
ΚΕΠΕ: Ένα ακόμα υφεσιακό έτος το 2016
• Το δημόσιο χρέος στο υψηλότερο ιστορικά επίπεδο
• Σοβαρό πλήγμα στην πραγματική οικονομία από τα capital controls – Οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την πλήρη άρση τους
Tα αίτια που δικαιολογούν την εκτίμηση ότι το έτος 2016 θα αποτελέσει συνολικά ένα ακόμα, έστω και οριακά, υφεσιακό έτος για την Ελλάδα, εδράζονται σε δύο βασικές πτυχές των εξελίξεων στην οικονομία: (α) στις δυσκολίες και εκκρεμότητες αναφορικά με την επίλυση των καίριων εσωτερικών και εξωτερικών ζητημάτων και (β) στα στενά όρια που θέτει η οικονομική πολιτική εντός του πλαισίου του ισχύοντος οικονομικού προγράμματος, σημειώνει ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στην τετραμηνιαία έκδοσή του σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις.
Παράλληλα το ΚΕΠΕ αναλύει την εξέλιξη και διάρθρωση του δημοσίου χρέους για το οποίο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 320,1 δισ. ευρώ ή στο 182,8% του ΑΕΠ, συνιστώντας το υψηλότερο ιστορικά επίπεδο. Αναφορικά με ανάλυση του για τα capital controls σημειώνει ότι ενδείκνυται να αποσυρθούν πλήρως το συντομότερο δυνατόν, διότι δημιουργεί σοβαρό πλήγμα στην πραγματική οικονομία. Αναλυτικά:
• Το έτος 2016 θα αποτελέσει συνολικά ένα ακόμα υφεσιακό έτος για την Ελλάδα
Οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις του ΚΕΠΕ αναφορικά με την εξέλιξη του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2016 και, συνεπώς, για το σύνολο του έτους προκύπτουν από την εφαρμογή ενός δομικού υποδείγματος παραγόντων (structural factor model
Η βάση δεδομένων που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του υποδείγματος και τη διεξαγωγή των προβλέψεων καλύπτει τις κύριες παραμέτρους της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα σε τριμηνιαία συχνότητα και για τη χρονική περίοδο από τον Ιανουάριο του 2000 μέχρι και τον Ιούνιο του 2016.
Ειδικότερα, στο δείγμα ενσωματώνονται μεταβλητές τόσο από την κατηγορία των πραγματικών μεγεθών (όπως οι κύριες συνιστώσες του ΑΕΠ από την πλευρά της δαπάνης, γενικοί και επιμέρους δείκτες που αφορούν στη βιομηχανική παραγωγή, τις λιανικές πωλήσεις, τις ταξιδιωτικές εισπράξεις και την αγορά εργασίας), όσο και από την κατηγορία των ονομαστικών μεγεθών (όπως ο γενικός και επιμέρους δείκτες τιμών καταναλωτή, νομισματικά μεγέθη, αποδόσεις ομολόγων, επιτόκια, συναλλαγματικές ισοτιμίες και δείκτες τιμών κατοικιών). Επιπροσθέτως, το δείγμα περιλαμβάνει και σημαντικό αριθμό μεταβλητών που αντανακλούν προσδοκίες και εκτιμήσεις των ίδιων των συμμετεχόντων στην οικονομική δραστηριότητα (όπως οι δείκτες οικονομικού κλίματος και επιχειρηματικών προσδοκιών). Σημειώνεται ότι η απαραίτητη για τις εκτιμήσεις εποχική διόρθωση των χρονολογικών σειρών πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του προγράμματος Demetra+ που είναι διαθέσιμο από την Eurostat .
Με βάση τις εκτιμήσεις και έχοντας ενσωματώσει τα δημοσιευμένα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2016, ο μέσος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το δεύτερο εξάμηνο του 2016 προβλέπεται στο 0,6%, με τις επιμέρους εκτιμήσεις για το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο να κυμαίνονται στο 0,9% και 0,3%, ως προς τις αντίστοιχες περιόδους του 2015. Η εν λόγω πρόβλεψη αντανακλά μια μικρής έκτασης βελτίωση των συνθηκών στην ελληνική οικονομία, με επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ, μετά τους αρνητικούς ρυθμούς που καταγράφηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016. Παράλληλα, ενσωματώνει και μια αναθεώρηση προς τα πάνω της αμέσως προηγούμενης πρόβλεψης του υποδείγματος παραγόντων για την ίδια περίοδο (0,20%). Λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω εκτιμήσεις για το δεύτερο εξάμηνο του 2016, σε συνδυασμό με τα επίσημα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο, ο εκτιμώμενος μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής για το 2016 αγγίζει το -0,1%. Η εν λόγω πρόβλεψη σηματοδοτεί την καταγραφή οριακής ύφεσης για το σύνολο του 2016, η οποία όμως παρουσιάζεται εξασθενημένη, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη πρόβλεψη του υποδείγματος (-0,4%). Οι ως άνω εκτιμώμενοι ρυθμοί μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ αντανακλούν τις κύριες διαστάσεις των πρόσφατων βραχυμεσοπρόθεσμων εξελίξεων στην ελληνική οικονομία. Ειδικότερα, διαφαίνεται ότι η ελληνική οικονομία τείνει να οδηγείται στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 σε μια μεταβατική περίοδο σταθεροποίησης και ήπιας ανάκαμψης, μετά το ισχυρό σοκ που υπέστη το 2015, οι επιπτώσεις του οποίου εξακολούθησαν να γίνονται αισθητές στο πρώτο εξάμηνο του 2016. Σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή διαδραματίζει, κυρίως σε σχέση με το καλοκαίρι του 2015, ο περιορισμός της αβεβαιότητας αναφορικά με την ευρωπαϊκή προοπτική και το οικονομικό πρόγραμμα της χώρας, αλλά και γενικότερα ως προς τις δυνατότητες χρηματοδότησης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ταυτόχρονα, τα αίτια που δικαιολογούν την εκτίμηση ότι το έτος 2016 θα αποτελέσει συνολικά ένα ακόμα, έστω και οριακά, υφεσιακό έτος για την Ελλάδα, εδράζονται σε δύο βασικές πτυχές των εξελίξεων στην οικονομία:
