Τράπεζα της Ελλάδος : «Η βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης και της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών θα τους επιτρέψει, μεσοπρόθεσμα, να συμβάλλουν ουσιαστικά στη χρηματοδότηση και ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας»
• Το πλαίσιο οι στόχοι και οι κεφαλαιακές ανάγκες
• Πρωταρχικός σκοπός της συνολικής στρατηγικής είναι η διασφάλιση ενός βιώσιμου και επαρκώς κεφαλαιοποιημένου τραπεζικού τομέα, που θα αποκαταστήσει σταδιακά την εμπιστοσύνη των καταθετών και των αγορών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποίησε σήμερα την Έκθεση για την ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάταξη του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Η σχετική ανακοίνωση έχει ως εξής:
« Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια ισχυρό πλήγμα από τη συνδυαστική επίδραση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους και των αντίξοων οικονομικών συνθηκών στα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών και στην καταθετική τους βάση.
Η εκπόνηση και δημοσίευση της Έκθεσης ικανοποιεί μία από τις δεσμεύσεις του Μνημονίου.
Στη μελέτη αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρείχαν σχετική καθοδήγηση, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέπεια με τους στόχους του Προγράμματος Στήριξης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προέβη σε εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών των ελληνικών τραπεζών για την περίοδο 2012-2014.
Η “Έκθεση για την Ανακεφαλαιοποίηση και Αναδιάταξη του Ελληνικού Τραπεζικού Τομέα” περιγράφει εν πρώτοις την επίδραση που άσκησαν στις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών:
(α) η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI),
(β) οι αναμενόμενες ζημίες πιστωτικού κινδύνου κατά την τριετία 2012-2014 από τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί στην Ελλάδα, όπως τις έχει υπολογίσει ανεξάρτητα η εταιρία BlackRock Solutions,
(γ) οι αναμενόμενες ζημίες από δάνεια χορηγηθέντα στο εξωτερικό και από δάνεια σε φορείς που σχετίζονται με το Δημόσιο και
(δ) η εκτιμώμενη λειτουργική κερδοφορία των τραπεζών, βάσει μιας συντηρητικής θεώρησης των επιχειρησιακών σχεδίων που υπέβαλαν οι τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος το πρώτο τρίμηνο του 2012.
Επιπλέον, η Έκθεση περιγράφει τον υπολογισμό των χρηματοδοτικών πόρων που απαιτούνται για να καλυφθούν οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης και το κόστος αναδιάταξης του ελληνικού τραπεζικού τομέα.
Το Φεβρουάριο του 2012 έγινε εκτίμηση για χρηματοδοτικούς πόρους ύψους 50 δισεκ. ευρώ.
Το Δεκέμβριο του 2012, η Τράπεζα της Ελλάδος, συνυπολογίζοντας και δεδομένα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του έτους, επικαιροποίησε τον υπολογισμό των χρηματοδοτικών πόρων, επιβεβαιώνοντας την επάρκειά τους.
Πρωταρχικός σκοπός της συνολικής στρατηγικής είναι η διασφάλιση ενός βιώσιμου και επαρκώς κεφαλαιοποιημένου τραπεζικού τομέα, που θα αποκαταστήσει σταδιακά την εμπιστοσύνη των καταθετών και των αγορών.
Η βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης και της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών θα τους επιτρέψει, μεσοπρόθεσμα, να συμβάλλουν ουσιαστικά στη χρηματοδότηση και ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας.
Το πλαίσιο και οι στόχοι
Τα τελευταία χρόνια το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού τομέα έχει επηρεαστεί καθοριστικά από τη συνδυαστική επίδραση:
• της αδυναμίας πρόσβασης στις διεθνείς αγορές και της εκροής καταθέσεων,
• των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που προκάλεσαν επιδείνωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων,
• της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (“PSI”).
Οι παράγοντες αυτοί άσκησαν ισχυρές πιέσεις στη ρευστότητα και την κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών, απειλώντας τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και την ευρωστία αρκετών τραπεζών.
Σε αυτό το δεδομένο πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος και η πολιτεία προέβησαν σε σειρά ενεργειών που αποσκοπούσαν στην θωράκιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ασφάλειας των καταθέσεων.
