Γραφείο Προϋπολογισμού: η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας και της λιτότητας

• Επιστημονική Επιτροπή: Θεωρούμε ότι η Επιτροπή, με τη νέα σύνθεσή της θα διατηρήσει την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της

 
Η χώρα μας έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό, υπογραμμίζει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Αναλυτικά:

 
Η μείωση της αβεβαιότητας φέρνει αποτελέσματα

To 2017 έληξε με προκαταρκτική συμφωνία για την τρίτη αξιολόγηση. Όμως, η διαδικασία της αξιολόγησης συνεχίσθηκε τον Ιανουάριο 2018 καθώς είχαν μείνει αρκετές εκκρεμότητες όσον αφορά στα «προαπαιτούμενα» για την εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων του δανείου από τον ΕΜΣ. Επίσης, δεν έχει αποσαφηνισθεί ακόμα η μελλοντική στάση του ΔΝΤ.

Όλες οι διεθνείς αναλύσεις (όπως εξάλλου και το Γ.Π.Κ.Β.) διαπιστώνουν πρόοδο:

 στον τομέα των μεταρρυθμίσεων (κανονιστική ρύθμιση στις αγορές προϊόντων και υ-πηρεσιών, εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.λπ.), αλλά και

 στη δημοσιονομική διαχείριση.

Όμως διαπιστώνονται και πολλά εμπόδια που πρέπει να υπερκεραστούν κατ’ αρχάς ως το τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (μνημονίου) τον Αύγουστο 2018.

Σημειώνουμε ακόμα ότι έχουν ψηφισθεί για το 2019 και 2020 μέτρα προσαρμογής του ασφαλιστικού και της φορολογίας (μείωση του αφορολόγητου) και δημοσιονομικοί στόχοι (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ετησίως) ως το 2021. Αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο θα εμπλουτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες. Οι τράπεζες π.χ. έχουν ετοιμάσει ένα πρόγραμμα πλειστηριασμών για τους επόμενους μήνες και τα χρόνια μετά το τέλος του μνημονίου. Θα υπάρξουν επίσης σημαντικές εκκρεμότητες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στους σχεδιασμούς της «επόμενης μέρας» καθώς η οικονομική πολιτική μας θα παρακολουθείται σε κάθε περίπτωση από τους θεσμούς και τις αγορές. Η κυβέρνηση έχει επίσης δεσμευθεί να επεξεργασθεί σε συνεννόηση με τους θεσμούς και να ενστερνισθεί πλήρως μία συνολική (comprehensive) αναπτυξιακή στρατηγική. Αυτό σημαίνει μέτρα και μεταρρυθμίσεις σε περιοχές πολιτικής από τις οποίες εξαρτάται η ανάπτυξη.

Παρά τις συμβατικές δεσμεύσεις και το γεγονός ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει εν πολλοίς το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής (μνημόνιο) που επικαιροποιήθηκε τρεις φορές (2016, 2017, 2018), παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος. Όπως πρόσφατα τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γ. Χουλιαράκης, είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επανόδου στις παλιές κακές δημοσιονομικές συνήθειες και συνεπώς «δεν είναι μικρός ο κίνδυνος ενός δημοσιονομικού παραστρατήματος», καθώς το 2019 θα είναι εκλογικό έτος.

Επίσης, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της κατανόησης των εταίρων για κάποιες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί π.χ. στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή για τις δυνατότητες της ΕΚΤ να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές διατηρώντας το waiver ακόμα και αν οι ελληνικοί τίτλοι δεν αξιολογούνται καταλλήλως από τις αγορές.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής και θα εκφράσει τις προθέσεις της όσον αφορά στην επιστροφή του ΔΝΤ σε επιστολή προς το Ταμείο, υπογεγραμμένη από τις ελληνικές αρχές.