(α) στις δυσκολίες και εκκρεμότητες αναφορικά με την επίλυση των καίριων εσωτερικών και εξωτερικών ζητημάτων (εξισορρόπηση των δημοσιονομικών μεγεθών, προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού, καταπολέμηση της ανεργίας, διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών κ.ά.), αλλά και
(β) στα στενά όρια που θέτει η οικονομική πολιτική εντός του πλαισίου του ισχύοντος οικονομικού προγράμματος, μαζί με όλες τις επιβαρύνσεις και τους περιορισμούς που υπαγορεύει για τα εγχώρια νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, είναι σαφές ότι η όποια αδυναμία εξεύρεσης αποτελεσματικών λύσεων για την αντιμετώπιση των εν λόγω θεμάτων συνεπάγεται περαιτέρω καθυστέρηση στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού εγχώριου οικονομικού περιβάλλοντος, εμποδίζοντας τη δυναμική ενίσχυση των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, την επίτευξη και διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας, αλλά και τη ριζική αντιμετώπιση των δυσμενών συνθηκών που χαρακτηρίζουν την αγορά εργασίας. Οι ως άνω διαπιστώσεις φαίνεται να συμβαδίζουν με την πορεία των οικονομικών δεδομένων και, κυρίως, με τις πρόσφατες παρατηρήσεις που αφορούν στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2016.
Εξετάζοντας λεπτομερώς την επιπρόσθετη πληροφόρηση που εμπεριέχουν τα εν λόγω στοιχεία (σε μη εποχικά διορθωμένη βάση), διακρίνονται κατά βάση τρεις κατηγορίες δεδομένων:
(α) οικονομικές μεταβλητές που σημείωσαν επιδείνωση και στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2016, ως προς το 2015, όπως η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών (αν και μικρότερης έκτασης στο δεύτερο τρίμηνο), οι εξαγωγές υπηρεσιών, οι εισαγωγές, ο δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία (συνολικά, αλλά και για την εσωτερική και εξωτερική αγορά), ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο, οι εισπράξεις από μεταφορές (με σημαντική πτώση και των πληρωμών από μεταφορές), η οικοδομική δραστηριότητα βάσει αδειών, ο δείκτης κύκλου εργασιών στο χονδρικό εμπόριο, ο Γενικός ∆είκτης του Χρηματιστηρίου, αλλά και ο δείκτης οικονομικού κλίματος για την Ελλάδα,
(β) οικονομικές μεταβλητές που κατέγραψαν μια βελτιωμένη, σε σχέση με το 2015, πορεία στο δεύτερο τρίμηνο του 2016, συγκρινόμενη με την αντίστοιχη του πρώτου τριμήνου, όπως οι επενδύσεις, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής, ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές, και ο δείκτης κύκλου εργασιών στον τομέα των αυτοκινήτων, και
(γ) οικονομικές μεταβλητές που ακολούθησαν θετική πορεία και στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2016, όπως οι εξαγωγές αγαθών, ο δείκτης νέων παραγγελιών στη βιομηχανία, οι άδειες για τα επιβατηγά αυτοκίνητα, η απόκλιση των επιτοκίων (spread), οι επιχειρηματικές προσδοκίες, οι δείκτες που αντανακλούν τις προσδοκίες για τις νέες παραγγελίες και τις εξαγωγές, αλλά κυρίως τα βασικά μεγέθη της αγοράς εργασίας (η απασχόληση συνολικά και κυρίως στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, και η ανεργία τόσο στο σύνολό της όσο και αναφορικά με τους μακροχρόνια και νέους ανέργους).
Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί η πορεία των ταξιδιωτικών εισπράξεων, οι οποίες σημείωσαν αύξηση στο πρώτο αλλά κάμψη στο δεύτερο τρίμηνο του 2016, σε σχέση με το 2015, ενώ μικτή παρουσιάζεται η εικόνα από τους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Η εκτιμώμενη πορεία του πραγματικού ΑΕΠ στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 και, συνεπώς, στο σύνολο του τρέχοντος έτους, δύναται να είναι δυσμενέστερη ή ευνοϊκότερη από την ως άνω προβλεπόμενη, ανάλογα με τις κρίσιμες και αποφασιστικές εξελίξεις που θα επέλθουν σε ένα ευρύτερο φάσμα παραγόντων. Οι εξελίξεις αυτές αφορούν κυρίως στην οριστική εδραίωση ενός σταθερού κλίματος εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας που θα εξασφαλίζει την προσέλκυση επενδύσεων, την επανάκτηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, την ομαλή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, αλλά συνδέονται και με την αντιστροφή εκείνων των συνθηκών που λειτουργούν εις βάρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της σταθεροποίησης των εισοδημάτων των νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραβλέπεται ο ρόλος που αναμένεται να διαδραματίσουν οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, και κυρίως το ζήτημα των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.
