Στα σκαριά σχέδιο διάσωσης της Deutsche Bank

Στο χείλος του γκρεμού οι γερμανικές τράπεζες;
 
Σύμφωνα με πληροφορίες της Zeit η γερμανική κυβέρνηση και οι αρμόδιες αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας καταρτίζουν ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τη Deutsche Bank. Διαψεύδει το υπουργείο Οικονομικών.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι σε Βερολίνο, Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη επεξεργάζονται στην παρούσα φάση το σχετικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης. Αυτό θα τεθεί σε ισχύ σε περίπτωση που η Deutsche Bank χρειαστεί επιπρόσθετα κεφάλαια για να επιλύσει τις πολυάριθμες νομικές της διαμάχες και δεν μπορέσει να αντλήσει τα απαιτούμενα κεφάλαια από τις αγορές.

Εντός της γερμανικής κυβέρνησης εκφράζονται φόβοι ότι αυτό μπορεί να συμβεί εάν το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης επιμείνει στην αξίωσή του για την καταβολή προστίμου ύψους 14 δις δολαρίων εκ μέρους της γερμανικής τράπεζας για αγοραπωλησίες τοξικών ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, στο διάστημα πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τράπεζα διαθέτει «δίχτυ ασφαλείας» μόλις 5,5 δις ευρώ για πιθανές νομικές περιπέτειες. Την ίδια ώρα η χρηματιστηριακή αξία της Deutsche Bank ανέρχεται σε μόλις 14,6 δις ευρώ.

Σύμφωνα με την Zeit τα πιθανά μέτρα που προκρίνονται βάσει του σχεδίου διάσωσης είναι η πώληση μέρους της δραστηριότητας της Deutsche Bank σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σε εξαιρετική περίπτωση θα μπορούσε να υπάρξει και άμεση κρατική παρέμβαση. Μέλη της γερμανικής κυβέρνησης προκρίνουν την ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού μηχανισμού που προβλέπεται για την εξυγίανση προβληματικών τραπεζών. Αυτό προϋποθέτει όμως και ένα bail-in, τη διάσωση δηλαδή και εκ των έσω, με τη συμμετοχή των μετόχων και των πελατών της τράπεζας, κάτι που θα οδηγούσε πιθανότατα σε νέα αναταραχή στις χρηματαγορές. Γι΄ αυτό και συζητείται επίσης το ενδεχόμενο συμμετοχής του κράτους ύψους 25%.

Μέχρι στιγμής όμως πρόκειται μόνον για σχέδια επί χάρτου, όπως επισημαίνει η Zeit. Η γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να ελπίζει ότι η τράπεζα θα εξέλθει από τη δίνη χωρίς έξωθεν βοήθεια. Το υπουργείο Οικονομικών μάλιστα διέψευσε το μεσημέρι της Τετάρτης τις πληροφορίες της Zeit.

Περί αυτού διαβεβαιώνει από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος του γερμανικού τραπεζικού κολοσσού Τζον Κράιαν ο οποίος προχώρησε σε κατηγορηματική διάψευση των δημοσιευμάτων που τον θέλουν να έχει ζητήσει τη βοήθεια της γερμανικής κυβέρνησης. «Δεν υπάρχει θέμα κρατικής βοήθειας», τόνισε ο Τζον Κράιαν σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Bild, προσθέτοντας ότι ουδέποτε ζήτησε την υποστήριξη της καγκελαρίου αλλά ούτε και υπονόησε ότι η τράπεζα χρειάζεται βοήθεια.

Ο ίδιος παραδέχεται ότι η γνωστοποίηση της αμερικανικής αξίωσης προκάλεσε «μεγάλη αναταραχή», εντούτοις «εξαρχής ήταν σαφές ότι δεν πρόκειται να πληρώσουμε αυτό το ποσό». Ο Τζον Κράιαν εκτιμά ότι το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης θα αντιμετωπίσει τη Deutsche Bank με τον ίδιο δίκαιο τρόπο που χειρίστηκε και ανάλογες υποθέσεις αμερικανικών τραπεζών. Ο ίδιος απέκλεισε πάντως το ενδεχόμενο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.

Η μετοχή της Deutsche Bank έχει απολέσει το 55% της αξίας της από την αρχή του έτους και χθες Τρίτη έκλεισε στα 10,18 ευρώ. Το 2007, πριν την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η μετοχή της βρισκόταν πάνω από τα 100 ευρώ.

 
Στο χείλος του γκρεμού οι γερμανικές τράπεζες;

Χαμηλά επιτόκια, ρυθμιστικές παρεμβάσεις, πρόστιμα δισεκατομμυρίων και αυξανόμενος ανταγωνισμός από εταιρείες start up. Τα χρόνια της αφθονίας φαίνεται να έχουν περάσει για τις γερμανικές τράπεζες.

