
Alpha Bank: Θα υπερβεί τα $11 τρισ. το δημόσιο χρέος στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ το 2019
Στο πλαίσιο σταθερότητας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί επιτακτική ανάγκη η μείωση του Δημόσιου δανεισμού, προκειμένου η παγκόσμια οικονομία να είναι καλύτερα προετοιμασμένη στην περίπτωση επιδείνωσης των διεθνών οικονομικών συνθηκών. Άλλωστε, το τελευταίο χρονικό διάστημα, αρκετοί διεθνείς οργανισμοί συμπεριλαμβανομένου του ΟΟΣΑ, έχουν προειδοποιήσει για εξασθένιση των μελλοντικών ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Η διόγκωση του δημοσίου χρέους σε μια περίοδο χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να αποτελέσει εστία συστημικής οικονομικής κρίσης, υπογραμμίζει ανάλυση για το δημόσιο χρέος του Εβδομαδιαίου Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Αναλυτικά:
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD Sovereign Borrowing Outlook, Feb.2019), η δομή του δημόσιου χρέους των κρατών-μελών του διεθνούς οργανισμού τη δεκαετία 2007-2018, επηρεάσθηκε σε σημαντικό βαθμό από τις δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι δανειακές ανάγκες των κρατών-μελών αυξήθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να διπλασιασθεί σε ονομαστικούς όρους. Οι ανάγκες χρηματοδότησης του Δημοσίου μετά την οικονομική κρίση αυξήθηκαν στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, ωστόσο η ανοδική του τάση διαφαίνεται ότι θα συνεχισθεί σε ορισμένα κράτη-μέλη και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι ο συνολικός δανεισμός των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ ανήλθε από τα $10,1 τρισ. το 2017 στα $10,7 τρισ. το 2018 ενώ προβλέπεται να αγγίξει το ιστορικά υψηλό των $11,3 τρισ. το 2019. Παράλληλα, ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ ανήλθε από το 49,5% το 2007 στο 72,6% το 2018, ενώ αναμένεται να διατηρηθεί σε αυτό το επίπεδο και το 2019, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής ανάπτυξης (αύξηση του παρονομαστή) στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ.
Η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής έχει αρχίσει να επηρεάζει τις συνθήκες χρηματοδότησης
Μολονότι η χρηματοπιστωτική κρίση αποτελεί παρελθόν, συνεχίζει να επισκιάζει τη δημοσιονομική πολιτική που ασκείται σε πολλά κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, εξαιτίας των υψηλών τοκοχρεολυσίων που επιβαρύνουν τις αποπληρωμές χρέους, εν μέσω μιας περιόδου κατά την οποία ορισμένες κεντρικές τράπεζες έχουν εισέλθει σε φάση ομαλοποίησης της νομισματικής τους πολιτικής. Η σταδιακή έξοδος από τη μη συμβατική νομισματική πολιτική -η οποία χαρακτηρίζεται από μηδενικά επιτόκια και την εκτέλεση προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (QΕ)- επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στις συνθήκες χρηματοδότησης του Δημοσίου, κυρίως μέσω των αλλαγών που προκαλεί στα επιτόκια δανεισμού. Η μελέτη του ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι, τα υψηλότερα επιτόκια, θα επιβαρύνουν λιγότερο το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των κρατών που αντιμετωπίζουν μικρές δανειακές ανάγκες, καθώς και εκείνων που ο υφιστάμενος δανεισμός τους είναι σταθερού επιτοκίου και μεγάλης ληκτότητας.
Παράλληλα, η απουσία των προγραμμάτων αγοράς στοιχείων ενεργητικού από τις κεντρικές τράπεζες σε συνδυασμό με την ανοδική πορεία των επιτοκίων θα αρχίσει να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των επενδυτών που επιθυμούν να αναλάβουν μεγαλύτερο κίνδυνο στις τοποθετήσεις τους, καθώς η σταδιακή απομάκρυνση των κεντρικών τραπεζών από τις αγορές κρατικού αξιόχρεου θα περιορίζει το βαθμό στήριξης τους προς
Αξίζει να επισημανθεί ότι, οι συνθήκες χρηματοδότησης από το 2018 έχουν καταστεί περισσότερο αυστηρές, καθώς ορισμένες κεντρικές τράπεζες (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, Τράπεζα της Αγγλίας) έχουν προβεί σε αυξήσεις των βασικών τους επιτοκίων. Ωστόσο, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, δεδομένου ότι δεν λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη λόγω του διαφορετικού βαθμού ανάκαμψης από την οικονομική κρίση, εντείνει την ανομοιογένεια του οικονομικού κύκλου μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ.
