
ΣΕΒ: Ο παραλογισμός της φοροεισπρακτικής πολιτικής και άλλες θλιβερές ιστορίες
Η υπερφορολόγηση μεταφέρει την οικονομική δραστηριότητα στη «μαύρη» οικονομία και σκοτώνει την έντιμη επιχειρηματικότητα. Χαρακτηριστικά της υπερφορολόγησης είναι όχι μόνο οι de facto υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές που πληρώνουν οι συνεπείς φορολογούμενοι αλλά και η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο, τα λουκέτα, η απόσυρση επαγγελματικής ιδιότητας από την αγορά, η μετανάστευση επιχειρήσεων και εργαζομένων κ.ο.κ. σημειώνει ανάλυση του το Εβδομαδιαίου Δελτίου για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις του ΣΕΒ.
Οργανωμένες επιχειρήσεις υφίστανται τις επιπτώσεις της φορολογικής τους συνέπειας καθώς ο ανταγωνισμός οξύνεται με άλλες επιχειρήσεις που καταφεύγουν στην φοροδιαφυγή και την αδήλωτη και απλήρωτη εργασία για να επιβιώσουν. Στα νοικοκυριά, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, χωρίς να φοροδιαφεύγουν, φορολογούνται κατά τρόπο άδικο και κοινωνικά μη βιώσιμο, όταν ελεύθεροι επαγγελματίες, εισοδηματίες από αγροτική εκμετάλλευση, ενοίκια, τόκους, μετοχές, κεφάλαιο κλπ δηλώνουν εισοδήματα που προσβάλλουν την νοημοσύνη όλων μας. Ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, ταυτόχρονα, ενώ έχει πλέον αρχίσει να γίνεται αποτελεσματικότερος και αποδοτικότερος για τα δημόσια έσοδα, δεν έχει καταφέρει να φέρει στην επιφάνεια την κρυμμένη φορολογητέα ύλη, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη πίεση στους συνεπείς φορολογουμένους. Όταν οι επιχειρήσεις σε 32 Ευρωπαϊκές χώρες φορολογούνται με φορολογικό συντελεστή 40,3% κατά μέσο όρο, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τον 6ο υψηλότερο φορολογικό συντελεστή, με το 51% των προ φόρων κερδών τους να απορροφάται στην πληρωμή εταιρικού φόρου (22,4%) και φόρου στην εργασία (27,7%). Επίσης, το 92,5% των φορολογικών εσόδων φυσικών προσώπων καταβάλλεται από το 33% των φορολογουμένων που δηλώνουν εισόδημα άνω των €10000 τον χρόνο, ενώ το υπόλοιπο 67% των φορολογουμένων δηλώνουν μέσο ετήσιο εισόδημα €3055, ή €255 τον μήνα, και πληρώνουν μέσο φόρο €114, ή €9,5 τον μήνα. Σύμφωνα με τις φορολογικές αρχές, το εισόδημα που δηλώνεται από φυσικά πρόσωπα είναι €74 δισ. όταν το εισόδημα των νοικοκυριών, σύμφωνα με στοιχεία διαθεσίμου εισοδήματος της ΕΛΣΤΑΤ, ανέρχεται σε €155 δισ. περίπου (χωρίς παροχές σε χρήμα και είδος), και, όταν το ΑΕΠ της χώρας είναι γύρω στα €175 δισ. Επιπλέον με το ύψος των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, επιβαρύνσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεπικοινωνιών, καυσίμων κ.ά.), το κράτος απομυζά σημαντικό ποσοστό του εισοδήματος των φορολογουμένων, χωρίς να απολαμβάνουν αξιόλογες δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, ασφάλεια κ.ά.) για τα οποία δαπανούν από το υστέρημα των εισοδημάτων τους!
