
ΣΕΒ: Υπερφορολόγηση-Δεν τελειώνει ποτέ αυτό το ανέκδοτο;
Την υπερφορολόγηση αναλύει, με συγκεκριμένα παραδείγματα και πλήρη τεκμηρίωση, το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ για την ελληνική οικονομία. Όπως τονίζει αναλυτικά:
Η πρόσφατη επιβολή ειδικού τέλους στα παιχνίδια του ΟΠΑΠ δυστυχώς θα αποτύχει, όπως τόσα άλλα εισπρακτικά μέτρα που προηγήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Οι περιπτώσεις υπερφορολόγησης, που τελικά υπονομεύουν την ανάπτυξη και τα κρατικά έσοδα, αφθονούν. Η υπερφορολόγηση της ενέργειας για βιομηχανική χρήση έχει δημιουργήσει μεγάλη ζημιά στην παραγωγή και απασχόληση. Η υπερφορολόγηση της μισθωτής εργασίας και οι υπερβολικοί φόροι κατοχής ακινήτων ήταν και αυτές εξαιρετικά επιζήμιες. Η υπερφορολόγηση, ειδικά των πιο αποδοτικών για το κρατικό ταμείο «υψηλών εισοδημάτων», έχει οδηγήσει, σύμφωνα με τη μελέτη των Γιαννίτση και Ζωγραφάκη, στη μεγάλη μείωσή τους (υποχώρηση πάνω από 30% μόνο για την περίοδο 2008-2012, Διάγραμμα 1 και υποχώρηση άνω του 50% για εισοδήματα €50-100.000 την περίοδο 2010-14) είτε λόγω της έντασης της ύφεσης που προκαλεί η ίδια η υπερφορολόγηση είτε λόγω μετανάστευσης των ικανότερων.
Εδώ δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι στην περίπτωση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών που υλοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2014, μεταφράστηκε άμεσα σε βελτίωση των μισθών σε επιχειρήσεις που δηλώνουν στοιχεία στο ΙΚΑ, αναστρέφοντας την τάση μείωσης των αποδοχών που είχε επικρατήσει. Σε συνδυασμό μάλιστα με την ενίσχυση της απασχόλησης που επικρατούσε από τις αρχές του 2014 (Διάγραμμα 2) εξασφαλίστηκε αμελητέα επίπτωση στα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές (και αν δεν αυξάνονταν εκ νέου η αβεβαιότητα, θα οδηγούσε σταδιακά και σε αύξηση το συνόλου των εσόδων). Αντίστοιχα, η υπερβολική φορολόγηση των ακινήτων έχει εκμηδενίσει την αξία τους ως στοιχείο ενεργητικού ή ενέχυρου.
Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν τα τέλη κυκλοφορίας (Διάγραμμα 3, όπου πλέον τα ετήσια έσοδα έχουν κατέλθει στο επίπεδο προ της αύξησης τελών και φόρων πολυτελείας) και το πετρέλαιο θέρμανσης (μελέτη ΙΟΒΕ), καθώς και τα παραδείγματα που αναφέρονται παρακάτω.
Η εμπειρία του παρελθόντος δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο νέος φόρος στα τυχερά παιχνίδια του ΟΠΑΠ θα αποτύχει να φέρει τα προσδοκώμενα έσοδα €210 εκατ. καθώς η υψηλή ελαστικότητα της ζήτησης θα οδηγήσει σε απώλεια με πολλούς τρόπους στα έσοδα του κράτους:
– Θα μειωθεί η ζήτηση για επίσημα τυχερά παιχνίδια, μειώνοντας τα άλλα έσοδα που εισπράττει από αυτά το κράτος καθώς και τους φόρους που εισπράττει επί των κερδών.
– Θα μειωθεί το έσοδο του κράτους επί των κερδών και μερισμάτων των επιχειρήσεων που έχουν επενδύσει ή θα επενδύσουν στον κλάδο, και εμπιστευτεί (εσφαλμένα) το Ελληνικό κράτος.
