ΣΕΒ: Εμπρός να σπάσουμε τη στασιμομιζέρια!

Η παραγωγικότητα, η προσαρμογή και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας

 
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και η ταχεία υλοποίηση του προγράμματος είναι μεν μονόδρομος, αλλά όχι η μόνη προϋπόθεση για να βγει η χώρα από τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, σε καιρό ειρήνης, τονίζει το Εβδομαδιαίο Δελτίο του ΣΕΒ για την Ελληνική Οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις.

Υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να εφαρμοστεί το πρόγραμμα και η κυβέρνηση -με την ανοχή των θεσμών- φαίνεται να επιλέγει το χειρότερο, αυτόν της υπερφορολόγησης. Το μίγμα πολιτικής που φαίνεται να προκρίνεται εντός του πλαισίου υλοποίησης του προγράμματος θα έχει έντονες υφεσιακές επιπτώσεις και θα εξουδετερώσει άλλες θετικές διαρθρωτικές επιδράσεις του στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Οπωσδήποτε το πρόγραμμα πρέπει να εφαρμοστεί γρήγορα αλλά προς άλλη κατεύθυνση. Και φυσικά τυχόν εγκατάλειψή του δεν μπορεί να φαντάζει ως βιώσιμη εναλλακτική καθώς θα οδηγήσει σε περαιτέρω φτωχοποίηση του ελληνικού λαού, καθηλώνοντας τη χώρα στη λογική της ψωροκώσταινας, όπου «σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας έβρει μας πατεί», όπως γράφει ο Βάρναλης. Μόνο η σταθερή υλοποίηση του προγράμματος μπορεί να οδηγήσει στην ανάκαμψη, που πρέπει να έχει βάθος και διάρκεια για να αρχίσουν οι επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν ξανά. Η εκ νέου πτώση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας το 2015 (αλλά και η στασιμότητα στην βελτίωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) δεν είναι καλά σημάδια για την συνέχιση της προσαρμογής και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Αν μη τι άλλο, οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν την ανάγκη σταθερής πλεύσης σύμφωνα με τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής, δεδομένων των καθυστερήσεων της τελευταίας διετίας. Σε κάθε περίπτωση, στα αρχικά στάδια ανάκαμψης δεν αναμένεται ταχεία πτώση της ανεργίας. Η αύξηση της απασχόλησης δεν πρόκειται να προέλθει από την απλή επαναπρόσληψη όσων έχασαν τις δουλειές τους μέχρι τώρα, αλλά κυρίως από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε νέες δραστηριότητες και με νέες εξειδικεύσεις ή και σε νέες γεωγραφικές περιοχές. Απαιτούνται, συνεπώς, προγράμματα μαζικής επανακατάρτισης εργαζομένων, σε ευρεία κλίμακα, που συνδέονται με την απασχόληση στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας και όχι με προσφορά πλασματικής απασχόλησης στο δημόσιο ή σε επιδοτούμενες προσωρινά θέσεις εργασίας χωρίς μέλλον και προοπτική. Σε διαφορετική περίπτωση, η ανεργία θα συνεχίσει να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, επιτείνοντας τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα. Η χώρα ανακάπτοντας πρέπει να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης της οικονομίας από την πολιτική, που με τη σειρά της δεν αφήνει την οικονομία να αναπτυχθεί δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στο πολιτικό σύστημα. Επείγει η υιοθέτηση πολιτικών ευθύνης που θα αγνοήσουν το κόστος των χρήσιμων για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας αποφάσεων.

 
-Η πρακτική ταμειακής διαχείρισης του προϋπολογισμού περιορίζει τη ρευστότητα στην αγορά, λόγω των καθυστερήσεων στη διαπραγμάτευση, την ώρα που η επιχειρηματική δράση συνέρχεται αργά από την επιβολή των capital controls και η χρηματοδότηση της οικονομίας συνεχίζει να υποχωρεί, όπως άλλωστε και η αισιοδοξία των καταναλωτών, η απασχόληση στη βιομηχανία και οι παραγγελίες στις εξαγωγές. Από την άλλη, το αδύναμο ξεκίνημα του τουρισμού τον Ιανουάριο δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας και οι εξελίξεις στο οικονομικό κλίμα καταγράφουν μια – κατά μέσο όρο – ελαφριά βελτίωση σε υπηρεσίες, εμπόριο, βιομηχανία και κατασκευές σε ότι αφορά προσδοκίες και απασχόληση.

