Ασφυξία €600 δις! Στα 341 δις (205% του ΑΕΠ) το δημόσιο χρέος – Στα 242,6 δισ. το ιδιωτικό χρέος

Σημαντική επιδείνωση  του ιδιωτικού χρέους όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών, επισημαίνει σε έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή που αφορά το τέταρτο τρίμηνο του 2020.

 
Αναλυτικά:

Το 2020 η ελληνική οικονομία κατέγραψε ετήσια ύφεση 8,2%, έναντι 6,6% στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης. Η ύφεση προήλθε κυρίως από τη μεγάλη μείωση των Εξαγωγών Υπηρεσιών (-43%) και της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (-5,2%). Παράλληλα, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών κατέγραψε σοβαρή επιδείνωση της τάξης των 8,4 δις (5,2% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2019, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει αρνητικός στην περιοχή του -2%. Η ανεργία παραμένει σταθερή εξαιτίας των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας και της μείωσης του εργατικού δυναμικού.

Στα δημόσια οικονομικά, η επιδείνωση που καταγράφεται στο 2020 σε σχέση με το 2019 φτάνει τα 20,4 δις, διαμορφώνοντας πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 14 δις ευρώ (8,4% του ΑΕΠ). Εκτιμούμε ότι το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο εξαιτίας του ειδικού τρόπου καταγραφής των έκτακτων μέτρων και ιδιαίτερα των φορολογικών αναστολών και της επιστρεπτέας προκαταβολής, καθώς τα ποσά που αναμένεται να επιστραφούν στο μέλλον δεν θα υπολογιστούν στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου δις φτάνοντας τα 341 δις (205% του ΑΕΠ) τον Δεκέμβριο του 2020.

Η επιδείνωση αυτή προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα περίπου 14,8 δις (χωρίς τις εγγυήσεις) που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθώς και από τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ εξαιτίας της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Παρά τις δυσμενείς οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις, η διεθνής πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου παραμένει ισχυρή, όπως φάνηκε από την πρόσφατη έκδοση του 30ετούς κρατικού ομολόγου με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και αυξημένο ενδιαφέρον από τους διεθνείς επενδυτές.

Με αυτά τα δεδομένα, η πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού για τον ρυθμό μεγέθυνσης του 2021 είναι 2,7%. Η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, που προέρχεται τόσο από την εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων όσο και από ενδεχόμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η διατήρηση των περιοριστικών μέτρων για ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο του 2021 και τα προβλήματα στο πρόγραμμα εμβολιασμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν τον σημαντικότερο κίνδυνο για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος. Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη επιτάχυνση των εμβολιασμών και σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών και των μετακινήσεων μέχρι το καλοκαίρι μπορούν να συνεισφέρουν θετικά στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως μέσω του τουρισμού.

Όσον αφορά τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις, η διατήρηση της «γενικής ρήτρας διαφυγής» (general escape clause) από το Σύμφωνο Σταθερότητας για το 2021 και το 2022 προσφέρει σημαντική ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι τα επεκτατικά μέτρα που συνεχίζονται εντός του 2021, ύψους περίπου 10 δις, δεν θα προκαλέσουν βραχυπρόθεσμα προβλήματα. Επιπρόσθετα, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορούν να συνεισφέρουν εξίσου σημαντικά στη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη μεγέθυνση, χωρίς μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση. Σημειώνουμε ωστόσο ότι προϋπόθεση ώστε οι πόροι αυτοί να συμβάλλουν στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης είναι να αυξήσουν τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις πάνω από τα σημερινά τους επίπεδα, κάτι που αποτελεί μείζονα πρόκληση για τη χώρα μας. Ειδικά για τις δημόσιες επενδύσεις, θα ήταν σημαντική η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας σε υλικοτεχνικές υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό.

Τα παραπάνω δεδομένα διαμορφώνουν ένα λιγότερο περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παραπάνω παρεμβάσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν δημιουργούν πραγματικά δημοσιονομικά περιθώρια. Όπως είχαμε αναφέρει και παλαιότερα, οι διευκολύνεις που προσφέρονται για τη βραχυπρόθεσμη διαχείριση της κρίσης δεν δικαιολογούν κανενός είδους δημοσιονομικό εφησυχασμό. Το χρέος που συσσωρεύεται στη διάρκεια της πανδημίας θα παραμείνει εκεί και μετά το τέλος της και η εξυπηρέτησή του θα ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα αφού αρθούν τα έκτακτα μέτρα μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ (μέσω του προγράμματος PEPP).

Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ο κίνδυνος από την αύξηση του ιδιωτικού χρέους που αναμένεται να προκύψει λόγω της οικονομικής ύφεσης. Το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6 δις (108,1 δις στην εφορία, 37,5 δις στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δις στις τράπεζες και 38,9 δις στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Το συνολικό μέγεθος δεν είναι αυξημένο σε σχέση με το 2019, αναμένουμε ωστόσο να καταγράψει σημαντική επιδείνωση όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών. Σε αυτό το στάδιο ενδέχεται να χρειαστούν επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 
Ρευστότητα

Ο συνολικός δανεισμός του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζει την καθοδική του πορεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Ιανουάριο του 2021 το υπόλοιπο των δανείων ήταν 140,7 δις ευρώ, μειωμένο κατά 12,3 δις ευρώ (-8,1%) σε ετήσια βάση και κατά 6,2 δις ευρώ (-4,2%) σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2020.

 
Εξωτερικός τομέας

Στο δωδεκάμηνο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2020, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε επιδείνωση κατά 8.440 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 (5,2% του ΑΕΠ). Συγκεκριμένα, το έλλειμμα 2.725 εκατ. ευρώ (1,5% ΑΕΠ) του 2019 αυξήθηκε σε έλλειμμα 11.165 εκατ. ευρώ (6,7% του ΑΕΠ) το 2020.

Η αύξηση του ελλείμματος οφείλεται κυρίως στη μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.

 
Ανεργία

Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το τρίτο τρίμηνο του 2020 διαμορφώθηκε στο 16,2%, ελαφρώς μειωμένο σε ετήσια βάση σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 (16,4%), αλλά και σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (16,7%). Στην Ευρωζώνη, το ποσοστό ανεργίας το τρίτο τρίμηνο του 2020 διαμορφώθηκε στο 8,4%, αυξημένο κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες τόσο σε τριμηνιαία όσο και σε ετήσια βάση.

Σύμφωνα με τη Μηνιαία Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Δεκέμβριο του 2020 διαμορφώθηκε σε 15,8% έναντι 16,4% τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους και 16,2% τον Νοέμβριο του 2020. Ο αριθμός των ανέργων τον Δεκέμβριο του 2020 ανήλθε σε 726,360 άτομα, μειωμένοι κατά 44,853 άτομα σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019 (μείωση 5,8%) και κατά 24,332 άτομα σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2020 (μείωση 3,2%).

Η ανεργία στους νέους κάτω των 25 ετών ήταν 34,2% το τρίτο τρίμηνο του 2020, αυξημένη σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 (32,4%), αλλά μειωμένη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (36,0%). Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη το τρίτο τρίμηνο του 2020 ήταν 19,0%, αυξημένο τόσο σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 (15,6%) όσο και σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (17,1%). Επιπλέον, σύμφωνα με τη Μηνιαία Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ,η ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 34,2% τον Δεκέμβριο του 2020 έναντι 33,0% τον Δεκέμβριο του 2019.

 
Απασχόληση

Σύμφωνα με τα στοιχεία της τριμηνιαίας Έρευνας Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο του 2020, η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 2,2% (82,8 χιλ. άτομα), σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μειώθηκε κατά 1,1% (45,1 χιλ. άτομα) σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Με βάση τα μηνιαία στοιχεία, το σύνολο των απασχολούμενων τον Δεκέμβριο του 2020 ανήλθε σε 3.880.364 άτομα, αριθμός μειωμένος κατά 36.853 άτομα σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019 (μείωση 0,9%) και κατά 12.697 άτομα σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2020 (μείωση 0,3%).

Η μερική και η προσωρινή απασχόληση στο τρίτο τρίμηνο του 2020 παρουσίασαν πτώση σε ετήσια βάση. Πιο συγκεκριμένα, η μερική απασχόληση διαμορφώθηκε στο 8,1% του συνόλου της απασχόλησης (έναντι 8,9% στο τρίτο τρίμηνο του 2019) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη είναι 21,1% (έναντι 21,2% πέρσι). Η προσωρινή απασχόληση μείωσε το ποσοστό της στο 10,5% του συνόλου των μισθωτών (έναντι 14,1% στο τρίτο τρίμηνο του 2019) ενώ στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 14,2% (έναντι 16,0% πέρσι).

