Το μικρό μέγεθος της Ελληνικής επιχείρησης

Αν σήμερα το συγκριτικό πλεονέκτημα πολλών μικρότερων επιχειρήσεων προκύπτει από τον τρόπο λειτουργίας τους με αυξημένη παραβατικότητα, η λύση δεν είναι η χρεοκοπία τους, λόγω επιβολής της συμμόρφωσης, αλλά η ένταξη τους σε αλυσίδες αξίας που προσφέρουν αυξημένη παραγωγικότητα και συνεπώς επιτρέπουν την κερδοφορία τους

 
Στην Ελλάδα η μέση επιχείρηση έχει μικρό μέγεθος και η απασχόληση του ιδιωτικού τομέα κατανέμεται δυσανάλογα στις μικρές επιχειρήσεις (Διάγραμμα 11) – ένα χαρακτηριστικό που συναντιέται και σε άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες, όπως και η Ελλάδα, εμφανίζουν αυξημένη εισφοροδιαφυγή και φοροδιαφυγή, χαμηλή απασχόληση ως προς τον πληθυσμό, χαμηλή παραγωγικότητα και αδύναμες εξαγωγικές επιδόσεις.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 11-ΣΕΒ-8.4.2016

Όμως, αυτά τα αλληλένδετα  φαινόμενα – όλα μαζί – στην Ελλάδα εμφανίζονται πολύ πιο έντονα, μαζί με τον πολύ μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων. Το ερώτημα εδώ όμως δεν είναι αν οι μικρές επιχειρήσεις είναι καλές ή όχι, καθώς σε μια οικονομία οι επιχειρήσεις όλων των μεγεθών – μικρές, μεσαίες και μεγάλες – και όλων των ειδών – καινοτόμες και μη – συνεισφέρουν στην απασχόληση και ανάπτυξη μέσω μιας σχέσης συμβιωτικής αλληλεξάρτησης, όπου το σύνολο δεν μπορεί να υπάρξει λειτουργικά χωρίς κάποιο μέρος του. Το ερώτημα είναι πως μπορεί να αποκατασταθεί στην Ελλάδα ένα πιο ισορροπημένο μίγμα μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες κατά προτίμηση θα συμμετέχουν σε αλυσίδες αξίας αυξημένης προστιθέμενης αξίας, με τελικό αποτέλεσμα την ενίσχυση του μεγέθους των επιχειρήσεων αλλά και την ποιοτική αναβάθμιση των μικρότερων επιχειρήσεων που λειτουργούν γύρω από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Στα πρώτα χρόνια της κρίσης παρατηρήθηκε μια προσαρμογή στο μέσο μέγεθος, αν ληφθεί υπόψη ο αριθμός των μικρότερων επιχειρήσεων που δημοσιεύουν συνήθως ισολογισμό με Ελληνικά λογιστικά πρότυπα, με τον αριθμό των μικρών επιχειρήσεων να μειώνεται ταχύτερα από τον αριθμό των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, που δημοσιεύουν ισολογισμό με διεθνή λογιστικά πρότυπα . Προφανώς αυτή η λύση της συγκριτικά ταχύτερης αποψίλωσης των μικρότερων επιχειρήσεων δεν είναι επιθυμητή. Στην αναζήτηση μιας θετικής απάντησης στο προαναφερόμενο ερώτημα μας βοηθά και η εξέταση του μεγέθους του δημοσίου τομέα. Βλέπουμε στο Διάγραμμα 13 ότι οι θέσεις απασχόλησης ως προς τον πληθυσμό 15- 64 εκτός επιχειρήσεων, δηλαδή κυρίως το δημόσιο τομέα, βρίσκεται σε γενικές γραμμές στο μέσο όρο των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ, ενώ αντίθετα υπάρχει μια μεγάλη υστέρηση στην απασχόληση σε επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι η συγκριτικά μεγάλη αναλογία του δημοσίου ως προς τον ιδιωτικό τομέα προκύπτει από το αναλογικά μικρό μέγεθος του ιδιωτικού τομέα και από το, απόλυτα ως προς τον πληθυσμό, μεγάλο μέγεθος του κράτους. Το βασικό ζητούμενο συνεπώς είναι η αύξηση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Η ίδια προσέγγιση ταιριάζει και στο ερώτημα για τον τρόπο ενίσχυσης του μεριδίου της απασχόλησης σε μεγάλες επιχειρήσεις. Η απάντηση βρίσκεται στην αύξηση του αριθμού τους και όχι στη συρρίκνωση της απασχόλησης σε μικρές επιχειρήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια διαρθρωτικών ανακατατάξεων και κυρίως της ευρύτερης ένταξης των μικρών επιχειρήσεων σε αλυσίδες αξίας που περιλαμβάνουν και μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Μια ανάλυση της κατανομής της απασχόλησης του ιδιωτικού τομέα σε κλάδους δείχνει πως ενώ, ως ποσοστό του πληθυσμού 15-64 ετών, η απασχόληση στους κλάδους του τουρισμού και εμπορίου ξεπερνάει λίγο τον αντίστοιχο μέσο όρο των άλλων χωρών, το κενό απασχόλησης στην μεταποίηση είναι τεράστιο (Διάγραμμα 14).

