
Γραφείο Προϋπολογισμού: δεν έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομία
Ο κρατικός μηχανισμός με το τωρινό νομικό σύστημα εξακολουθεί να φέρνει εμπόδια σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια- Η ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία εξακολουθεί να περιορίζεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια («κόκκινα δάνεια»)- Η χώρα παραμένει τρωτή έναντι απρόοπτων και απότομων εξωτερικών διαταραχών («σοκ») κυρίως λόγω του υπέρογκου χρέους
Είναι πλέον κοινός τόπος ότι αν δεν βαδίσουμε σταθερά στο μονοπάτι της εξωστρέφειας και της ανάπτυξης, ο οικονομικός μαρασμός θα προκαλεί περαιτέρω εξασθένιση των θεσμών, ανομία και κοινωνικές εντάσεις που με τη σειρά τους θα καθηλώνουν τη χώρα στη στασιμότητα ή και στην παρακμή ,υπογραμμίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην σημερινή τριμηνιαία έκθεσή του. Όπως τονίζει: Ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση! Επίσης, η πιθανόν αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία. Αναλυτικά η έκθεση:
Εξομάλυνση των σχέσεων με τους θεσμούς και η προοπτική «εξόδου στις αγορές»
Το τρίμηνο που επισκοπούμε (Ιούλιος 2017- τέλος Σεπτεμβρίου 2017) διαπιστώσαμε πρόοδο στις σχέσεις της χώρας με τούς θεσμούς συμπεριλαμβανομένου εκ πρώτης όψεως και του ΔΝΤ. Η αρχή έγινε φυσικά με την ολοκλήρωση της δύσκολης δεύτερης αξιολόγησης και τη συμφωνία για «συμπληρωματικό μνημόνιο» του Ιουνίου 2017 και την κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής (ΜΠΔΠ 2018-2021). Τα κείμενα περιγράφουν τον δρόμο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια. Θα ήταν βέβαια ασφαλέστερο να είχαν συμβεί όλα αυτά νωρίτερα.
Θα μπορούσαμε επομένως να χαρακτηρίσουμε τους μήνες που πέρασαν ως το «τρίμηνο της εξομάλυνσης» των σχέσεων μας με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς. Ένα νέο στοιχείο τους είναι η προσέγγιση με τις ΗΠΑ που είναι σημαντική για λόγους οικονομίας και ασφαλείας. Όμως, η εξομάλυνση αυτή μπορεί να αποδειχθεί πρόσκαιρη αν υπάρξουν δυσκολίες στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής («μνημόνιο») τελειώνει τον Αύγουστο 2018. Ο γενικός στόχος της κυβέρνησης είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ). Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος εποπτείας που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους.
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι θέλει να ολοκληρώσει την τρίτη αξιολόγηση το αργότερο ως το τέλος του έτους ώστε να προχωρήσει ομαλά η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (μνημονίου). Στο μεταξύ, η χώρα βγήκε και από τη λεγόμενη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» – στην οποία υπόκειτο σχεδόν εκ του περισσού λόγω των υπολοίπων δεσμεύσεων. Επίσης, η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τρίτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, κινήθηκε καθοδικά σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Μάλιστα, τον Ιούλιο όπου η Ελλάδα προχώρησε στην έκδοση ομολόγου, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών (5,33%), ευνοούμενη προφανώς και από την ευρωπαϊκή και διεθνή συγκυρία. Ανησυχία προκαλεί όμως η παραμονή της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου σε αισθητά μεγαλύτερα επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία).
Επισημαίνουμε όμως ότι η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης.
Η οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε. και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζουν γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της. Συγκροτούν ένα περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Εκτός τούτου οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης (βλέπε ενδεικτικά τις τακτικές Post-Programme Surveillance Reports της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πορτογαλία). Ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση! Επίσης, η πιθανόν αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία.