• Η εξέλιξη και διάρθρωση του δημοσίου χρέους
Η πορεία του δημοσίου χρέους κατά τα επόμενα χρόνια θα καθοριστεί τόσο από τη δημοσιονομική και μακροοικονομική κατάσταση της χώρας, όσο και από μέτρα ελάφρυνσης και ενδυνάμωσης της βιωσιμότητάς του στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής πολιτικής του Mηχανισμού Στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ ∆ΝΤ. Παράλληλα με τα διάφορα σενάρια ανάλυσης της βιωσιμότητας, το δημόσιο χρέος εκτιμάται το 2016, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι θα διαμορφωθεί στα 320,1 δισ. ευρώ ή στο 182,8% του ΑΕΠ, συνιστώντας το υψηλότερο ιστορικά επίπεδο σε σχετικούς ως προς το παραγόμενο προϊόν όρους.
Πρόκειται για ένα επίπεδο δημοσίου χρέους που είναι χαμηλότερο από την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού του 2016, σύμφωνα με την οποία το δημόσιο χρέος του 2016 θα διαμορφώνονταν στα 327,6 δισ. ευρώ ή στο 187,8% του ΑΕΠ. Και αυτό διότι αναθεωρήθηκε επί τα βελτίω το επίπεδο του δημοσίου χρέους για το 2015, το οποίο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαμορφώθηκε στα 311,5 δισ. ευρώ ή στο 176,9% του ΑΕΠ.
Παράλληλα με τις εξελίξεις και εκτιμήσεις σε όρους Γενικής Κυβέρνησης, σε όρους Κεντρικής ∆ιοίκησης, όταν δηλαδή δεν συνυπολογιστεί τον ενδοκυβερνητικό χρέος (βλ. τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό μέσω συμφωνιών επαναγοράς –repos– από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης), το χρέος διαμορφώθηκε στο τέλος του Ιουλίου του 2016 στα 324,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 3,4 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2015.
Αναφορικά με τη δομή του χρέους της Κεντρικής ∆ιοίκησης, όπως αυτή προκύπτει από τα στοιχεία για το πρώτο επτάμηνο του 2016, το μεγαλύτερο μερίδιο παραμένουν τα δάνεια στο πλαίσιο του Μηχανισμού Στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/∆ΝΤ, τα οποία, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος και τη συνέχιση των χρηματοδοτικών ροών, αυξήθηκαν σε σχέση με το 2015 κατά περίπου 5 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 225,5 δισ. ευρώ.
Η εν λόγω πηγή χρηματοδότησης αφορά 69,4% το συνολικού χρέους της Κεντρικής ∆ιοίκησης. Από την άλλη πλευρά, το μερίδιο του χρέους της Κεντρικής ∆ιοίκησης που είναι εκφρασμένο σε ομόλογα διατηρεί την πτωτική του πορεία, φτάνοντας τον Ιούλιο του 2016 στα 57,1 δισ. ευρώ (από 59,8 δισ. ευρώ το 2015), αποτελώντας το 17,6% του χρέους της Κεντρικής ∆ιοίκησης. Επιπρόσθετα, στα ίδια επίπεδα διατηρείται η χρηματοδότηση της Κεντρικής ∆ιοίκησης μέσα από βραχυπρόθεσμους τίτλους, και δη, έντοκα γραμμάτια του ελληνικού ∆ημοσίου, τα οποία και παρέμεναν σταθερά στα 14,8 δισ. ευρώ. Αντίθετα, αυξήθηκε ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός μέσω της αξιοποίησης της πώλησης τίτλων με τη μέθοδο της επαναγοράς (repos) σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Ειδικό- τερα, ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός της Κεντρικής ∆ιοίκησης μέσω της πώλησης τίτλων με τη μέθοδο της επαναγοράς (repos) σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε τον Ιούλιο του 2016 στα 11,7 δισ. ευρώ, συνιστώντας το 3,6% του χρέους της Κεντρικής ∆ιοίκησης. Πρόκειται, ειδικότερα, για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο αξιοποίησης του εν λόγω εργαλείου, καθώς μαζί με τον Ιούνιο του 2016 (12,1 δις. ευρώ) συνιστούν την περίοδο με τη μεγαλύτερη αξιοποίηση της συγκεκριμένης ενδοκυβερνητικής χρηματοδότησης, παρέχοντας ενδείξεις για τις συνθήκες ρευστότητας του δημοσίου τομέα.