Η κυβέρνηση πάντως δρομολόγησε με το «πολυνομοσχέδιο», που ψηφίσθηκε από τη Βουλή στις 15 Ιανουαρίου 2018 (Ν. 4512, ΦΕΚ 5/Α/17.01.2018), ουσιαστικά δύο δέσμες μέτρων. Η μία αφορά στην εφαρμογή των όρων για την εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων. Οι συζητήσεις ανέδειξαν και τις δυσκολίες μας να «ενστερνισθούμε» την οικονομική φιλοσοφία του μνημονίου. Η δεύτερη δέσμη όμως περιέχει πάσης φύσης «διευθετήσεις» για τις περισσότερες από τις οποίες το ΓΛΚ δεν μπορούσε να κάνει κάποια πρόβλεψη των δημοσιονομικών επιπτώσεών τους, πράγμα που παραπέμπει στη διαχρονική παθογένεια της ελληνικής πολιτικής ζωής.

Προς το παρόν, διαπιστώνουμε ότι το 2017 η οικονομία επί τέλους ανακάμπτει, μολονότι ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι συγκριτικά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης, αλλά και με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί. Έχει προηγηθεί μια διετία ήπιας ύφεσης, που επηρεάστηκε από τις πολιτικές εξελίξεις το πρώτο εξάμηνο του 2015 και από την καθυστέρηση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης το 2016. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στις 15 Ιουνίου 2017, δημιούργησε, παρά τις καθυστερήσεις, προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας και τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, όταν αυτό συμβεί, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις ανάκαμψης. Όμως, τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους υπουργούς και η απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου 2018 υπογράμμισαν όχι μόνον όσα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα, αλλά και ποιες εκκρεμότητες έμειναν. Υπενθύμισαν επίσης βασικά θεσμικά ελλείμματα της χώρας που θα πρέπει να εξαλειφθούν για να περάσει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Το Γ.Π.Κ.Β. από καιρό υποστήριζε ότι ένα από τα μεγαλύτερα και συστηματικότερα λάθη των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών ήταν η υποτίμηση του ρόλου της αβεβαιότητας στην οικονομία.

Το λάθος αυτό εντάθηκε στα χρόνια των μνημονίων, δηλαδή από το 2010 και μετά. Την αβεβαιότητα τροφοδοτούσαν οι συνεχείς διαπραγματεύσεις και αναζητήσεις «ισοδυνάμων» για να γίνουν τροποποιήσεις, οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα, οι ανασχεδιασμοί στο ασφαλιστικό, οι ασάφειες στην κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων, των εργασιακών ρυθμίσεων κ.ά. Εκτός από την πρωτοφανή ύφεση, την αβεβαιότητα επίσης τροφοδοτούσε η απουσία ενστερνισμού του προγράμματος από τις ελληνικές αρχές, καθώς η οικονομική του φιλοσοφία (που έρχεται σε σύγκρουση με παραδοσιακές αντιλήψεις για το ρόλο του κράτους και της αγοράς) συχνά αμφισβητείτο στην πράξη. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι η άρση της αβεβαιότητας θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα. Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις, παρά την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.

Οι περισσότερες ενδείξεις του τελευταίου τριμήνου του 2017 και του πρώτου μήνα του νέου έτους είναι ενθαρρυντικές, π.χ. οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, παρουσίασαν σημαντική αύξηση τον Δεκέμβριο του 2017 κατά € 2,54 δισ. Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Δεκέμβριο 2017 ανέκαμψε εκ νέου πάνω από τις 100 μονάδες (101 μονάδες), μετά τον Σεπτέμβριο (100,6 μονάδες). Ο Γενικός Δείκτης (ΓΔ) Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατέγραψε σημαντική άνοδο έως το τέλος του τελευταίου τριμήνου του 2017, κλείνοντας το έτος στις 802 μονάδες, ενώ υπήρξε σημαντική περαιτέρω άνοδος και τον πρώτο μήνα του 2018. Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, καθώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας. Σημειώνεται επίσης, ότι και τον Ιανουάριο του 2018 συνεχίστηκε η καθοδική πορεία και διαμορφώθηκε κάτω από το 4%.

Ωστόσο, για το έτος 2017 το ΥΠΟΙΚ εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα είναι της τάξης του + 1,6%, αισθητά χαμηλότερη από τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού του 2017, δηλαδή 2,7%. Όμως έρχεται μετά από μια νέα «ήπια» ύφεση του 2015 και 2016 ( -0,3% και -0,2 αντίστοιχα). Η χαμηλότερη εκτίμηση οφείλεται στη μεγάλη καθυστέρηση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, που προκάλεσαν σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική της πρόβλεψη.