Μεταξύ των ενεργειών αυτών, κρίσιμη σημασία είχαν:
• η κάλυψη των βραχυπρόθεσμων αναγκών ρευστότητας των τραπεζών, με την παροχή δυνατότητας προσφυγής στο μηχανισμό έκτακτης χρηματοδότησης (“emergency liquidity assistance – ELA”),
• η διασφάλιση της επάρκειας των “Χρη-ματοδοτικών Πόρων” (Financial Envelope), δηλαδή των δημόσιων πόρων που προορίζονται για την κάλυψη της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησης και του κόστους αναδιάταξης του ελληνικού τραπεζικού τομέα την περίοδο 2012-2014, το ύψος των οποίων έχει εκτιμηθεί σε 50 δισεκ. ευρώ1,
• η εξυγίανση αδύναμων τραπεζών, βάσει ενός διευρυμένου νομικού πλαισίου,
• η απαίτηση από όλες τις ελληνικές τράπεζες να αυξήσουν την κεφαλαιακή τους βάση σε ένα συντηρητικά εκτιμημένο επαρκές επίπεδο.
Στη διαδικασία αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρείχαν καθοδήγηση και διασφάλισαν τη συνέπεια με τους σκοπούς του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής.
Παράλληλα, εταιρία διεθνούς κύρους παρείχε στην Τράπεζα της Ελλάδος συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Η παρούσα έκθεση περιγράφει τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση των Χρηματοδοτικών Πόρων και επιβεβαιώνει ότι, με τα δεδομένα του Δεκεμβρίου 2012, τα κονδύλια ύψους 50 δισεκ. ευρώ του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής επαρκούν.
Συνεκτιμήθηκαν δύο βασικά στοιχεία:
• Η εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών όλων των τραπεζών σε ενοποιημένη βάση, όπως προέκυψε από τη λεπτομερή αξιολόγηση που είχε πραγματοποιηθεί τους πρώτους μήνες του 2012.
• Η επικαιροποιημένη εκτίμηση των συνιστωσών των Χρηματοδοτικών Πόρων, που συμπεριέλαβε και γεγονότα που έλαβαν χώρα αργότερα το 2012, καθώς επίσης το δυνητικό κόστος από ενδεχόμενες στο μέλλον εξυγιάνσεις, και ένα ικανό απόθεμα ασφαλείας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκπόνησε επίσης, το Μάρτιο του 2012, μελέτη στρατηγικής αξιολόγησης του τραπεζικού τομέα.
Η μελέτη αξιολόγησε τις προοπτικές βιωσιμότητας των τραπεζών, εφαρμόζοντας ένα πολύ ευρύτερο σύνολο κριτηρίων (τόσο εποπτικών όσο και επιχειρησιακών) και χρησιμοποιώντας χρηματοοικονομικά και εποπτικά στοιχεία.
Οι κεφαλαιακές ανάγκες
Από τη μελέτη προέκυψαν τέσσερις “συστημικές τράπεζες” – η Εθνική Τράπεζα, η Eurobank, η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς, οι οποίες και κρίθηκαν κατάλληλες για δημόσια στήριξη.
Οι “μη συστημικές τράπεζες”, όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο Συνεννόησης του Δεκεμβρίου 2012 (Μνημόνιο), θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν από τον ιδιωτικό τομέα μέχρι το τέλος Απριλίου 2013.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα τεθούν σε διαδικασία εξυγίανσης μέχρι το τέλος Ιουνίου 2013.
Οι κεφαλαιακές ανάγκες για το σύνολο των ελληνικών εμπορικών τραπεζών εκτιμήθηκαν το Μάιο του 2012 σε 40,5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων τα 27,5 δισεκ. ευρώ αντιστοιχούν στις τέσσερις “συστημικές τράπεζες” .
Τον Οκτώβριο του 2012, η Τράπεζα της Ελλάδος επικαιροποίησε την εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών με βάση τα προκαταρκτικά οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2012.
Η επικαιροποίηση επιβεβαίωσε το μέγεθος των κεφαλαιακών αναγκών που είχε ήδη εκτιμηθεί με συντηρητικό τρόπο.
Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, σε συνδυασμό με την αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα, αναμένεται ότι θα αποκαταστήσει σταδιακά την εμπιστοσύνη των α-γορών και των καταθετών.
Η βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης και της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν να στηρίζουν την πραγματική οικονομία, συμβάλλοντας έτσι στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.
Τα στοιχεία αυτά έχουν εξαιρετική σημασία για την αποκατάσταση θετικών και διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.»
www.mywaypress.gr