-Οι εξαγωγές συνεχίζουν να αυξάνονται, αν και με μειωμένους ρυθμούς ενώ ο κύκλος εργασιών στις υπηρεσίες, σε γενικές γραμμές, σταθεροποιείται αν και σε χαμηλά, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, επίπεδα και ακολουθώντας τις δομικές αλλαγές της αγοράς εργασίας με αύξηση του δανεισμού εργαζομένων, την ώρα που οι ενδείξεις σταθεροποίησης στο λιανικό εμπόριο ενισχύονται. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, για το σύνολο της οικονομίας, συνεχίζει την πορεία ελαφριάς ενίσχυσης και η δύναμη του εμπορικού στόλου με Ελληνική σημαία σταθεροποιείται πάρα τη διατήρηση ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων. Τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού αυξάνουν πλέον με πιο ήπιους ρυθμούς, αφήνοντας τη συγκράτηση ταμειακών δαπανών και τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων ως τους βασικούς συντελεστές της παραπέρα διεύρυνσης του, πολύ υψηλού πλέον, πρωτογενούς πλεονάσματος.
Περί υπερφορολόγησης
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αμφισβήτησε πρόσφατα τις εξής απόψεις του Πάουλ Τόμσεν του ΔΝΤ, όπως παρουσιάστηκαν σε δημοσίευμα με τίτλο «Πώς να καταστεί ο ελληνικός προϋπολογισμός πιο φιλικός προς την ανάπτυξη»:
─ Η Ελλάδα υπερφορολογεί. Οι συσσωρευμένες φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές προς το δημόσιο έχουν φθάσει τα €120 δισ. με τους μισούς φορολογούμενους να έχουν καθυστερημένες οφειλές. Η φορολογική βάση είναι περιορισμένη, με άνω του 50% των μισθωτών να εξαιρούνται από την φορολογία εισοδήματος ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη δεν υπερβαίνει το 8%, και με το υψηλότερο δεκατημόριο των μισθωτών να πληρώνει το 60% των φόρων εισοδήματος.
─ Οι λειτουργικές δαπάνες του κράτους (πλην μισθών και συντάξεων) έχουν συμπιεσθεί υπερβολικά, ιδίως στην υγεία, και συνεπώς είναι ανεπιθύμητη η πρόβλεψη του Μνημονίου για περαιτέρω μείωση δαπανών κατά 2 π.μ. του ΑΕΠ μέχρι το 2018.
─ Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες σε σχέση με την παραγωγικότητα της οικονομίας παραμένουν δυσβάσταχτες και η πρόσφατη μεταρρύθμιση, που στοχεύει στη μείωση των μεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό στα ασφαλιστικά ταμεία κατά 1 π.μ. του ΑΕΠ, δεν λύνει το πρόβλημα.
─ Η υπερφορολόγηση, η συμπίεση των λειτουργικών δαπανών και οι υψηλές σχετικά συντάξεις δεν συνιστούν μία κοινωνικά βιώσιμη κατάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
α) Το αν εξαιρείται το 50% των φορολογουμένων από τον φόρο εισοδήματος, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ευθέως, καθώς ο ισχυρισμός στηρίζεται σε υπολογισμούς του ΔΝΤ. Δεν πρέπει, όμως, να είναι μακράν της πραγματικότητας, εάν ληφθεί υπόψη ότι το 47% των Ελλήνων φορολογουμένων δηλώνει μέσο εισόδημα €1221 τον χρόνο και φορολογείται με συντελεστή 0,7%, ενώ το 67% των φορολογουμένων, δηλώνει μέσο εισόδημα €3055 τον χρόνο και φορολογείται με φορολογικό συντελεστή 3,7% (βλέπε παρακάτω).
β) Ο ισχυρισμός ότι το σύνολο των φόρων εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών στην Ελλάδα είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο δεν απαντά στο θέμα υπερφορολόγησης λόγω φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, και σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από στοιχεία της Eurostat περί διαθεσίμου εισοδήματος, όπως παρουσιάζονται σε αυτό το δελτίο, και παρά το συνδυασμό μείωσης εισοδημάτων και αύξησης φόρων των τελευταίων ετών (Διάγραμμα 1, 2, 3, 4 και Πίνακας 1).
Επιπλέον, η φορολογική επιβάρυνση του Έλληνα πολίτη με αποδοχές στο 67%, 100% ή 250% του μέσου όρου χωρίς παιδιά είναι χαμηλότερη από χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία (Διάγραμμα 5,6). Και αν στους υπολογισμούς προστεθούν παιδιά, η εικόνα είναι μικτή καθώς τα στοιχεία γίνονται λιγότερο αξιόπιστα (Διάγραμμα 7) αλλά αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο, παρά το υψηλό αφορολόγητο, δε στηρίζεται ο παραγωγικός γονέας μισθωτός στον ιδιωτικό τομέα.