Παράλληλα με τη δομή του χρέους της Κεντρικής ∆ιοίκησης, αλλαγές σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια και στα χαρακτηριστικά του χρέους της Κεντρικής ∆ιοίκησης. Έτσι, τον Ιούνιο του 2016 (όπως και τον ∆εκέμβριο του 2015) το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι μη διαπραγματεύσιμο (76,8%) και σε κυμαινόμενο επιτόκιο (69,1%), αντιστρέφοντας και στις δύο περιπτώσεις τις σχετικές αναλογίες σε σύγκριση με το 2011. Όπως έχει σημειωθεί ξανά, αυτή η εξέλιξη στη σύνθεση του χρέους οφείλεται, φυσικά, στη χρηματοδότηση της χώρας από τον Μηχανισμό Στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/∆ΝΤ, η οποία και βασίζεται σε μη διαπραγματεύσιμα και κυμαινόμενου επιτοκίου δάνεια. Επίσης, οι εξελίξεις στη χρηματοδότηση από τον Μηχανισμό Στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ ∆ΝΤ το 2015 και το 2016 (βλ. μη συμμετοχή ∆ΝΤ) επηρέασαν και το μερίδιο του νομίσματος στο οποίο είναι εκφρασμένο το χρέος της Κεντρικής ∆ιοίκησης, με αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 2016 το 96,7% του εν λόγω χρέους να εκφράζεται σε ευρώ, έναντι 96,5% τον ∆εκέμβριο του 2015 και 95,9% τον ∆εκέμβριο του 2013. Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, η πορεία του δημοσίου χρέους για τα επόμενα χρόνια θα επηρεαστεί σημαντικά από επικείμενες παρεμβάσεις για την ελάφρυνσή του και την ενδυνάμωση της βιωσιμότητάς του στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής πολιτικής του Μηχανισμού Στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/∆ΝΤ. Εκτιμάται ότι θα είναι παρεμβάσεις που, μεταξύ άλλων, να βελτιώνουν περαιτέρω –μετά τις σημαντικές αλλαγές στα χαρακτηριστικά της χρηματοδότησης και του δημοσίου χρέους του 2012– το ένα σκέλος του αποτελέσματος «χιονοστιβάδας» που έπληξε τα τελευταία χρόνια το δημόσιο χρέος της χώρας και επιδείνωσε τη βιωσιμότητά του. Έτσι, προβλέπεται ότι θα ελαφρυνθεί περαιτέρω η επιβάρυνση από το σκέλος της δαπάνης για τόκους. Το ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει στο έτερο σκέλος του αποτελέσματος «χιονοστιβάδας», και δη, της επίπτωσης των μεταβολών του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς θα πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, η επίδραση του εν λόγω σκέλους να καταστεί αρνητική για το ύψος του δημοσίου χρέους, συμβάλλοντας θετικά από την πλευρά του παρονομαστή στη μείωση του δείκτη του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του παραγόμενου προϊόντος της οικονομίας.
• Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ο ρόλος του στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας: Οι προϋποθέσεις για την πλήρη άρση των capital controls
Το 2016 είναι αναμφισβήτητα ένα κρίσιμο έτος για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας όπου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οφείλει να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ώστε η Ελλάδα να εξέλθει το συντομότερο δυνατόν από την ύφεση και συνάμα να επιτευχθεί μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα έτη. Και αυτό, διότι η ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας καθώς και η αειφόρος ανάπτυξη προϋποθέτουν ένα υγιές, λειτουργικό και βιώσιμο τραπεζικό σύστημα. Σε καμιά χώρα του κόσμου δεν έχει παρατηρηθεί βιώσιμη ανάπτυξη αν δεν «λειτουργεί» το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, που βασικός ρόλος του είναι η διοχέτευση ρευστότητας από αυτούς που δια- θέτουν απόθεμα (δηλ. καταθέτες και επενδυτές) στην πραγματική οικονομία που παρουσιάζει έλλειμμα (δηλ. επιχειρήσεις και νοικοκυριά) μέσω της αύξησης των διοχετευόμενων πιστώσεων. Από την άλλη, είναι πραγματικά δύσκολο να χαραχθεί μια αποτελεσματική οικονομική στρατηγική για την ταχεία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και τη χρηματοδότησή της μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων με τους υπάρχοντες περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων (capital controls) στην Ελλάδα. Ωστόσο, αν δεν είχαν επιβληθεί οι περιορισμοί αυτοί τον Ιούνιο του 2015, και λαμβάνοντας υπόψη τον ρυθμό «φυγής» των καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες, πιθανόν σήμερα να μιλούσαμε για κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος και σχεδόν σίγουρη συμμετοχή των Ελλήνων καταθετών (bail in) στην τελευταία διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Συνεπώς, τα ερωτήματα που τίθενται είναι αν είναι εφικτό, τη χρονική περίοδο που διανύουμε και στην κατάσταση που βρίσκεται το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, να συμβάλει ουσιαστικά στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, καθώς και ποιες είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε οι ελληνικές τράπεζες να διαδραματίσουν κομβικό και διαμεσολαβητικό ρόλο στην επίτευξη του παραπάνω στόχου. Για να απαντηθούν όμως αντικειμενικά τα παραπάνω ερωτήματα, θα παρουσιαστεί μια γρήγορη επισκόπηση της χρηματιστηριακής πορείας του τραπεζικού συστήματος, εκθέτοντας ταυτόχρονα τις τελευταίες εξελίξεις στον κλάδο. Επιπροσθέτως, εξετάζονται οι τρεις πιο καθοριστικοί δείκτες για το τι μέλλει γενέσθαι στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, δηλαδή, η ρευστότητα, ο πιστωτικός κίνδυνος και η κεφαλαιακή επάρκεια. Και αυτό διότι η συνετή και ορθολογιστική διαχείριση των παραπάνω τριών παραμέτρων θεωρείται το «τρίπτυχο της επιτυχίας», ώστε να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες να ξαναβρούν τον βηματισμό τους και να χρηματοδοτήσουν επαρκώς την πραγματική οικονομία, προκειμένου να εξέλθει οριστικά η Ελλάδα από τον υφεσιακό κύκλο στον οποίο έχει περιέλθει ξανά μετά την επιβολή των capital controls.
