
Οι νέοι και οι χαμηλόμισθοι οι αδύναμοι κρίκοι των σύγχρονων κοινωνιών και οι νέες θέσεις εργασίας
Ενώ οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται σε δραστηριότητες σχετικά χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλής αμοιβής, είτε είναι πλήρους απασχόλησης είτε μερικής, σύμφωνα με δημοσίευμα από την kathimerini.gr , το Βήμα της Κυριακής αναφέρει ότι οι αδύναμοι κρίκοι των σύγχρονων κοινωνιών, οι κατηγορίες εργαζομένων, δηλαδή, που αισθάνονται ότι είναι πιο ευάλωτοι και ότι τους απειλεί περισσότερο η φτωχοποίηση, είναι οι νέοι και οι χαμηλόμισθοι. Αναλυτικά τα δημοσιεύματα:
Οι νέοι και οι χαμηλόμισθοι οι αδύναμοι κρίκοι των σύγχρονων κοινωνιών
Ένας άνεμος απαισιοδοξίας σαρώνει τις αγορές εργασίας της Δύσης, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων, κυρίως των νέων και των χαμηλόμισθων, ζει καθημερινά με τον φόβο ότι θα χάσει τη δουλειά του.
Συγκεκριμένα, 3 στους 10 εργαζομένους φοβούνται ότι το τέλος του 2019 δεν θα τους βρει στη δουλειά που εργάζονται σήμερα. Αυτά τα εξόχως αγχώδη για τους εργαζομένους του 21ου αιώνα, πολλοί από τους οποίους ακροβατούν μεταξύ επιβίωσης και φτώχειας ανεξάρτητα αν έχουν ή δεν έχουν απασχόληση, δείχνουν έρευνες που διενεργήθηκαν στις ΗΠΑ και στη Γαλλία.
Οπως αναφέρει το Βήμα της Κυριακής, η έρευνα της HarrisPoll και της Glassdoor δείχνει καθαρά ότι οι αδύναμοι κρίκοι των σύγχρονων κοινωνιών, οι κατηγορίες εργαζομένων, δηλαδή, που αισθάνονται ότι είναι πιο ευάλωτοι και ότι τους απειλεί περισσότερο η φτωχοποίηση, είναι οι νέοι και οι χαμηλόμισθοι.
Ετσι, το 37% των ερωτηθέντων νέων από 18 έως 34 ετών φοβούνται ότι εφέτος θα χάσουν τη δουλειά τους. Μόνο το 16% των άνω των 55 ετών ζουν με τον ίδιο φόβο στη Γαλλία, παρά το ότι είναι γνωστό ότι η εξεύρεση νέας δουλειάς είναι πολύ δύσκολη υπόθεση για όσους πλησιάζουν το τέλος του εργασιακού τους βίου.
«Ο φόβος ότι δύσκολα θα ξαναβρεί κάποιος δουλειά είναι μεγαλύτερος στους νέους διότι έχουν λιγότερη εμπειρία και δεν έχουν χτίσει ακόμη την καριέρα τους» εξηγεί ο διευθυντής επικοινωνίας της Glassdoor Τζόε Ουίγκινς και επισημαίνει ότι «η ανησυχία όσων ξεκινούν την επαγγελματική τους καριέρα έχει να κάνει με τη σκέψη ότι σε μια νέα δουλειά η καριέρα τους θα πάει πίσω, ότι δεν θα συνεχιστεί ομαλά ή ακόμα και ότι θα καταστραφεί». Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι το 43% των νέων σκέπτονται ότι πρέπει να μειώσουν ή έχουν ήδη μειώσει τις καταναλωτικές δαπάνες τους εν όψει μιας ενδεχόμενης απόλυσης, που ίσως τους αναγκάσει να αλλάξουν ακόμη και επάγγελμα.
Ακόμα επιφυλακτικότεροι καταναλωτές λόγω ανασφάλειας είναι οι χαμηλόμισθοι (στη Γαλλία χαμηλόμισθοι θεωρούνται όσοι κερδίζουν λιγότερα από 20.000 ευρώ ετησίως), που συνήθως είναι και εργαζόμενοι χαμηλής εξειδίκευσης. «Οι εργαζόμενοι στην κατηγορία αυτή αισθάνονται ότι κινδυνεύουν να τα χάσουν όλα. Είναι οι πλέον ευάλωτοι αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν και γνωρίζουν ότι αν απολυθούν μπορεί να βρεθούν ακόμα και στον δρόμο, να κοιμούνται δηλαδή κάτω από τις γέφυρες» εξηγεί ο αμερικανός αναλυτής.