Η τιμή των μετοχών είναι ένας αξιόπιστος δείκτης για την κατάσταση μιας επιχείρησης. Όταν ανεβαίνει, σημαίνει ότι οι επενδυτές είναι ικανοποιημένοι και αισιόδοξοι. Αντιθέτως, η πτώση της συνεπάγεται απώλεια εμπιστοσύνης. Τη δεύτερη περίπτωση «βιώνουν» σήμερα οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας. Η μετοχή της Deutsche Bank βρίσκεται στη χαμηλότερη τιμή της ιστορίας της, στοιχίζοντας μόλις κάτι παραπάνω από 10 ευρώ. Όταν ανέλαβε τα ηνία του τραπεζικού κολοσσού ο Τζον Κράιαν, το καλοκαίρι του 2015, η τιμή της μετοχής ήταν τριπλάσια. Σταθερά πτωτικά κινείται και η μετοχική αξία της Commerzbank. Η τιμή της μετοχής του δεύτερου σε μέγεθος γερμανικού τραπεζικού ομίλου απώλεσε 35% της αξίας της από την αρχή του τρέχοντος έτους.

Ειδήσεις περί επικείμενης αναδιάρθρωσης της Commerzbank οδήγησαν σε νέα σημαντική πτώση της μετοχής της χθες. Σύμφωνα με συγκλίνουσες δημοσιογραφικές πληροφορίες η τράπεζα σκοπεύει να προβεί σε περικοπή του 20% του προσωπικού της, κάτι που αντιστοιχεί σε περίπου 9.000 στελέχη. Πέρσι η Commerzbank πλήρωσε για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης μερίσματα στους μετόχους της. Κάτι που, από ό,τι όλα δείχνουν, δεν θα επαναληφθεί.

Και η Deutsche Bank φαίνεται όμως ότι σχεδιάζει σημαντική περικοπή θέσεων εργασίας. Σε πρώτη φάση γίνεται λόγος για 3.000 εργαζόμενους. Ωστόσο, αυτές οι περικοπές δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση για την αντιμετώπιση των σημερινών δυσκολιών της. Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης διεκδικεί περί τα 12,5 δις ευρώ ως πρόστιμο για πωλήσεις τιτλοποιημένων ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, στο διάστημα πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Η τράπεζα διαθέτει «δίχτυ ασφαλείας» μόλις 5,5 δις ευρώ για πιθανές νομικές περιπέτειες. Την ίδια ώρα η χρηματιστηριακή αξία της Deutsche Bank ανέρχεται σε μόλις 14,6 δις ευρώ.

Οι γερμανικές τράπεζες έχουν έλλειψη ρευστότητας. Κάτι που ισχύει βεβαίως για τις «ναυαρχίδες» του κλάδου, αλλά ακόμη περισσότερο για μικρότερα τραπεζικά ιδρύματα. Η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που εφαρμόζει η ΕΚΤ καθιστά ασύμφορη της βασική τους επιχειρηματική δραστηριότητα. Η λειτουργία καταστημάτων και η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε πελάτες στοιχίζουν πολλά χρήματα. Κατά συνέπεια, όλες σχεδόν οι τράπεζες στη Γερμανία έχουν αυξήσει τα τέλη για τους καταθέτες τους. Ορισμένες τράπεζες μάλιστα επιβάλλουν αρνητικά επιτόκια σε ορισμένες καταθέσεις.

Σε αυτή τη δεινή κατάσταση προστίθεται ο ανταγωνισμός από το διαδίκτυο. Τράπεζες χωρίς υποκαταστήματα, με πολύ λιγότερους εργαζόμενους και εξυπηρέτηση πελατών μέσω ATM και online banking, δημιουργούν ασφυκτικές πιέσεις στις παραδοσιακές τράπεζες. Τα επονομαζόμενα FinTechs, δηλαδή start up εταιρείες του χρηματοοικονομικού κλάδου, προσφέρουν υπηρεσίες των κλασικών τραπεζικών ιδρυμάτων χωρίς να υφίστανται τις πιέσεις των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών. Όπως επισημαίνει στην DW ο Χανς-Πέτερ Μπούργκντορφ, καθηγητής και ειδικός του τραπεζικού τομέα στο Πανεπιστήμιο του Χόενχαϊμ, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές τράπεζες, «αν προτείνεις σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα μια επένδυση και γράψεις από κάτω ότι δεν πρόκειται περί σύστασης, τότε ‘τη γλυτώνεις’».

Προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να επιβιώσουν θα πρέπει να βρουν τρόπο να αντιδράσουν στον ψηφιακό ανταγωνισμό. «Ό,τι μπορεί να γίνει ψηφιακό, θα γίνει ψηφιακό», είχε εξαγγείλει τον προηγούμενο Αύγουστο ο επικεφαλής της Commerzbank Μάρτιν Τσίλκε. Από την πλευρά του ο Χανς-Πέτερ Μπούργκντορφ υπογραμμίζει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμοστούν στην τεχνολογική εξέλιξη και να ασχοληθούν εντατικά με το θέμα «χρηματοοικονομική καινοτομία». Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, «σημαίνει επιπλέον ότι θα χρειάζονται αισθητά λιγότερο προσωπικό». Πηγή: Deutsche Welle

Σχετικά Άρθρα