
Ανοδική κατά 1,9% η Ευρωπαϊκή αγοραστική δύναμη – H Ελλάδα παραμένει στην 22η θέση στην Ευρωπαϊκή κατάταξη
Με βάση τα νέα διαθέσιμα στοιχεία της GfK για την Ευρωπαϊκή αγοραστική δύναμη 2017
Bruchsal, Γερμανία, στα 13.937€ ανέρχεται κατά μέσο όρο το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα των Ευρωπαίων για δαπάνες και αποταμίευση το 2017. Αυτό είναι ένα από τα αποτελέσματα της πρόσφατα δημοσιευθείσας μελέτης της GfK “GfK Αγοραστική Δύναμη της Ευρώπης 2017”. Το διαθέσιμο καθαρό εισόδημα διαφοροποιείται αισθητά ανάμεσα στις 42 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα: το Λιχτενστάιν, η Ελβετία και η Ισλανδία έχουν τη μεγαλύτερη μέση αγοραστική δύναμη, ενώ η Λευκορωσία, η Μολδαβία και η Ουκρανία παρουσιάζουν τα χαμηλότερα επίπεδα.
Το 2017, στο σύνολό τους οι Ευρωπαίοι διαθέτουν περίπου 9,4€ τρισεκατομμύρια ευρώ για δαπάνες σε τρόφιμα, διαμονή, καθημερινά έξοδα, υπηρεσίες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, εισφορές σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστήρια συμβόλαια, διακοπές, μετακίνηση, και άλλες καταναλωτικές δαπάνες. Αυτό αντιστοιχεί σε μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη ύψους 13.937€, με αύξηση 1,9 τοις εκατό, βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, ορισμένες χώρες αποκλίνουν από αυτή τη μέση τιμή: Για παράδειγμα, η Ισλανδία έχει σημαντική αύξηση άνω του μέσου όρου, πάνω από 37 τοις εκατό, ενώ χώρες όπως το Λιχτενστάιν και η Ελβετία παρουσιάζουν σταθερότητα.
Όπως φαίνεται από την κατάταξη, υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση ανά χώρα όσον αφορά στο διαθέσιμο ποσό των καταναλωτών για αγορές. Αρκετά υψηλότερα από τις υπόλοιπες χώρες, το Λιχτενστάιν παρουσιάζει αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο ύψους 63.267€, ποσοστό κατά 350 τοις εκατό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με 42.142€ κατά κεφαλήν, η Ελ-βετία έρχεται στη δεύτερη θέση, με τους κατοίκους της να διαθέτουν περισσότερο από το τριπλάσιο μέσο διαθέσιμο Ευρωπαϊκό εισόδημα. Και οι υπόλοιπες χώρες στην κατάταξη παρουσιάζουν αγοραστική δύναμη που υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 1,5 φορές ή και περισσότερο.
Δεκαεπτά χώρες έχουν υψηλότερη από την μέση αγοραστική δύναμη, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, η οποία μόλις υπερβαίνει τον μέσο όρο με 14.080€ ανά άτομο. Αντιθέτως, 25 χώρες παρουσιάζουν αγοραστική δύναμη κάτω του μέσου όρου ανά κάτοικο. Στις λιγότερο εύπορες χώρες που εξετάζει η μελέτη, οι κάτοικοι διαθέτουν μόλις 949€ ανά άτομο και λιγότερο από 7 τοις εκατό του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Για παράδειγμα, η Ουκρανία διαθέτει μόλις το ένα εξηκοστό έκτο της αγοραστικής δύναμης ανά κάτοικο που διατίθεται από τους κατοίκους του Λιχτενστάιν.
Μικρές ανακατατάξεις σημειώθηκαν μεταξύ των δέκα πρώτων χωρών σε σύγκριση με πέρυσι, κυρίως λόγω των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το Λουξεμβούργο και η Νορβηγία υποχώρησαν από μία θέση στην τέταρτη και πέμπτη αντίστοιχα, ενώ η Ισλανδία έφτασε την τρίτη θέση, δύο θέσεις υψηλότερα από το 2016. Εναλλαγή θέσεων παρουσίασαν η Γερμανία και η Σουηδία, με τη Γερμανία να βρίσκεται στην όγδοη θέση.
Ελλάδα: Μικρή ονομαστική αύξηση της κατά κεφαλήν αγοραστικής δύναμης
Με μέση τιμή της τάξης των 9.433€ σε αγοραστική δύναμη ή διαθέσιμο ει-σόδημα ανά κάτοικο, η Ελλάδα παραμένει στην 22η θέση στην Ευρωπαϊκή κατάταξη.
Αυτό είναι περίπου κατά ένα τρίτο χαμηλότερο του Ευρωπαϊκού μέσου ό-ρου και μικρή ονομαστική αύξηση +2,7 τοις εκατό σε σχέση με το προηγούμενο έτος (βάσει αναθεωρημένων τιμών).
Συγκρίνοντας σε επίπεδο των Ελληνικών περιφερειών, οι κάτοικοι του Νοτίου Αιγαίου, έχουν την υψηλότερη αγοραστική δύναμη: με σχεδόν 12.496€ κατά κεφαλή, έχουν 32,5 τοις εκατό περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από το μέσο όρο της χώρας, παραμένουν όμως ακόμα 10 τοις εκατό χαμηλό-τερα από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι 3,78 εκατομμύρια κάτοικοι της Αττικής, κατέχουν τη 2η θέση ως προς την κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη: Με μέσο όρο 10.679€ κατά κεφαλή, έχουν 13 τοις εκατό περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από το μέσο όρο της χώρας, αλλά 23 τοις εκατό χαμηλότερο από τη μέση Ευρωπαϊκή τιμή. Αυτό τους κατατάσσει περίπου στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης με τους κατοίκους της Σλοβενίας (21η στην Ευρώπη).
Πιο κοντά στη μέση τιμή της χώρας εμφανίζεται η Δυτική Μακεδονία, με τους 1,88 εκατομμυρίων κατοίκους να έχουν μέσο όρο αγοραστικής δύναμης, 9.236€ ανά κάτοικο.
Η Δυτική Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία ανάμεσα στις 14 περιφέρειες με κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη 7.710€. Αυτό είναι 18 τοις εκατό χαμηλότερο από το μέσο όρο της χώρας.
INFO
Σχετικά με την έρευνα
Η μελέτη της GfK “GfK Purchasing Power Europe 2017” είναι διαθέσιμη για 42 Ευρωπαϊκές χώρες καλύπτοντας λεπτομερή επίπεδα περιοχών ως προς την διαθέσιμη πληροφορία όπως επίπεδο δήμων, ταχυδρομικών κωδικών, σε συνδυασμό με αντίστοιχα δεδομένα ως προς τους κατοίκους και νοικοκυριά με δυνατότητα εμφάνισης δεδομένων σε ψηφιακούς χάρτες.
Η αγοραστική δύναμη είναι η μέτρηση του διαθεσίμου εισοδήματος μετά την αφαίρεση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν κρατικών παροχών. Η μελέτη της GfK παρουσιάζει τα ετήσια κατά κεφαλήν επίπεδα αγοραστικής δύναμης σε Ευρώ και ως προς δείκτη τιμών. Τα στοιχεία αγοραστικής δύναμης της GfK αναφέρονται στο ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο σημαίνει ότι οι τιμές δεν είναι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό. Η βάση υπολογισμού είναι στοιχεία για το φόρο εισοδήματος, καθώς και στατιστικά στοιχεία και προβλέψεις οι-κονομικών ινστιτούτων.
Τα στοιχεία αγοραστικής δύναμης αναφέρονται στο διαθέσιμο εισόδημα από το οποίο οι κάτοικοι μπορούν να αντλήσουν για καταναλωτικές αγορές και πάγια μηνιαία έξοδα, όπως καθημερινές αγορές, τρόφιμα, ενοίκιο, υπηρεσίες, έξοδα προς επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, εισφορές σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία και τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, καθώς και διάφορες δαπάνες, όπως εκείνες που σχετίζονται με διακοπές ή μετακίνηση και καταναλωτικά αγαθά.
Σχετικά με την GfK
Η GfK αποτελεί την έγκυρη πηγή πληροφοριών σχετικών με τις αγορές και τους καταναλωτές, η οποία δίνει τη δυνατότητα στους πελάτες της να λαμβάνουν εξυπνότερες αποφάσεις. Περισσότεροι από 13.000 ειδικοί στις έρευνες της αγοράς συνδυάζουν το πάθος τους με την μακρόχρονη εμπειρία της GfK στην επιστήμη δεδομένων. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στη GfK να προσφέρει ζωτικής σημασίας πληροφόρηση και γνώση σε παγκόσμιο επίπεδο για περισσότερες από 100 χώρες. Χρησιμοποιώντας καινοτόμες τεχνολογίες και τις επιστήμες των δεδομένων, η GfK μετατρέπει μαζικά δεδομένα σε έξυπνα δεδομένα, δίνοντας τη δυνατότητα στους πελάτες της να βελτιώσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα και να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες και επιλογές των καταναλωτών.
Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τη διεύθυνση www.gfk.com. ή ακολουθήστε τη GfK στο Twitter: www.twitter.com/gfk.