Eurobank: Μείωση των εργοδοτικών εισφορών χωρίς να επιβαρυνθεί το διαθέσιμο εισόδημα

• «Δεν θεωρούμε ότι η έξοδος στις αγορές μπορεί να καλύψει μεγάλο μέρος του χρηματοδοτικού κενού του 2014 αφού το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αναμένεται πολλαπλάσιο του τρέχοντος κόστους εξυπηρέτησης των επισήμων δανείων»

 

Στο νέο εβδομαδιαίο οικονομικό  δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία» της Eurobank, οι αναλυτές καταγράφουν την επιβεβαίωση της πρόβλεψης για θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2014 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με την τρόικα  και συμπεραίνουν ότι επιτρέπουν περιθώρια αισιοδοξίας.

 

Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι  η μείωση των εισφορών είναι αναγκαίο να μην επιβαρύνει το διαθέσιμο εισόδημα, ούτε οι αλλαγές στα εργασιακά τα ποσοστά ανεργίας, ενώ εκφράζουν ανησυχία για την υστέρηση των εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού για τον Ιανουάριο 2014.

 

«Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί χωρίς να επιβαρύνει το διαθέσιμο εισόδημα.

 

Στην αντίθετη περίπτωση, το συγκεκριμένο μέτρο που αποσκοπεί στην βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, μπορεί να ασκήσει πίεση – μέσω των πιθανών ισοδύναμων μέτρων – στο διαθέσιμο εισόδημα και στην ιδιωτική κατανάλωση επιβαρύνοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές για το 2014. Το ίδιο επιχείρημα ισχύει και για την κατάργηση των φόρων υπέρ τρίτων», όπως επισημαίνουν.

 

Υποστηρίζουν επίσης ότι η ελαστικοποίηση των ρυθμίσεων για τις απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα δεν πρέπει να επιβαρύνει το ήδη υψηλό ποσοστό ανεργίας και τελικά να λειτουργήσει αρνητικά όσον αφορά το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση.

 

Σύμφωνα με τις σχετικές δεσμεύσεις του 2ΠΣΕΟ, απαιτείται η ελαστικοποίηση του μέγιστου αριθμού απολύσεων με βάση το επιχείρημα ότι μια επιχείρηση που μπορεί εύκολα να απολύσει εργαζομένους σε περίοδο κρίσης, θα μπορέσει να κάνει ευκολότερα προσλήψεις όταν θα βρίσκεται στην ανοδική πλευρά του οικονομικού κύκλου.

 

«Δεν ισχυριζόμαστε ότι ένα τέτοιο επιχείρημα δεν είναι ισχυρό, καλό θα ήταν όμως να ληφθεί υπόψη στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση ότι η ελαστικοποίηση των απολύσεων την παρούσα χρονική στιγμή μπορεί να δράσει προ-κυκλικά, εντείνοντας την κρίση μέσω της άσκησης πίεσης στο διαθέσιμο εισόδημα», αναφέρουν.

 

Τονίζεται επίσης ότι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με την τρόικα αλλά και η επιβεβαίωση των θετικών ρυθμών ανάπτυξης για το 2013 και το 2014 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συνέβαλαν στην περαιτέρω μείωση των περιθωρίων (spread) μεταξύ των ελληνικών δεκαετών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών τίτλων.

 

Η Eurobank θεωρεί ότι ένας βασικός παράγοντας που θα μπορούσε να οδηγήσει στη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία στην επόμενη περίοδο έχει να κάνει με την ολοκλήρωση των αλλαγών στη νομοθεσία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και στην κατάθεση και ψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.

 

Η ολοκλήρωση της συγκεκριμένης διαδικασίας θα επιτρέψει με την σειρά της, την εκκίνηση της διαδικασίας για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Eurobank.

 

Πέρα από τα ζητήματα της παρούσας αξιολόγησης, όμως,  παραμένουν ακόμη ανοικτά και αυτά του χρηματοδοτικού κενού του 2014, του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής 2014-17, του χρηματοδοτικού κενού της περιόδου 2015-16 και φυσικά τα μέτρα για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012.

 

Δεν θεωρούμε ότι η έξοδος στις αγορές μπορεί να καλύψει μεγάλο μέρος του χρηματοδοτικού κενού του 2014 αφού το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αναμένεται πολλαπλάσιο του τρέχοντος κόστους εξυπηρέτησης των επισήμων δανείων. Μια έκδοση ελληνικών ομολόγων θα είναι μικρή σε μέγεθος και σε διάρκεια και περισσότερο θα έχει ψυχολογικούς στόχους – να αυξήσει την εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία.

 

Παράλληλα, θα μπορούσε να συμβάλει και στην μείωση του κόστους χρηματοδότησης των εταιρικών ομολόγων, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο και τις δυνατότητες χρηματοδότησης των (μεγάλων)  ελληνικών επιχειρήσεων και συνεπώς και την πραγματική οικονομία.

 

 

Οι αναλυτές της Eurobank κρίνουν, τέλος, ικανοποιητικό το πρωτογενές πλεόνασμα του Ιανουαρίου του 2014, αλλά  τονίζουν ότι η πορεία των εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού προβληματίζει όσον αφορά την επίτευξη του σχετικού στόχου για το 2014.

 
«Το κρίσιμο στοιχείο» σημειώνουν «που προκύπτει και από την εξέταση των επιμέρους κατηγοριών της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού για τον Ιανουάριο 2014 είναι η διατηρησιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος τόσο φέτος όσο και τα επόμενα χρόνια. Για να εξασφαλισθεί η διατηρησιμότητα και η σταδιακή αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων απαιτείται επιπλέον προσπάθεια. Η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να επικεντρωθεί στην αύξηση της φορολογίας. Τα μέτρα αυτού του τύπου εξάντλησαν πλέον τις όποιες δυνατότητες είχαν. Η προσπάθεια από εδώ και πέρα θα κριθεί:

 

  • Στην ορθολογική χρήση των κεφαλαίων από το πλεόνασμα του 2013 που δεν θα κατευθυνθούν στη μείωση του χρέους.
  • Στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα.
  • Στην ενίσχυση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, του ανταγωνισμού και των εξαγωγών.
  • Στην ενίσχυση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.»

Σχετικά Άρθρα