Επιπροσθέτως, έχουμε δεσμευθεί σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018 (πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ!). Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060! Βέβαια μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος», ουσιαστικά δηλαδή να χαλαρώσει η περιοριστική πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο (βλ. πιο κάτω).
Σημειώνουμε τέλος ότι η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους).
Ανάπτυξη
Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης βελτιώθηκαν. Η Ελλάδα φαίνεται ότι βγαίνει από την κρίση. Για το 2017 αναμένεται σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης 1,8%. Το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2018 προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης 2,4%. Είχε προηγηθεί διετία ύφεσης που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Το 2015 και το 2016 η ΕΛΣΤΑΤ2 κατέγραψε ύφεση της τάξης του -0,3% και -0,2%, ενώ το 2014 είχε σημειωθεί αύξηση κατά 0,7%. Αυτή η ενδιάμεση κάμψη, που είχε τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, θα πρέπει να είναι διδακτική: Η οικονομία χρειάζεται ένα ελάχιστο συνέχειας στην πολιτική! Η αναμενόμενη και έστω ασθενής ανάκαμψη οφείλεται εν μέρει στην εντυπωσιακή άνοδο του ελληνικού τουρισμού και εν μέρει στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συμφωνία για το «συμπληρωματικό μνημόνιο». Σημειώνουμε πάντως ότι οι προβλέψεις για το τελικό αποτέλεσμα το 2017 διαφέρουν. Ενδεικτικά: ΟΟΣΑ 2017: +1,1%, InDeep Analysis ΕΚΠΑ 2017: +1,05%, DIW Berlin, ifo, ifW, IWH, rwi: +0.9%, Ευρωπαϊκή Επιτροπή (spring forecast) +2.1% και το ΙΟΒΕ 1,3%. Διαφορές προβλέψεων υπάρχουν και για το 2018. Στη γενικά θετική μακρο-εικόνα συμβάλλει φυσικά και η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Ενδεικτικά μόνο καταγράφουμε την βαθμιαία αποπληρωμή των οφειλών του κράτους στον ιδιωτικό τομέα (βλ. πιο κάτω), την προσπάθεια απεμπλοκής συμβολικά και υλικά σημαντικών ιδιωτικοποιήσεων (Ελληνικό) κ.α.
Στον μεταποιητικό τομέα παρατηρήθηκε το Σεπτέμβριο η εντονότερη άνοδος της παραγωγής από τον Ιούνιο του 2008. Επίσης, σε άνοδο βρίσκεται και ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών στη Βιομηχανία, ενώ και το ισοζύγιο των επιχειρήσεων κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2017 είναι θετικό.
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ΔΟΚ), βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Σεπτέμβριο 2017 διαμορφώθηκε στις 100,6 μονάδες, από 99 μονάδες τον Αύγουστο και 98,2 μονάδες τον Ιούλιο του 2017.
Στην κατ’ αρχάς θετική όψη των πραγμάτων ανήκει και η διαγραφόμενη μείωση της ανεργίας. Η ανεργία υποχωρεί φέτος ραγδαία και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017, η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα προσεγγίσει το 20%, για την ακρίβεια θα διαμορφωθεί στο 20,2%. Τον περασμένο Ιούνιο διαμορφώθηκε στο 21,2%, από 23,5% που ήταν ο μέσος όρος το 2016, 25% το 2015, 26,5% το 2014 και 27,5% το 2013. Για το 2018 εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 19%. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, είναι υψηλό το ποσοστό των απασχολούμενων μερικής απασχόλησης και οι μέσες μεικτές αποδοχές τους ανέρχονται σε 394,13 ευρώ! Συναφώς, στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση σε θέσεις χαμηλής ειδίκευσης!