 
-Οι ξένοι που ενδιαφέρονται να επενδύσουν στη χώρα μας μέσω συμπράξεων με Έλληνες, εύλογα επιθυμούν και οι Έλληνες συνέταιροι να συνεισφέρουν κεφάλαιο. Πώς, όμως, μπορούν να επενδύσουν με ίσους όρους όταν ένας επιπλέον φόρος (στα μερίσματα) επιβαρύνει, στην πράξη, μόνο τον Έλληνα μέτοχο ειδικά όταν το εγχώριο κεφάλαιο όλων των μεγεθών έχει ήδη πληγεί πολλαπλά Όταν δε είναι πλέον εμφανές ότι πέρα από ένα σημείο, η αύξηση των φόρων δεν αποδίδει τα προσδοκόμενα φορολογικά έσοδα. Όχι μόνο επειδή αυξάνει η φοροδιαφυγή, αλλά κυρίως επειδή εξαφανίζεται η οικονομική δραστηριότητα που δημιουργεί απασχόληση και τροφοδοτεί τα έσοδα του κράτους. Το παράδειγμα της εξωφρενικά υψηλής φορολόγησης της κινητής τηλεφωνίας δείχνει γλαφυρά πως μια ατμομηχανή επενδύσεων και ανάπτυξης μπορεί να βουλιάζει στην υπερφορολόγηση με αποτέλεσμα ένα φοροσκοπικό κράτος τελικά να χάνει πολλαπλάσια έσοδα.

 
Η παραγωγικότητα, η προσαρμογή και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας

Στη διάρκεια των χρόνων της βαθειάς προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, η ανεργία υπερτριπλασιάσθηκε από 8% το 2008 σε 27% το 2013 (Διάγραμμα μπροστινής σελίδας, Διάγραμμα 1).

