Απότομη συρρίκνωση της οικονομίας το 2020 – Ασθενική ανάπτυξη –Παρενέργειες στο χρέος λόγω αβεβαιότητας

-Για επιστροφή στα προ-COVID κέρδη ως το τέλος του 2021 ελπίζει τo 34% των ελληνικών επιχειρήσεων

-Μόνο το 9% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πλέον πιο κερδοφόρες σε σύγκριση με τα προ- COVID επίπεδα

-Θα πρέπει να υπάρξουν νέες λύσεις για τους οφειλέτες που βρίσκονται σε κίνδυνο

-Στοχευμένη κοινωνική στήριξη και ενίσχυση της υλοποίησης των δημοσίων επενδύσεων

 
Σταδιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021 προβλέπει ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) στην έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (OECD Economic Outlook), την οποία έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα. Η ανάκαμψη προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2022, καθώς, όπως αναφέρει η έκθεση, ο κορωνοϊός θα έχει ελεγχθεί καλύτερα με πιο γενικούς εμβολιασμούς, οι περιορισμοί θα χαλαρώνουν σε παγκόσμιο επίπεδο και η κυβέρνηση θα υλοποιεί νέα επενδυτικά προγράμματα. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί φέτος κατά 10,1%, για να αναπτυχθεί 0,9% το 2021 και 6,6% το 2022. Η ανεργία προβλέπεται ότι θα κινηθεί κοντά στα προ της κρίσης επίπεδα, καθώς τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης έχουν περιορίσει τις απώλειες θέσεων εργασίας κι έχουν μειωθεί αυτοί που αναζητούν εργασία. Για το 2020 το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται στο 16,9%, από 17,3% πέρυσι, για να αυξηθεί στο 17,8% το 2021 και να υποχωρήσει ξανά στο 17,2% το 2022.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η πολύ αδύναμη τουριστική δραστηριότητα και τα νέα περιοριστικά μέτρα για τον έλεγχο του κορωνοϊού εξασθενίζουν την ανάκαμψη. Η πτώση 50% του τζίρου των τουριστικών καταλυμάτων και της εστίασης στο τρίτο τρίμηνο σε σχέση με έναν χρόνο πριν συνέβαλε στη σημαντική μείωση των πωλήσεων της βιομηχανίας, του χονδρικού και του λιανικού εμπορίου. Τα νέα περιοριστικά μέτρα αναμένεται να εξασθενίσουν την καταναλωτική ζήτηση και τις εξαγωγές υπηρεσιών στο τελευταίο τρίμηνο του 2020 και το πρώτο τρίμηνο του 2021, με την ανάκαμψη στη συνέχεια το 2021 «να προβλέπεται σταδιακή, καθώς η συνεχιζόμενη κρίση υγείας επηρεάζει αρνητικά την καταναλωτική εμπιστοσύνη και εντείνει την αβεβαιότητα στην Ελλάδα και τις μεγάλες εξαγωγικές αγορές της».

Ο ΟΟΣΑ συνιστά τη χρονική επέκταση και διεύρυνση των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης στα νοικοκυριά που έχουν απώλειες εισοδήματος, καθώς και την επέκταση και καλύτερη στόχευση της στήριξης της ρευστότητας για τις βιώσιμες επιχειρήσεων, ενώ σημειώνει ότι ο προϋπολογισμός για το 2021 δίνει προτεραιότητα στις μειώσεις της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και των ασφαλιστικών εισφορών, «οι οποίες θα στηρίξουν την αύξηση της απασχόλησης πιο μακροπρόθεσμα». Συνιστά, επίσης, την ισχυρή διεύρυνση αποτελεσματικών προγραμμάτων εκπαίδευσης που θα συμβάλλουν ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν τις δεξιότητες που θα χρειάζονται για την αγορά εργασίας μετά την κρίση. Οι αναστολές πληρωμών φόρων και εισφορών θα πρέπει να συνοδευτούν από ισχυρότερες προσπάθειες για τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο οποίος σημειώνει επίσης ότι πρέπει να ετοιμασθούν περαιτέρω μέτρα για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών και της ικανότητάς τους να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι το έλλειμμα τη γενικής κυβέρνησης θα ανέλθει φέτος στο 9,4% του ΑΕΠ, από πλεόνασμα 1,5% που είχε σημειωθεί το 2019, ενώ για το 2021 και το 2022 εκτιμά ότι το έλλειμμα θα μειωθεί στο 7% και το 2,6%, αντίστοιχα. Για το χρέος της γενικής κυβέρνησης (κατά Μάαστριχτ) προβλέπει ότι θα αυξηθεί φέτος στο 213,7% του ΑΕΠ, για να μειωθεί στο 207,6% το 2021 και περαιτέρω στο 194,6% το 2022.