Κάτωθεν του μακρο-επιπέδου είναι εμφανή τα σημάδια κρίσης: Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να «φεύγουν» προς Βουλγαρία και Κύπρο, όπου την ανάπτυξή τους ευνοούν οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές και ασφαλιστικές εισφορές, ο ευκολότερος τραπεζικός δανεισμός και γενικά μια λογική καλωσορίσματος επενδύσεων. Επίσης, το κλείσιμο της ΠΙΤΣΟΣ και η κατάσταση στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, τη ΔΕΗ, την ΕΑΣ και ΕΛΒΟ δείχνουν ότι δεν έχει τελειωμό το δράμα της μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας. Πάντως, δεν λείπουν και μερικές βιομηχανικές επιτυχίες κυρίως σε εξαγωγικά προσανατολισμένες μονάδες.
Είναι πλέον κοινός τόπος ότι αν δεν βαδίσουμε σταθερά στο μονοπάτι της εξωστρέφειας και της ανάπτυξης, ο οικονομικός μαρασμός θα προκαλεί περαιτέρω εξασθένιση των θεσμών, ανομία και κοινωνικές εντάσεις που με τη σειρά τους θα καθηλώνουν τη χώρα στη στασιμότητα ή και στην παρακμή.
Εν τούτοις διαπιστώνουμε πολλές εκκρεμότητες σε θέματα που θα καθορίσουν τελικά τις επιδόσεις ανεξαρτήτως στόχων και προσδοκιών. Κατά την εκτίμησή μας δεν έχει αποκατασταθεί εκείνη η εμπιστοσύνη της οικονομίας από την οποία εξαρτώνται οι πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις. Ο κρατικός μηχανισμός με το τωρινό νομικό σύστημα εξακολουθεί να φέρνει εμπόδια σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Η ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία εξακολουθεί να περιορίζεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια («κόκκινα δάνεια»). Ορισμένες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, αλλά γενικά διαπιστώνουμε βραδύτητα.
Συναφώς, κρίσιμες αποφάσεις έχουν μετατεθεί για το 2018. Από τις δημοσιονομικές επιδόσεις ως τότε θα εξαρτηθεί αν θα χρειασθούν νέα μέτρα το 2018 και αν θα ενεργοποιηθούν νωρίτερα τα προβλεπόμενα για το 2019 -2020 μέτρα (περικοπές στις συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου). Ανησυχία, ωστόσο, προκαλούν τα έσοδα από τη φορολογία.
Επίσης, η χώρα παραμένει τρωτή έναντι απρόοπτων και απότομων εξωτερικών διαταραχών («σοκ») κυρίως λόγω του υπέρογκου χρέους. Το ΓΠΚΒ υποστήριξε εξ αρχής ότι χρειάζεται να εξαλειφθεί ιδίως αυτή η πηγή κινδύνων .
Από πολιτική άποψη ένα χαρακτηριστικό των τελευταίων μηνών είναι ότι η κυβέρνηση αναβάθμισε τον στόχο της ανάπτυξης (έναντι της αναδιανομής). Τονίζει πλέον την ανάγκη για αύξηση των (ιδιωτικών) επενδύσεων και αναγνωρίζει τον ρόλο της επιχειρηματικότητας για την επιστροφή της χώρας σε συνθήκες διαρκούς αναπτυξιακής ομαλότητας. Δεν είναι διαφορετικοί οι γενικοί προσανατολισμοί της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης. Ακόμα και σε ζητήματα εργαλείων ή μέσων πολιτικής σημειώνονται ευρύτατες συγκλίσεις όπως φερ’ ειπείν στις αποκρατικοποιήσεις. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται εξ αντικειμένου προϋποθέσεις για ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις στη χώρα. Θα δούμε βέβαια αν οι καλές διακηρύξεις θα αντέξουν τη δοκιμασία της πολιτικής πραγματικότητας.
