Alpha Bank: Η αυξητική πορεία του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ θα συνεχιστεί

• Ο πιο δυναμικός τομέας στην περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισπράξεων από τις εξαγωγές θα είναι κατά πάσα πιθανότητα οι εξαγωγές αγαθών και λοιπών υπηρεσιών

 • Οι επενδύσεις σε κατοικίες θα περιοριστούν σε επίπεδα κάτω των € 3,1 δις το 2014,ωστόσο, μόνο για την αποκατάσταση της φθοράς και για την αντικατάσταση του πεπαλαιωμένου οικιστικού αποθέματος της χώρας απαιτούνται επενδύσεις ύψους άνω των € 8,0 δις ετησίως

Η  αυξητική πορεία του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ θα συνεχιστεί για να φτάσει, σύμφωνα με τις ισχύουσες εκτιμήσεις,  στο 28,5% του ΑΕΠ το 2017 και για να υπερβεί το 30% του ΑΕΠ το 2020, αναφέρεται στο σημερινό Εβδομαδιαίο Οικονομικό Δελτίο της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.

Όπως σημειώνει μάλιστα, ο πιο δυναμικός τομέας στην περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισπράξεων από τις εξαγωγές θα είναι κατά πάσα πιθανότητα οι εξαγωγές αγαθών και λοιπών υπηρεσιών, που μετά το 2015 αναμένεται να ενισχυθούν και από την αναμενόμενη προσέλκυση μιας ικανοποιητικής ροής Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ). Οι κλάδοι αυτοί αναμένεται να σημειώσουν μέσους ρυθμούς αύξησης των εισπράξεων από εξαγωγές υψηλότερους από τους επίσης υψηλούς ρυθμούς αύξησης των εισπράξεων από τον εξωτερικό τουρισμό και από τη ναυτιλία.

Επιπλέον, η αναμενόμενη στροφή της εγχώριας παραγωγής υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων θα πραγματοποιηθεί όχι μόνο με την αύξηση των εξαγωγών, αλλά και με υποκατάσταση εισαγωγών, η οποία ήδη είναι σε εξέλιξη τα τελευταία έτη.

Πριν την κρίση, είχε εγκαταλειφθεί η εγχώρια παραγωγή αγαθών υπέρ των εισαγωγών, ακόμη και για αγαθά στα οποία η χώρα κατείχε αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτό συνέβαινε διότι η ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής είχε καταποντιστεί μέσω της πολιτικής του φουσκώματος των εγχώριων μισθολογικών αμοιβών και κάθε είδους παροχών μέσω του ανεξέλεγκτου, και χωρίς αίσθηση εισοδηματικών περιορισμών, δανεισμού της χώρας από το εξωτερικό. Σε αυτό το περιβάλλον οι ελληνικές επιχειρήσεις μετέφεραν τις παραγωγικές τους μονάδες στις γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους και τροφοδοτούσαν την εκρηκτικά διογκούμενη (λόγω του δανεισμού από το εξωτερικό) ελληνική αγορά με εισαγωγές.

 Έτσι, οι εισαγωγές αγαθών της χώρας είχαν φτάσει τα € 63,8 δισ. το 2008, με χρηματοδότησή τους σχεδόν κατά το ήμισυ (€ 29.9 δις) με καθαρή εισροή κεφαλαίων (δανεισμό) από το εξωτερικό.

Σήμερα, η ανταγωνιστικότητα των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων και η δυνατότητα εκμετάλλευσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας έχουν αποκατασταθεί πλήρως και δίδεται η δυνατότητα επιστροφής των ξενιτεμένων επιχειρήσεων στην Ελλάδα για αύξηση της εγχώριας παραγωγής όχι μόνο για εξαγωγές, αλλά και για υποκατάσταση εισαγωγών.

Τέλος, η ανάπτυξη της οικονομίας θα ενισχυθεί και με την αποκατάσταση μιας ικανοποιητικής ροής επενδύσεων και σε τομείς οι οποίοι γενικά μπορεί να θεωρούνται ότι παράγουν διεθνώς μη εμπορεύσιμα προϊόντα, αλλά αυτά τα προϊόντα είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση της εγχώριας ζήτησης και για την υποστήριξη της ανάπτυξης των τομέων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο κλάδος των οικιστικών ακινήτων. Όπως ήδη τονίστηκε, οι επενδύσεις σε κατοικίες θα περιοριστούν σε επίπεδα κάτω των € 3,1 δις το 2014, υπό την επίδραση της ύφεσης, αλλά και της εξαιρετικά επιβαρυντικής φορολογικής πολιτικής που εφαρμόστηκε, ιδιαίτερα το 2013. Ωστόσο, μόνο για την αποκατάσταση της φθοράς και για την αντικατάσταση του πεπαλαιωμένου οικιστικού αποθέματος της χώρας απαιτούνται επενδύσεις ύψους άνω των € 8,0 δις ετησίως. Επιπλέον, η ανάπτυξη του τουρισμού και άλλων κλάδων απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε οικιστικά, βιομηχανικά και τουριστικά ακίνητα.

Οι επενδύσεις αυτές σήμερα είναι πιο εύκολο και πιο οικονομικό να υλοποιηθούν διότι ο κατασκευαστικός κλάδος της χώρας διαθέτει σημαντική υποαπασχολούμενη δυναμικότητα. Επομένως, και στον κλάδο των ακινήτων, που δεν εντάσσεται στους κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, αναμένονται σημαντικές επενδύσεις στα επόμενα έτη που θα χρηματοδοτηθούν τόσο με εγχώρια κεφάλαια (π.χ., με την επιστροφή των καταθέσεων στη χώρα), αλλά και με ξένα κεφάλαια.

Γενικά, το νέο πρότυπο ανάπτυξης της χώρας μέσω της διεθνούς ανταγωνιστικότητας ευνοεί (δεν εμποδίζει) την ανάπτυξη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται και η ανάπτυξη των κλάδων που παράγουν προϊόντα που δεν είναι εμπορεύσιμα διεθνώς.

Αντίθετα με τα ανωτέρω, το προηγούμενο υπόδειγμα που επεδίωκε την ανάπτυξη μέσω του συνεχούς φουσκώματος των εγχώριων εισοδημάτων και παροχών και της εγχώριας ζήτησης είχε αρνητικές επιπτώσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων της χώρας και έκανε σχεδόν απαγορευτική την παραγωγή τους στην Ελλάδα εκτός εάν απολάμβαναν σημαντικής κρατικής προστασίας με άλλους τρόπους.

Τέτοια προστασία υπήρχε με τη μορφή των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών στις εισαγωγές και με τη μορφή των εξαγωγικών επιδοτήσεων και ακόμη και των επιδοτήσεων μέσω των τραπεζικών επιτοκίων και της ηλεκτρικής και άλλης ενέργειας έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Μόλις καταργήθηκε η προστασία, σε καθεστώς ανατιμημένης ισοτιμίας και μάλιστα με την ανατίμηση να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου (αντί να μειώνεται για να αντισταθμίσει σε κάποιο βαθμό την κατάργηση της προστασίας), η εγχώρια παραγωγή άρχισε να φθίνει με αρνητικές επιπτώσεις στις εξαγωγές, ενώ από την άλλη πλευρά οι εισαγωγές συνέχισαν να αυξάνονται με εκρηκτικά υψηλούς ρυθμούς με χρηματοδότησή τους με το δανεισμό από το εξωτερικό.

Σχετικά Άρθρα