 
Μόνο το 9% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πλέον πιο κερδοφόρες σε σύγκριση με τα προ- COVID επίπεδα

Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα HSBC Navigator παρά το γεγονός ότι το 2019 οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν μεταξύ των πιο αισιόδοξων στην Ευρώπη σχετικά με τη μελλοντική τους ανάπτυξη, το 2020 οι εκτιμήσεις τους είναι αρκετά πιο απαισιόδοξες και δυσμενέστερες από αυτές των εταιρειών στην υπόλοιπη Ευρώπη και παγκοσμίως. Το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι περισσότερο αισιόδοξες για τις προοπτικές ανάπτυξής τους σε σχέση με το προηγούμενο έτος έπεσε από 65% το 2019, στο 28% το 2020, μια πτώση σημαντικά πιο έντονη από αυτή που σημειώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Μόνο το 9% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πλέον πιο κερδοφόρες σε σύγκριση με τα προ- COVID επίπεδα και το 34% αναμένει να επιστρέψει στην προ- πανδημίας κερδοφορία μέχρι το τέλος του 2021. Πάντως, το 32% και το 11% των επιχειρήσεων θεωρούν ότι θα χρειαστούν μέχρι το τέλος του 2022 και του 2023 αντίστοιχα, προκειμένου να κερδίσουν το χαμένο έδαφος από την κρίση της πανδημίας. Μάλιστα, το 8% βλέπει κάτι τέτοιο να πραγματοποιείται από το 2024 και έπειτα.

Όπως γίνεται και σε παγκόσμιο επίπεδο, η επιδημία δεν φαίνεται να οδηγεί τις επιχειρήσεις να εγκαταλείπουν τις επενδύσεις για την ανάπτυξή τους. Το 63% των ελληνικών επιχειρήσεων πρόκειται να αυξήσουν τις επενδύσεις τους τον επόμενο χρόνο. Λιγότερες από μία στις πέντε θα μειώσουν τις επενδύσεις τους. Οι ελληνικές επιχειρήσεις προγραμματίζουν να εστιάσουν τις επενδύσεις τους στο μάρκετινγκ, τις ταμειακές ροές και τη διαχείριση των κεφαλαίων τους και στη βελτίωση της εμπειρίας των πελατών τους.

 
Απότομη συρρίκνωση της οικονομίας εντός του 2020 και στη συνέχεια μια σταδιακή ανάκαμψη

Η εξυπηρέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους παραμένει επαρκής σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Εκτελεστικού Συμβούλιου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο δημοσιοποίησε τη Δευτέρα την δεύτερη έκθεση για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση της χώρας μας. Παρόλα όμως αυτά, εκφράζεται η εκτίμηση ότι η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής θα μπορούσε να επηρεαστεί από ορισμένους παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα με την αύξηση της ευπάθειας του χρέους που προκαλείται από την πανδημία να μετριάζεται σε μεγάλο βαθμό από το αρκετά μεγάλο χρηματικό αποθεματικό που διαθέτει η Ελλάδα και τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, που θα συμβάλουν στην επαρκή ικανότητα αποπληρωμής του χρέους».