Η ανεργία μειώνεται επίσης μολονότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης δεν είναι ικανοποιητικά, όπως βεβαιώνεται από ΕΛΣΤΑΤ και ΕΡΓΑΝΗ. Όμως, το στοιχείο που προβληματίζει είναι ότι δημιουργούνται πάρα πολλές νέες θέσεις εργασίας με χαμηλή αμοιβή και υψηλή ανασφάλεια.

 
Η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί το τέλος της διαδρομής

Ένα σημαντικό αποτέλεσμα που δρομολογήθηκε από το κλείσιμο της δεύτερης και τρίτης αξιολόγησης, ήταν η έξοδος στις αγορές π.χ. με το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών αρχικά για την έκδοση πενταετούς ομολόγου. Είναι δύο θετικές εξελίξεις που δημιουργούν προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο στις αγορές στο τέλος του μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Ο γενικός στόχος της κυβέρνησης, όπως έχει εκφραστεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ).Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους.

Όμως, η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς, για τους εξής τρεις λόγους:

  1. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης. Η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζει γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της. Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης (αμοιβαίας) εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων. Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης.
  2. Επίσης και συναφώς, η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προ-βλέπεται να είναι ενισχυμένη. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στην Ζώνη του Ευρώ προ-βλέπει στο άρθρο 14 ότι «Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ει-δική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή».
  1. Τέλος, τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στο βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.

Επίσης, η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:

  1. Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.
  2. Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Σε προηγούμενες εκθέσεις του, το Γ.Π.Κ.Β. έχει ασκήσει εκτεταμένη κριτική για την αποτελεσματικότητα της πολιτικών λιτότητας.

Αρχικά, στα πρώτα μνημονιακά χρόνια, η λιτότητα επιχειρήθηκε κυρίως μέσω της μείωσης των μισθών και των συντάξεων. Στη συνέχεια, στο δεύτερο και τρίτο μνημόνιο πήρε τη μορφή της φορολογικής επιβάρυνσης (φοροκεντρική λιτότητα). Πρόσφατες εμπειρικές έρευνες έχουν δείξει ότι η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής λιτότητας επηρεάζεται από τρεις παράγοντες: από τη διάρκεια της λιτότητας, από τον βαθμό ανοίγματος της οικονομίας και από το επίπεδο θεσμών της χώρας. Οι οικονομολόγοι φαίνεται να μην διαφωνούν ότι, μακροχρόνια, η δημοσιονομική εξυγίανση είναι επωφελής για την οικονομία (λόγω μείωσης των επιτοκίων δανεισμού). Υπάρχει όμως μικρότερη συναίνεση σχετικά με τις βραχυχρόνιες επιπτώσεις της λιτότητας. Υποστηρίζουν ότι αυτό που παρατηρούμε σε πρώτη φάση, είναι η απότομη μείωση της παραγωγής με την ταυτόχρονη άνοδο της ανεργίας και του χρέους. Η περιστολή δαπανών ή/και η αύξηση της φορολογίας αφυδατώνουν την οικονομία μειώνοντας τη συνολική δαπάνη και δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ύφεσης-λιτότητας. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι οι ανοικτές οικονομίες, δηλαδή οικονομίες που έχουν έντονη εξωστρέφεια, είναι δυνατό να ωφεληθούν από τα προγράμματα λιτότητας ακριβώς γιατί μπορούν να εκμεταλλευτούν αποτελεσματικά τα οφέλη της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης των μισθών. Καθώς μειώνονται οι μισθοί, οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να εξάγουν περισσότερο γιατί γίνονται περισσότερο ανταγωνιστικές. Η αύξηση των εξαγωγών με τη σειρά της, οδηγεί σε ανάπτυξη. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Πορτογαλίας , όχι όμως στην Ελλάδα. Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι χώρες με ισχυρούς θεσμούς (π.χ. η Κύπρος) μπορεί να είναι πιο επιτυχημένες στην απορρόφηση των κραδασμών της κρίσης και στην αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας. Η σημερινή κατάσταση στην κοινωνία και οικονομία θα ήταν ευνοϊκότερη εάν η πολιτεία είχε αναπτύξει ισχυρούς θεσμούς (π.χ. Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, Χωροταξικό Σχέδιο, Δημοσιονομική Διαφάνεια, σταθερό φορολογικό σύστημα) ήδη πριν από την κρίση. Δηλαδή, τα προγράμματα λιτότητας που μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεί να αποτύχουν σε άλλες, που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε χώρες με αδύναμη οικονομική βάση, με ελλιπείς θεσμικές δυνατότητες και πολιτική αναποτελεσματικότητα, η λιτότητα οδηγεί σε χειρότερα οικονομικά αποτελέσματα και δεν προσφέρει οφέλη όσον αφορά στην αύξηση του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις. Οι εγχώριοι θεσμοί της είναι διαχρονικά αδύναμοι ή δυσλειτουργικοί και η εξαγωγική της βάση μικρή. Επομένως, έχει βρεθεί η χώρα μας σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό.

