
Αποκρατικοποιήσεις + απελευθέρωση αγορών = αύξηση απασχόλησης
Αν και οι αποκρατικοποιήσεις είχαν ξεκινήσει επί Adenauer στη Γερμανία στη δεκαετία του 60, μια αποφασιστική κίνηση με ιδεολογικό υπόβαθρο έγινε πρώτη φορά στην Αγγλία μετά το 1979, όπως καταγράφει σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ.
Τότε, ενάντια στις καθιερωμένες πρακτικές και κάμπτοντας μεγάλες αντιδράσεις, ξεκίνησε μια τάση απόσυρσης του κράτους από την παροχή πολλών αγαθών και υπηρεσιών, περιορίζοντας τη συμβολή των Αγγλικών ΔΕΚΟ από άνω του 10% του ΑΕΠ το 1979 σε ουσιαστικά μηδέν το 1997. Με δεδομένη την εμπειρία του Αγγλικού πειράματος με τις αποκρατικοποιήσεις, η οποία καταγράφηκε όχι μόνο μέσω της αύξησης της αποδοτικότητάς τους αλλά και μέσω της γενικότερης οικονομικής ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης για δεκαετίες, η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 90 από τις περισσότερες χώρες. Καθώς πολλές από τις, προς αποκρατικοποίηση, επιχειρήσεις ήταν κρατικά μονοπώλια σε αγορές δικτύων, η τάση απόσυρσης του κράτους από την ιδιοκτησία συνοδεύτηκε και ως μια τάση απελευθέρωσης των αντίστοιχων αγορών, κάτι που στην περίπτωση της Ευρώπης έγινε και σαν μέρος της υλοποίησης της Ενιαίας Αγοράς και που, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, συνδέεται και με την ικανότητα προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων που έχουν ισχυρό και θετικό αποτύπωμα στον παραγωγικό ιστό μιας χώρας. Η τάση αυτή προχώρησε ταχύτερα σε κάποιες και λιγότερο σε άλλες χώρες –με την Ελλάδα να είναι ουραγός ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και της ΕΕ (Διάγραμμα 11) –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι «κλειστές αγορές» και οι κρατικές επιχειρήσεις δεν εξακολουθούν να έχουν μεγάλο ρόλο σε πολλές χώρες.
Στην Ελλάδα υπήρξε ένα πρώτο κύμα αποκρατικοποιήσεων την περίοδο 1990-93, όταν πάνω από 100 εταιρείας ιδιοκτησίας του δημοσίου αποκρατικοποιήθηκαν –ορισμένες εκ των οποίων εμβληματικές όπως η ΑΓΕΤ και τα ναυπηγεία Ελευσίνας. Την περίοδο αυτή έχουμε και μια ταχεία απόσυρση του κράτους από την ιδιοκτησία τραπεζών αλλά και την προκήρυξη σημαντικών έργων υποδομής με συμβάσεις παραχώρησης, η ολοκλήρωση των οποίων μάλιστα αποτέλεσε έμβλημα ανάπτυξης τις επόμενες δεκαετίες. Αντίθετα, η προγραμματισμένη εισαγωγή ιδιωτών σε αγορές δικτύων, όπως στις τηλεπικοινωνίες και την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, περιορίστηκε μόνο στη δημιουργία μιας νέας αγοράς, την αγορά κινητής τηλεφωνίας, καθώς οι ισχυρές αντιδράσεις σε πολλά πολιτικά και κοινωνικά επίπεδα πέτυχαν να επιβληθούν της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος κατά την οποία, με εξαίρεση την αποκρατικοποίηση της ΕΤΒΑ, προκρίθηκαν οι μετοχοποιήσεις κατά την οποία ιδιώτες αγοράζουν μειοψηφικά μερίδια και ο έλεγχος επιχειρήσεων δικτύων και ΔΕΚΟ παρέμεινε στο κράτος. Από το 2004 επανέρχονται οι αποκρατικοποιήσεις στο προσκήνιο με περιπτώσεις όπως της Γενικής και Εμπορικής Τράπεζας αλλά και την πώληση της Ολυμπιακής και τη σύμβαση εκχώρησης στην Cosco της προβλήτας ΙΙ στο λιμάνι του Πειραιά (Πίνακας 2).
Παράλληλα όμως συνεχίστηκε και η πρακτική των μετοχοποιήσεων. Με την έναρξη του μνημονίου το 2010 συμφωνήθηκε η εκπόνηση ενός προγράμματος αποκρατικοποιήσεων το οποίο, στην αρχική του έκδοση, είχε ως φιλόδοξο στόχο την άντληση €50 δις., όπως αποτύπωνε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2011-2015,, αποτίμηση που όμως σταδιακά έφθινε καθώς η απροθυμία προώθησης του προγράμματος και η κρίση αποθάρρυναν το επενδυτικό ενδιαφέρον. Παρά την υποχώρηση των αποτιμήσεων όμως, κρίσιμες υποδομές και δίκτυα που δεν είχαν απελευθερωθεί και αποκρατικοποιηθεί στο διάστημα που μεσολάβησε από τις αρχές της δεκαετίας του 90 έως την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, εντάχθηκαν στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Έκτοτε, αν και με αργό ρυθμό, οι σχετικές διαδικασίες έχουν σταδιακά ωριμάσει σε αρκετές εκ των περιπτώσεων αυτών (Πίνακας 3).