 
Ροές μισθωτής εργασίας

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας που τηρούνται στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, τον Ιανουάριο του 2021 καταγράφηκαν 96.868 προσλήψεις και 94.530 αποχωρήσεις διαμορφώνοντας ένα θετικό ισοζύγιο 2.338 θέσεων μισθωτής εργασίας (από αρνητικό ισοζύγιο 17.318 τον Ιανουάριο του 2020). Η βελτίωση στις ροές της αγοράς εργασίας κατά 19.656 οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των αποχωρήσεων (100.420 λιγότερες από το προηγούμενο έτος) και έχει εν μέρει αντισταθμιστεί από τη μείωση των προσλήψεων (80.764 λιγότερες από το προηγούμενο έτος). Η μερική (και εκ περιτροπής) απασχόληση αντιστοιχούσε στο 33,1% των νέων προσλήψεων τον Ιανουάριο του 2021, μειωμένη σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019 (53,6%).

 
Δημοσιονομικά στοιχεία Ιανουαρίου 2021

Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές τον Ιανουάριο του 2021 καταγράφει πρωτογενές έλλειμμα 1.524 εκατ. ευρώ που ισοδυναμεί με επιδείνωση 2.346 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους.

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει ταμειακό πρωτογενές αποτέλεσμα (πρωτογενές έλλειμμα 1.473 εκατ. ευρώ) μειωμένο κατά 1.968 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2020. Στην πλευρά των εσόδων, εμφανίζονται αυξημένα τα μη φορολογικά και μη τακτικά έσοδα κατά 104 εκατ. ευρώ και μειωμένα τα φορολογικά έσοδα κατά 345 εκατ. ευρώ, ενώ τα έσοδα του ΠΔΕ εμφανίζονται αυξημένα κατά 102 εκατ. ευρώ.

Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 728 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2020, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των δαπανών ΠΔΕ κατά 693 εκατ. ευρώ, και στην αύξηση των Πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού κατά 1.060 εκατ. ευρώ, ενώ οι δαπάνες για τόκους μειώθηκαν κατά 1.025 εκατ. ευρώ.

Αναφορικά με τους υπόλοιπους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης, τα Νομικά Πρόσωπα εμφανίζουν μειωμένα έσοδα κατά 21 εκατ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 17 εκατ. ευρώ, καταλήγοντας σε ένα ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα (33 εκατ. ευρώ) μειωμένο κατά 33 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2020. Η μείωση των εσόδων των Νομικών Προσώπων οφείλεται στην μείωση των εσόδων από φόρους κατά 14 εκατ. ευρώ και από την κατηγορία λοιπά έσοδα κατά 39 εκατ. ευρώ (τα τελευταία δύο στοιχεία δεν φαίνονται στη συνοπτική ταξινόμηση του πίνακα που ακολουθεί), ενώ οι μεταβιβάσεις (κυρίως από τον Κρατικό Προϋπολογισμό) αυξήθηκαν κατά 31 εκατ. ευρώ. Η αύξηση των εξόδων των Νομικών Προσώπων οφείλεται κυρίως σε αυξημένες κεφαλαιακές μεταβιβάσεις κατά 18 εκατ. ευρώ.

Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης καταγράφουν μειωμένα έσοδα κατά 2 εκατ. ευρώ και μειωμένες δαπάνες κατά 13 εκατ. ευρώ, με συνέπεια το πρωτογενές πλεόνασμά τους (177 εκατ. ευρώ) να είναι αυξημένο κατά 11 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020. Η μείωση των εσόδων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης οφείλεται κυρίως στην μείωση των εσόδων από την κατηγορία Λοιπά Έσοδα κατά 27 εκατ. ευρώ, ενώ οι μεταβιβάσεις (κυρίως από τον Κρατικό Προϋπολογισμό) εμφανίζονται αυξημένες κατά 21 εκατ. ευρώ.

Οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης καταγράφουν μειωμένα έσοδα κατά 421 εκατ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 12 εκατ. ευρώ, με συνέπεια την μείωση του πρωτογενούς αποτελέσματος τους (πρωτογενές έλλειμμα 48 εκατ. ευρώ) κατά 434 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2020.Η μείωση των εσόδων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης οφείλεται κυρίως στην μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 402 εκατ. ευρώ, ενώ οι μεταβιβάσεις (κυρίως από τον Κρατικό Προϋπολογισμό) αυξήθηκαν κατά 93 εκατ. ευρώ.

Τέλος, η μεγαλύτερη αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 88 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2021 έναντι μικρότερης αύξησης κατά 55 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2020 είχε περισσότερο αρνητική επίπτωση στο πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης τον Ιανουάριο του 2021.

Ορθή επανάληψη

Σχετικά Άρθρα