
Eurobank: Τα δομικά χαρακτηριστικά και η αξιόπιστη εφαρμογή της συμφωνίας θα κρίνουν τη δυναμική της οικονομίας
Η επίτευξη συμφωνίας με τους επίσημους δανειστές της χώρας μας δύναται να ανατρέψει την παρούσα αρνητική συγκυρία (πιστωτική ασφυξία, αναβολή των δαπανών κατανάλωσης και επένδυσης λόγω της αβεβαιότητας) ωστόσο η δυναμική της μετέπειτα πορείας της ελληνικής οικονομίας θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τα δομικά χαρακτηριστικά αυτής της συμφωνίας (π.χ. πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγικότητας) και από το βαθμό αξιοπιστίας στον τρόπο εφαρμογής της, σημειώνει ανάλυση της Eurobank στη σημερινή έκδοση του «7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» και παράλληλα καταγράφει την ετήσιο ρυθμό μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων. Συνοπτικά αναφέρουν:
- Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων διαμορφώθηκε στο -3,52% το 1ο τρίμηνο 2015. Από το 3ο τρίμηνο 2008 μέχρι και το 1ο τρίμηνο 2015 η πτώση είναι ίση με -38,26%.
- Η συγκεκριμένη μεταβολή, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, οδηγεί σε μείωση της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών (αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου) και ως εκ τούτου έχει αρνητική συνεισφορά στη γενική οικονομική δραστηριότητα.
- Η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη προσφορά του εν λόγω κεφαλαιουχικού αγαθού, στην επιπρόσθετη φορολόγηση που σημειώθηκε τα τελευταία έτη και στη μείωση του επιπέδου χρηματοδότησης των νοικοκυριών.
- Η ετήσια μεταβολή του επιπέδου χρηματοδότησης των ιδιωτών και η αντίστοιχη μεταβολή των τιμών των διαμερισμάτων παρουσιάζουν ισχυρή θετική γραμμική συσχέτιση (ο συντελεστής συσχέτισης είναι ίσος με 0,93).
- Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) το πραγματικό ΑΕΠ (εποχικά διορθωμένα στοιχεία) αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 0,25% (ή 0,12% σε μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία) το 1ο τρίμηνο 2015. Εν συγκρίσει με το 4ο τρίμηνο 2014 καταγράφηκε μείωση της τάξης του -0,22%.
- Η δυναμική της μετέπειτα πορείας της ελληνικής οικονομίας θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τα δομικά χαρακτηριστικά μια επικείμενης συμφωνίας (π.χ. πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγικότητας) και από το βαθμό αξιοπιστίας στον τρόπο εφαρμογής της.
- Η ετήσια μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) διαμορφώθηκε στο -1,81% για το μήνα Απρίλιο. Το αντίστοιχο μέγεθος σε όρους εθνικού ΔΤΚ ήταν της τάξης του -2,11%.
- Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου παρουσιάζεται πρωτογενές πλεόνασμα 2.164 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 287 εκατ. ευρώ κυρίως λόγω αύξησης των εσόδων από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και μείωσης των συνολικών δαπανών.
• Υπερπροσφορά, μείωση της χρηματοδότησης και υψηλή φορολογία διατηρούν την πτωτική πορεία των τιμών των διαμερισμάτων
Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων διαμορφώθηκε στο -3,52% το 1ο τρίμηνο 2015. Από το 3ο τρίμηνο 2008 μέχρι και το 1ο τρίμηνο 2015 η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων είναι ίση με -38,26% σημειώνει ανάλυση της Eurobank στη σημερινή έκδοση του «7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων μειώθηκε κατά -3,52% το 1ο τρίμηνο 2015. Επιπρόσθετα, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων έως 5 ετών μειώθηκε κατά -4,41%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης των διαμερισμάτων άνω των 5 ετών μειώθηκε κατά -2,98%.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι από το 3ο τρίμηνο 2008 μέχρι και το 1ο τρίμηνο 2015 η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων είναι ίση με -38,26%. Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα τεύχη του 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, η συγκεκριμένη μεταβολή, παράλληλα με το υψηλό επίπεδο ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, οδηγεί σε μείωση της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών (αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου) και ως εκ τούτου έχει αρνητική συνεισφορά στη γενική οικονομική δραστηριότητα. Να σημειωθεί ότι από το 2007 μέχρι και το 2014 ο ακαθάριστός σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στον τομέα των κατοικιών συρρικνώθηκε κατά -90,90% (από 24,669 στα 2,245 δις ευρώ).