Εξέλιξη της χρηματιστηριακής αξίας των ελληνικών τραπεζών
Η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, όταν έκανε αισθητά τα σημάδια της στη Γηραιά Ήπειρο στα τέλη του 2008, δεν επηρέασε ιδιαίτερα τη λειτουργία των ελληνικών τραπεζών. Ωστόσο, όταν αυτή μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους κρατικού και ιδιωτικού στις αρχές του 2010, τότε ο διαμεσολαβητικός ρόλος των τραπεζών επλήγη, με αποτέλεσμα η αποδοτικότητά τους να είναι αρνητική, ενώ η παροχή χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία να είναι ελλιπής. Οι λόγοι για την αρνητική αποδοτικότητα καθώς και τη στενότητα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες (και συνεπώς οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά) είναι πολύπλευροι, αλλά σχετίζονται άμεσα με την ελληνική κρίση χρέους και τα δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι πριν την κρίση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν σχετικά υγιές και επαρκώς κεφαλαιοποιημένο. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι ήταν ευάλωτο σε επιδείνωση μιας διευρυμένης κρίσης χρέους, όπως και αποδείχτηκε μετέπειτα, λόγω σημαντικής έκθεσής του σε κρατικά ομόλογα, καθώς και σε χρηματοδότηση κρατικών οργανισμών και μη εμπορεύσιμων κλάδων. Βέβαια, η αδυναμία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων να παρέχουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία επιδεινώθηκε και από το φαινόμενο της προκυκλικότητας, όπου σε περιπτώσεις ύφεσης η κεφαλαιακή τους βάση χρησιμοποιείται ως περιθώριο ασφαλείας για την αντιμετώπιση των μη αναμενόμενων κινδύνων (π.χ. στην τρέχουσα περίοδο λόγω του μεγέθους των επισφαλειών στο δανειακό τους χαρτοφυλάκιο αλλά και στην καθυστέρηση ορθολογιστικής αντιμετώπισής τους), με αποτέλεσμα ακόμα και μια υψηλότερη από την ελάχιστη κεφαλαιακή επάρκεια στις περιπτώσεις αυτές, να μην τους επιτρέπει να λάβουν μεγαλύτερες επενδυτικές θέσεις ή να διευρύνουν τη χρηματοδότηση στην οικονομία. Από την άλλη, η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων έχει επηρεαστεί σημαντικά τα τελευταία έτη από την αρνητική συγκυρία γεγονότων στην ελληνική οικονομία και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Και συγκεκριμένα, από την πορεία αξιολόγησης του ελληνικού οικονομικού προγράμματος, την έλλειψη κλίματος πολιτικής σταθερότητας, την τραυματισμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών/μετόχων στην επίτευξη των οικονομικών στόχων (εντός των χρονικών περιθωρίων) που έχουν υποβληθεί στα επιχειρηματικά πλάνα των ελληνικών τραπεζών, καθώς και από την καθυστέρηση στη διαχείριση του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο δανειακό χαρτοφυλάκιο των τραπεζών. Φυσικά, δεν πρέπει να παραβλεφθεί και η αβεβαιότητα που παρατηρείται στις διεθνείς χρηματαγορές από την αρχή του έτους, αναφορικά με την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας και ιδιαίτερα του τραπεζικού της συστήματος. Για του λόγου το αληθές, στην αρχή της χρηματοοικονομικής κρίσης οι ελληνικές συστημικές τράπεζες (Τράπεζα Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα της Ελ- λάδος, Alpha Bank, και Eurobank) είχαν χρηματιστηριακή αξία €36,6 δις στις 8.9.2008.
Όμως από το τέλος του 2009, όταν η Ελλάδα αποκλείστηκε από την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, η χρηματιστηριακή αξία παρουσίασε πτωτική τάση φθάνοντας σε χαμηλά περιόδου €1,7 δις στις 5.6.2012, λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας για εν- δεχόμενη έξοδο της Ελλάδος από το Ευρώ και ενόψει της τότε εκλογικής αναμέτρησης.
Στη συνέχεια, κατά το 2013 παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη αναδιοργάνωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ενώ το 2014 η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών αυξήθηκε λόγω της επιτυχούς ανακεφαλαιοποίησής τους και της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, φθάνοντας στην υψηλότερη τιμή €37,9 δις (10.6.2014).
Ωστόσο, το πρώτο εξάμηνο του 2015 η πολιτική αβεβαιότητα για την εξεύρεση συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και διεθνών δανειστών οδήγησε σε σημαντική μείωση της χρηματιστηριακής αξίας των ελληνικών συστημικών τραπεζών, ενώ η εφαρμογή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στις 28 Ιουνίου του 2015 είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο του χρηματιστηρίου για περίοδο ενός μήνα. Με την επανέναρξη της λειτουργίας του χρηματιστηρίου οι ελληνικές τράπεζες έχασαν ένα μεγάλο μέρος της χρηματιστηριακής τους αξίας, ενώ μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress tests από την ΕΚΤ στις 30 ∆εκεμβρίου του 2015, η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών μειώνεται σημαντικά και συστηματικά, δεδομένης της αναγκαιότητας της προσαρμογής των τιμών των μετοχών των τραπεζών σε νέα επίπεδα, έτσι ώστε να προσελκύουν διεθνείς επενδυτές.
