αττικόν», αναγνωρίζοντας την εξειδίκευση και την πληρότητα των υποδομών του. Η μεταφορά σε μια μονάδα όπως το Νοσοκομείο «Αγία Βαρβάρα», που μέχρι πρότινος υπολειτουργούσε, θεωρείται βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε υποβάθμιση της παρεχόμενης φροντίδας, της εκπαίδευσης, σε μετακινήσεις ήδη ολιγάριθμου προσωπικού και περαιτέρω αποδιοργάνωση των δομών υγείας της Δυτικής Αττικής. Σημειώνεται ότι σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα και οι εμπλεκόμενοι φορείς, όπως η ΕΙΝΑΠ και το Σωματείο Εργαζομένων στο «Αττικόν», αντιτίθενται στα σχέδια του υπουργείου, προχωρώντας μάλιστα σε κινητοποιήσεις.
Η Ελλάδα ουραγός στην Ε.Ε. σε νοσηλευτές: Μια διαρκής πληγή
Την ίδια στιγμή που κρίσιμες δομές οδηγούνται σε αμφίβολες αναδιαρθρώσεις, η Ελλάδα κατέχει τη θλιβερή τελευταία θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την αναλογία νοσηλευτών προς τον πληθυσμό, με μόλις 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνά τους 8. Τα ποσοστά αυτά είναι ανάλογα με εκείνα της Κίνας και του Μεξικού. Η χώρα μας κατατάσσεται επίσης στις χαμηλότερες θέσεις ως προς τις συνθήκες εργασίας, τις αμοιβές και τη θεσμική υποστήριξη του νοσηλευτικού προσωπικού.
Οι νοσηλευτές, αφανείς ήρωες του Εθνικού Συστήματος Υγείας, βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με ένα εξουθενωμένο και υποστελεχωμένο σύστημα, καλύπτοντας τεράστια κενά υπό εξοντωτικές συνθήκες, με άκαμπτα ωράρια και πενιχρές απολαβές, χωρίς ουσιαστική θεσμική στήριξη. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την ελλιπή θεσμική προστασία, την αύξηση των εργατικών ατυχημάτων, τη γήρανση του νοσηλευτικού πληθυσμού, τον κατακερματισμό της εκπαίδευσης και την έλλειψη αξιοκρατίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, λείπουν σχεδόν 6 εκατομμύρια νοσηλευτές, με τις ανάγκες να αυξάνονται ταχύτερα από τους νέους που εκπαιδεύονται. Η Διεθνής Ένωση Νοσηλευτών υπογραμμίζει την παγκόσμια κρίση στελέχωσης, η οποία υπονομεύει τη φροντίδα των ασθενών και απειλεί την υγεία και ασφάλεια των ίδιων των νοσηλευτών. Οι ανισότητες είναι τεράστιες: το 78% των νοσηλευτών παγκοσμίως συγκεντρώνεται σε χώρες που αντιπροσωπεύουν μόλις το 49% του παγκόσμιου πληθυσμού. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) τονίζει ότι παρά την αύξηση του αριθμού των νοσηλευτών παγκοσμίως, οι ανισότητες παραμένουν, αφήνοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού χωρίς πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας. Η γυναικεία παρουσία παραμένει κυρίαρχη στο επάγγελμα (85%), ενώ σημαντικό ποσοστό νοσηλευτών, ειδικά σε χώρες υψηλού εισοδήματος, είναι μετανάστες. Επιπλέον, η αναμενόμενη συνταξιοδότηση έμπειρου προσωπικού σε πολλές χώρες προκαλεί ανησυχία για μελλοντικές ελλείψεις. Η ψυχική υγεία των νοσηλευτών παραμένει ένα παραμελημένο ζήτημα, παρά τον αυξημένο φόρτο εργασίας και το τραύμα της πανδημίας.
Αξιολόγηση και προοπτικές
Τα παραπάνω δεδομένα σκιαγραφούν μια ζοφερή εικόνα για το παρόν και το μέλλον της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα. Η περίπτωση του «Αττικόν» δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό, αλλά σύμπτωμα μιας ευρύτερης στρατηγικής που φαίνεται να αγνοεί τις επιπτώσεις στην ποιότητα της περίθαλψης και την ασφάλεια των ασθενών, ειδικά των πιο ευάλωτων ομάδων όπως οι έγκυες υψηλού κινδύνου και τα νεογνά. Η επίκληση της ανάγκης για αποσυμφόρηση από τα ράντζα, αν και υπαρκτό πρόβλημα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει αποφάσεις που θέτουν σε κίνδυνο ζωές και διαλύουν νευραλγικές, άρτια εξοπλισμένες και στελεχωμένες μονάδες.
Η δραματική υποστελέχωση σε νοσηλευτικό προσωπικό επιτείνει την κρίση. Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στην τελευταία θέση της Ευρώπης, καθιστά σαφές ότι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό της υγείας δεν αποτελεί προτεραιότητα. Οι συνέπειες είναι ήδη ορατές: εξουθενωμένοι επαγγελματίες, αυξημένος κίνδυνος λαθών, μειωμένη ποιότητα φροντίδας και τελικά, επιβάρυνση της υγείας του πληθυσμού. Η διεθνής εμπειρία και οι συστάσεις του ΠΟΥ είναι σαφείς: απαιτείται επειγόντως η ενίσχυση των εγχώριων εκπαιδευτικών συστημάτων, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των αμοιβών, η δίκαιη κατανομή των θέσεων εργασίας και η υποστήριξη της ψυχικής ευεξίας των νοσηλευτών.
Η κεντρική θέση που προκύπτει είναι ότι η ελληνική δημόσια υγεία νοσεί βαριά. Απαιτούνται άμεσες, γενναίες και τεκμηριωμένες παρεμβάσεις που θα θέτουν στο επίκεντρο τον ασθενή και τον επαγγελματία υγείας. Η υποβάθμιση εξειδικευμένων κέντρων και η διαιώνιση της έλλειψης νοσηλευτών δεν αποτελούν λύση, αλλά συνταγή για περαιτέρω επιδείνωση. Η κοινωνία οφείλει να είναι σε επαγρύπνηση, διεκδικώντας το αυτονόητο: ένα δημόσιο σύστημα υγείας που να εμπνέει ασφάλεια και να παρέχει ποιοτική φροντίδα σε όλους.
Με πληροφορίες από in.gr και in.gr
mywaypress.gr