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 13-14 ΣΕΒ 8.4.2016

Αυτή η πραγματικότητα συνδέεται άμεσα με το μικρό μέγεθος της Ελληνικής επιχείρησης, καθώς το μέσο μέγεθος της εμπορικής επιχείρησης ή της μέσης επιχείρησης εστίασης και καταλύματος, διεθνώς, είναι μικρότερο από το μέσο μέγεθος της μεταποιητικής επιχείρησης ενώ εντυπωσιάζει και το μικρό μέγεθος της μέσης Ελληνικής μεταποιητικής επιχείρησης. Το ερώτημα που συνεπώς προκύπτει είναι γιατί είναι τόσο λίγες και τόσο μικρές οι Ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις; Η απάντηση βρίσκεται στα πολλά εμπόδια που ορθώνει το θεσμικό πλαίσιο της Ελλάδας σε επιχειρήσεις οι οποίες αποκτούν ένα μεγαλύτερο μέγεθος. Καταρχήν τις δυσκολεύουν πολύ οι διαδικασίες αδειοδότησης (έναρξης λειτουργίας και περιβαλλοντολογικής), όπου οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν απομακρύνει ακόμα τα απαγορευτικά αντικίνητρα του παρελθόντος, ειδικά για μεγαλύτερες επενδύσεις. Έπειτα, είναι η συνεχιζόμενη μη ανταγωνιστική λειτουργία αγορών δικτύων, που αποτελούν κρίσιμες εισροές ειδικά για μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Το ίδιο συμβαίνει για τα προβλήματα στη λειτουργία του κράτους δικαίου και την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, που πλήττουν περισσότερο τις επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός νομικού πλαισίου, δηλαδή τις επιχειρήσεις που έχουν πιο εξελιγμένη οργάνωση η οποία de facto συνδέεται με τη λειτουργία του κράτους δικαίου. Την ίδια ώρα οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις ελέγχονται πιο συστηματικά, με αποτέλεσμα οι ατέλειες των νόμων και του φορολογικού συστήματος να τις επηρεάζουν περισσότερο, αυξάνοντας το κόστος σε σχέση με μικρές επιχειρήσεις που επιβιώνουν σε ένα καθεστώς αυξημένης παραβατικότητας κυρίως σε σχέση με την εργασιακή και φορολογική νομοθεσία. Πρέπει να τονιστεί και πάλι στο σημείο αυτό ότι αν σήμερα το συγκριτικό πλεονέκτημα πολλών μικρότερων επιχειρήσεων προκύπτει από τον τρόπο λειτουργίας τους με αυξημένη παραβατικότητα, η λύση δεν είναι η χρεοκοπία τους, λόγω επιβολής της συμμόρφωσης, αλλά η ένταξη τους σε αλυσίδες αξίας που προσφέρουν αυξημένη παραγωγικότητα και συνεπώς επιτρέπουν την κερδοφορία τους με παράλληλη συμμόρφωση με τους νόμους. Φυσικά, υπάρχουν και τα ζητήματα των capital controls και της χρηματοδότησης. Κυρίως όμως δυο βασικές εισροές για μεγαλύτερες μεταποιητικές επιχειρήσεις, η μισθωτή εργασία και η ενέργεια, υπερφορολογούνται με αποτέλεσμα να υπονομεύονται οι επιχειρήσεις που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από αυτές. Όμως με τη ζημιά που έχει πλέον υποστεί η οικονομία, η αντιμετώπιση των παραπάνω δεν αρκούν για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Χρειάζονται και θετικές ενέργειες, ένα είδος New Deal, με φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις και έργα υποδομών που θα υλοποιήσει ο ιδιωτικός τομέας, και μια ευρεία γκάμα παρεμβάσεων για την υποστήριξη αυτών των επενδύσεων.

Πηγή: ΣΕΒ, Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις

Σχετικά Άρθρα