Στις αρχές ∆εκεμβρίου του 2015 οι συστημικές τράπεζες είχαν χρηματιστηριακή αξία μόλις €1,2 δις, με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος να κυμαίνεται στα €286 εκατομμύρια, την Alpha Bank στα €600 εκατομμύρια, την Τράπεζα Πειραιώς στα €61 εκατομμύρια και την Eurobank στα €206 εκατομμύρια.
Μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών και την προσμέτρησή της στους χρηματιστηριακούς δείκτες, η χρηματιστηριακή αξία των εξεταζόμενων τραπεζών διαμορφώθηκε στα €11,6 δις στις 17.12.2015.
Στη συνέχεια, εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας για την πορεία της αξιολόγησης του οικονομικού προ- γράμματος που εφαρμόζεται στην ελληνική οικονομία αλλά και του χρόνου επίτευξής του, λόγω των περαιτέρω διευκρινίσεων που απαιτήθηκαν σχετικά με το ασφαλιστικό και τα δημοσιονομικά μέτρα, η χρηματιστηριακή αξία μειώθηκε σημαντικά και διαμορφώθηκε στα €4,2 δις (11.2.2016).
Κατόπιν, οι τραπεζικές μετοχές ανέκαμψαν σημαντικά με αποτέλεσμα τη διαμόρφωσή τους σε €8,4 δις (4.4.2016).
Τέλος, κατά την περίοδο του Απριλίου έως και τον Αύγουστο του 2016 η χρηματιστηριακή αξία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών μειώθηκε λόγω των ισχνών προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς και της επιδείνωσης του αρνητικού κλίματος που παρατηρήθηκε στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο.
Συγκεκριμένα, στα τέλη Αυγούστου 2016, η Alpha Bank αποτιμάται στα €2,4 δις, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στο €1,7 δις, η Τράπεζα Πειραιώς στο €1,1 δις και η Eurobank στα €997 εκατ.
Εξέλιξη των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα
Σημαντικό ωστόσο πλήγμα στο τραπεζικό σύστημα υπήρξε επίσης η μεγάλη εκροή καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τις αρχές του 2010. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος παρατηρήθηκαν δύο περίοδοι όπου η απώλεια της εμπιστοσύνης από τους καταθέτες, σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές παραμονής της Ελλάδας στη ζώνη του Ευρώ, οδήγησε σε σημαντική εκροή των καταθέσεων.
Η πρώτη περίοδος, ως απόρροια της αβεβαιότητας από τη χρηματοοικονομική κρίση και την κρίση χρέους, οδήγησε στη μείωση των καταθέσεων από €238 δις στα τέλη ∆εκεμβρίου του 2009, σε €151 δις στα τέλη Ιουνίου 2012, μέσω της εκροής κεφαλαίων κυρίως σε ξένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Η δεύτερη περίοδος αφορά την αβεβαιότητα για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας για το οικονομικό πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ελλάδας, μετά την εκλογή της νέας Κυβέρνησης στις 25 Ιανουαρίου 2015. ∆εδομένου ότι δεν υπήρχε κανένα σημάδι συμβιβασμού μεταξύ της Ελλάδος και των διεθνών δανειστών, αυτό οδήγησε στη μείωση των καταθέσεων από €148 δις (31.1.2015) σε €130 δις (31.5.2015). Η μείωση των καταθέσεων στην περίπτωση αυτή οφείλεται στην εκροή καταθέσεων από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα σε προορισμούς κυρίως εντός της ελληνικής επικράτειας (π.χ. θυρίδες, οικίες κλπ.).
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι καταθέσεις συνδέονται άμεσα με το ΑΕΠ και τη δημοσιονομική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Για πολλά νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επηρεάστηκαν από τα μέτρα λιτότητας, το διαθέσιμο εισόδημά τους μειώθηκε σημαντικά, συντελώντας σε επιπρόσθετη μείωση των καταθέσεων για την κάλυψη των άμεσων δαπανών τους και λόγω της αύξησης της φορολογίας.
Επισημαίνεται ότι τον Ιούλιο του 2016 οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα ανήλθαν σε €122,6 δις (νοικοκυριά: €102 δις, επιχειρήσεις: €20,6 δις) έναντι €122,7 δις τον Ιούνιο του 2016 (νοικοκυριά: €101,8 δις, επιχειρήσεις: €20,9 δις), ενώ τον Ιούλιο του 2015 ήταν 120,8 δις (νοικοκυριά: €102,9 δις, επιχειρήσεις: €17,9 δις). Επιπλέον, παρατηρείται ότι το τελευταίο διάστημα, και παρά την επιβολή των capital controls, οι καταθέσεις των νοικοκυριών έχουν ελαφρά μειωθεί. Αυτό εξηγείται από τις αυξημένες φορολογικές και δανειακές υποχρεώσεις τους, σε σχέση με το εισόδημα τους, ενώ σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, παρατηρείται αύξηση του ύψους των καταθέσεων, κυρίως λόγω της διευρυμένης χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων συναλλαγών. Επιπροσθέτως, η περιορισμένη δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να παρέχουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία επιδεινώθηκε και από την απόφαση του ∆ιοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στις 4 Φεβρουαρίου του 2015, στην οποία είχε αρθεί η εξαίρεση (waiver) για τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των τίτλων που εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από το Ελληνικό ∆ημόσιο. Η απόφαση αυτή έχει άμεσες συνέπειες για την παροχή φθηνότερης ρευστότητας από την ΕΚΤ μέσω του συστήματος εγγυήσεων του Πυλώνα 2 & 3. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές τράπεζες έπρεπε να υποκαταστήσουν, μετά την άρση της εξαίρεσης, μεγάλο μέρος της απευθείας χρηματοδότησής τους από την ΕΚΤ με επιτόκιο 0,05%, με την ακριβότερη χρηματοδότηση από τον Έκτακτο Μηχανισμό Παροχής Ρευστότητας (ELA) με επιτόκιο 1,55%. Ωστόσο, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε στις 22 Ιουνίου 2016 να επαναφέρει το καθεστώς της κατ’ εξαίρεση επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων (waiver) και να ξανακάνει δεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών. Επισημαίνεται ότι, τον Ιούλιο του 2016, η συνολική χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα (EKT και ELA) ανέρχεται σε €82,8 δις, με τον ELA να βρίσκεται στα €51,4 δις, από €125,5 δις συνολικής χρηματοδότησης τον Ιούλιο του 2015 (αμέσως μετά τα capital controls), εκ των οποίων τα €85,3 δις αντλήθηκαν μέσω του ELA.
Εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο δανειακό χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών
Τα αυστηρά μέτρα λιτότητας που άρχισαν να επιβάλλονται στην ελληνική οικονομία από την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου οδήγησαν στην πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Η διάρθρωση του εισοδήματος μεταβλήθηκε, δεδομένου ότι η βάση χρηματοδότησης, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, κατέστη περισσότερο ασταθής και ευμετάβλητη. Επιπροσθέτως, η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αν και τον Ιούνιο του 2016 παρατηρήθηκε μείωση στο 23,4%, από 24,9% τον Ιούνιο του 2015. Ωστόσο, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού σε δραστηριότητες μερικής απασχόλησης και ορισμένου χρόνου αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με την περίοδο πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Τόσο ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος όσο και η αβεβαιότητα για τη διατήρησή του στο άμεσο μέλλον, έχουν αυξήσει τη δυσκολία αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, λόγω του δυσμενούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος έχει περιοριστεί η ζήτηση για χρηματοδότηση ακόμα και από «υγιείς» επιχειρήσεις, εξαιτίας και του αυξημένου επιχειρηματικού κίνδυνου, αλλά και τα νοικοκυριά έχουν περιορίσει δραστικά τις καταναλωτικές τους δαπάνες λόγω της αβεβαιότητας για τη μελλοντική πορεία των οικονομικών τους δυνατοτήτων. Επιπροσθέτως, η επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων από τον Ιούνιο του περασμένου έτους, έχει δυσχεράνει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα στην εγχώρια οικονομία. Η επίπτωση βέβαια ήταν μικρότερη της αναμενόμενης, λόγω της θετικής συμβολής των καθαρών εξαγωγών, της αύξησης της τουριστικής κίνησης και της μικρότερης από την αναμενόμενη μείωσης των καταναλωτικών δαπανών, πλην όμως οι δυσμενείς επιπτώσεις έχουν ήδη καταγραφεί σε επιμέρους κλάδους όπως οι πωλήσεις και οι εισαγωγές. Ως αποτέλεσμα των προαναφερθεισών εξελίξεων, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων εξακολουθεί να επιδεινώνεται από την αρχή της δημοσιονομικής κρίσης μέχρι και σήμερα. Με βάση και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) αυξήθηκε σε όλους τους κλάδους κατά τη διάρκεια του 2015 καθώς και κατά τη διάρκεια του πρώτου τρίμηνου του 2016, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στα 45,1% στο α΄ τρίμηνο του 2016, από 44,2% στα τέλη του 2015 και 39,9% στα τέλη του 2014. Σε απόλυτους όρους, το συνολικό ποσό των NPEs ανήλθε σε €108,6 δισ στο α΄ τρίμηνο του 2016, από €108 δις το 2015 και €99 δις στο δ΄ τρίμηνο του 2014. Αναφορικά τώρα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs), παρουσιάστηκε αντίστοιχη εικόνα με τα NPEs, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στα 37,2% στο α΄ τρίμηνο του 2016, από 36,8% στα τέλη του 2015 και 33,8% στα τέλη του 2014. Σε απόλυτους όρους, το συνολικό ποσό των NPLs ανήλθε σε €78 δις στο α΄ τρίμηνο του 2016, από €78,2 δις το 2015 και €77,5 δις στο δ΄ τρίμηνο του 2014. Κατά την ίδια περίοδο, η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις διαμορφώθηκε στο 49,8% το α΄ τρίμηνο του 2016 από 50,1% το δ΄ τρίμηνο του 2015, και αυτή η μικρή μείωση υποδηλώνει κάποια σχετική βελτίωση του πιστωτικού κινδύνου στο χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών. Ωστόσο, το ποσοστό που καταγράφηκε στο α΄ τρίμηνο του 2016 είναι αρκετά υψηλότερο από αυτό που σημειώθηκε στο δ΄ τρίμηνο του 2014, όταν ήταν 44%. Επισημαίνεται ότι η ευρωπαϊκή διάμεσος (EU median ratio) για τον δείκτη αυτό είναι περίπου στο 41%.
