
Alpha Bank: Η αύξηση της απασχόλησης καθορίζει τον προσδοκώμενο ρυθμό μεγέθυνσης
Ένας προσδοκώμενος ρυθμός μεγέθυνσης περί το 2,5% το 2017 αναμένεται να προέλθει κατά 2,2% από την αύξηση της απασχόλησης και μόνο κατά το υπόλοιπο 0,3% από τη βελτίωση της παραγωγικότητας
Ο υψηλός δείκτης οικονομικής εξάρτησης συνιστά σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα το κυριότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, η αντιμετώπιση του οποίου θα πρέπει να αποτελέσει της βάση της σχεδιαζόμενης οικονομικής πολιτικής, σημειώνει ανάλυση του Εβδομαδιαίου Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαίωσαν την προσδοκία για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους με ισχυρότερο του αναμενομένου ρυθμό μεγέθυνσης 1,5% σε ετήσια βάση και 0,5% σε τριμηνιαία βάση, ως αποτέλεσμα των υψηλών επιδράσεων βάσεως (base effects), όπως εμφαίνονται στη σκιασμένη περιοχή στο Γράφημα 1. Στο αντίστοιχο τρίτο τρίμηνο του 2015 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2,2% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις, ενώ συνολικά στο εννεάμηνο του 2016, το ΑΕΠ παρέμεινε αμετάβλητο (0%), έναντι πτώσεως κατά 0,6% στην αντίστοιχη περίοδο του 2015.
Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε όρους ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος συνδυάζεται με τη σταδιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας σε 23,4% του εργατικού δυναμικού τον Αύγουστο του 2016 από 24,6% και 26,2% τον Αύγουστο του 2015 και 2014 αντίστοιχα, όπως προκύπτει με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στο πλαίσιο της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για άτομα ηλικίας 15-74 ετών. Τούτο προσδιορίσθηκε εν πολλοίς από την αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 2.
Η ανωτέρω εξέλιξη βελτίωσε τον Δείκτη Οικονομικής Εξάρτησης, ο οποίος μετρά πόσα άτομα, που δεν συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία (άνεργοι και μη οικονομικά ενεργός πληθυσμός) αντιστοιχούν σε κάθε απασχολούμενο. Ο εν λόγω δείκτης μειώθηκε στο οκτάμηνο του 2016 σε 1,20 από 1,26 το αντίστοιχο διάστημα του 2015, 1,31 το 2014 και 1,33 το 2013. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι ο δείκτης αυτός διαμορφώνεται στα μέσα του τρέχοντος έτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Ζώνη του Ευρώ σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο (0,70 και 0,74 αντίστοιχα).
Ο υψηλός δείκτης οικονομικής εξάρτησης συνιστά σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα το κυριότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, η αντιμετώπιση του οποίου θα πρέπει να αποτελέσει της βάση της σχεδιαζόμενης οικονομικής πολιτικής. Και τούτο διότι επηρεάζει (α) τις παραγωγικές ικανότητες της χώρας αποδυναμώνοντας το βασικό της παραγωγικό συντελεστή και (β) τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και κράτους πρόνοιας, αφού προσδιορίζει το ύψος των εισφορών προς αυτό όπως και το ύψος των χρηματοδοτικών αναγκών του (συντάξεις, επιδόματα ανεργίας κλπ).
Είναι συνεπώς σημαντική η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά να συνδυασθεί με ισχυρότερους ρυθμούς αυξήσεως της απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας. Το ερώτημα είναι εάν ο ρυθμός ανάπτυξης που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνιστούν, πέραν από αναγκαία, και ικανή συνθήκη για μία πορεία σύγκλισης του ελληνικού δείκτη εξάρτησης προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Οι εκτιμήσεις μας για το πώς θα επιμερισθεί η προβλεπόμενη οικονομική μεγέθυνση μεταξύ της δυναμικής της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας απεικονίζονται στο Γράφημα 3-βλέπε INFO.
Συγκεκριμένα, ένας προσδοκώμενος ρυθμός μεγέθυνσης περί το 2,5% το 2017 αναμένεται να προέλθει κατά 2,2% από την αύξηση της απασχόλησης και μόνο κατά το υπόλοιπο 0,3% από τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Η ίδια περίπου αναλογία αναμένεται να επικρατήσει και το 2018 (ρυθμός μεγέθυνσης 3,0%, αύξηση της απασχόλησης 2,3%, αύξηση παραγωγικότητας 0,7%), ενώ αναμένεται να αρχίσει να αντιστρέφεται υπέρ της παραγωγικότητας από το 2019 και μετά, λόγω της αναβαθμισμένης υποδομής που θα συντελεσθεί με την αύξηση επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό και κατασκευές τη διετία 2017-2018, εξέλιξη που θα έχει θετικές επιδράσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις για την αύξηση της απασχόλησης και το ρυθμό μεγέθυνσης δύνανται να οδηγήσουν το ποσοστό ανεργίας σε επίπεδα χαμηλότερα του 1/5 του εργατικού δυναμικού στο τέλος της επομένης διετίας.
Το 2017 αποτελεί έτος πολιτικών επιλογών για αρκετές χώρες της Ευρωζώνης
Το Brexit και το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ άρχισαν να προβληματίζουν έντονα τον πολιτικό κόσμο της Ευρώπης και να προκαλούν έντονη νευρικότητα στην διεθνή επενδυτική κοινότητα. Μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η σημαντικότερη πολιτική πρόκληση για την Ευρώπη αλλά και τους επενδυτές, αποτελεί το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου στην Ιταλία για την συνταγματική μεταρρύθμιση.
