
Fitch: Πολιτικές εκπλήξεις λόγω χρέους;
Ρέγκλινγκ: Στο τέλος του προγράμματος το 2018 η εξειδίκευση των μέτρων μείωσης του χρέους…
Την πιθανότητα η δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος να διαρκέσει ακόμη και μέχρι το β’ τρίμηνο του 2017, δεν αποκλείει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης, Fitch σε έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, επισημαίνοντας ότι οι κίνδυνοι για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος είναι ακόμη ισχυροί, καθώς η κυβέρνηση δεν φαίνεται αποφασισμένη πλήρως να το «καταστήσει κτήμα της».
Εκτιμά ότι βάσει των μέχρι τώρα στοιχείων, είναι εφικτό να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2016, δηλαδή πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, αλλά είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν αυτοί του 2017 (πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ) και του 2018 (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ).
Ο Fitch χαρακτηρίζει ως το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, τον τρόπο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία παραμένουν σε πολύ υψηλό επίπεδο, καθώς φθάνουν στο 45% των συνολικών δανειακών χορηγήσεων.
Ο απρόβλεπτος παράγοντας χρέος και το στοιχείο των πολιτικών εκπλήξεων
Ο οίκος τονίζει ειδικά για το χρέος ότι, μέχρι στιγμής το Eurogroup έχει θέσει μόνο τις γενικές παραμέτρους μιας πιθανής συμφωνίας για το χρέος: Ότι οι δαπάνες εξυπηρέτησης θα πρέπει να είναι κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% στη συνέχεια, και ότι τα μέτρα σημαντικότερης ελάφρυνσης όπως οι μειώσεις επιτοκίων και οι ωριμάνσεις θα εξαρτηθούν από την επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος το 2018.
Η σταδιακή ελάφρυνση χρέους και η εξάρτησή της από όρους μπορεί να προσφέρει κίνητρο, αλλά μπορεί να έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα αν θεωρηθεί από τους πολιτικούς ή τους πολίτες ως πολύ μακρινή ή ανέφικτη προοπτική. Η αβεβαιότητα για το πιθανό αποτέλεσμα περιορίζει και τα οικονομικά οφέλη μιας ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Πολιτικές «εκπλήξεις»
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει έδαφος στις δημοσκοπήσεις από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία έχει μικρότερες ιδεολογικές διαφορές με σειρά πολιτικών του προγράμματος αλλά έχει ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση των δημοσιονομικών στόχων.
Παρά την ισχνή πλειοψηφία, η Fitch εκτιμά ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορέσει να συνεχίσει να βασίζεται στις ψήφους κεντρώων κομμάτων, αλλά παραμένει το στοιχείο των πολιτικών εκπλήξεων.
Η διατήρηση επαρκούς στήριξης για τους απαιτητικούς όρους του προγράμματος ως το 2018 είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ιδίως αν θυμηθεί κανείς το ιστορικό των προηγούμενων προγραμμάτων.
ΑΕΠ και ανεργία
Το ΑΕΠ εμφάνισε πτώση 0,75% το πρώτο εξάμηνο και η Fitch προβλέπει ήπια ανάκαμψη στο υπόλοιπο του έτους, με την ετήσια μέτρηση στο -0,5%. Προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% το 2017 λόγω αύξησης των επενδύσεων και, σε μικρότερο βαθμό, λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ακόμη, εκτιμά ότι η ανεργία θα υποχωρήσει σταδιακά στο 21,9% το 2018, παραμένοντας ωστόσο η υψηλότερη στην ευρωζώνη.
Καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη ανακάμπτουν αργά
Η ανακεφαλαιοποίηση της προηγούμενης χρονιάς βοήθησε να σταθεροποιηθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αλλά η καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη ανακάμπτουν αργά. Οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά 2% μετά την πτώση 25% (38 δισ. ευρώ) το πρώτο εξάμηνο του 2015, αν και η χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων τον Ιούλιο, (ιδιαίτερα η άρση των περιορισμών στο «φρέσκο χρήμα»), αναμένεται να οδηγήσουν σε μέτρια ανάκαμψη των καταθέσεων το β’ εξάμηνο του 2016.
Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες ανισορροπίες στη χρηματοδότηση, με τον ELA να αντιστοιχεί στο 20% της χρηματοδότησης. Η επαναφορά του waiver από την ΕΚΤ τον Ιούλιο που επέτρεψε να χρησιμοποιούνται ως εγγύηση τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα επιτρέψει ένα σχετικά μικρό κομμάτι της χρηματοδότησης του ELA (εκτιμάται σε 7%) να μεταφερθεί στην ΕΚΤ με 150 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος για τις τράπεζες.
Η βασική πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες είναι να αντιμετωπίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που παραμένουν υπερβολικά υψηλά, πάνω από 45% των συνολικών χορηγήσεων. Έγινε πρόοδος, διευκρινίζει η Fitch, στο νομικό πλαίσιο αλλά η πρόοδος στην αντιμετώπιση του προβληματικού ενεργητικού είναι σχετικά αργή. Τα υψηλά NPLs, οι χρηματοδοτικές ανισορροπίες και η αδύναμη ζήτηση για πίστωση συνεχίζουν να περιορίζουν την πιστωτική επέκταση η οποία αναμένεται από τον οίκο να μειωθεί κατά 2,8% το 2016 και 1,5% το 2017.
Ρέγκλινγκ: Στο τέλος του προγράμματος το 2018 η εξειδίκευση των μέτρων μείωσης του χρέους…
Έξοδο της Ελλάδας στις αγορές από το 2017 και τέλος του προγράμματος και της χρηματοδότησης από το ESM στα μέσα του 2018 βλέπει ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, υπό την προϋπόθεση πλήρους εφαρμογής του προγράμματος.
Με τη βοήθεια των κεφαλαίων με πολύ χαμηλά επιτόκια που χορηγούν ο EFSF και ο ESM, η Ελλάδα πρέπει έως το 2018 να είναι σε καλό δρόμο και να μην χρειάζεται πρόσθετη βοήθεια, τονίζει σε συνέντευξή του στα «Νέα» και προσθέτει ότι χάρη στη φθηνή χρηματοδότηση η εξοικονόμηση για τον ελληνικό προϋπολογισμό είναι της τάξης των 8 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, δηλαδή περίπου στο 4,5% του ΑΕΠ.
Εξηγεί ότι δύο «επώδυνες διαδικασίες», η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, «έγιναν και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν», ενώ ενθαρρύνει την κυβέρνηση να συνεχίσει με τα εναπομείναντα θέματα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, στην ενέργεια και στην κοινή ωφέλεια «ώστε να δρέψει τους καρπούς της υψηλότερης ανάπτυξης στο μέλλον». «Αν αυτό συμβεί, όπως προβλέπεται στο πρόγραμμα, δεν βλέπω καμία ανάγκη για νέο πρόγραμμα μετά το 2018», συμπληρώνει.
Αναφερόμενος στην προσδοκία της κυβέρνησης για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, ο κ. Ρέγκλινγκ αναφέρει ότι αυτός ο στόχος συμφωνήθηκε από τον πρωθυπουργό τον περασμένο Ιούλιο. «Το κείμενο είναι πολύ σαφές, αναφέρεται σε 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Είναι γεγονός ότι ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας δεν προσδιορίζεται σαφώς, αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι σημαίνει περισσότερο από έναν χρόνο. Επίσης δεν σημαίνει για πάντα», τονίζει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «δεν βλέπω να υπάρχει καμία διάθεση να εγκαταλείψουμε αυτή τη συμφωνία και δεν πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να αμφισβητήσει τη συμφωνία του περασμένου χρόνου».
Ο ίδιος βάζει φρένο και στις προσδοκίες και για την έγκαιρη εξειδίκευση των μέτρων μείωσης του χρέους, παραπέμποντας στο τέλος του προγράμματος το 2018 για τα μεσομακροπρόθεσμα μέτρα.