Η δημοσιονομική πορεία. Ειδικότερες πτυχές
Η δημοσιονομική πορεία μειώνει την αβεβαιότητα βραχυχρόνια. Ο γενικός στόχος για το 2017 και 2018 είναι να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα 1,75% ΑΕΠ και 3,5% ΑΕΠ αντίστοιχα. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποφευχθεί η λήψη νέων μέτρων εισπρακτικού χαρακτήρα το 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το εννεάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2017, ο στόχος για το έτος αυτό επιτυγχάνεται. Επίσης, το υπουργείο οικονομικών ανεπίσημα πληροφορεί ότι για ολόκληρο το 2017 οι θεσμοί συμφωνούν ότι θα επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,05% πάνω από τον στόχο της χρονιάς. Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις αυτές τότε θα υπάρχει ένα περιθώριο πάνω από € 1,8 δισ. για τη διανομή «κοινωνικού μερίσματος». Η κυβέρνηση σχεδιάζει να το διανείμει ως το τέλος του τρέχοντος έτους. Η εξαγγελία κάνει πάλι επίκαιρο το δίλημμα «αναδιανομή ή ανάπτυξη». Σημειώνουμε ότι ο τρόπος χρησιμοποίησης των πόρων που προκύπτουν από την υπέρβαση των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων έχει σαφώς καθορισθεί στις συμφωνίες με τους θεσμούς, πράγμα που περιορίζει τη σχετική διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης.
Εν τούτοις ανησυχούν όλους οι αντιφατικές εν μέρει εξελίξεις στο μέτωπο της φορολογίας. Οι εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων στο εννεάμηνο Ιανουαρίου–Σεπτεμβρίου 2017 ήταν λιγότερες κατά περίπου € 800 εκατ. από τις αναμενόμενες. Αντίθετα αυξημένα ήταν τα έσοδα από έμμεσους φόρους (+11,9%), ΦΠΑ κ.α.
Συνολικά πάντως, το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε € 36.027 εκατ. παρουσιάζοντας μείωση κατά € 2.353 εκατ. ή 6,1% έναντι του στόχου του ΜΠΔΣ 2018-2021 και τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε € 34.756 εκατ., μειωμένα κατά € 2.252 εκατ. ή 6,1% έναντι του στόχου του ΜΠΔΣ 2018-2021.
Ας προσθέσουμε ότι η περαιτέρω αύξηση στις συνολικές νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο, στο οκτάμηνο Ιανουάριος – Αύγουστος 2017 αναδεικνύει την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δημιουργώντας ταυτόχρονα εύλογες αμφιβολίες για τη δυνατότητα επίτευξης των φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων των επόμενων ετών.
Από πλευράς δαπανών σημειώνουμε την αποπληρωμή μέρους των οφειλών του κράτους σε ιδιώτες που δίνει ανάσες στην οικονομία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους οι ιδιώτες έλαβαν στο τελευταίο τετράμηνο από το Δημόσιο συνολικά € 1,2 δισ., εκ των οποίων τα € 800 εκατ. προήλθαν από τη δόση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) του Ιουνίου και τα € 400 εκατ. από τα κρατικά ταμεία.
Η συμφωνία με τις ΗΠΑ για την αναβάθμιση των F-16 δεν θα επηρεάσει άμεσα τη δημόσια οικονομία, αλλά δημιουργεί νέες υποχρεώσεις που θα πρέπει να καλυφθούν σε βάθος χρόνου.
Το δημόσιο χρέος
Όπως αναφέραμε νωρίτερα, η ομαλή εφαρμογή του προγράμματος ως τον Αύγουστο 2018 είναι προϋπόθεση για να γίνει το επόμενο βήμα ελάφρυνσής του. Αυτή η ελάφρυνση είναι αναγκαία όχι τόσο γιατί σήμερα η επιβάρυνση του προϋπολογισμού για πληρωμή τόκων είναι δύσκολα διαχειρίσιμη (όπως δείχνει η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα), αλλά και διότι θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη μετά το 2021! Χωρίς σοβαρή ελάφρυνση, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει!
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους οι πληρωμές τόκων διαμορφώνονται ως εξής:
€ 6,5 δισ. το 2020
€ 11 δισ. το 2021
€ 24,5 δισ. το 2022
€ 17,5 δισ. το 2023
€ 13,6 δισ. το 2024
€ 9 δισ. το 2025
€ 8,6δισ. το 2026
Συνολικά, στην εξαετία 2021 – 2026 οι πληρωμές μόνο τόκων φτάνουν στο ποσό των € 84,3 δισ.!
Εσωτερικοί και εξωτερικοί κίνδυνοι.
Στην παραπάνω μικτή εικόνα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τους τυχόν κινδύνους που μπορεί να συμπιέσουν προς τα κάτω τις οικονομικές επιδόσεις εντός του 2017, το 2018 και μετά. Σε αυτούς τους κινδύνους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο μη επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ το 2018 (και μετά ως το 2022, η κατάσταση των τραπεζών («κόκκινα δάνεια»), οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, ο κίνδυνος μη επίτευξης των εισπρακτικών στόχων από τη φορολογία λόγω των υψηλών φορολογικών συντελεστών.
Οι κίνδυνοι αυτοί έχουν εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες, με τις τελευταίες να μην εξαρτώνται φυσικά από την ελληνική κυβέρνηση.
Στις εσωτερικές πηγές κινδύνων μπορούμε να αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, την πιθανή μεταρρυθμιστική κόπωση και καθυστέρησή στην εφαρμογή κρίσιμων παρεμβάσεων και άλλα πιεστικά προβλήματα που ενδεχομένως προκύψουν αυξάνοντας το συστημικό κίνδυνο στην ελληνική οικονομία (άρα και τους όρους δανεισμού) κ.α. Με άλλα λόγια, η αναμενόμενη ανάκαμψη κινδυνεύει να απογοητεύσει ή διακοπεί αν δεν εφαρμοσθούν οι μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου και αν δεν γίνουν εκτεταμένες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
Το ερώτημα είναι αν η εφαρμοζόμενη πολιτική και το Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2018 ανταποκρίνονται με την ταχύτητα που επιβάλλει η κατάσταση στις απαιτήσεις της στρατηγικής, που στοχεύει σε υψηλή και διατηρήσιμη ανάκαμψη. Όπως έχουμε επισημάνει σε κάθε ευκαιρία, υπάρχουν καθυστερήσεις σε σειρά δομικών αλλαγών με εμφανέστερες τις τριβές γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τη Δημόσια Διοίκηση το ρυθμιστικό σύστημα των αγορών υπηρεσιών και εργασίας. Δεν χρειαζόταν το ναυάγιο του Σαρωνικού που προκάλεσε τεράστια οικολογική καταστροφή για να έλθουν στην επιφάνεια οι ανεπάρκειες των υφιστάμενων κανονιστικών ρυθμίσεων που ευνοούν την ασυδοσία. Ανάλογα ελλείμματα εμφανίζει το ρυθμιστικό σύστημα των αγορών εργασίας. Η υπουργός Εργασίας έχει δίκιο να αναδεικνύει σε μείζον θέμα την επιχειρηματική παραβατικότητα σε ορισμένους τομείς.
Οι δυσκολίες υλοποίησης των δομικών μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο αντικατοπτρίζονται εξάλλου και στις καθυστερήσεις των δύο πρώτων αξιολογήσεων του τρέχοντος προγράμματος. Ωστόσο, έχει εκφραστεί η βούληση όλων των πλευρών για ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης.