Το ζητούμενο είναι η διατηρήσιμη ανάπτυξη. Μπορεί όμως να υπάρξει;

Τα τελευταία οκτώ χρόνια, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις που έγιναν και εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος της ευρωζώνης που παρέμεινε για αρκετά χρόνια σε προγράμματα, έχει επιτευχθεί πρωτοφανής, για τα χρονικά της ΕΕ, αλλά και του ΟΟΣΑ, διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Τα μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) του 2009 εξαλείφθηκαν. Έχουν επίσης υλοποιηθεί πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση (π.χ. Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, δημοσιονομική διαφάνεια, ανεξαρτησία ΕΛΣΤΑΤ και ΑΑΔΕ, ασφαλιστικό σύστημα, Ιδιωτικοποιήσεις), ενώ το τραπεζικό σύστημα έχει μεν υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων κυρίως ως αποτέλεσμα της κρίσης, παράλληλα όμως διαθέτει σχετικά υψηλές προβλέψεις και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Οι βελτιώσεις αυτές είναι μεν αρκετές για να εξασφαλίσουν την βραχυχρόνια ανάκαμψη της οικονομίας αλλά δεν επαρκούν για την επίτευξη μιας μακροχρόνιας, διατηρήσιμης ανάπτυξης.

 
Το Γ.Π.Κ.Β. θεωρεί ότι αυτό μπορεί να γίνει εάν:

  1. Συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις

Το Γ.Π.Κ.Β. από το 2012 μέχρι και σήμερα υποστηρίζει ότι η χώρα χρειάζεται βαθιές τομές (μεταρρυθμίσεις) για να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, εναρμονισμένες με τις βέλτιστες πρακτικές στις ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα χρειάζεται τις μεταρρυθμίσεις, γιατί αυτές στοχεύουν πρωτίστως (αν και όχι μόνο) στο να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα, δηλαδή να επιφέρουν καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και με τον τρόπο αυτό αύξηση του πλούτου. Επιγραμματικά: Αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν. Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η υπέρβαση πρακτικών που λειτουργούν ως τροχοπέδη της ανάπτυξης, ευνοούν διαπλοκές και κάνουν δυνατή μεγάλης έκτασης «προσοδοθηρική» συμπεριφορά που καταδυναστεύει το κοινωνικό σύνολο.

  1. Συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, με άλλο μίγμα

Η δημοσιονομική σταθερότητα είναι απαραίτητη, όχι γιατί την επιβάλλει η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, αλλά γιατί έτσι δημιουργούνται θετικές προσδοκίες που εξα-σφαλίζουν χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Όμως, τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια συνεχής αύξηση του φορολογικού βάρους.

 
Η υπερφορολόγηση αποδεικνύεται:

(α) Με τη σύγκριση των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Οι Έλληνες είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, στο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και στον ανώτατο συντελεστή ΦΠΑ. Τα φορολογικά μας έσοδα μάλιστα κατά 44,5% βασίζονται στην έμμεση φορολογία, όταν στην υπόλοιπη Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 μονάδες χαμηλότερο. Είναι δηλαδή και σε βάρος των φτωχότερων. Όπως επισημάνθηκε και στην έκθεση του Γ.Π.Κ.Β. επί του σχεδίου Π/Υ του 2018, ο λόγος έμμεσης προς άμεση φορολογία μεγαλώνει συνεχώς από το 2014 και μετά.

