
Π. Λιαργκόβας: Ο κίνδυνος των υφεσιακών πιέσεων στην οικονομία είναι υπαρκτός
Ο μοναδικός πλέον τρόπος για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού είναι η ανάπτυξη -Το πρόβλημα δεν έχει λήξει ούτε με την παρούσα συμφωνία- Το Γραφείο δεν δημιουργεί κλίμα (θετικό ή αρνητικό) Αποτυπώνει τα δεδομένα
Ο κίνδυνος των υφεσιακών πιέσεων στην οικονομία είναι υπαρκτός, δηλώνει ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Παναγιώτης Λιαργκόβας, μιλώντας στην “Καθημερινή της Κυριακής”. Κρούει μάλιστα τον κώδωνα του κινδύνου για το ασφαλιστικό, σημειώνοντας πως το πρόβλημα δεν έχει λήξει ούτε με την παρούσα συμφωνία. “Θα το βρούμε μπροστά μας”, σημειώνει. Ωστόσο, αναγνωρίζει πως “η συμφωνία αποτελεί ένα πρώτο θετικό βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία”.
“Απαιτούνται και άλλα, όμως, αφού η βιωσιμότητά του ασκεί και θα ασκεί πιέσεις στη δημόσια οικονομία. Κυρίως όμως πρέπει να αντιμετωπιστεί η ανεργία που επιβαρύνει το ασφαλιστικό μας σύστημα, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού μας. Ο μοναδικός πλέον τρόπος για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού είναι η ανάπτυξη”.
Ερωτηθείς για τις επικρίσεις που δέχεται από κύκλους του προέδρου της Βουλής πως απηχεί τις απόψεις της αντιπολίτευσης, απαντά πως “το Γραφείο δεν δημιουργεί κλίμα (θετικό ή αρνητικό). Αποτυπώνει τα δεδομένα όπως αυτά διαμορφώνονται το τρίμηνο που εξετάζει με την έκθεσή του. Σίγουρα δε, δεν απηχεί απόψεις άλλων”.
Συμπληρώνει, επίσης, ότι “κανείς δεν διεκδικεί το αλάθητο, ειδικά όταν προχωρεί σε εκτιμήσεις”, ενώ σημειώνει ότι στη συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής κατά την παρουσίαση της έκθεσης θα απαντήσει το Γραφείο και στις ερωτήσεις που θα τεθούν”.
Όπως προαναφέρθηκε, ο κ. Λιαργκόβας αναγνωρίζει το θετικό κλίμα που δημιούργησε η συμφωνία, “όμως η δυσκολία δεν πρέπει να παραγνωρίζεται από κανέναν. Γι’ αυτό και κάνουμε λόγο για παγίδα λιτότητας. Διότι πρέπει να την αποφύγουμε, αφού είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι συνεχείς αυξήσεις φόρων και οι μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ και αυξάνουν το χρέος”.
Ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού, στη συνέχεια, τονίζει πως “στην έκθεσή μας σημειώνουμε απλώς και μόνο τι σημαίνει για μια οικονομία η ύπαρξη υψηλών πλεονασμάτων επί μακρόν”.
“Έχουμε τοποθετηθεί κατ’ επανάληψη όλα αυτά τα χρόνια, σημειώνοντας πως οι στόχοι πρέπει να είναι περίπου 2% του ΑΕΠ. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί που διαφωνούν σε αυτό. Από την άλλη, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το πλεόνασμα που επετεύχθη αποτέλεσε ένα διαπραγματευτικό χαρτί”.