Συστάσεις
Το ΓΠΚΒ θα συνιστούσε τα εξής στην κυβέρνηση:
1) Να επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στη διάχυση της καινοτομίας και, επομένως, της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας (growth potential). Πολλές μεταρρυθμίσεις παραμερίζουν τα εμπόδια για παραγωγικές επενδύσεις. Σοβαρές επενδυτικές αποφάσεις εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος (όπου ένα πρώτο βήμα έγινε με την πρόβλεψη στον αναπτυξιακό νόμο ότι επενδύσεις που υπάγονται σε αυτόν δεν θα φοβούνται αλλαγές για μια δεκαετία), τη χωροταξία που θα βελτίωνε την προβλεψιμότητα της ρυθμιστικής πολιτικής και την αποτελεσματικότερη Δημόσια Διοίκηση. Υπενθυμίζουμε ότι σε σχέση με την τελευταία η χώρα έχει δεσμευθεί για σειρά αλλαγών (αξιολόγηση κλπ), που όμως αντιμετωπίζουν ισχυρές αντιδράσεις.
2) Να εντείνει τις προσπάθειες για ρύθμιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
3) Να συνεχίσει τις προσπάθειες για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, μειώνοντας το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής στα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα.
4) Να ολοκληρώσει την επανεξέταση των κρατικών δαπανών (spending review). Η διαδικασία έχει ήδη αρχίσει με πρωτοβουλία του Αν. Υπουργού Οικονομικών και φαίνεται ότι αποδίδει αν κρίνουμε από την προβλεπόμενη για το 2018 μείωση της κρατικής κατανάλωσης. Συναφώς, η επανεξέταση δεν θα πρέπει να έχει μοναδικό στόχο τη μείωση των δαπανών αλλά κυρίως τη βελτίωση της απιοτελεσματικότητάς τους με τις αναγκαίες ανακατανομές.
5) Να εντείνει τις προσπάθειες κατά της φοροδιαφυγής αρχίζοντας από τις εμφανέστερες και μεγάλες ευκαιρίες για φοροδιαφυγή που συνδέονται με τη διακίνηση του πετρελαίου.
6) Να ενθαρρύνει σαφή πρόοδο στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να αρχίσει σταδιακά να αποκαθίσταται η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στη χώρα, παρέχοντας την απαιτούμενη ρευστότητα στην οικονομία
7) Να αξιοποιήσει πλήρως, εγκαίρως και αποτελεσματικά όλες οι δυνητικές πηγές ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
8) Να εκτελεί ομαλά τον προϋπολογισμό, τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών, ώστε να αποφευχθεί η ανάγκη λήψης επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων.
9) Να συνεχίσει την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου, χωρίς τη μαζική συσσώρευση νέων.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές θα καταστούν δυνατές νέες εκδόσεις ομολόγων με ανεκτούς όρους (χαμηλότερα επιτόκια).
Σε ένα γενικότερο επίπεδο εκτιμούμε ότι η επιστροφή σε σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας.
Σε προηγούμενη ευκαιρία εκθέσαμε επίσης την άποψή μας για το ζήτημα των πελατειακών πρακτικών που έχει αναδειχθεί από καιρό στη δημόσια συζήτηση και μάλιστα διαχρονικά και διαπαραταξιακά! Μια πρώτη απάντηση σε αυτό επιχειρείται ήδη την εποχή της κρίσης και των προγραμμάτων προσαρμογής («μνημονίων») π.χ. στη δημοσιονομική διαχείριση με τη δημιουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (που περιορίζει την ευχέρεια της πολιτικής να παρεμβαίνει κατά την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας), την συμμόρφωση της χώρας με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ («δημοσιονομικό σύμφωνο») κ.α. Αλλά πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα ώστε να περιορισθούν δραστικότερα οι πελατειακές πρακτικές. Σε αυτό το θέμα δεν χωρούν ημίμετρα ούτε αμφισημίες.
Τέλος, δεν συνιστούμε εμμονή στον στόχο της υπέρβασης των προβλεπόμενων από τις συμφωνίες με τους θεσμούς πρωτογενών πλεονασμάτων. Θεωρούμε ότι συνολικά «πνίγουν» την ανάπτυξη καθώς στηρίζονται κυρίως σε φόρους. Αν πάλι θεωρηθούν οι υπερβάσεις αναγκαίες τότε θα πρέπει πραγματικά να εξετασθεί ο τρόπος δικαιότερης αναδιανομής τους ώστε να ωφεληθούν αυτοί που το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Αναγνωρίζουμε βεβαίως το δίλημμα μεταξύ αναπτυξιακών και αναδιανεμητικών στόχων που ήλθε πάλι στην επιφάνεια με την ανακοίνωση διανομής ενός «κοινωνικού μερίσματος» . Αν μέρος του πλεονάσματος διοχετευθεί στοχευμένα σε κοινωνικές υπηρεσίες τότε βέβαια αμβλύνονται οι επιπτώσεις της ανισοκατανομής εισοδημάτων και της φτώχιας. Όμως στην περίπτωση αυτή μικρότερο ποσό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ευθέως αναπτυξιακούς στόχους. Στο συμπληρωματικό μνημόνιο προβλέπεται ότι αν υπάρξει «υπερπλεόνασμα» αυτό θα πρέπει να κατευθύνεται σε κοινωνικούς σκοπούς και σε μείωση της φορολογίας.
Συνοπτικά, οι βραχυχρόνιες εξελίξεις είναι μεν ενθαρρυντικές, αλλά η μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική παραμένει αμφίβολη όσο καιρό δεν αλλάζουν βασικές δομές και θεσμοί της χώρας. Έχει σημασία στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε τις προβλέψεις του ΔΝΤ για την περίοδο μετά το 2020. Ο ρυθμός μεγέθυνσης μπορεί τότε να καθηλωθεί στο 1% ετησίως!
Αντί επιλόγου: Τα προβλήματα στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις
Η μακρόπνοη πρωτοφανής ύφεση εν καιρώ ειρήνης στη χώρα μας βαδίζει με βάση τα στοιχεία της ελληνικής στατιστικής αρχής στο τέλος της και ως φυσικό επακόλουθο θα διευκολύνει, αν σταθεροποιηθεί, τις προοπτικές της νέων και υφιστάμενων επενδυτικών σχεδίων. Όμως σχετικές προσδοκίες τείνουν να ανατρέψουν διάφορα «επεισόδια» (Ελληνικό, Σκουριές, Κασσιόπη ή Αφάντου στη Ρόδο κ.α.). Εκεί που πάει να «στεγνώσει το μελάνι» από το σημείο της έναρξης του επιχειρείν και της εισροής των αναγκαίων χρηματοροών για την απομείωση του δημόσιου χρέους αλλά και της εκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας σε μικροοικονομικό επίπεδο, νέα προβλήματα τόσο δικαστικού όσο και διαδικαστικού περιεχομένου (δασικό και αρχαιολογικό περιβάλλον/ γνωματεύσεις, ακυρώσεις, εντάσεις), αποτρέπουν νυν και μελλοντικούς επενδυτές.
Από το 2009 μέχρι σήμερα, το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ στην Ελλάδα υπολείπεται του αντίστοιχου ποσοστού στην ΕΕ. Το 2016 διαμορφώθηκε σε 11,7% έναντι 19,8% αντίστοιχα στην ΕΕ. Το συνολικό επενδυτικό έλλειμα για την περίοδο 2009-16 ανέρχεται σε € 540 δισ.6 Το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τη χώρα αυξάνει τις απατήσεις απόδοσης των επενδυτών ενώ δομικές δυσκολίες, όπως η χαμηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων, η έλλειψη πιστωτικής επέκτασης, η μείωση των αποταμιεύσεων, η διεύρυνση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η υποχρηματοδότηση, οδηγούν σε υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας.