Συμπεράσματα
Γίνεται πλέον κατανοητό ότι η έλλειψη (χαμηλού κόστους) ρευστότητας και οι αυξημένοι πιστωτικοί κίνδυνοι που εμπεριέχονται στο δανειακό χαρτοφυλάκιο λόγω του εύρους των NPEs είναι οι κυριότεροι λόγοι που δεν επιτρέπουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να «λειτουργήσει» και να χρηματοδοτήσει επαρκώς τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Αντιθέτως, η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος παραμένει σε υψηλά επίπεδα και δεν διαφαίνεται ότι απαιτείται άμεσα νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Αναμφίβολα, το «αναγκαίο κακό» των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων δημιουργεί σοβαρό πλήγμα στην πραγματική οικονομία.
Επιπρόσθετα, όσο υπάρχουν τα capital controls και η οικονομία παραμένει σε ύφεση, η έλλειψη ρευστότητας, που αντιμετωπίζουν κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, θα συνεχίσει να υφίσταται.
Ταυτόχρονα, θα πλήττεται η εμπιστοσύνη των καταθετών και των επενδυτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς και στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Συνεπώς, τα capital controls ενδείκνυται να αποσυρθούν πλήρως το συντομότερο δυνατόν.
Για να επιτευχθεί όμως ο παραπάνω στόχος και να μπορέσει η ελληνική οικονομία να απαλλαχθεί οριστικά από τα capital controls, θα πρέπει να εκπληρωθούν οι εξής αναγκαίες προϋποθέσεις:
- Oι αξιολογήσεις του οικονομικού χρηματοδοτικού προγράμματος της Ελλάδας πρέπει να είναι επιτυχείς, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις το επόμενο χρονικό διάστημα. Επιπροσθέτως, απαραίτητη κρίνεται η εφαρμογή όλων των υπόλοιπων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο τρέχον Μνημόνιο, καθώς και των αναπτυξιακών πολιτικών που έχουν ως στόχο την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
- Το χρέος πρέπει να αναδιαρθρωθεί, έστω και βραχυπρόθεσμα σε πρώτο στάδιο, μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης (Οκτώβριο 2016), ώστε να γίνει πραγματικά βιώσιμο με την «πιστοποίηση» της έκθεσης βιωσιμότητας από το ∆ΝΤ και την έγκρισή της από την ΕΚΤ. Κάτι που θα σημάνει αυτομάτως και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ.
- Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το Κράτος και το πολιτικο-οικονομικό σύστημα πρέπει να αποκατασταθεί άμεσα. Όσο υπάρχει αβεβαιότητα στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον και οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται την οικονομική στρατηγική που προτείνεται, η όποια προσπάθεια γίνεται για ανασύσταση της ελληνικής οικονομίας δεν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
- Η εδραίωση της εμπιστοσύνης των Ελλήνων καταθετών προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κρίνεται απαραίτητη. Αυτό αντανακλάται στην επιστροφή (αύξηση) των καταθέσεων. ∆εν δύναται να υπάρξει πλήρης άρση των capital controls αν δεν επιστρέψουν περίπου τα 2/3 των καταθέσεων που αποσύρθηκαν από το τραπεζικό σύστημα το διάστημα μεταξύ ∆εκεμβρίου του 2014 και λίγο πριν την επιβολή των περιορισμών (περί- που €20 δις). Μόνο με αυτό τον τρόπο, θα μπορέσουν οι τράπεζες να μειώσουν δραστικά τον ELA και να αντικαταστήσουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού με απευθείας δανεισμό από την ΕΚΤ.
- Για όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα βρίσκεται στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, η ευρωπαϊκή οδηγία αναφορικά με την εγγύηση των καταθέσεων μέχρι €100.000, θα πρέπει να ισχύσει κατά γράμμα και χωρίς εξαιρέσεις, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία συνθηκών εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.
- Οι τράπεζες οφείλουν να επικεντρωθούν στο μείζον πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να επιτύχουν τους στόχους που τέθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος για την άμεση μείωσή τους το επόμενο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, οι τράπεζες πρέπει να προβούν σε μεγαλύτερου εύρους αναδιαρθρώσεις των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών και μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με μείωση επιτοκίων, αύξηση περιόδου χάριτος και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Σε ειδικές περιπτώσεις, αν όλα τα προηγούμενα μέτρα δεν αποδώσουν, τότε οι τράπεζες θα μπορούσαν να προβούν και σε άμεση απομείωση «haircut» ενός μέρους του αρχικού κεφαλαίου των προβληματικών αυτών δανείων, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταστούν εξυπηρετήσιμα. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να τους «επιτραπεί» να προβούν άμεσα σε περιορισμένης κλίμακας πλειστηριασμούς ακινήτων και επιχειρήσεων των οποίων αποδεδειγμένα οι ιδιοκτήτες/κάτοχοι είναι «στρατηγικοί κακοπληρωτές». Το μέτρο αυτό θα λειτουργήσει ως μέσο πίεσης προς τους τελευταίους και θα ανακόψει την αυξητική πορεία των επισφαλειών, απελευθερώνοντας συνάμα ρευστότητα στην πραγματική οικονομία.
Οι παραπάνω έξι δράσεις αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για να αποδεσμευτεί η ελληνική οικονομία από τα capital controls. Ωστόσο, για να αποδειχθούν και ικανές, χρειάζεται να παρέλθει τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο του 2017, καθότι η πλήρης υιοθέτηση και εφαρμογή των παραπάνω απαιτεί σημαντικό χρόνο.