Ο ισχυρισμός ότι η φορολογική βάση διευρύνθηκε στην Ελλάδα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το χωρίς προϋποθέσεις αφορολόγητο (πχ. ανήλικα παιδιά) – δεν είναι ακόμη υψηλό. Ακόμη και αν έχει μειωθεί κατά 10%, και ακόμη και αν έχει ευθυγραμμιστεί με χώρες όπως η Ισπανία και η Γερμανία, παραμένει γεγονός ότι ενώ στην Ευρωπαϊκή΄ Ένωση ο μέσος όρος του αφορολόγητου είναι στο 100% του εισοδήματος φτώχιας, στην Ελλάδα καθορίζεται στο 180%.
γ) Το να συγκρίνονται μέσα επίπεδα συντάξεων στην Ελλάδα και την Γερμανία σε ονομαστικούς όρους, για να τεκμηριωθεί ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα δεν είναι υψηλότερες από την Γερμανία, πάσχει από τεχνοκρατική άποψη. Είναι κοινός τόπος ότι η δαπάνη για συντάξεις στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλή (Πίνακας 1), ειδικά εάν ληφθούν υπόψη τα λίγα χρόνια εργασίας που έχουν πληρωθεί εισφορές και ότι δεν υπάρχει συνταξιοδοτική αποταμίευση, ούτε για δείγμα.
δ) Όσον αφορά στην εισπραξιμότητα των φόρων, η διαμάχη λαμβάνει χώρα χωρίς δημοσιοποιημένα στοιχεία. Επειδή και οι δύο πλευρές έχουν τα ίδια στοιχεία, κάποια πλευρά είναι μάλλον σκόπιμα αδιάβαστη. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί σε αυτό το θέμα είναι ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς το κράτος από το καλοκαίρι του 2015 δείχνουν να ανακόπτουν την τάση υποχώρησης, επανερχόμενες σε μια διαχρονικά ανοδική τάση και αυξανόμενες για κάθε ένα από τους μήνες Αυγούστου-Οκτωβρίου 2016 κατά περίπου €1,4 δισ.
Ας δούμε, λοιπόν, πως έχουν τα πράγματα.
Από τα Διαγράμματα 8 – 9, τεκμαίρεται ότι η Ελλάδα έχει υψηλότερες τρέχουσες πρωτογενείς δαπάνες γενικής κυβέρνησης ως % του ΑΕΠ από άλλες κοινοτικές χώρες στο ίδιο περίπου επίπεδο ΑΕΠ κατά κεφαλή και, αντιστοίχως, υπάρχουν χώρες με το ίδιο περίπου επίπεδο πρωτογενών δαπανών με την Ελλάδα αν και έχουν πολύ μεγαλύτερο ΑΕΠ κατά κεφαλή.
Παρατηρείται, ταυτόχρονα, ότι τα τρέχοντα έσοδα της γενικής κυβέρνησης (ή το φορολογικό βάρος) είναι πολύ υψηλότερα από άλλες χώρες στο ίδιο περίπου επίπεδο ΑΕΠ κατά κεφαλή. Μία μείωση του φορολογικού βάρους, βεβαίως δεν είναι δυνατή χωρίς να μειωθούν οι πρωτογενείς δαπάνες, κυρίως μέσω αύξησης της παραγωγικότητας της δημόσιας διοίκησης ώστε να δημιουργηθεί το δημοσιονομικό περιθώριο για μείωση των φόρων, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η δημοσιονομική πειθαρχία.