(β) Από τη συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο που πλέον ξεπερνά το € 1 δισ. το μήνα. Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας.

Κατά συνέπεια, το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων.

 

  1. Υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων

Υπάρχει η δέσμευση των εταίρων για λήψη μέτρων επίλυσης του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε να εξαλειφθεί μια μεγάλη πηγή αβεβαιοτήτων. Όσο μεγαλύτερη είναι η ρύθμιση του χρέους, τόσο μικρότερη θα είναι η απαίτηση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και άρα η πίεση για συνεχή λιτότητα. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Το μέγεθος του χρέους, και ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ, επηρεάζουν αρνητικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης που βε-βαίως, επηρεάζονται αρνητικά και από άλλους παράγοντες. Καθιστά επιφυλακτικές τις αγορές και αποτρέπει όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία. Όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.

 

  1. Χαρτογραφηθεί ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο

Ο εθνικός αναπτυξιακός σχεδιασμός χρειάζεται γιατί από τη φύση της η πολιτική οικονομικής προσαρμογής που προβλέπεται στα Μνημόνια δεν περιέχει στοιχεία «κλαδικής αναπτυξιακής» πολιτικής, πράγμα που σημαίνει ότι δεν συνιστά κάποια συγκεκριμένη δομή της ελληνικής οικονομίας ούτε ασχολείται με συγκριτικά πλεονεκτήματα κατά κλάδους που πρέπει να αξιοποιηθούν. Λόγω της οικονομικής φιλοσοφίας στην οποία στηρίζεται, εμπιστεύεται τις αγορές για να δώσουν τις σχετικές απαντήσεις αφού διαμορφωθούν οι απαραίτητες γενικές (μακροοικονομικές) συνθήκες και εκλογικευθεί η κρατική παρέμβαση. Αντίθετα, στην ελληνική συζήτηση τέθηκαν ζητήματα ανάπτυξης σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής αγαθών (μεταποίησης, γεωργίας) και επιλεγμένες υπηρεσίες (τουρισμός, τράπεζες κ.ά.). Αναμφίβολα ο αναπτυξιακός οδικός χάρτης εξυπηρετεί την ανάγκη για ένα μακροχρόνιο «σχέδιο» ή όραμα για τη δομή της ελληνικής οικονομίας ως το 2025 ή 2030 που θα οργανώνει την κρατική παρέμβαση κατά το βαθμό που είναι αναγκαία και θα προσανατολίζει το ίδιο το κράτος και την επιχειρηματικότητα. Στο σχέδιο αυτό το κράτος θα έχει τον ρόλο του.

Γενικά, η σχετική πολιτική θα πρέπει να είναι εξωστρεφής, να στηρίζεται δηλαδή στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (πραγματικά και δυνητικά!) και στην καινοτομία ώστε η ανάπτυξη να εξαρτάται λιγότερο από την εσωτερική ζήτηση. Θα πρέπει να έχει ως βασικό άξονα τη δημιουργία νέων και διατηρήσιμων θέσεων εργασίας, με φιλόδοξους στόχους, με συγκεκριμένες δράσεις, με σαφές χρονοδιάγραμμα και με δημοκρατικό έλεγχο και λογοδοσία για την επίτευξη αυτών των στόχων.

 

  1. Υπάρξει συναίνεση και συνεννόηση

Η συναίνεση είναι απαραίτητη για να υπάρξουν οργανωμένες εθνικές προσπάθειες προσαρ-μογής στο μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Καμία χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από την κρίση, χωρίς να διαθέτει μια αποφασισμένη ηγεσία και ένα ελάχιστο συναίνεσης, χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής και κοινωνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της.