– Θα κλείσουν πρακτορεία, οδηγώντας πολλούς εργαζόμενους στην ανεργία με αποτέλεσμα τη μείωση των εσόδων του κράτους και την αύξηση των επιδομάτων ανεργίας που θα πληρώσει σε όσους χάσουν την δουλειά τους.
Όταν συνυπολογιστούν αυτές οι δυναμικές εξελίξεις, το πιθανότερο είναι ότι το δημόσιο θα έχει ωφεληθεί, στην καλύτερη περίπτωση, με €50-70 εκατ., χωρίς όμως να υπολογίζεται η ζημιά στην αξιοπιστία του κράτους και οι επιπτώσεις στην αποθάρρυνση άλλων επενδύσεων, τη στιγμή που η χώρα έχει ανάγκη την προσέλκυσή τους περισσότερο από ποτέ και χωρίς να συνυπολογιστεί το βέβαιο γεγονός ότι όταν τελεσιδικήσουν οι σχετικές δικαστικές διαμάχες αυτά τα έσοδα θα επιστραφούν και επιπλέον θα πληρωθούν αποζημιώσεις. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για την αλλαγή του κανονισμού για τις παιχνιδομηχανές VLTs του ΟΠΑΠ που ήδη στερεί σημαντικά έσοδα από το κράτος χωρίς να συνυπολογίζεται η σχεδόν βέβαια καταδίκη του για παραβίαση της σχετικής συμφωνίας.
Ένας βασικός λόγος για τον οποίο η ζήτηση για επίσημα τυχερά παιχνίδια είναι τόσο ελαστική είναι ότι, όπως και στην αγορά οινοπνευματωδών και καπνών, υπάρχει και εδώ ανεπτυγμένη παράλληλα η παράνομη αγορά, κάτι που οφειλεται και στους αδύναμους ελεγκτικούς μηχανισμών του κράτους. Μάλιστα, όπως στην περίπτωση των ποτών και καπνών η στροφή στην παράνομη αγορά δεν οδηγεί μόνο σε ζημιά των νομοταγών και οργανωμένων επιχειρήσεων και πλήρη απώλεια εσόδων για το κράτος, ενέχει και σοβαρούς κινδύνους για τους καταναλωτές. Ειδικά στην περίπτωση των τυχερών παιχνιδιών τίθενται σημαντικά ζητήματα εποπτείας και η στροφή σε παράνομα παίγνια στερεί από τον καταναλωτή μια σημαντική ασπίδα προστασίας, ως προς την εντιμότητα των όρων υπό τους οποίους διεξάγονται τα τυχερά παιχνίδια. Τα ζητήματα αυτά τίθενται την ώρα που η ροπή προς τα παράνομα παίγνια ενισχύεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι τα όποια αναμενόμενα κέρδη από συμμετοχή σε επίσημα παίγνια υπόκεινται σε ελέγχους κίνησης κεφαλαίων, την ώρα που ο θαμώνας του παράνομου τζόγου περιμένει ότι τουλάχιστον ο παπατζής θα τον πληρώσει σε μετρητά.