Αύξηση της απασχόλησης με χαμηλότερους μισθούς καταγράφουν για το 2018 τα στοιχεία του ΕΦΚΑ
Οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται σε δραστηριότητες σχετικά χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλής αμοιβής, είτε είναι πλήρους απασχόλησης είτε μερικής, παρατηρεί σε δημοσίευμα της η kathimerini.gr
Αύξηση της απασχόλησης, με χαμηλότερους όμως μισθούς καταγράφουν για το 2018 τα στοιχεία του ΕΦΚΑ που στηρίζονται στις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ) των επιχειρήσεων, αποδεικνύοντας ότι οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται σε δραστηριότητες σχετικά χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλής αμοιβής, είτε είναι πλήρους απασχόλησης είτε μερικής. Καταδεικνύουν δε, παράλληλα, ότι από το σύνολο των 2,2 εκατ. εργαζομένων σε 274.750 επιχειρήσεις και οικοδομικά έργα της χώρας, σχεδόν ένας στους τρεις, συγκεκριμένα 650.000 εργάζονται σε ευέλικτες θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης και λαμβάνουν μέσο μισθό μόλις 384,22 ευρώ. Τα στοιχεία αφορούν τον Νοέμβριο του 2018 και αποτελούν την πραγματική εικόνα της αγοράς εργασίας στη χώρα μας, καθώς στηρίζονται στις δηλώσεις που υποβάλλει στον ΕΦΚΑ το σύνολο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα για όλους τους εργαζομένους που απασχολούν.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, το σύνολο των ασφαλισμένων ανήλθε τον Νοέμβριο του περασμένου έτους σε 2,2 εκατ. άτομα, εκ των οποίων τα 1,5 εκατ. απασχολούνταν με πλήρη απασχόληση και οι 650.000 με μερική. Οι μέσες αποδοχές όλων των μισθωτών, είτε αυτοί έχουν συμβάσεις πλήρους είτε μερικής απασχόλησης, υπολογίζονται στα 916 ευρώ, μειωμένες κατά 1% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2017.
Ο μέσος μηνιαίος μισθός των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση δεν ξεπέρασε τα 1.137,24 ευρώ μεικτά, ενώ ο μέσος μισθός όσων εργάζονται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης ανήλθε σε μόλις 384,22 ευρώ/μήνα μεικτά.
Μέσα σε έναν χρόνο, και συγκεκριμένα το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2017 και Νοεμβρίου 2018, ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 1%, καθώς από 926,14 το 2017, έπεσε στα 916,03 ευρώ το 2018. Η μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη σε σχέση με τους μέσους μισθούς που επικρατούσαν στον ιδιωτικό τομέα το 2016, όταν σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία τού τότε ΙΚΑ, τον Νοέμβριο του 2016 ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα ήταν 954,44 ευρώ τον μήνα.
Καθοριστικό ρόλο στη μείωση του μέσου εισοδήματος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα διαδραμάτισαν για μία ακόμη χρονιά οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Συγκεκριμένα, τον περασμένο Νοέμβριο, το 29,5% των εργαζομένων απασχολούνταν μερικώς ή έστω δηλώθηκαν στον ΕΦΚΑ ως μερικώς απασχολούμενοι. Το αντίστοιχο ποσοστό τόσο τον Νοέμβριο του 2016 όσο και έναν χρόνο μετά ήταν πέριξ του 30,5%.
Ως προς την οικονομική δραστηριότητα του εργοδότη, παρατηρείται πως, στο σύνολο των ασφαλισμένων, ποσοστό 21,74% απασχολείται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και το 13,94% σε ξενοδοχεία και εστιατόρια.
Αναφορικά με την κατανομή των επαγγελμάτων, τα στοιχεία του ΕΦΚΑ δείχνουν πως υπάλληλοι γραφείου είναι το 24,23% του συνόλου των δηλωμένων μισθωτών και ακολουθούν οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και οι πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές σε ποσοστό της τάξεως του 21,88%. Στους Ελληνες ασφαλισμένους, οι υπάλληλοι γραφείου είναι 25,86% και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές είναι 21,79%.
Από τα στοιχεία που αφορούν τους εργαζομένους με πλήρες ωράριο σε επιχειρήσεις με δέκα ή και περισσότερους απασχολούμενους προκύπτει ότι το 56,68% είναι άνδρες, ενώ από τους εργαζομένους με μειωμένο ωράριο το 55,39% είναι γυναίκες.
Προκύπτει επίσης το σημαντικό χάσμα που χωρίζει τα δύο φύλα σε σχέση με τις αμοιβές, καθώς το ημερομίσθιο από τακτικές αποδοχές των γυναικών για την απασχόληση με πλήρες ωράριο είναι το 87,27% του αντίστοιχου ημερομισθίου των ανδρών, ενώ για την απασχόληση με μειωμένο ωράριο είναι το 95,48%.