
Οι χρεώσεις της ντροπής στα ΑΤΜ και η συνειδητή κοροϊδία όλων
Στην Ελλάδα της παρατεταμένης κρίσης, όπου το κάθε ευρώ μετράει, ένα φαινόμενο μοιάζει να έχει παγιωθεί, σχεδόν με τη βούλα της κοινωνικής ανοχής: οι τραπεζικές χρεώσεις, με αποκορύφωμα τις ντροπιαστικές χρεώσεις στα ΑΤΜ. Κάθε φορά που ένας πολίτης σηκώνει τα δικά του χρήματα από ένα μηχάνημα, πληρώνει ένα μικρό «χαράτσι». Μικρό στο μάτι, τεράστιο στη συλλογική τσέπη: μέσα σε 25 χρόνια, 49 δισεκατομμύρια ευρώ έφυγαν από τα ελληνικά νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μόνο για τραπεζικές προμήθειες.
Δεν είναι μόνο η ανάληψη από το ΑΤΜ. Είναι το απλό δικαίωμα να βλέπεις το υπόλοιπό σου, να στέλνεις 100 ευρώ σε έναν συγγενή, να διατηρείς έναν λογαριασμό. Από το 2000 ως το 2024, οι προμήθειες πενταπλασιάστηκαν. Από 800 εκατομμύρια ευρώ το 2000, εκτινάχθηκαν πάνω από τα 2,3 δισεκατομμύρια το 2023. Το 2024 προβλέπεται να κλείσει επίσης με πάνω από 2,1 δισ., κι όλα αυτά, με τις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων να παρακολουθούν απαθείς το τραπεζικό πάρτι να συνεχίζεται.
Η δημιουργία χρήματος από το πουθενά ήταν πάντα επικερδής για τον τραπεζικό κλάδο. Τα οικονομικά των τραπεζών δεν καθορίζονται πια από τα λειτουργικά έξοδα, τα κτίρια ή την πληρωμή των εργαζομένων, αλλά από την ίδια τη δομή του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, κυρίως, από την πολιτική των ανεξέλεγκτων προμηθειών. Όταν οι τράπεζες σταματούν να εξυπηρετούν την παραγωγική οικονομία και μετατρέπονται σε εισπρακτικούς μηχανισμούς, παύουν να είναι μέρος της λύσης και γίνονται μέρος του προβλήματος.
Η αδίστακτη νοοτροπία γύρω από τις τραπεζικές προμήθειες μετατρέπει τις τράπεζες σε αντιπαραγωγικές δομές, διαλύοντας κάθε προσπάθεια ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας. Η κοινωνία, κουρασμένη από διαδοχικές κρίσεις, βλέπει πλέον τις τράπεζες περισσότερο ως βάρος παρά ως αρωγό της ανάπτυξης. Το ερώτημα είναι, λοιπόν, ποιος αξιολογεί τα bonus των διοικήσεων, ποιος ελέγχει τα κριτήρια της «επιτυχίας» και, τελικά, ποιος λογοδοτεί για την τραπεζική κερδοσκοπία που συντελείται με την ανοχή της πολιτείας;
Η κυβέρνηση, αργοπορημένη –όπως συνηθίζει–, έρχεται να νομοθετήσει για το τέλος των διατραπεζικών χρεώσεων του συστήματος ΔΙΑΣ. Ένα μέτρο που άργησε χρόνια και, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελεί μισό βήμα. Οι χρεώσεις αναλήψεων από ΑΤΜ παραμένουν και συνεχίζουν να αποτελούν όνειδος για μια χώρα που υποτίθεται στηρίζει την ψηφιοποίηση και τη διαφάνεια. Η τραπεζική αυθαιρεσία συνεχίζεται, με μία μόνο τράπεζα –πέτρα του σκανδάλου– να μειώνει τη χρέωση στα 0,50 ευρώ, την ώρα που συζητάμε για εθνικό πλαφόν στο 1,5 ευρώ για όλες τις συναλλαγές.
Ας αναρωτηθούμε: οι ίδιες οι τράπεζες, που ξοδεύουν τεράστια ποσά για αδιάφορα διαφημιστικά spots, πότε θα κοιτάξουν ουσιαστικά τον ρόλο που επιτελούν στην κοινωνία; Ποια είναι η κοινωνική τους ευθύνη; Ποια η συνεισφορά τους στη ρευστότητα και την ανάπτυξη; Και, κυρίως, πώς δικαιολογούν τα bonus των διοικήσεων, όταν η συνεισφορά τους στην πραγματική οικονομία είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη;
Η κυβέρνηση, αντί να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, θα έπρεπε να χρησιμοποιεί τη μισθοδοσία του δημόσιου τομέα ως διαπραγματευτικό χαρτί. Να απαιτήσει κοινωνική ανταποδοτικότητα, να περιορίσει τα bonus, να ελέγξει τις αμοιβές των διοικήσεων, να επιβάλει εθνικά πλαφόν στις προμήθειες. Όχι, δεν είναι απλώς θέμα «ανταγωνισμού». Είναι θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας.
Η ανοχή τελείωσε. Η καθημερινή κοροϊδία, το «χαράτσι» στα δικά μας χρήματα, δεν μπορεί να είναι ο κανόνας. Οι τράπεζες οφείλουν να ξαναβρούν τον ρόλο τους ως αρωγοί της κοινωνίας και της ανάπτυξης, και η πολιτεία οφείλει να το απαιτήσει, πριν να είναι –για άλλη μια φορά– πολύ αργά.
mywaypress.gr –Περιεχόμενο αξίας με την υποστήριξη υβριδικής νοημοσύνης.
Για αναγνώστες με μεγάλο εύρος προσοχής.