Επιπλέον, σημειώνεται ότι η πανδημία φρέναρε τη μέτρια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων, τα οποία βοήθησαν στο να περιοριστεί η εξάπλωση στο αρχικό στάδιο της επιδημίας. Όπως μάλιστα αναφέρεται, το ελληνικό ΑΕΠ περιορίστηκε κατά 7,9% το πρώτο εξάμηνο του 2020, όταν την ίδια περίοδο ο μέσος όρος της απώλειας του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ήταν 9%.

Η έκθεση υπολογίζει μια απότομη συρρίκνωση της οικονομίας εντός του 2020 και στη συνέχεια μια σταδιακή ανάκαμψη, η οποία αποδίδεται:

-στις επενδύσεις που συνδέονται με τις ιδιωτικοποιήσεις

-στις πρώτες δόσεις επιχορηγήσεων από το πρόγραμμα ανάκαμψης της ΕΕ

-στις υψηλότερες εξαγωγές αγαθών

-στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης

 
Η έκθεση εστιάζει στην αβεβαιότητα

Αναφορικά με τους κινδύνους, η έκθεση εστιάζει στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η πανδημία και στο πως αυτή θα επηρεάσει βασικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης πανδημίας που θα επηρεάσει αρνητικά την ανάκαμψη του τουρισμού καταγράφεται ως ένας βασικός κίνδυνος.

Από την πλευρά τους, οι εκτελεστικοί διευθυντές του ΔΝΤ ενστερνίστηκαν τα αποτελέσματα της έκθεσης και εκφράστηκαν θετικά για τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές αρχές διαχειρίστηκαν την πανδημία, σημειώνοντας ότι η ελληνική απάντηση ήταν ταχεία, αρκετά μεγάλη και κατάλληλα στοχευμένη για να βοηθήσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που επλήγησαν. Επιπλέον, συνέστησαν τη συνέχιση της στοχευμένης δημοσιονομικής χαλάρωσης και την καλή χρήση του δημοσιονομικού χώρου, η οποία μπορεί να διασφαλίσει συγχρόνως τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Σε αυτό το πλαίσιο, καλωσόρισαν την αναμενόμενη στήριξη που θα έλθει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, επισημαίνοντας ότι πρέπει να υπάρξει αποτελεσματική χρήση αυτών των πόρων. Επιπλέον, οι εκτελεστικοί διευθυντές τόνισαν τη σημασία της στοχευμένης κοινωνικής στήριξης και της ενίσχυσης της υλοποίησης των δημοσίων επενδύσεων.

Σχετικά με το χρέος, οι εκτελεστικοί διευθυντές κινήθηκαν στην ίδια γραμμή με την έκθεση, αναγνωρίζοντας ότι η βιωσιμότητα παραμένει επαρκής σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Αναγνώρισαν, όμως, ότι ενδέχεται να υπάρξουν παρενέργειες στη περίπτωση που επιβεβαιωθούν τα δυσμενέστερα σενάρια για τη πανδημία. Υπό αυτό το πρίσμα, εξέφρασαν την εκτίμηση ότι οι αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική σύνεση και τη συνεχή στήριξη από την ΕΕ θα αποτελέσουν βασικούς παράγοντες που θα εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους.

 
Θα πρέπει να υπάρξουν νέες λύσεις για τους οφειλέτες που βρίσκονται σε κίνδυνο

Αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα, οι Διευθυντές του ΔΝΤ συνέστησαν μια ολιστική προσέγγιση για τη διαχείριση των καταγεγραμμένων αδυναμιών, λέγοντας ότι η σωστή υλοποίηση του νέου πτωχευτικού κώδικα θα συμβάλει στη διευκόλυνση της αναδιάρθρωσης. Τέλος, εκτίμησαν ότι θα πρέπει να υπάρξουν νέες λύσεις για τους οφειλέτες που βρίσκονται σε κίνδυνο, οι οποίες θα αντικαταστήσουν τα μέτρα που είχαν ληφθεί για να περιοριστούν οι κραδασμοί που είχε δημιουργήσει η πανδημία στις τράπεζες.

Σχετικά Άρθρα