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μοναδικές ευκαιρίες τόσο για τους δυνητικούς αγοραστές, όσο και για τη χώρα, καθώς ένας αντίστοιχος συνδυασμός αποκρατικοποιήσεων και ουσιαστικής απελευθέρωσης κρίσιμων αγορών δικτύων δεν υπάρχει σε άλλη χώρα. Οι ευκαιρίες για τη χώρα δεν έγκεινται τόσο στο άμεσο ταμειακό όφελος, καθώς η αποθάρρυνση των επενδυτών αναπόφευκτα πιέζει τις τιμές, αλλά κυρίως στο ότι τα, προς αποκρατικοποίηση, περιουσιακά στοιχεία καλύπτουν μια σειρά κρίσιμων δικτύων και υποδομών που μπορεί να συνεισφέρουν, με εκρηκτικό τρόπο, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας. Η εμπειρία από την Προβλήτα ΙΙ στο λιμάνι του Πειραιά αλλά και η διεθνής εμπειρία, δείχνουν το τι είναι εφικτό. Μάλιστα, η αποκρατικοποίηση δικτύων και κρίσιμων υποδομών στον βαθμό που συνοδεύεται από την ουσιαστική απελευθέρωση των αντίστοιχων αγορών, έχει τη δυνατότητα να τοποθετήσει τη χώρα σε μια πορεία ανάπτυξης που στο τέλος θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη δημιουργία 1,5 -2 εκατ. θέσεων εργασίας, μεταξύ των οποίων κυρίως γυναικών και νέων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διαγράμματος 12 η μετατόπιση του επιπέδου ρύθμισης αγορών δικτύων στην Ελλάδα καθώς και τα ποσοστά απασχόλησης πληθυσμού που καταγράφονται στον μέσο όρο των χωρών μελών της ΕΕ, που είναι και μέλη του ΟΟΣΑ, είναι συμβατή με αύξηση της απασχόλησης κατά 1,4 εκατ. εκ των οποίων 1 εκατ. γυναίκες, ενώ η προσέγγιση των χωρών με την καλύτερη επίδοση μπορεί να εξασφαλίσει έως και 2 εκατ. νέες θέσεις εργασίας.
Φυσικά αυτή η απλή αναγωγή πρέπει να γίνει με την επιφύλαξη της απαραίτητης θεσμικής ενδυνάμωσης για την υποστήριξη των εξελίξεων αυτών καθώς και με την απαραίτητη προσαρμογή για την επίπτωση της κρίσης στην απασχόληση. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι σχετικές μελέτες του ΟΟΣΑ συμπεραίνουν ότι η Ελλάδα, που παραμένει αυστηρά ρυθμισμένη παρά τη μεγάλη πρόοδο των τελευταίων ετών, είναι από τις χώρες της ΕΕ που έχουν τα περισσότερα να κερδίσουν από την υιοθέτηση ανταγωνιστικών συνθηκών σε αγορές δικτύων, στις οποίες δραστηριοποιούνται προς αποκρατικοποίηση επιχειρήσεις ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι η συνέπεια στην προώθηση των αποκρατικοποιήσεων είναι το πλέον ορατό εργαλείο ανάκτησης εμπιστοσύνης έναντι των αγορών, επενδυτών και εταίρων. Η ταχεία προώθηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων ειδικά σε εκείνες τις περιπτώσεις που αφορούν υπηρεσίες και υποδομές που υποστηρίζουν την παραγωγική οικονομία πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα προκειμένου να επιτευχθεί δραστική μείωση της ανεργίας και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Σχετικά, τα πρόσφατα βήματα προς την ολοκλήρωση των αποκρατικοποιήσεων των περιφερειακών αεροδρομίων αλλά και του ΟΛΠ αποδεικνύουν την θέληση της Ελλάδας να καρπωθεί αυτά τα οφέλη. Ένα θέμα που χρειάζεται ειδικό χειρισμό είναι το θέμα των χαμηλών προσδοκώμενων τιμών, αποτέλεσμα της αποθάρρυνσης των επενδυτών από τη διαχρονική αναξιοπιστία του κράτους. Η ανάκτηση εμπιστοσύνης στις πρώτες αποκρατικοποιήσεις και η χρήση ειδικών όρων στις συμβάσεις μπορεί όμως να ξεπεράσει σύντομα το εμπόδιο αυτό.
Πηγή: ΣΕΒ, Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία