Β. Ράπανος: στάσιμη η οικονομία το 2016 , λόγω φορολογικών επιβαρύνσεων και καθυστέρηση πρώτης και δεύτερης αξιολογήσεως

Η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η εγχώρια αποταμίευση δεν είναι απλώς χαμηλή αλλά έχει πλέον καταστεί αρνητική. Οι αποταμιεύσεις του παρελθόντος χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων και για τη στήριξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, επεσήμανε κατά τη διάρκεια της Τακτικής Γενικής Συνελεύσεως των Μετόχων της Alpha Bank, που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, 30 Ιουνίου 2017, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Βασίλειος Θ. Ράπανος.

 
Η πλήρης ομιλία του Πρόεδρου του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Βασιλείου Θ. Ράπανου έχει ως εξής:

“ Η Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Alpha Bank πραγματοποιείται σε μία περίοδο μεγάλης αβεβαιότητος σε διεθνές επίπεδο, αλλά και θετικών προοπτικών για επάνοδο της Ελληνικής Οικονομίας σε ρυθμούς κανονικότητος. Το 2016 ήταν ένα έτος κατά το οποίο έλαβαν χώρα σημαντικά γεγονότα που έχουν επηρεάσει όχι μόνο το γεωπολιτικό πεδίο σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και τις εξελίξεις στην παγκόσμια και στην Ελληνική Οικονομία. Αρκεί να αναφερθούν επιγραμματικά ορισμένα μόνο από αυτά: το αποτέλεσμα του βρεταννικού δημοψηφίσματος για την έξοδο της Μεγάλης Βρεταννίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το περιεχόμενο της οικονομικής και της εξωτερικής πολιτικής του νέου προέδρου των Η.Π.Α., η σταδιακή πολιτική μεταμόρφωση της Τουρκίας, η αύξηση των τρομοκρατικών ενεργειών στην Ευρώπη, καθώς και η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Σε αυτό το ασταθές περιβάλλον η διασφάλιση της συμμετοχής της Ελλάδος στη Ζώνη του Ευρώ, με την υλοποίηση του τρίτου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, αποδεικνύεται, για μία ακόμη φορά, ανθεκτική ασπίδα προστασίας.

Η Ελληνική Οικονομία ευρίσκεται πλέον σε ένα κομβικό σημείο που δημιουργεί την προσδοκία ότι τελικά θα ευοδωθούν οι θυσίες στις οποίες υπεβλήθησαν οι Έλληνες πολίτες αλλά και θα αποδώσουν οι σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την τελευταία επταετία. Τα επιτεύγματα αυτής της μακράς περιόδου προσαρμογής είναι σημαντικά και δεν πρέπει να παραγνωρίζονται υπό τη σκιά των αρνητικών επιπτώσεων στα εισοδήματα και στην απασχόληση. Η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και η συνεπής υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών θα επαναφέρουν την οικονομία σε πορεία διατηρήσιμης αναπτύξεως, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για τη μείωση της ανεργίας και την αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος του δημόσιου χρέους.

Η οικονομική δραστηριότητα το 2016 παρέμεινε στάσιμη, παρά τις αρχικές προβλέψεις για μικρή ανάκαμψη. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποδοθεί τόσο στην αρνητική επίδραση των φορολογικών επιβαρύνσεων που εισήχθησαν το 2016 επί της ενεργού ζητήσεως, όσο και στην καθυστέρηση ολοκληρώσεως τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης αξιολογήσεως. Το γεγονός αυτό αφενός ανέβαλε την άνοδο της επενδυτικής δαπάνης, καθώς διατήρησε το καθεστώς αβεβαιότητος, αφετέρου συγκράτησε τον ρυθμό αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει η αναμενόμενη τόνωση των συνθηκών ρευστότητος. Στο πεδίο όμως της δημοσιονομικής πολιτικής οι εξελίξεις ήταν ιδιαίτερα θετικές. Το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο ήταν θετικό και πολύ μεγαλύτερο από τον αρχικό στόχο. Η σημαντική αυτή επίδοση είναι συνέχεια της μεγάλης προσπάθειας για δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε τα προηγούμενα έτη. Αυτό αποδεικνύεται από τη βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου, διορθωμένου προς τον οικονομικό κύκλο το οποίο κατά την περίοδο 2009-2016 ανήλθε σε 19,2 εκατοστιαίες μονάδες του δυνητικού Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος. Πρόκειται για επίδοση κατά πολύ υψηλότερη αυτής των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που είτε συμμετείχαν είτε όχι σε προγράμματα προσαρμογής. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι η βελτίωση αυτή προήλθε κυρίως από τα έσοδα και λιγότερο από τις δαπάνες, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε άμεση και σε έμμεση φορολογία. Θα πρέπει όμως να τονισθεί ότι στην αύξηση των εσόδων βοήθησε και η επέκταση της χρήσεως των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών.

Παρά τη θεαματική βελτίωση της δημοσιονομικής θέσεως, τα δημόσια οικονομικά δεν έχουν τεθεί σε βιώσιμη πορεία. Πρέπει να υλοποιηθούν ακόμη πολλά τόσο σε επίπεδο εσόδων όσο και δαπανών για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών. Η προσπάθεια όμως αυτή δύσκολα θα ευοδωθεί χωρίς τη βοήθεια των εταίρων και πιστωτών της χώρας μας. Οι εταίροι μας οφείλουν να προχωρήσουν σε παρεμβάσεις επί των βασικών παραμέτρων που προσδιορίζουν τη δυναμική εξελίξεως του δημοσίου χρέους, ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο. Οι παρεμβάσεις αυτές πρέπει να είναι ρεαλιστικές ως προς τη δυνατότητα της χώρας να δημιουργεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και απολύτως συγκεκριμένες, ούτως ώστε να διευκολύνουν τους επενδυτές και τους αναλυτές των διεθνών αγορών στον υπολογισμό των χρηματοοικονομικών κινδύνων που αναλαμβάνουν. Αυτό αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης.

Παράλληλα, η χώρα οφείλει να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τόσο το πρόβλημα της στενής φορολογικής βάσεως όσο και του εξορθολογισμού των δαπανών. Η έως τώρα δημοσιονομική προσαρμογή στηρίχθηκε υπέρμετρα στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών υποσκάπτοντας την αναπτυξιακή δυναμική, αλλά και την προσπάθεια καταπολεμήσεως της εισφοροδιαφυγής. Είναι επιτακτική ανάγκη να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός του συστήματος καταρτίσεως και εκτελέσεως του κρατικού προϋπολογισμού, με έμφαση στη συστηματική παρακολούθηση των δαπανών όλων των φορέων του Δημοσίου και με την εισαγωγή ενός συστήματος αξιολογήσεως των κρατικών δαπανών.

Με δεδομένη την αρνητική επίπτωση των φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, η πρόσφατη δημοσιονομική επιτυχία πρέπει να συνδυασθεί και με άλλες θετικές εξελίξεις όπως, παραδείγματος χάριν, η απεμπλοκή των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων και των ιδιωτικοποιήσεων, με σκοπό την πλήρη ανάκτηση της εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της Ελληνικής Οικονομίας. Επιπλέον, με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος θα γίνει δυνατό να μειωθούν και οι στόχοι για τα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, γεγονός που θα συμβάλει στην περαιτέρω τόνωση της ζητήσεως.

Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα της μακροοικονομικής πολιτικής ήταν η προσαρμογή του εξωτερικού τομέα. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την τελευταία διετία είναι σχεδόν ισοσκελισμένο και έχει βελτιωθεί κατά περίπου 15 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2008. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουμε ακόμη μεταβάλει το παραγωγικό μας πρότυπο. Η επιτυχία της προσαρμογής στις εξωτερικές συναλλαγές επετεύχθη περισσότερο μέσω του περιορισμού των εισαγωγών, παρά μέσω της αυξήσεως των εξαγωγών. Το γεγονός ότι το σχετικό μέγεθος των διεθνώς εμπορεύσιμων τομέων αυξήθηκε σημαντικά κατά την περίοδο της οικονομικής υφέσεως είναι αποτέλεσμα της πολύ μικρότερης εξαρτήσεώς τους από την εγχώρια ζήτηση. Συνεπώς, και ως προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να επιτευχθούν πολλά ακόμη. Η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε θεαματικά σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας αλλά πολύ λιγότερο σε όρους τιμών. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, με βάση καθιερωμένους δείκτες, όπως του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Διοικήσεως Επιχειρήσεων (INSEAD) και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum), εξακολουθεί να παραμένει χαμηλή. Επιπλέον, η αβεβαιότητα, οι φορολογικές επιβαρύνσεις και η μετέωρη απελευθέρωση ορισμένων αγορών αγαθών και υπηρεσιών συνέβαλαν αρνητικά στη διόρθωση των ανισορροπιών του εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας. Είναι όμως αλήθεια ότι η αβεβαιότητα έχει καμφθεί σημαντικά το τελευταίο χρονικό διάστημα. Η ψήφιση των μέτρων που προέκυψαν με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολογήσεως αναμένεται να ισχυροποιήσει περαιτέρω το επιχειρηματικό κλίμα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου και από τη διαφορά αποδόσεων των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων έναντι των γερμανικών.