 
Επιστημονική Επιτροπή: Θεωρούμε ότι η Επιτροπή, με τη νέα σύνθεσή της θα διατηρήσει την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της

Η ανά χείρας έκθεση είναι η τελευταία του Γ.Π.Κ.Β. υπό την παρούσα σύνθεση της Επιστημονικής Επιτροπής. Η πενταετής θητεία του Συντονιστή έληξε τον Νοέμβριο 2017, ενώ η θητεία των μελών της Επιστημονικής Επιτροπής, καθηγητών Πάνου Καζάκου, Ναπολέοντα Μαραβέ-για, Μιχάλη Ρηγίνου και Σπύρου Λαπατσιώρα λήγει στα τέλη Μαρτίου 2018. Λογικά, η ανάληψη καθηκόντων από τον νέο Συντονιστή θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο, αλλά η μετάβαση καθυστέρησε όπως άλλωστε συνέβη και σε άλλες περιοχές πολιτικής. Θεωρούμε ότι η Επιτροπή, με τη νέα σύνθεσή της θα διατηρήσει την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της, η οποία οικοδομήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, σημειώνουν εισαγωγικά στην έκθεση ο Συντονιστής και η Επιστημονική Επιτροπή. Όπως συνεχίζουν:

Υπενθυμίζουμε ότι η Επιστημονική Επιτροπή 2012-2017, αποφάσιζε με ομοφωνία και λειτουργούσε πέραν των κομματικών αντι-παραθέσεων.

Το Γ.Π.Κ.Β., υπήρξε ένας καινοτόμος, για τα ελληνικά δεδομένα, θεσμός που έχει πλέον ριζώ-σει βαθιά στο ελληνικό θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο. Την περίοδο 2012-2017, το Γ.Π.Κ.Β. πέ-τυχε την πρώτη θεσμική του κατάκτηση -καθόλου αυτονόητη μέχρι πριν από λίγα χρόνια- που ήταν η ομαλή και συνεχής λειτουργία του, χωρίς να επηρεάζεται το έργο του από αλλαγές κυβερνήσεων ή/και Προέδρων της Βουλής.

Με βάση αυτή την κατάκτηση, το Γ.Π.Κ.Β. παρήγαγε σημαντικό έργο, μέσα κυρίως από τις εκθέσεις του (περιοδικές, ετήσιες και ειδικές, καθώς και εκθέσεις επί του προσχεδίου και του σχεδίου του προϋπολογισμού του κράτους), με τις οποίες κατέγραφε τις οικονομικές εξελίξεις, εκτιμούσε τις δημοσιονομικές και ευρύτερα οικονομικές προοπτικές, αλλά και αξιολογούσε τις ακολουθούμενες πολιτικές που αφορούν στις διαρθρωτικές αλλαγές σε διάφορους τομείς, όπως οι εργασιακές σχέσεις και η δημόσια διοίκηση. Γνώμονάς του σε αυτό το έργο ήταν πάντοτε το συμφέρον της χώρας και της κοινωνίας και για αυτό δεν δίστασε να ασκήσει τεκμηριωμένη κριτική σε καίρια θέματα όπως η οριζόντια λιτότητα, η υπερβολική φορολογική επιβάρυνση, η αναβολή λήψης διαρθρωτικών μέτρων, η ανάγκη ρύθμισης του χρέους, η στοιχειοθέτηση χαμηλότερου ύψους πρωτογενών πλεονασμάτων ή και ο προσδιορισμός των προ-βλημάτων που υπάρχουν από ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων οργανισμών όπως της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ.

Στην κατάρτιση των εκθέσεων, πέραν της υψηλού επιπέδου υποστήριξης που παρείχαν οι εργαζόμενοι στο Γ.Π.Κ.Β., συμβάλλαμε όλα τα μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής, που αν και προερχόμαστε από διαφορετικές σχολές οικονομικής σκέψης συν-διαμορφώσαμε και συντάξαμε τα κείμενα των εκθέσεων. Οι εκθέσεις του Γραφείου μας αποτέλεσαν αφενός σημείο αναφοράς για την διδασκαλία και έρευνα σε θέματα της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου βέλτιστη πρακτική για τη λειτουργία αντίστοιχων Γραφείων σε άλλες χώρες.