Όμως στην περίπτωση της σύμβασης με τον ΟΠΑΠ προστίθεται και η καταστροφική πρακτική της αθέτησης συμβάσεων και παραβίασης της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας που υπονομεύουν τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και εξοργίζουν όσους εμπιστεύτηκαν τη χώρα και επένδυσαν σε αυτή δημιουργώντας θέσεις εργασίας και προσφέροντας ρευστότητα στη δοκιμαζόμενη Ελληνική οικονομία. Οι εμπειρίες της «Ελληνικός Χρυσός» και του άρθρου 21 του Ν4321/15 είναι ακόμα πολύ νωπές άλλωστε, και αντίστοιχο ζήτημα έχει προκύψει με όσους ξένους επενδυτές (όπως ενδεικτικά η Hewlett Packard) επέλεξαν να στηρίξουν τη λειτουργία τους στο λιμάνι του Πειραιά, ως διαμετακομιστικό κέντρο. Η βελτίωση των υποδομών στο εμπορικό λιμάνι του Πειραιά, ως αποτέλεσμα της εκχώρησης διαχείρισης μέρους του σε ιδιώτη (με τεράστιο πολιτικό κόστος, για την αύξηση αποδοτικότητάς του υπό ιδιωτική διαχείριση μέρους του εμπορικού λιμανιού) και την μερική έστω ενεργοποίηση της σύνδεσης του ΟΛΠ με το σιδηροδρομικό δίκτυο μετά από δεκαετίες αναβολών (ενδεικτικά, η Αίγυπτος διπλασίασε τη δυναμικότητα της διώρυγας του Σουέζ σε 12 μόλις μήνες) έχει δεχτεί ένα τεράστιο πλήγμα από την αδυναμία διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας του σιδηρόδρομου στην Ειδομένη. Φυσικά, η τραγωδία που βιώνουν οι μετανάστες που μετά από χρόνια πολέμου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους απαιτεί μια ανθρωπιστική λύση. Αλλά αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεκαετίες αγώνων για την προώθηση μεταρρυθμίσεων και την προσέλκυση επενδυτών διαγράφονται από την αδυναμία του κράτους να κρατήσει ελεύθερες τις σιδηροδρομικές γραμμές, καθώς, ήδη επιχειρήσεις όπως η Hewlett Packard αναγκάζονται να μεταφορτώνουν container που βρίσκονται στον Πειραιά όχι σε τραίνα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ η οποία ήδη μετράει ζημιές άνω των €2 εκατ., αλλά σε πλοία με προορισμό λιμάνια άλλων χωρών, όπως το λιμάνι Κόπλερ της Σλοβενίας. Η προοπτική αποχώρησης των επιχειρήσεων που διάλεξαν τον Πειραιά ως πρώτο βήμα για δυνητικές επενδύσεις θα σημάνει και το άδοξο τέλος μιας προσπάθειας εδραίωσης της Ελλάδας ως διαμετακομιστικό κέντρο με παράλληλη εγκατάσταση δραστηριοτήτων μεταποίησης και η οποία σέρνεται εδώ και χρόνια με Ελληνικούς ρυθμούς, αλλά έχει καταφέρει σταδιακά να παρακάμψει εμπόδια που αλλού φυσικά θα είχαν λυθεί εντός πενταλέπτου.
• Υπερφορολόγηση: Επιλεγμένα παραδείγματα
Στη φορολόγηση του καπνού, σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ τον Σεπτέμβριο του 2014, καταγράφει καταρχήν τις συνεχείς αυξήσεις φόρων από το 2009 και ύστερα, με αποτέλεσμα να έχει πλέον η χώρα μας τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις ως ποσοστό της τιμής στην ΕΕ-28. Η μελέτη καταγράφει (με στοιχεία έως και το 2014 για το σύνολο των εσόδων από τη φορολόγηση καπνού) τις σημαντικές (προς τα κάτω, φυσικά) αποκλίσεις των υλοποιήσεων εσόδων σε σχέση με τους (πάντα υπεραισιόδοξους) στόχους εσόδων του προϋπολογισμού και του νομοθέτη. Η μελέτη αποτυπώνει επίσης την ενίσχυση της αγοράς λαθραίων τσιγάρων ως συνέπεια της αυξημένης φορολόγησης των νόμιμων καπνών. Η μελέτη του ΙΟΒΕ εξετάζει διάφορα σενάρια φορολόγησης των καπνών και βρίσκει ότι μια προσέγγιση της φορολογίας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ θα οδηγούσε τελικά σε αύξηση των εσόδων του κράτους από την φορολόγηση νόμιμων καπνικών προϊόντων, και μάλιστα παρά τη μείωση του εισοδήματος που πλέον υπάρχει. Τα στοιχεία των προϋπολογισμών 2009-2016 (Διάγραμμα 11 και 12) δείχνουν πως ειδικά την περίοδο 2010-2011 οι προσδοκίες του νομοθέτη ήταν πολύ υψηλότερες των τελικών εισπράξεων. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι, μετά την κατά επανάληψη αύξηση των συντελεστών, πλέον το 2014, οι εισπράξεις των εσόδων από αυτούς τους κωδικούς ΦΠΑ και ΕΦΚ από καπνά εγχώριας παραγωγής και εισαγωγής από την ΕΕ ήταν χαμηλότερες των εισπράξεων που έκανε το κράτος το 2009, πριν δηλαδή τη μεγάλη αύξηση των συντελεστών.