Η ανάπτυξη με τον ρυθμό που προβλέπει το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για την επόμενη τετραετία προϋποθέτει σημαντική αύξηση της επενδυτικής δαπάνης, άνω του 10% κατά μέσο όρο ετησίως, καθώς η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης αναμένεται να έχει θετικό πρόσημο, αλλά και να διατηρήσει έναν υποτονικό ρυθμό μεγεθύνσεως εξαιτίας της υλοποιήσεως των νέων δημοσιονομικών παρεμβάσεων για τα έτη 2019 και 2020 που ψηφίσθηκαν στο Κοινοβούλιο. Η μείωση του αφορολογήτου ορίου και η περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσουν αρνητικά την ενεργό ζήτηση. Η επενδυτική δαπάνη, ωστόσο, μπορεί να τονώσει τη ζήτηση στην οικονομία υπερκαλύπτοντας την αδυναμία της ιδιωτικής καταναλώσεως, αρκεί να διαμορφωθεί ένα σταθερό και απλό νομοθετικό πλαίσιο που θα υποστηρίζει την επιχειρηματικότητα και θα ενθαρρύνει την καινοτομία, αντισταθμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρνητική επίδραση της δραστηριοποιήσεως σε ένα περιβάλλον υψηλών φορολογικών συντελεστών.

Συχνά τίθεται το ερώτημα σχετικά με τη διαθεσιμότητα των επενδυτικών κεφαλαίων. Είναι αλήθεια ότι η εγχώρια αποταμίευση δεν είναι απλώς χαμηλή αλλά έχει πλέον καταστεί αρνητική. Οι αποταμιεύσεις του παρελθόντος χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων και για τη στήριξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως. Συνεπώς, η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για τη χρηματοδότηση του αναγκαίου ύψους επενδύσεων. Η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις αποκτά επομένως ιδιαίτερη σημασία. Στην προσπάθεια αυτή θα συμβάλουν η πλήρης άρση της αβεβαιότητος και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην Ελληνική Οικονομία που θα οδηγήσει και σε άρση των κεφαλαιακών ελέγχων. Επιπλέον, η αύξηση της απορροφήσεως των διαθεσίμων κονδυλίων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία την προγραμματική περίοδο 2014-2020 αποτελεί πρόσθετο παράγοντα επιτυχίας. Συνέπεια αυτών των εξελίξεων θα είναι η αναδιάρθρωση της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός νέου εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου με έμφαση στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών.

Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στον ρόλο που διαδραματίζει το τραπεζικό σύστημα στην επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας. Το τραπεζικό σύστημα συνιστά τον κεντρικό της πυλώνα για τη διοχέτευση κεφαλαίων στα αποδοτικότερα και ασφαλέστερα επενδυτικά σχέδια. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν διορθώσει σημαντικά τις ανισορροπίες των ισολογισμών τους μετά τον τελευταίο κύκλο ανακεφαλαιοποιήσεων και έχουν προσηλωθεί στην επιτυχία του έργου της αποτελεσματικής διαχειρίσεως των μη εξυπηρετουμένων δανείων. Ο στόχος που έχει τεθεί από τις Εποπτικές Αρχές είναι η μείωση των μη εξυπηρετουμένων δανείων σχεδόν κατά Ευρώ 40 δισ. έως το τέλος του 2019. Το έργο αυτό αναμένεται να επιδράσει θετικά στην ανάκαμψη της Ελληνικής Οικονομίας, αφενός μέσω της αυξήσεως της προσφοράς πιστώσεων στον βαθμό που αποδεσμεύονται κεφάλαια και ρευστότητα από τις τράπεζες, αφετέρου μέσω της αναδιαρθρώσεως του επιχειρηματικού και του παραγωγικού τομέα, έργο το οποίο μπορεί να προσελκύσει νέα επενδυτικά κεφάλαια εξυγιαίνοντας πολλές επιχειρήσεις. Το τελευταίο έτος έγιναν αρκετά βήματα προόδου σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών και ρυθμιστικού πλαισίου που διευκολύνουν το έργο των τραπεζών, όπως η δημιουργία του κανονιστικού πλαισίου αδειοδοτήσεως και εποπτείας των εταιριών διαχειρίσεως ή αποκτήσεως απαιτήσεων, ο εκσυγχρονισμός του πτωχευτικού δικαίου, η εισαγωγή ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός κ.ά.