Πέραν όμως, των ανωτέρω παραμέτρων, και ενώ η μέση φορολογική επιβάρυνση δεν είναι υπερβολική σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η φορολογική επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων είναι πολύ μεγαλύτερη συγκριτικά. Και στον βαθμό που δεν πατάσσεται το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, και η ανάγκη για μείωση των ελλειμμάτων παραμένει οξεία λόγω του μη βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος, η αύξηση των φόρων είναι μονόδρομος, στον βαθμό που δεν περικόπτονται οι δαπάνες. Και, βεβαίως, η αύξηση των φόρων δεν αυξάνει το φορολογικό βάρος όλων των φορολογουμένων παρά μόνον των συνεπών, καθώς και των πιο παραγωγικών τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού και της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Βεβαίως, υπάρχουν όρια πέραν των οποίων το οικονομικό σύστημα γίνεται ασταθές. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσπάθειες πάταξης της φοροδιαφυγής πρέπει να ενταθούν και, επιτέλους, να τελεσφορήσουν. Οι επικείμενες ρυθμίσεις για ηλεκτρονικές συναλλαγές και ηλεκτρονική τιμολόγηση αν και ημιτελείς, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Χρειάζεται, όμως, και μείωση των φορολογικών συντελεστών, ιδίως επειδή στην ευρύτερη περιοχή της χώρας μας, υπάρχουν και χώρες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και φιλικότερο προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον.
Η φορολογική επιβάρυνση της ιδιωτικής οικονομίας είναι ήδη μεγάλη. Σύμφωνα με στοιχεία της Price Waterhouse Coopers (PWC) (Διάγραμμα πρώτης σελίδας), η ελληνική επιχείρηση έχει το 2017 τον 6ο υψηλότερο συνολικά φορολογικό συντελεστή σε 32 χώρες στην Ευρώπη, που περιλαμβάνει τους φόρους στα εταιρικά κέρδη, την εργασία και λοιπούς φόρους ως ποσοστό των καθαρών κερδών προ πληρωμής φόρων (50,7% στην Ελλάδα έναντι μέσου όρου 40,3% στην Ευρώπη).
Ο συνολικός αυτός φορολογικός συντελεστής (50,7%) επιμερίζεται, κυρίως, ως εξής: 22,4% στα εταιρικά κέρδη και 27,7% στην εργασία (4ος και 13ος αντιστοίχως υψηλότερος συντελεστής στην Ευρώπη). Αντίστοιχα, το 2009 ο συνολικός φορολογικός συντελεστής ανερχόταν σε 47,4%, με τον συντελεστή στα εταιρικά κέρδη και την εργασία να διαμορφώνονται σε 13,9% και 31,7% αντιστοίχως.
Όσον αφορά στα νοικοκυριά, σύμφωνα με τα δηλωθέντα στην εφορία εισοδήματα του 2015 (Δελτίο 25/2/2016), συνολικά 8517 χιλ. φορολογούμενοι δηλώνουν εισόδημα €74 δισ. και πληρώνουν φόρο εισοδήματος €8,7 δισ., με μέσο φορολογικό συντελεστή €14,8%. Από επιμέρους στοιχεία προκύπτουν τα εξής:
α) το 67% των φορολογουμένων (επί συνόλου 8517 χιλ.) δηλώνουν εισοδήματα κάτω των €10 χιλ. τον χρόνο. Το μέσο εισόδημα που δηλώθηκε ήταν €3055, ή €255 τον μήνα, και ο μέσος φόρος που πληρώθηκε ήταν €114 τον χρόνο, ή 3,7%.
β) το υπόλοιπο 1/3 των φορολογουμένων, που δηλώνουν εισόδημα άνω των €10 χιλ. τον χρόνο, με μέσο εισόδημα €20322, πλήρωσαν €2897 σε φόρο κατά μέσο όρο ή 14,3%.
γ) το σύνολο των φόρων που πληρώθηκαν από όσους δηλώνουν εισόδημα άνω των €10 χιλ. ανήλθε σε €8 δισ., ή 92,5% των φόρων, έναντι των €602 εκατ. ή 7,6% των φόρων, που πλήρωσαν όσοι δηλώνουν εισόδημα κάτω των €10 χιλ.
δ) το 58% των ελεύθερων επαγγελματιών (επί συνόλου 495019) δηλώνουν εισόδημα κάτω των €5 χιλ. τον χρόνο, με μέσο δηλωθέν εισόδημα €840 τον χρόνο.
ε) το 85% όσων έχουν εισόδημα από αγροτική εκμετάλλευση (επί συνόλου 431790) δηλώνουν εισόδημα κάτω των €5 χιλ. τον χρόνο, με μέσο δηλωθέν εισόδημα €602 τον χρόνο.
Τα ανωτέρω στοιχεία εκφράζουν ανάγλυφα την υψηλή φορολογία που επιβάλλεται σε φορολογούμενους μέσων και ανωτέρων εισοδημάτων και, ταυτόχρονα, την τεράστια φοροδιαφυγή που υπάρχει.