Παρατηρώντας τη χρονολογική σειρά των τιμών των διαμερισμάτων καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι από το 4ο τρίμηνο 2012 υπάρχει μια σταδιακή επιβράδυνση του αρνητικού ρυθμού μεταβολής. Για παράδειγμα, η ετήσια μεταβολή των τιμών των διαμερισμάτων ήταν στο -12,84% το 4ο τρίμηνο 2012, στο -9,59% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2013 και στο -5,23% το 4ο τρίμηνο 2015.
Η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη προσφορά του εν λόγω κεφαλαιουχικού αγαθού, στην επιπρόσθετη φορολόγηση που σημειώθηκε τα τελευταία έτη και στη μείωση του επιπέδου χρηματοδότησης των νοικοκυριών.
Στο Σχήμα 2 αποτυπώνουμε τη σχέση (μέσω ενός διαγράμματος διασποράς) ανάμεσα στην ετήσια μεταβολή της χρηματοδότησης των ιδιωτών και στην αντίστοιχη μεταβολή των τιμών των διαμερισμάτων. Είναι φανερό πως υπάρχει μια ισχυρή θετική γραμμική συσχέτιση ανάμεσα στις δύο μεταβλητές (ο συντελεστής συσχέτισης είναι ίσος με 0,93).
Όπως είναι ευρέως γνωστό, μετά την είσοδο της χώρας στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) τον Ιανουάριο 2001 οι νέες χρηματοπιστωτικές συνθήκες οδήγησαν σε σημαντική πτώση των πραγματικών επιτοκίων. Την περίοδο 1992-2000 το μέσο πραγματικό μακροχρόνιο επιτόκιο ήταν της τάξης του 5,66% και την περίοδο 2001-2009 το αντίστοιχο μέγεθος διαμορφώθηκε στο 1,31%.[1] Αυτή η μεταβολή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του επιπέδου χρηματοδότησης των ιδιωτών (και των επιχειρήσεων) και ως εκ τούτου την ενίσχυση της ζήτησης τόσο για καταναλωτικά όσο και για κεφαλαιουχικά αγαθά, δηλαδή διαμερίσματα, κατοικίες κτλ. Ειδικότερα, στον τομέα των διαμερισμάτων καταγράφηκε αύξηση του επιπέδου των τιμών κατά 13,58% την περίοδο από το 1ο τρίμηνο 2006 έως το 3ο τρίμηνο 2008. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα διαμερίσματα-κατοικίες αποτέλεσαν ένα σημαντικό μέσο “αποθήκευσης” του πλούτου (store of value) των ελληνικών νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ.
Αντίθετες τάσεις επικράτησαν όταν ξεκίνησε η συρρίκνωση του επιπέδου χρηματοδότησης των ιδιωτών.[2] Από τον Ιούνιο 2010 μέχρι και το Μάρτιο 2015 καταγράφηκε μείωση της τάξης του -19,37% (23,15 δις ευρώ σε νομισματικούς όρους). Η εξέλιξη αυτή, παράλληλα με τη μείωση της παρούσας αξίας των αναμενομένων διαθέσιμων εισοδημάτων (αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου), είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση της ζήτησης και τη συνεπακόλουθη πτώση του επιπέδου των τιμών των διαμερισμάτων.
• Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) το πραγματικό ΑΕΠ (εποχικά διορθωμένα στοιχεία) αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 0,25% (ή 0,12% σε μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία) το 1ο τρίμηνο 2015. Εν συγκρίσει με το 4ο τρίμηνο 2014 καταγράφηκε μείωση της τάξης του -0,22%.
Στις 13 Μαΐου η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) δημοσίευσε τις αρχικές της εκτιμήσεις αναφορικά με την πορεία του πραγματικού ΑΕΠ στο 1ο τρίμηνο 2015.[3] Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το πραγματικό ΑΕΠ από 46,379 δις ευρώ στο 1ο τρίμηνο 2014 διαμορφώθηκε στα 46,496 δις ευρώ στο 1ο τρίμηνο 2015. Συνεπώς, η ετήσια μεταβολή ήταν της τάξης του 0,25% (ή 0,12% σε όρους μη εποχικών διορθωμένων στοιχείων). Από την άλλη πλευρά, σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής, το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε για 2ο συνεχές τρίμηνο (βλέπε Σχήμα 1). Πιο συγκεκριμένα από τα 46,798 δις ευρώ στο 3ο τρίμηνο 2014, διαμορφώθηκε στα 46,600 δις ευρώ στο 4ο τρίμηνο και στα 46,496 δις ευρώ στο 1ο τρίμηνο 2015. Δηλαδή, η τριμηνιαία μεταβολή ήταν της τάξης του -0,42% και -0,22% αντίστοιχα.
Όπως η δυναμική που είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων τριμήνων του 2014 δεν θα μπορούσε απαραίτητα να θεωρηθεί ότι είχε ήδη εξασφαλίσει ένα σταθερό μονοπάτι βιώσιμης οικονομικής μεγέθυνσης, έτσι και η πτωτική πορεία που ακολουθεί η γενική οικονομική δραστηριότητα τα δύο τελευταία τρίμηνα δε σηματοδοτεί βέβαιη επιστροφή στην ύφεση.
Ωστόσο, τα έως τώρα σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά.
Ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2015 (από 2,5% στο 0,5%, π.χ. βλέπε προηγούμενο τεύχος του 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ) και παράλληλα επιδείνωση παρουσιάζουν οι περισσότεροι δείκτες οικονομικού κλίματος – εμπιστοσύνης τους τελευταίους μήνες.
Η επίτευξη συμφωνίας με τους επίσημους δανειστές της χώρας μας δύναται να ανατρέψει την παρούσα αρνητική συγκυρία (πιστωτική ασφυξία, αναβολή των δαπανών κατανάλωσης και επένδυσης λόγω της αβεβαιότητας) ωστόσο η δυναμική της μετέπειτα πορείας της ελληνικής οικονομίας θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τα δομικά χαρακτηριστικά αυτής της συμφωνίας (π.χ. πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγικότητας) και από το βαθμό αξιοπιστίας στον τρόπο εφαρμογής της.
[1] Οι τιμές των μακροχρόνιων πραγματικών επιτοκίων προέρχονται από τη μακροοικονομική βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AMECO database). Η μετατροπή των ονομαστικών επιτοκίων σε πραγματικούς όρους έχει γίνει μέσω του αποπληθωριστή του ΑΕΠ (GDP deflator).
[2] Το μέσο μακροχρόνιο πραγματικό επιτόκιο της περιόδου 2010-2014 διαμορφώθηκε στο 13,58%.
[3] Σύμφωνα με το επίσημο ημερολόγιο της ΕΛ.ΣΤΑΤ. η εν λόγω ανακοίνωση ήταν αρχικά προγραμματισμένη να γίνει στις 15 Μαΐου 2015. Στις 12 Μαΐου η ΕΛ.ΣΤΑΤ. μέσω επίσημης ανακοίνωσης στο διαδικτυακό της χώρο είχε ενημερώσει το ευρύ κοινό για τη συγκεκριμένη αλλαγή.