Στην προσπάθεια αυτή η Alpha Bank πρωτοπορεί δημιουργώντας συνεργασίες και συμπράξεις με διεθνούς φήμης εταιρίες για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετουμένων δανείων τόσο στο χαρτοφυλάκιο της Λιανικής Τραπεζικής όσο και στο χαρτοφυλάκιο των Μεγάλων Επιχειρήσεων. Παράλληλα, η Τράπεζα, όπως αποδεικνύει η μακρά ιστορία της, θα στηρίξει μία ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη μέσω της ενισχύσεως των συνθηκών χρηματοδοτήσεως των μεγάλων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν βασικό πυλώνα του παραγωγικού τομέα της οικονομίας. Στο εγχείρημα αυτό αναμένεται να συνδράμει η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, που θα επιφέρει την επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.

Η επάνοδος της Τραπέζης σε κερδοφόρο χρήση το 2016 αποτελεί ενθαρρυντικό στοιχείο και επιβεβαιώνει τη συστηματική εργασία των Στελεχών της και τη σημασία της απαρέγκλιτης υλοποιήσεως του επιχειρησιακού της σχεδίου. Το 2017 μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό έτος για την επάνοδο σε διατηρήσιμη ανάκαμψη της τραπεζικής δραστηριότητος. Το επιχειρησιακό σχέδιο για τη διαχείριση των μη εξυπηρετουμένων δανείων είναι φιλόδοξο, αλλά με τη συστηματική και μεθοδική εργασία όλων των Στελεχών της Τραπέζης μπορούμε να υλοποιήσουμε τους στόχους, εάν εξωγενείς παράγοντες δεν ανατρέψουν τα προγράμματά μας.

Τελειώνοντας, θα ήθελα εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου να απευθύνω τις ευχαριστίες μας σε όσους συνέβαλαν στα αποτελέσματα του Ομίλου το 2016. Διαβεβαιώνουμε τους Πελάτες μας που δοκιμάζονται από τη δύσκολη οικονομική συγκυρία ότι θα έχουν την αμέριστη συμπαράστασή μας και ότι η Τράπεζά μας θα βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις υπηρεσίες της προς αυτούς. Στους Μετόχους, οι οποίοι μας στηρίζουν με την εμπιστοσύνη τους, απευθύνουμε μήνυμα αισιοδοξίας ότι η Alpha Bank θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται με σταθερά και προσεκτικά βήματα και ότι όλοι εμείς θα συνεχίσουμε να εργαζόμασθε σκληρά για την προάσπιση των συμφερόντων τους, την ενδυνάμωση της Τραπέζης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικής της θέσεως. Τέλος και πάνω απ’ όλα επιθυμώ να απευθύνω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους Εργαζομένους, που με ήθος και με πρωτοφανή αφοσίωση εργάσθηκαν σκληρά κάτω από δύσκολες συνθήκες και ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στην επίτευξη των επιχειρησιακών μας στόχων.

Το 2017 μπορεί να αποτελέσει ένα έτος κρίσιμο για την Ελληνική Οικονομία και για το τραπεζικό σύστημα. Οι προκλήσεις είναι πολλές και ενέχουν κινδύνους, αλλά παρέχουν και ευκαιρίες. Ας συνεχίσουμε όλοι μαζί για να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες για το καλό όλων μας και της ελληνικής κοινωνίας”.

Σχετικά Άρθρα