Το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον βιώνει τον τελευταίο καιρό μια γεωπολιτική αστάθεια, όπου η γεωγραφική θέση της Ελλάδας ευνοεί τις επενδυτικές σκέψεις αρκετών διεθνών επενδυτών, οι οποίοι όντως αναγνωρίζουν τη στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας και επιθυμούν μέσω των επενδύσεων στην Ελλάδα να έχουν πρόσβαση και σε περιμετρικές αγορές, όπως έκανε η COSCO με τις επενδύσεις της στο λιμάνι του Πειραιά.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης για προέλκυση επενδύσεων με την επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, τη συνάντηση στην Κέρκυρα του Πρωθυπουργού με τον Ιταλό ομόλογό του για το κλείσιμο της συμφωνίας για την πώληση της ΤΡΕΝΟΣΕ, τις επαφές του με την ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ και άλλες κινήσεις, είναι σημαντικές εάν αναλογιστεί κανείς, ότι σε προηγούμενες δεκαετίες το ξένο κεφάλαιο είχε δαιμονοποιηθεί, διότι θεωρείτο πηγή εξάρτησης και διαιώνισης των ανισοτήτων. Πρόσφατα δε, στελέχη της κυβέρνησης παρουσίασαν στο Λονδίνο στο πλαίσιο του 12th Annual Greek Roadshow της ΕΧΑΕ τις επενδυτικές προοπτικές σε ξένα funds και στρατηγικούς επενδυτές. Ενδιαφέρον δημιουργήθηκε για τον τουρισμό, την ενέργεια και τις εξαγορές ακινήτων και ξενοδοχείων.
Η χώρα μας έχει δεσμευτεί για μια σειρά από ενέργειες, όπως η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού και η εξυγίανση του ρυθμιστικού συστήματος των αγορών, οι εργασιακές σχέσεις, η μείωση του μη μισθολογικού εργατικού κόστους μέσω της ελάφρυνσης των εισφορών, ο εξορθολογισμός-αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης και η αξιολόγηση των στελεχών της, η αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του κράτους κ.α. Αυτές οι δράσεις καθυστερούν και τα αποτελέσματα τους αντανακλώνται στις αξιολογήσεις των επενδυτών και την αλλαγή προσανατολισμού των επενδυτικών κεφαλαίων τους.
Η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από επενδυτικά κεφάλαια ύψους € 100 δισ. (ή και περισσότερα) για την επόμενη πενταετία 2017-2022 βάσει διάφορων εκτιμήσεων. Η ανακοίνωση της ίδρυσης της Αναπτυξιακής Τράπεζας με τη συμμετοχή ξένων τραπεζών, όπως της Γαλλικής, της Γερμανικής, της Κινέζικης αναπτυξιακής τράπεζας για τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ (Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και καινοτόμων επιχειρηματικών σχεδίων) σε περιφερειακό επίπεδο μέσω μόχλευσης επενδυτικών κεφαλαίων δεν γνωρίζουμε εάν θα συμβάλει τελικά στην αποτελεσματική προσέλκυση επενδύσεων. Οι αμφιβολίες μας εδράζονται στην πικρή εμπειρία που είχε η χώρα μας με διάφορες «αναπτυξιακές» τράπεζες στις οποίες εμπλεκόταν το κράτος. Ο λόγος είναι προφανής: Η κρατική εμπλοκή έδινε το προβάδισμα σε «πολιτικά» κριτήρια» σε βάρος των οικονομικών, ανταποκρινόμενη σε πάσης φύσης συσχετισμούς και δικτυώσεις. Αυτό που μετρά δεν είναι τόσο η εμπλοκή του κράτους στην παραγωγή, αλλά η δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για την ανάπτυξη παραγωγικών πρωτοβουλιών και τη διάχυση της καινοτομίας.
Η ταχύρρυθμη ανάπτυξη με διάρκεια και προοπτική απαιτεί τεράστια επενδυτική κινητοποίηση σε νέες τεχνολογίες και υποδομές και μεγάλες αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, καθώς η χώρα έχει να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα ένα τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα από τη γήρανση του πληθυσμού και το δυσβάσταχτη εκροή μορφωμένων νέων (brain drain).