Οι εκθέσεις του Γ.Π.Κ.Β. προκάλεσαν πάντοτε ευρεία δημοσιότητα προσελκύοντας την ιδιαίτερη προσοχή των ΜΜΕ και σχολιάσθηκαν ποικιλοτρόπως από τα μέλη των εκάστοτε κυβερνήσεων και τα πολιτικά κόμματα, καθώς επίσης και από τους κοινωνικούς εταίρους και εμπειρογνώμονες. Όπως ήταν φυσικό, σε μια εποχή που τα δημοσιονομικά και οικονομικά θέματα κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, οι εκθέσεις του έγιναν αντικείμενο διαλόγου κυρίως στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής με βάση τα στοιχεία και τα επιχειρήματα που περιείχαν και όχι με βάση τη γνώριμη ελληνική τακτική της συνθηματολογίας, της αοριστολογίας και της κινδυνολογίας.

Παράλληλα, το Γ.Π.Κ.Β. διοργάνωσε συνέδρια σε θέματα κρίσιμα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, στα οποία συμμετείχαν κορυφαία πολιτικά πρόσωπα και εκπρόσωποι της επιστημονικής κοινότητας. Τα συνέδρια αυτά, των οποίων τα πρακτικά έχουν ήδη εκδοθεί, αποτέλεσαν πεδίο υψηλού προβληματισμού. Η θεματολογία τους κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα αντικειμένων. Συγκεκριμένα,

 2014: «Δημοσιονομική προσαρμογή: πόσο δίκαιη είναι η κατανομή των βαρών;»,

 2015: «Οικονομικές διαστάσεις της Συνταγματικής αναθεώρησης σε συνθήκες κρίσης»,

 2016: «Μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση και ανάπτυξη: εμπειρίες και προτάσεις» και

 2017: «Κρίση – Μεταρρυθμίσεις – Ανάπτυξη».

Στόχος μας ήταν πάντα η ενημέρωση των μελών του Κοινοβουλίου -και εν τέλει και των πολιτών- για τα θέματα της αρμοδιότητάς μας με βάση την ανάλυση των διαθέσιμων κάθε φορά στοιχείων και της ακαδημαϊκής έρευνας. Πιστέψαμε και πιστεύουμε στις δυνατότητες ανάταξης της χώρας υπό την προϋπόθεση ότι τα ζητήματα της οικονομίας, της κοινωνίας και του κρατικού μηχανισμού θα αντιμετωπίζονται με διάλογο στη βάση επιχειρημάτων, με ρεαλισμό και μακροχρόνιο ορίζοντα.

Επιπλέον, και λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο και τον τρόπο λειτουργίας του Γ.Π.Κ.Β. την περίοδο 2012-2017, προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε με επιτυχία τα ελάχιστα διεθνή πρότυπα, όπως τίθενται από τον ΟΟΣΑ, που θα πρέπει να ισχύουν στα αντίστοιχα Γραφεία που λειτουργούν στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., και αφορούν στην ανεξαρτησία από πολιτικές πιέσεις, στην ακομμάτιστη λειτουργία, στην επιστημονική τεκμηρίωση, στην πλήρη διαφάνεια καθώς και στην άμεση επικοινωνία με τους πολίτες.

Αξίζουν θερμές ευχαριστίες στους εργαζόμενους στο Γ.Π.Κ.Β. (επιστημονικό προσωπικό, διοικητικό προσωπικό, ασκούμενοι) που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και επέδειξαν ιδιαίτερη επιστημοσύνη, καθώς και σε όλες τις υπηρεσίες της Βουλής με τις οποίες είχαμε την τιμή να συνεργαστούμε και να διαπιστώσουμε το υψηλό τους επίπεδο.

Τέλος, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους διατελέσαντες Προέδρους της Βουλής κατά τη διάρκεια της θητείας μας, οι οποίοι ουδέποτε επιχείρησαν να παρέμβουν στο έργο μας, δημιουργώντας έτσι μια πολύτιμη παρακαταθήκη και για το μέλλον.

Αυτονόητο είναι ότι θα είμαστε στη διάθεση του νέου Συντονιστή και των νέων μελών της Επιστημονικής Επιτροπής προκειμένου να τους ενημερώσουμε, διασφαλίζοντας έτσι την ομαλή συνέχεια του έργου του Γ.Π.Κ.Β.

Σχετικά Άρθρα