Οι ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού έστρεψαν το κρατικό αξιόχρεο σε εκδόσεις μακροχρόνιας διάρκειας
Πολλά κράτη στα πλαίσια διαχείρισης του δημόσιου χρέους κατήρτισαν σχέδια χρηματοδότησης σύμφωνα με τις προβλεπόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες, τις μακροοικονομικές προβλέψεις, την κατάσταση στις αγορές αξιόχρεου και την επενδυτική ζήτηση. Στο πλαίσιο κατάρτισης του σχεδίου χρηματοδότησης έλαβαν σοβαρά υπόψη τους διάφορους παράγοντες κινδύνου (π.χ. επερχόμενες εκλογές, γεωπολιτικές εντάσεις, αποφάσεις νομισματικής πολιτικής). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι οι πολιτικές εξελίξεις όπως επισημαίνει προγενέστερη έρευνα του ΟΟΣΑ (OECD Sovereign Borrowing Outlook 2018), έχουν προσωρινό αντίκτυπο και περιορισμένες επιπτώσεις στα προγράμματα κρατικού δανεισμού. Ωστόσο, όταν τα πολιτικά γεγονότα συνδέονται με αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και πραγματοποιούνται σε συνδυασμό με την υιοθέτηση μιας περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, δύναται να προκύψουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις. Οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης την περίοδο 2007-2018 περιόρισαν τις ανησυχίες για τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους ενώ επέτρεψαν στις διαχειριστικές αρχές, να ενισχύσουν τις δημοσιονομικές αντοχές των επιμέρους οικονομιών, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μελλοντικές κρίσεις.
Οι οργανισμοί διαχείρισης κρατικού χρέους λαμβάνοντας υπόψη το ευνοϊκό επιτοκιακό περιβάλλον που είχε προκαλέσει η οικονομική κρίση προσπάθησαν να επιμηκύνουν τη χρονική διάρκεια του χρέους και να απομακρύνουν την αβεβαιότητα του επιτοκιακού κόστους λόγω της μελλοντικής ανοδικής πορείας των επιτοκίων, προβαίνοντας σε εκδόσεις τίτλων σταθερού επιτοκίου.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι το 2008, το μερίδιο των βραχυπρόθεσμων εκδόσεων επί του συνόλου των εκδόσεων για τα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ διαμορφωνόταν στο 55,5%. Συγχρόνως, το μερίδιο των εκδόσεων σταθερού επιτοκίου διαμορφωνόταν στο 39,9%. Έκτοτε, η σύνθεση της χρηματοδότησης βελτιώθηκε όσον αφορά τη ληκτότητα και τη σύνθεση των επιτοκίων. Συγκεκριμένα, το μερίδιο των μακροπρόθεσμων χρεογράφων στις συνολικές δανειακές ανάγκες αυξήθηκε κατά 13,9 ποσοστιαίες μονάδες από το 2007 έως το 2018, ενώ το μερίδιο των εκδόσεων σταθερού επιτοκίου αυξήθηκε κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες από το 2007 έως το 2018. Τα πρόσφατα αποτελέσματα της έρευνας του ΟΟΣΑ υποδεικνύουν συνέχιση αυτής της τάσης και το 2019, με μια αύξηση κατά περίπου 3,5 ποσοστιαίες μονάδες για τις προαναφερθείσες περιπτώσεις.
Επιτακτική η ανάγκη αποκλιμάκωσης του Δημοσίου χρέους
Στο πλαίσιο σταθερότητας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί επιτακτική ανάγκη η μείωση του Δημόσιου δανεισμού, προκειμένου η παγκόσμια οικονομία να είναι καλύτερα προετοιμασμένη στην περίπτωση επιδείνωσης των διεθνών οικονομικών συνθηκών. Άλλωστε, το τελευταίο χρονικό διάστημα, αρκετοί διεθνείς οργανισμοί συμπεριλαμβανομένου του ΟΟΣΑ, έχουν προειδοποιήσει για εξασθένιση των μελλοντικών ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Η διόγκωση του δημοσίου χρέους σε μια περίοδο χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να αποτελέσει εστία συστημικής οικονομικής κρίσης.