ΣΕΒ 1-31.3.2016

 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 -ΣΕΒ-31.3.2016

Έκτοτε, η αναιμική ανάκαμψη του 2014, οι επικίνδυνοι πειραματισμοί με την αστάθεια του 2015 και η εκ νέου εντατικοποίηση της προσαρμογής ιδίως από το 2016 (€5,7 δισ. δημοσιονομικών μέτρων), δεν αφήνουν περιθώρια για μείωση της ανεργίας, η οποία παραμένει στο 25% με τάσεις παγιοποίησης. Λόγω της μεγάλης ύφεσης και των αλλαγών που συντελέσθηκαν στην αγορά εργασίας και στον τρόπο που λειτουργεί πλέον η οικονομία, αξίζει να εξετασθούν οι προοπτικές της απασχόλησης τα επόμενα χρόνια όταν η οικονομία θα επιστρέψει στην ανάκαμψη. Το ερώτημα που τίθεται μετ΄ επιτάσεως είναι κατά πόσον, κάτω από τις σημερινές διαρθρωτικές στρεβλώσεις και πολιτικές που ακολουθούνται, η οικονομία βαδίζει προς ανάκαμψη, και εάν ναι, κατά πόσον αυτή η ανάκαμψη θα συνοδευτεί από αύξηση της απασχόλησης ή όχι. Το φαινόμενο της ανάκαμψης χωρίς αναλογική αύξηση των θέσεων εργασίας παρατηρείται σε περιπτώσεις βαθειάς ύφεσης όταν γίνεται ευκολότερη η προσαρμογή της απασχόλησης στον χαμηλότερο τζίρο της οικονομίας. Έναντι μίας μιας βαθειάς ύφεσης που δεν είχε προηγούμενο σε ειρηνική περίοδο και όταν τέθηκαν επί τάπητος ζητήματα επιβίωσης και συνέχισης της λειτουργίας τους, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις αξιοποίησαν τις θεσμικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Έτσι, κατάφεραν να βελτιώσουν δραστικά την παραγωγικότητά τους, σε ένα περιβάλλον που οι δραστηριότητές τους επηρεάζονταν αρνητικά από την συνεχή αύξηση της φορολογίας και του κόστους ενέργειας, της απουσίας τραπεζικής χρηματοδότησης και της αύξησης του κόστους χρήματος, λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας και του υψηλού κινδύνου χώρας, και, πιο πρόσφατα, της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Στην φάση αυτή, πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν ή αναδιαρθρώθηκαν και πολλές ακόμη και σήμερα διατηρούνται εν ζωή τεχνητά, κυρίως υπερχρεωμένες επιχειρήσεις που, παρά τη δραστική μείωση του εργατικού κόστους, δεν μπόρεσαν να προσαρμοσθούν στη νέα πραγματικότητα της οικονομίας που απεδείχθη αρκετά μακροβιότερη απ’ ό,τι αρχικά θα μπορούσε κανείς να υποθέσει. Είναι προφανές ότι, μετά από μια τέτοια οδυνηρή εμπειρία, οι επιχειρήσεις θα είναι πολύ προσεκτικές στην πρόσληψη εργατικού δυναμικού, πόσο μάλλον όταν δεν γνωρίζουν πότε θα έλθει η ανάκαμψη και εάν θα έχει βάθος και διάρκεια. Άλλωστε, δεν φαίνεται να υπάρχουν στο ορατό μέλλον οι ενδείξεις που να δημιουργούν τη βεβαιότητα στις επιχειρήσεις ότι κάτι έχει αλλάξει στον τρόπο που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση την επιχειρηματικότητα, την ιδιωτική πρωτοβουλία και την ανάπτυξη. Συνεπώς, είναι λογικό η όποια ανάκαμψη να μην συνοδεύεται, σε αρχικά στάδια τουλάχιστον, από αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης. Η προσαρμογή του παραγωγικού προτύπου συντελείται κάτω από την επίδραση της εσωτερικής υποτίμησης, απελευθερώνοντας πόρους (εργατικούς και επενδυτικούς) από τους παραδοσιακούς κλάδους που παράγουν διεθνώς μη εμπορεύσιμα αγαθά (κυρίως υπηρεσίες που παράγονται χωρίς ανταγωνισμό από τη διεθνή αγορά). Η απορρόφηση αυτών των πόρων από τους εξωστρεφείς κλάδους δεν είναι αυτόματη, παίρνει χρόνο (γενιές παρά λίγα χρόνια) και, χρειάζεται να συνεπικουρείται από συνεχείς διαρθρωτικές αλλαγές που να διευκολύνουν τη μεταφορά πόρων στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας (που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά για εξαγωγές ή για υποκατάσταση εισαγωγών). Σε μία τέτοια κατάσταση μετασχηματισμού του παραγωγικού προτύπου, είναι απίθανο η αύξηση της απασχόλησης να προέλθει από την απλή επαναπρόσληψη όσων έχασαν τις δουλειές τους στην περίοδο της μεγάλης ύφεσης. Η αύξηση της απασχόλησης θα προέλθει μάλλον από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε νέες δραστηριότητες και με νέες εξειδικεύσεις κατάρτισης. Μια τέτοια διαδικασία, όμως, είναι χρονοβόρα καθώς απαιτεί την επανευθυγράμμιση εργαζομένων με θέσεις εργασίας σε διαφορετικούς κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, ή και διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο λειτουργίας, οι ενεργές πολιτικές μείωσης της ανεργίας θα πρέπει να κατευθύνουν πόρους στην επανακατάρτιση εργαζομένων και όχι στην εικονική απασχόληση ανέργων στο δημόσιο ή σε θέσεις εργασίας χωρίς μέλλον και προοπτική. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι και για τον πρόσθετο αυτό λόγο, η όποια ανάκαμψη της οικονομίας δεν πρόκειται να συνοδεύεται από μεγάλη αύξηση της απασχόλησης. Η παραγωγικότητα της οικονομίας συνήθως μεταβάλλεται μαζί με τον οικονομικό κύκλο (Διάγραμμα 2).