Σημειώνεται ότι το συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών προ φόρων και εισφορών ανήλθε το 2015 σε €171,1 δισ. σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από τα οποία πληρώθηκαν €10,2 δισ. σε τρέχοντες φόρους εισοδήματος, περιουσίας, κλπ. και €30,8 δισ. σε ασφαλιστικές εισφορές. Το 2009, τα ελληνικά νοικοκυριά πλήρωναν το 19,4% του συνολικού τους εισοδήματος σε τρέχοντες φόρους εισοδήματος, πλούτου κλπ. και σε κοινωνικές εισφορές. Το 2016 το ποσοστό αυτό έχει εκτιναχθεί στο 24,7% και είναι περίπου το ίδιο με αυτό της Ιταλίας, υψηλότερο του ποσοστού στην Ιρλανδία, Ισπανία και Πορτογαλία (γύρω στο 22%-23%) και χαμηλότερο εκείνου στην Γαλλία και Γερμανία. (γύρω στο 29%) (Διάγραμμα 2). Σε επίπεδο μέσης φορολογικής επιβάρυνσης, η Ελλάδα βρίσκεται άνω του μέσου όρου στον Ευρωπαϊκό νότο. Όταν, όμως, υπάρχει τεράστια φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, οι συντελεστές αυτοί, για τους ασυνεπείς φορολογούμενους μπορεί να είναι πολύ χαμηλότεροι του ονομαστικού συντελεστή.
Σύμφωνα με το 3ο Μνημόνιο (Αυγ. 2015), όπως ισχύει με τις συμπληρωματικές συμφωνίες στο τέλος κάθε αξιολόγησης, οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2016/17 (0,5% του ΑΕΠ και 1,75% του ΑΕΠ αντιστοίχως) επιτυγχάνονται με ένα μείγμα πολιτικής που περιλαμβάνει περικοπές δαπανών ύψους €960,4 εκατ. (εκ των οποίων €807 εκατ. το 2016) και αυξήσεις φόρων ύψους €3501 εκατ. (εκ των οποίων €603,6 εκατ. το 2016). Το μείγμα αυτό πολιτικής είναι μάλλον ανισοβαρές, με την προσαρμογή να επιδιώκεται κυρίως από την πλευρά των εσόδων, καθώς για κάθε €1 δαπανών που περικόπτονται, η φορολογική επιβάρυνση αυξάνεται κατά €3.
Είναι, επίσης, εμπροσθοβαρές στην πλευρά των δαπανών, καθώς η μεγαλύτερη μείωση των δαπανών γίνεται το 2016 ενώ η αντίστοιχη αύξηση των εσόδων γίνεται το 2017.
Ταυτόχρονα, όμως, η σχετικά μικρή μείωση των δαπανών το 2017 είναι αποτέλεσμα αντίρροπων παρεμβάσεων, όπου σχετικά μεγάλες περικοπές δαπανών ύψους €1024,4 εκατ. (εκ των οποίων €563,6 εκατ. σε περικοπές συντάξεων και €279,4 εκατ. σε περικοπές άλλων κοινωνικών δαπανών και σε αυξήσεις εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) αντισταθμίζονται από αυξήσεις δαπανών ύψους €871 εκατ. στο πλαίσιο εισαγωγής του θεσμού του κατώτατου εισοδήματος κοινωνικής αλληλεγγύης (571 εκατ.) και παρεμβάσεων ενίσχυσης κοινωνικών δράσεων στους τομείς της υγείας και της παιδείας (€300 εκατ.).
Με τον τρόπο αυτό, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας εξορθολογίζεται και γίνεται πιο αποτελεσματικό, και παύει πλέον να εξειδικεύεται εν πολλοίς μέσω της παροχής κατώτατων συντάξεων, χωρίς να αντιμετωπίζεται η φτώχεια σε όλα τα πληθυσμιακά επίπεδα.