Η περίπτωση της φορολόγησης αλκοολούχων ποτών και αναψυκτικών. Σχετικές μελέτες έχουν καταγράψει πως τελικά η υπερφορολόγηση και η αύξηση του ΦΠΑ σε παράλογα επίπεδα έχει οδηγήσει σε συρρίκνωση της ζήτησης, μείωση της απασχόλησης και των μισθών και κερδών που φορολογούνται στην επίσημη οικονομία και τελικά σε μειωμένα έσοδα του κράτους. Σε ότι αφορά τα αλκοολούχα ποτά, μελέτη του ΙΟΒΕ καταγράφει πως την περίοδο 2009-2010 υπήρξαν 5 αυξήσεις στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και στον ΦΠΑ που επιβάλλεται στα οινοπνευματώδη ποτά, οδηγώντας σε υπερδιπλασιασμό της φορολογικής επιβάρυνσης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι οι φόροι πλέον αποτελούν τα 2/3 της τιμής λιανικής των οινοπνευματωδών ποτών. Η αύξηση της τιμής, λόγω αύξησης των φόρων που πλέον είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ, οδήγησε, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, σε σημαντικότατη μείωση της ζήτησης και αντίστοιχη ενίσχυση της νοθείας και του λαθρεμπορίου, το οποίο ως γνωστόν πληρώνει φόρους 0%, αποτελεί δραστηριότητα παράνομων επιχειρήσεων που δεν πληρώνουν φόρο στα κέρδη τους και απασχολούν προσωπικό που δεν καταβάλλει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Το ΙΟΒΕ στη μελέτη του εκτιμάει ότι μια μείωση των φόρων και σε αυτή την περίπτωση θα οδηγήσει τελικά όχι μόνο σε ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και των κρατικών εσόδων. Εδώ έχει ενδιαφέρον η δυνατότητα της αγορά να κινηθεί προς μια παράλληλη λαθραία δραστηριότητα – ενδεικτικά, στο Διάγραμμα 13 αποτυπώνεται πως πλέον το 2014 τα έσοδα του κράτους από τον ειδικό φόρο οινοπνεύματος έχουν υποχωρήσει σε επίπεδα χαμηλότερα του 2009. Όμως, στην περίπτωση του ειδικού φόρου στην μπύρα (Διάγραμμα 14) η αύξηση του φόρου έπληξε μεν την αγορά (πλέον σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους φόρους στην ΕΕ), αλλά τουλάχιστον τα φορολογικά έσοδα από τον φόρο αυτό παραμένουν υψηλότερα του επιπέδου του 2009 –το φορολογικό πλήγμα στον κλάδο εξασφάλισε αυτά τα έσοδα στο κράτος σε μεγάλο βαθμό λόγω της μη ύπαρξης ανεπτυγμένης παράλληλης παράνομης αγοράς και χωρίς φυσικά να υπολογίζονται οι όποιες σημαντικές έμμεσες απώλειες. Σχετικά, σε ότι αφορά την πρόσφατη επιβολή φόρου στον οίνο πρέπει να επισημανθεί η ύπαρξη αγοράς χύμα κρασιού. Η συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς πάντως καταγράφεται τόσο για την αγορά ποτών (που περιλαμβάνουν τα αλκοολούχα ποτά αλλά και τα αναψυκτικά που υπέστησαν μεγάλη αύξηση του ΦΠΑ) όσο και για την αγορά καπνού στο Διάγραμμα 15 με τη μείωση του δείκτη κύκλου εργασιών της βιομηχανίας στην εσωτερική αγορά.