Σε περίπτωση, όμως, βαθειάς και παρατεταμένης ύφεσης, η παραγωγικότητα μπορεί να ανακάμπτει ενώ πέφτει η οικονομική δραστηριότητα, λόγω της μεγάλης απώλειας θέσεων εργασίας που συνοδεύει την προσαρμογή της απασχόλησης στους ταχέως αποκλιμακούμενους τζίρους των επιχειρήσεων. Αυτό παρατηρήθηκε στην ελληνική οικονομία το 2010 και 2011, ενώ από το 2012 και μετά, η συμπεριφορά της παραγωγικότητας γίνεται (με σημαντική υστέρηση) πιο συμβατική (ακολουθεί και πάλι τον οικονομικό κύκλο δηλαδή) (Διάγραμμα 3). Σε όλη την περίοδο της προσαρμογής, οι ονομαστικές αμοιβές των εργαζομένων έπεφταν με ταχύτερο ρυθμό από την πτώση της παραγωγικότητας και συνέβαλαν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη μεταφορά πόρων από τους παραδοσιακούς στους εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Η προσαρμογή αυτή φαίνεται να φθάνει στο τέλος της το 2015, όταν αντιστρέφεται η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος καθώς η πτώση των αμοιβών επιβραδύνεται σε σχέση με την ταχεία πτώση των προηγούμενων ετών, και η παραγωγικότητα εξασθενεί καθώς η απασχόληση ενισχύεται. Το φαινόμενο αυτό είναι εντονότερο στην μεταποίηση όπου το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αρχίζει να μειώνεται από το 2014 και συνεχίζεται το 2015. Η παραγωγικότητα, μετά από 3 συνεχείς χρονιές αύξησης, έχει επανέλθει σε αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής από το 2014 και μετά (Διάγραμμα 4).

ΣΕΒ 2-3-4 31.3.2016

Τα παραπάνω ενδεχομένως σημαίνουν ότι καθώς η χώρα επιστρέφει στην κανονικότητα, ο μηχανισμός μεταβολής των σχετικών τιμών και στροφής πόρων από τους παραδοσιακούς στους εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας εξασθενεί καθώς οι μεταρρυθμίσεις έχουν ατονήσει και οι διαρθρωτικές αλλαγές καθυστερούν. Αυτό με την σειρά του σημαίνει ότι η οικονομία εισέρχεται σε μία στασιμότητα χωρίς κατεύθυνση μετασχηματισμού. Με άλλα λόγια, η αύξηση της απασχόλησης πρέπει να συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει καθώς η οικονομία δεν αναπτύσσεται. Εξού και η οπισθοδρόμηση στην προσαρμογή. Το επόμενο διάστημα η πορεία της παραγωγικότητας θα είναι σημαντική ένδειξη για το εάν συνεχίζεται ή όχι η προσαρμογή της οικονομίας ή εάν η οικονομία επανέρχεται στη στασιμότητα καθώς και χωρίς πρόσβαση σε δανεισμό από το εξωτερικό η κατάσταση γίνεται αδιέξοδη εάν εγκαταλειφθεί η προσαρμογή στο πλαίσιο ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου. Η πτώση της παραγωγικότητας το 2015 (και στη μεταποίηση από το 2014), σε συνδυασμό μάλιστα με τη στασιμότητα του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δεν είναι καλό σημάδι. Στην περίπτωση της ανάκαμψης, ακόμη και με διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, η παραγωγικότητα της οικονομίας θα τείνει να αυξάνει καθώς η παραγωγή μεγαλώνει και η απασχόληση δεν ακολουθεί αναλογικά. Συνεπώς, οι τάσεις που παρατηρούνται σήμερα στην ελληνική οικονομία όσον αφορά στην εξέλιξη της παραγωγικότητας είναι μάλλον ενδεικτικές ότι η προσαρμογή της οικονομίας έχει προσωρινά βαλτώσει. Ενδεχομένως, η προσαρμογή θα αναζωπυρωθεί μετά την 1η αξιολόγηση και όταν η κυβέρνηση εγκαταλείψει την αμυντική της στάση και αποκτήσει ιδιοκτησία των αλλαγών που επιβάλλονται από τα Μνημόνια. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής στις πρακτικές του παρελθόντος. Και όσο ταχύτερα το αντιληφθούμε, τόσο γρηγορότερα θα έρθει η ανάκαμψη, ακόμη και όταν δεν θα μπορεί ακόμη να προσφέρει ριζικές λύσεις στην απορρόφηση της κοινωνικά μη αποδεκτής υψηλής ανεργίας.

Σχετικά Άρθρα