Το μεγάλο στοίχημα είναι κατά πόσον η δημόσια διοίκηση θα μπορέσει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων ώστε να εισαχθεί το κατώτατο εισόδημα κοινωνικής αλληλεγγύης (ΕΚΑ) έγκαιρα και στοχευμένα και να ανακουφίσει κυρίως όσους μικροσυνταξιούχους θα υποστούν σημαντική μείωση του εισοδήματος τους από την σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ (€586,3 το 2017), λαμβανομένου υπόψη ότι όλες οι περικοπές συντάξεων έχουν ήδη ψηφισθεί ενώ η ενεργοποίηση του ΕΚΑ προφανώς θα αντιμετωπίσει «παιδικές ασθένειες» στην εφαρμογή του.
Επιπλέον, ο εξορθολογισμός του ασφαλιστικού συστήματος συντάξεων και πρόνοιας δεν έχει περατωθεί. Ακόμη και μετά την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, το 2017 το έλλειμμα των συνταξιοδοτικών ταμείων ανέρχεται σε €15,4 δισ. ή 8,5% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του ενοποιημένου κοινωνικού προϋπολογισμού (περιλαμβάνονται οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης, τα νοσοκομεία και το ΠΕΔΥ – Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας) σε €19,3 δισ. ή 10,7% του ΑΕΠ, που σύμφωνα με το ΔΝΤ είναι ακόμη 4 φορές περίπου μεγαλύτερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ-28.
Συνεπώς, εάν δεν αντιμετωπισθεί δραστικά, το ασφαλιστικό ζήτημα, θα συνεχίσει να προκαλεί πιέσεις για υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα εις το διηνεκές και συνεπώς, για περαιτέρω αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης.
Για το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται συνήθως εγκαλείται η κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση, η οποία επιλέγει να αυξήσει τη φορολογία στην ιδιωτική οικονομία, με υπερ-προοδευτικό τρόπο, ως κοινωνικό αντίβαρο στις μειώσεις των συντάξεων που επιτάσσει η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, και, ταυτόχρονα, για να διατηρηθεί αλώβητη η μισθολογική δαπάνη στο δημόσιο τομέα δεδομένης της χαμηλής παραγωγικότητας και της απροθυμίας εξορθολογισμού λόγω του φόβου απώλειας θέσεων εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι να συμπιέζεται συνεχώς η ιδιωτική οικονομία λόγω της υπερφορολόγησης.
Η υπερφορολόγηση αντανακλάται στην υψηλή φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, τη μεγάλη ανεργία, την ακραία ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας με άτυπες μορφές απασχόλησης και μηνιαίες αποδοχές πολύ κατώτερες του επίσημου επιπέδου φτώχειας, την αδήλωτη και απλήρωτη εργασία και τη μετανάστευση, των νέων ιδίως, στο εξωτερικό. Η ζούγκλα που επικρατεί στην αγορά εργασίας δεν οφείλεται στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Αν μη τι άλλο, η απελευθέρωση στην αγορά εργασίας προσφέρει χείρα βοηθείας σε οριακές και χαμηλής παραγωγικότητας επιχειρήσεις, ιδίως σήμερα που κλείνει σταδιακά η ανοχή των ελεγκτικών αρχών σε όσους στηρίζονταν στην φοροδιαφυγή για την επιβίωσή τους. Οι επιχειρήσεις αυτές βλέποντας τον κύκλο εργασιών τους να συρρικνώνεται μαζί με και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, είτε κλείνουν είτε προσπαθούν να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τους περικόπτοντας δραστικά το εργασιακό κόστος, δεδομένης και της αδυναμίας τους να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους. Στο άλλο άκρο των μεγαλύτερων και πιο οργανωμένων επιχειρήσεων, που δεν φοροδιαφεύγουν και δεν χρησιμοποιούν κατά κανόνα άτυπες μορφές εργασίας, η υπερφορολόγηση τόσο των ίδιων όσο και των εργαζομένων σε αυτές μειώνει την κερδοφορία και τις εμποδίζει να επενδύσουν, και να κάνουν νέες προσλήψεις. Λόγω του αυξημένου μη μισθολογικού κόστους, αδυνατούν να ανταμείψουν την προσπάθεια των εργαζομένων τους, καθώς οποιαδήποτε προσπάθεια μισθολογικών αναπροσαρμογών για τα στελέχη τους που αποδίδουν συνεπάγεται σχεδόν το διπλάσιο κόστος από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος που καρπούνται τα στελέχη τους.