Η περίπτωση της φορολόγησης των κινητών επικοινωνιών (δεδομένα και τηλεφωνία) έχει αναλυθεί από σχετική μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, εισπράττεται από το δημόσιο, μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, (χωρίς να συνυπολογίζεται το έσοδο του δημοσίου από τις άδειες φάσματος), πάνω από το 50% της συνεισφοράς του κλάδου στο ΑΕΠ, ο οποίος ακόμα και μέσα στην κρίση υλοποιεί ετήσιες επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Σαν αποτέλεσμα των πολλαπλών και πολλές φορές παράλογων αυξήσεων φόρων (πχ, στην περίπτωση της κινητής τηλεφωνίας φορολογείται ακόμα και ο φόρος!), ο κλάδος σήμερα υπόκειται στην υψηλότερη φορολογία σε όλη της ΕΕ και σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, μια μείωση του ειδικού τέλους κατά 50%, μια μείωση του ΦΠΑ στο 20%, μια κατάργηση της επιβολής ΦΠΑ επί του ειδικού τέλους και μια εξαίρεση από το ειδικό τέλος των συνδέσεων ασύρματης πρόσβασης σε δεδομένα, θα μεγιστοποιούσε τα δημόσια έσοδα Το ειδικό τέλος εισήχθη από τον Ν 2579/98 και αυξήθηκε σημαντικά με τροπολογία στο Ν3775/09 ενώ στη συνέχεια ο Ν3842/10 επέκτεινε το ειδικό τέλος και στην καρτοκινητή τηλεφωνία. Οι προσδοκίες εσόδων από την αύξηση του ειδικού τέλους το 2009 ήταν υψηλές, όπως αποτυπώνουν και οι σχετικές προβλέψεις του προϋπολογισμού (καθώς η αύξηση του τέλους έγινε με τροπολογία, δεν υπάρχει εκτίμηση του ΓΛΚ στο νομοσχέδιο). Όμως η υπερφορολόγηση (μαζί φυσικά με τη μείωση της κατανάλωσης λόγω ύφεσης) για άλλη μια φορά διέψευσαν τις προσδοκίες του νομοθέτη. Τα εκτιμώμενα για το 2010 ετήσια έσοδα ύψους €470 εκατ. πλέον έχουν κατασταλάξει στα μάλλον λιγότερο εντυπωσιακά €207 εκατ. – μετά από 5 χρόνια υπερφορολόγησης της οικονομίας, το κράτος εισπράττει στην περίπτωση του ειδικού τέλους κινητής τηλεφωνίας λιγότερο από το ήμισυ των αρχικών του εκτιμήσεων (Διάγραμμα 16). Μάλιστα, η εξέλιξη των εσόδων από το ειδικό τέλος δεν καταγράφει τις απώλειες του κράτους από τη μείωση εσόδων από ΦΠΑ λόγω μείωσης της ζήτησης για υπηρεσίες στον κλάδο, την αντίστοιχη μείωση απασχόλησης και αποδοχών εργαζομένων και του υψηλότατου μεριδίου που εισπράττει το κράτος επί αυτών, τη μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων του κλάδου και αντίστοιχα των φόρων που εισπράττει επί αυτών το κράτος και τη μείωση των επενδύσεων ή ακόμα και την απαξίωση των δικαιωμάτων φάσματος. Ούτε φυσικά δεν καταγράφεται η ανακοπή της ανάπτυξης ειδικά της ασύρματης μεταφοράς δεδομένων, που αποτελεί σημαντική τροχοπέδη στην ανάπτυξη της εγχώριας ψηφιακής αγοράς στερώντας για παράδειγμα τη δυναμική αγορά εφαρμογών κινητής τηλεφωνίας από μια δυναμική εγχώρια αγορά η οποία θα μπορούσε να υποστηρίξει την ανάπτυξη της.
