
Εθνική πολιτική βιώσιμης ανάπτυξης και επείγουσα αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης
«Σήμερα, καθώς προσεγγίζουμε το τέλος μιας μακράς περιόδου ύφεσης, απαιτείται μια ολοκληρωμένη εθνική πολιτική που θα οδηγήσει οριστικά στην έξοδο από την κρίση και στη βιώσιμη ανάπτυξη. Η πολιτική αυτή, για να είναι αποτελεσματική, προϋποθέτει συνεννόηση και συγκερασμό απόψεων, που είναι δύσκολο να επιτευχθούν μέσα σε κλίμα όξυνσης, το οποίο μεγεθύνει τις διαφορές και αποτρέπει τις συγκλίσεις.»
Το απόσπασμα είναι από την χθεσινή ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλου.
Τονίζοντας επίσης ότι: «Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο βαθιάς ύφεσης, η ελληνική οικονομία δείχνει ότι μπορεί να ανακάμψει. Μπροστά μας τώρα βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση να μετατρέψουμε την υπό εξέλιξη σταθεροποίηση σε δυναμική ανάπτυξη πάνω σε στέρεες βάσεις. Αυτή είναι σήμερα η κύρια εθνική επιδίωξη, ο μόνος τρόπος που θα εξασφαλίσει ότι οι θυσίες των τελευταίων ετών δεν θα πάνε χαμένες. Στην προσπάθεια αυτή θα πρωτοστατήσουν οι δυναμικές επιχειρήσεις που θα προσανατολιστούν σε νέα προϊόντα και αγορές και θα συμπαρασύρουν όλη την οικονομία σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης. Καθήκον της οικονομικής πολιτικής είναι να διευκολύνει με κάθε τρόπο αυτή την προσπάθεια. Στη δύσκολη αυτή πορεία, το τραπεζικό σύστημα οφείλει να πρωτοστατήσει στηρίζοντας αποτελεσματικά την αναδιάρθρωση του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας»
Παράλληλα με βάση τα δεδομένα της δειγµατοληπτικής Έρευνας Εισοδήµατος και Συνθηκών ∆ιαβίωσης των Νοικοκυριών για το 2012 που ανακοινώθηκαν από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. :
• Tο 23,1% του πληθυσµού της χώρας ή 914.873 νοικοκυριά µε συνολικό αριθµό µελών 2.535.700 άτοµα βρίσκονται κάτω από το χρηµατικό όριο της σχετικής φτώχειας
• Ακόµη υψηλότερο σε σύγκριση µε το σύνολο της Ε.Ε. είναι το ποσοστό του πληθυσµού της Ελλάδος που βρίσκεται είτε σε κίνδυνο φτώχειας, είτε σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισµού, δηλαδή ζει µε υλικές στερήσεις ή διαβιεί σε νοικοκυριά µε χαµηλή ένταση εργασίας. Στην έρευνα για το 2012, το εν λόγω ποσοστό ανέρχεται σε 34,6%, αντιστοιχώντας σε 3.795.100 άτοµα, και είναι υψηλότερο από ό,τι στις άλλες χώρες τις Ε.Ε. (Ε.Ε.-28: 25,1%)
• O πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά, στα οποία δεν εργάζεται κανένα µέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 µήνες συνολικά το χρόνο ανέρχεται σε 1.010.900 άτοµα ή σε 16,1% του πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών, ενώ το 2011 και το 2010 ήταν 837.300 και 544.800 άτοµα αντίστοιχα.
• Οµάδες υψηλού κινδύνου φτώχειας στην Ελλάδα κατά την περίοδο της τρέχουσας κρίσης είναι κυρίως οι άνεργοι ( το ποσοστό σχετικής φτώχειας φθάνει το 45,8%, έναντι 38,5% στην έρευνα του 2010) και ιδίως οι άνεργοι άνδρες (52,1%, έναντι 48,4%), τα µονογονεϊκά νοικοκυριά µε τουλάχιστον ένα εξαρτώµενο παιδί (66,0% έναντι 33,4%), τα πολυµελή νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώµενα παιδιά (36,8% έναντι 26,7%), οι µη οικονοµικά ενεργοί εκτός των συνταξιούχων (νοικοκυρές κ.λπ., 32,9% έναντι 27,6%), τα νοικοκυριά που διαµένουν σε ενοικιασµένη κατοικία (29,6% έναντι 27,2%), αλλά και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (26,9% έναντι 23,0%) και κυρίως τα παιδιά των µεταναστών (44,4% έναντι 46,4%).
• Kατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης υπάρχει σηµαντική επιδείνωση (δυσκολία ικανοποίησης βασικών αναγκών, ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης, επιβάρυνση από τις δαπάνες στέγασης, αδυναµία πληρωµής υφιστάµενων δανείων ή αγορών µε δόσεις, δυσκολίες στην πληρωµή πάγιων λογαριασµών, χαµηλή/υποβαθµισµένη ποιότητα ζωής) και αύξηση της υλικής στέρησης βασικών αγαθών και υπηρεσιών.
• O κύριος µηχανισµός διεύρυνσης της φτώχειας στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης είναι η κατακόρυφη αύξηση του αριθµού των ανέργων (από 355 χιλιάδες το γ’τρίµηνο του 2008 σε 1.345 χιλιάδες το γ’ τρίµηνο του 2013) και της διάρκειας της ανεργίας (οι µακροχρόνια άνεργοι αυξήθηκαν από 185,4 χιλιάδες σε 955,6 χιλιάδες αντίστοιχα), σε συνδυασµό µε τα σηµαντικά κενά που παρουσιάζει το δηµόσιο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας στη χώρα µας.
• Η σύνθεση του φτωχού πληθυσµού και το καταναλωτικό πρότυπο όλων των νοικοκυριών άλλαξαν σηµαντικά, ενώ η απότοµη µείωση του διαθέσιµου εισοδήµατος των νοικοκυριών και τα µέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο της προσπάθειας για δηµοσιονοµική προσαρµογή είναι βέβαιο ότι οδήγησαν σε επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών της οικονοµικής και κοινωνικής ευηµερίας, της εισοδηµατικής ανισότητας και κυρίως της απόλυτης φτώχειας
Τι προκύπτει από τα παραπάνω; Ταυτόχρονα με το εθνικό σχέδιο ανάταξης και ανάπτυξης είναι επείγουσα ανάγκη η σύνταξη ενός εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης της αυξανόμενης ανθρωπιστικής κρίσης που αγγίζει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και ιδίως τους νέους. (Προσοχή στους νέους –είναι ανησυχητικά τα μηνύματα για ακραίες καταστάσεις που δεν θα μπορούν να αντιστραφούν μελλοντικά… )
Παναγιώτης Τσακιρίδης