Το δημοψήφισμα αφορά, κυρίως στον περιορισμό του ρόλου της Γερουσίας μέσω της μείωσης του αριθμού των Γερουσιαστών, την αλλαγή των διαδικασιών για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και τον περιορισμό των δικαιοδοσιών των περιφερειών. Το ισχύον πολιτικό σύστημα, δίνει στα δύο κοινοβουλευτικά σώματα Γερουσία και Βουλή Αντιπροσώπων ίσες εξουσίες, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται το νομοθετικό έργο και κατά συνέπεια να καθυστερεί η υιοθέτηση διαρθρωτικών αλλαγών με σημαντικές οικονομικές συνέπειες.
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας στο πρόσφατο παρελθόν έχει αφήσει να εννοηθεί ότι σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποβεί αρνητικό, ο ίδιος θα παραιτηθεί από την πρωθυπουργία.
Στο ενδεχόμενο παραίτησης του Ιταλού πρωθυπουργού είναι σαφές ότι θα υπάρξει πολιτική αστάθεια στην Ιταλία ικανή να δρομολογήσει πολιτικές εξελίξεις, με σοβαρό αντίκτυπο στη δομή της Ευρωζώνης, ενώ θα συμβάλει για μακρό χρονικό διάστημα στη διατήρηση της ευνοιοκρατίας. Η ψήφος αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση της Ιταλίας και το μεταρρυθμιστικό όραμα που ενστερνίζεται ο Ιταλός πρωθυπουργός.
Ο Ιταλικός τύπος την τρέχουσα εβδομάδα κάνει αναφορά σε μια ιδιαιτέρως σημαντική πολιτική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και συγκεκριμένα του προέδρου της Jean Claude Juncker.
Σύμφωνα με την πρόταση-σχέδιο ζητείται η διακοπή της λιτότητας για μια διετία και ταυτόχρονα η ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Μάλτα, οι οποίες μπορούν να υποστηρίξουν μια τέτοια κίνηση, προκειμένου να ενισχυθεί περεταίρω η αναπτυξιακή διαδικασία.
Όσον αφορά σε χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, προτείνεται μια προσωρινή χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών που ισχύουν σήμερα, ώστε να προβούν σε αύξηση δαπανών με πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα εντός της οικονομίας.
Ενδεχομένως, κάποιοι να αιτιολογήσουν την κίνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως μια κίνηση στήριξης στο πρόσωπο του πρωθυπουργού της Ιταλίας ενόψει του δημοψηφίσματος της 4ης Δεκεμβρίου, επειδή οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις στο σύνολο τους επιβεβαιώνουν την επικράτηση του “Όχι” έναντι του “Ναι” με περιθώριο που κυμαίνεται μεταξύ 5%-7%. Είναι σαφές από τα σημερινά στοιχεία των δημοσκοπήσεων ότι οι Ιταλοί πολίτες θέλουν να προβάλουν την εναντίωσή τους στο οικονομικό περιβάλλον που βιώνουν.
Πιθανώς, στο πλαίσιο του καθησυχασμού του εκλογικού σώματος ο πρωθυπουργός της Ιταλίας αποφάσισε να ασκήσει βέτο στην προτεινόμενη αναθεώρηση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιτίας των έκτακτων δαπανών της Ιταλικής κυβέρνησης για το μεταναστευτικό και τους σεισμούς, μέχρι το 2020.
Το πολιτικό σύστημα στην Ιταλία δεν πρέπει να προκαλέσει τριγμούς στο οικοδόμημα της Ευρωζώνης, καθώς η βαρύτητα του είναι άκρως σημαντική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση τους επόμενους μήνες θα κληθεί να αντιμετωπίσει σημαντικές πολιτικές προκλήσεις.
Το 2017 αποτελεί έτος πολιτικών επιλογών για αρκετές χώρες της Ευρωζώνης ικανές να δρομολογήσουν νέες πολιτικές συνθήκες. Το μίγμα οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να τροποποιηθεί άμεσα ώστε να υπάρξει οικονομική ανάκαμψη στις δοκιμαζόμενες οικονομίες και ιδίως αυτές του Νότου της Ευρωζώνης.
Η μεσαία τάξη στην Ευρώπη όπως και στις ΗΠΑ θεωρεί ότι δεν έχει ωφεληθεί από την ισχύουσα οικονομική πραγματικότητα. Σε επίπεδο Ευρωζώνης, απαιτείται μια γενναία απόπειρα αλλαγής της ισχύουσας οικονομικής πολιτικής, προτού η απογοήτευση των πολιτών γίνει περισσότερο έντονη.
INFO– Εάν ορίσουμε συμβατικά την παραγωγικότητα της εργασίας ως τον λόγο του ΑΕΠ προς τον αριθμό των απασχολουμένων τότε το παραγόμενο προϊόν στη χώρα ορίζεται ουσιαστικά ως το γινόμενο της συνολικής απασχόλησης επί της παραγωγικότητας της εργασίας. Κατά συνέπεια, η ποσοστιαία μεταβολή του ΑΕΠ, δηλαδή ο ρυθμός μεγέθυνσης μπορεί να επιμεριστεί σε δύο τμήματα, την ποσοστιαία μεταβολή της απασχόλησης και τη ποσοστιαία μεταβολή της παραγωγικότητας.