Όμως η πιο εξώφθαλμη (μέχρι σήμερα) περίπτωση υπερφορολόγησης στην οποία οι προσδοκίες του νομοθέτη αποδείχθηκαν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου αποτελεί ο «φόρος πολυτελείας» του άρθρου 17 του Ν3833/2010. Ο φόρος αυτός θεσπίστηκε στο πρώτο κύμα μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης και επιβάλλεται από ακριβά αυτοκίνητα και τζιπ, ιδιωτικά αεροπλάνα, χρυσά ρολόγια, ακριβά κοσμήματα (πλέον αξίας άνω των €1.000, για όσους νομοταγείς τιμολογούν), λαμπερούς πολύτιμους λίθους έως και σε … πολυτελείς δερμάτινες τσάντες και παπούτσια. Ο νομοθέτης στη συνέχεια αναγκάστηκε να τροποποιήσει κατά επανάληψη (τουλάχιστον 15 φορές) τον παράλογο αυτό φόρο για να εξαιρέσει (τις προφανώς, κατά τον αρχικό νομοθέτη υπερπολυτελέστατες) νεκροφόρες και κλούβες της αστυνομίας και να εξειδικεύσει την εφαρμογή του φόρου στην περίπτωση δερμάτων … ψαριών. Υπό το βάρος αντιδράσεων των δικαιολογημένα αγανακτισμένων ελλήνων παραγωγών γούνας, ο νομοθέτης εξαίρεσε στη συνέχεια από το φόρο τις χονδρικώς πωλούμενες σαν ενδιάμεσο αγαθό προς επεξεργασία γούνες εγχώριας παραγωγής, αλλά όπου διατηρήθηκε ο φόρος ο νομοθέτης έπρεπε να επανέλθει με τουλάχιστον άλλες 11 πράξεις ώστε να εξειδικεύσει την εφαρμογή του φόρου αυτού. Ο φορολογούμενος πολίτης συνεπώς πλήρωσε πολλές ώρες απασχόλησης υπαλλήλων του υπουργείου οικονομικών που συντάξανε δεκάδες σελίδες εγκυκλίων και διατάξεων που εξειδικεύανε σημαντικά θέματα όπως η εξαίρεση από τον φόρο της Τράπεζας Εμπορίου και Ανάπτυξης του Ευξείνου Πόντου και τα μέλη του αλλοδαπού προσωπικού αυτής. Μάλιστα ο νομοθέτης έπρεπε να ασχοληθεί ακόμα και με την τροποποίηση του σχετικού φόρου ώστε να εξαιρέσει από αυτόν αυτοκίνητα που δωρίζονται στην αστυνομία, την πυροσβεστική και το λιμενικό σώμα. Φυσικά, δεν αποτιμήθηκε ποτέ η ζημιά που υπέστη για παράδειγμα ο κλάδος αργυροχρυσοχοΐας από την επιβολή του φόρου, καθώς ο φόρος αυτός επιβαρύνει τις οργανωμένες, νομοταγείς επιχειρήσεις τους κλάδους και έχει καταστήσει απαγορευτική την εισαγωγή ημιεπεξεργασμένων κοσμημάτων και πολύτιμων λίθων, ως ενδιάμεσα προϊόντα, για επεξεργασία και επαναεξαγωγή, εκδιώκοντας από τη χώρα τη σχετική δραστηριότητα και αποκλείοντας τις ελληνικές επιχειρήσεις από τις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Ούτε αξιολογήθηκαν ποτέ οι εργατοώρες που χάνονται για την εξαίρεση από τον φόρο τουριστών που αγοράζουν είδη πολυτελείας στη χώρα μας. Το διαταύτα; Ο νομοθέτης προσδοκούσε από αυτό τον φόρο ετήσια έσοδα άνω των €120 εκατ., (σύμφωνα με την έκθεση του ΓΛΚ), στον προϋπολογισμό 2011 προέβλεψε έσοδα €100 εκατ. αλλά τελικά εισπράττει σε ετήσια βάση (στοιχεία 2013) €5,17 εκατ. (δηλαδή περίπου 4,3% της εκτιμώμενης από το ΓΛΚ ετήσιας απόδοσης του φόρου!), ενώ το 2014 η απόδοση ήταν περίπου 7% (Διάγραμμα 17).